Δημήτρης Μάρτος. Με το όραμα της πόλης και του πολίτη / συνέντευξη στη Δήμητρα Σμυρνή
Αρχιτέκτονας, πολεοδόμος, συγγραφέας, με συμμετοχή σε πολιτικούς και εθνικούς αγώνες από τα φοιτητικά του χρόνια, ο Δημήτρης Μάρτος είναι από κείνους τους ανθρώπους, που η ανησυχία τους για τα κοινά αποτελεί πηγή στοχασμού και έκφρασης λόγου προσωπικού, που κατατίθεται με τόλμη.
Σεμνός και αθόρυβος στην προσωπική του ζωή, εκφράζεται εδώ και πολλά χρόνια κυρίως μέσα από τα βιβλία του, όπου η αγωνία για τον τόπο του παρουσιάζεται ανάγλυφα.
Ο Δημήτρης Μάρτος μιλά στη faretra.info για την επιστημονική και πολιτική του διαδρομή, μιλά για το ελλαδικό και διεθνές πολιτιστικό και πολιτικό τοπίο, που διαμορφώνει τον σημερινό Έλληνα, για την πόλη του τη Βέροια, κάνοντας διαπιστώσεις και προτάσεις με γνώση αλλά και βαθιά αγάπη γι’ αυτήν, δίνοντας τελικά το πορτρέτο του πολίτη και της πόλης, όπως εκείνος το οραματίζεται, σε μια Ελλάδα που έχει χάσει τη μνήμη και την ταυτότητά της.
Βέροια, 1956- 1974. Γεννιέστε εδώ, μεγαλώνετε εδώ. Ποιες είναι οι προσλαμβάνουσες παραστάσεις από την πόλη και την εποχή, πριν φύγετε για σπουδές στη Φλωρεντία; Η οικογένεια, το σχολείο, οι άνθρωποι, το πολιτικό σκηνικό;
Όταν γεννήθηκα το Φλεβάρη του 1956, οι γονείς μου μετασχηματίζονταν από κτηνοτρόφοι του Βερμίου σε αγρότες του κάμπου. Το 1962, ενόψει του αιτήματος της σύνδεσης της Ελλάδας με την ΕΟΚ και την άρση του προστατευτισμού για τα κτηνοτροφικά προϊόντα, απελευθερώθηκαν οι εισαγωγές από τη Βουλγαρία, ρίχνοντας τόσο πολύ τις τιμές των εγχώριων αιγοπροβάτων, που αναγκάστηκαν να τα πουλήσουν και να αγοράσουν χωράφια στο βάλτο του Σταυρού και του Σκυλιτσίου. Αυτή η μετάβαση είχε ένα κόστος ψυχολογικό, πολιτισμικό… είναι μια άλλη μεγάλη συζήτηση.
Είχα την τύχη να κάνω το δημοτικό στο 6ο Σχολείο, με καλούς δασκάλους και έντονη παιδική ζωή, μιας και το 6ο ήταν τότε μια αλάνα αυτοδημιουργίας και με πολυπολιτισμικό υπόστρωμα.
Το γυμνάσιο το έκανα στη δικτατορία, 1968-74, στο 2ο Γυμνάσιο, και ίσως γι’ αυτό δεν έμαθα καλά τα γράμματα. Θυμάμαι ότι και οι καθηγητές ήταν αμήχανοι, σοκαρισμένοι και πολλές φορές απρόθυμοι να μας διδάξουν. Τους θυμάμαι να κοιτάνε έξω στον αυλόγυρο και να έχουν τυπική επικοινωνία με εμάς. Υπήρχαν βέβαια και εξαιρέσεις. Αυτό που μου άφησε αυτή η περίοδος ήταν ένα αίσθημα φυγής. Μου φαινόταν όλα στραβά. Θυμάμαι ότι τότε με αντιπροσώπευε μια φράση του Σκαρίμπα: «Από τότε που ένας δάσκαλος με την στραβή του μύτη διάβαζε “όλη δόξα όλη χάρη”, μου φαίνεται πως πάσα δόξα ένρινη και κάθε χάρη στραβομύτα».
Ήμουν καλός στην έκθεση, τη ζωγραφική και τη γεωγραφία. Ζωγράφιζα, έγραφα δικά μου πράγματα και έπαιζα πολύ στην αυλή του 6ου σχολείου και στα γιαπιά των πολυκατοικιών που τότε ανεγείρονταν. Τα καλοκαίρια και πολλά σαββατοκύριακα ακολουθούσα τον πατέρα μου στα χωράφια, στα βαμβάκια αρχικά και μετά στα συμπύρηνα ροδάκινα.
Ο πατέρας μου είχε αυτό που λέμε ‘’φάκελο’’, ήταν, θα λέγαμε με σημερινή πολιτική γλώσσα, κεντροαριστερός. Ο ίδιος αρέσκονταν να αυτοαποκαλείται (ανδρεο) παπανδρεϊκός. Υπέφερε στον εμφύλιο. Φυλακίστηκε… Και, συνήθως, η πολιτική ιστορία του πατέρα διαμόρφωνε ένα υπόστρωμα πολιτικής συμπεριφοράς και για τα παιδιά του. Γενικά το συγγενικό μου περιβάλλον ήταν πολύ δημοκρατικό, ανεξάρτητα από τις πολιτικές πεποιθήσεις.
Την 3η Σεπτεμβρίου του 1974 ταξίδευα στην Ιταλία κάνοντας ένα αποφασιστικό άλμα στη ζωή μου. Το ταξίδι αυτό το είχα προγραμματίσει και μάλλον το ήθελε και ο πατέρας μου, παρ’ όλη την οικονομική στενότητα και την αντίδραση του συγγενικού μου περιβάλλοντος. Νομίζω όμως δικαίωσα τον πατέρα μου. Δεν ‘’χάθηκα στα ξένα’’.
Φλωρεντία. Πώς βιώνετε ως φοιτητής την επαφή σας με μια από τις μεγαλύτερες μητροπόλεις της Τέχνης και του Πολιτισμού; Συνειδητοποιείτε τη διαφορά μεγεθών;
Φτάνοντας στη Φλωρεντία, μαζί με το Σάββα Ταχματζίδη και το Νίκο Κόντογλου για να κάνουμε αρχιτεκτονική, διανυκτερεύσαμε σ’ ένα κέντρο νεότητας που βρίσκονταν στην περίφημη Βίλλα Καρέτζι. Περίφημη, γιατί από εκεί ξεκίνησε η Ευρωπαϊκή Αναγέννηση. Αυτό το έμαθα αρκετά χρόνια αργότερα. Τότε είχαμε απορροφηθεί από άλλες προτεραιότητες, όπως ήταν η αποκατάσταση της δημοκρατίας. Δεν ξέρω αν κάναμε σωστά, αλλά σήμερα βλέπω τη χαμένη ευκαιρία να συνδεθούμε τότε, ως φοιτητικό κίνημα, με την μεγάλη παράδοση της translatio studii, δηλαδή, το κίνημα των βυζαντινών διανοουμένων: Πλήθωνα, Χρυσολωρά, Χαλκοκονδύλη, Λάσκαρι, Βησσαρίωνα, Μουσούρο, Τραπεζούντιο, Γαζή κ.α, που λίγο πριν την άλωση της Κ/πολης μετανάστευσε στις πόλεις της Ιταλίας και πυροδότησε την αναγέννηση της Δυτικής Ευρώπης. Ο Έρασμος, ο Λεονάρδο Ντα Βίντσι, ο Αμέρικο Βεσπούκι, ο Κόζιμο των Μεδίκων, ο Πικ Ντε λα Μιράντολα και πολλοί άλλοι, μαθητές των προηγούμενων, κατάλαβαν την αξία αυτών των δασκάλων και την εκμεταλλεύτηκαν, εμείς, οι απόγονοι τους, όχι. Ήταν βλέπετε και αυτός ο μαρξιστικός δογματισμός. Διανυκτέρευσα στην ‘’Ακαδημία του Πλάτωνα’’ εκεί που ξεκίνησε η Αναγέννηση και δεν βρέθηκε κάποιος να μου το πει.
Όταν έδωσα εισαγωγικές εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο της Φλωρεντίας, ο καθηγητής με ρώτησε από πού ερχόμουνα. Του είπα «da Veria». Νόμισα ότι δεν κατάλαβε και ότι ήθελε ένα πιο γνωστό τοπωνύμιο και συνέχισα: “ E una citta vicina a Salonico”. «Ma conosco la patria di Cottunio» μού είπε, κάπως ενοχλημένος. Απλά εγώ δεν ήξερα ούτε τον Κωττούνιο ούτε τη θέση της Βέροιας στους μυημένους στην Ιστορία Ιταλούς. Επόμενα, δεν κατάλαβα ότι θαύμασε την καταγωγή μου.
Ενώ ζείτε και σπουδάζετε στη Φλωρεντία, πώς εντάσσεστε στο φοιτητικό κίνημα αντίστασης κατά της Χούντας;
Την επόμενη μέρα πήγα στο μέρος που σύχναζαν οι έλληνες φοιτητές. Εκείνη τη μέρα αυτοί κάνανε απεργία πείνας για το Κυπριακό, στην Piazza Duomo και πήρα μέρος στην κυκλική διάταξή τους. Η αφετηρία της πολιτικοποίησής μου ήταν ένα εθνικό θέμα. Πρώτα ήρθα σε επαφή με το χώρο της διαμαρτυρίας, της αμφισβήτησης και μετά με το πανεπιστήμιο. Το Κυπριακό σηματοδότησε τις προτεραιότητές μου.
Πρώτα πήρα βιβλία πολιτικά και μετά πανεπιστημιακά. Έγραψα στον πατέρα μου να μου στείλει κάποια βιβλία. Θυμάμαι ότι μου έστειλε τα Άπαντα του Μάρξ και του Λένιν. Περιέργως αυτά κυκλοφορούσαν και επί Δικτατορίας. Τα άλλα, των νεομαρξιστών (Σαμίρ Αμιν, Σουήζυ κλπ) ήταν απαγορευμένα, γιατί τόνιζαν την ιμπεριαλιστική, αμερικανική εξάρτηση της χούντας, ενώ τα πρώτα την ταξική κλπ. Ακολούθησα την προτεραιότητα του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, του αντιιμπεριαλισμού, που έκφραζε τότε το ΠΑΣΟΚ. Δεν με έπειθαν οι εργατικοί αγώνες στο κέντρο του συστήματος, ούτε η ΕΣΣΔ, αφού κουβαλούσαν κάτι το ιμπεριαλιστικό.
Δραστηριοποιήθηκα, παράλληλα με το πανεπιστήμιο, στο φοιτητικό κίνημα των Ελλήνων της Ιταλίας, ίσως το σπουδαιότερο εκείνη την περίοδο στην Ευρώπη. Διετέλεσα πρόεδρος στο Σύλλογο φοιτητών Φλωρεντίας, ο οποίος τότε αριθμούσε περί τα 1000 μέλη σε σύνολο 3000 περίπου ελλήνων φοιτητών. Τότε έμαθα τι ήταν δημοκρατική διαδικασία, κριτική, σύνθεση, αλλά πρωτίστως την αξία της πατρίδας και το αίσθημα της γρήγορης επιστροφής σ’ αυτήν.
Τότε γνώρισα και δύο άτομα που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην πολιτική μου αγωγή, το Γιάννη Χούτα και το Μιχάλη Χαραλαμπίδη. Ο Χαραλαμπίδης μάλιστα ήταν από τους πρώτους που εντόπισαν το έλλειμμα του φοιτητικού κινήματος γύρω από την αξιοποίηση της μεγάλης ελληνικής παράδοσης που υπήρχε στις πόλεις, τα κτήρια, τις βιβλιοθήκες ακόμη και σε ανθρώπους της Ιταλίας… αλλά είπαμε, προτεραιότητα ήταν η ανάδειξη στελεχών πολιτικής δημοκρατικής διαχείρισης.
Μετά τις σπουδές στην Αρχιτεκτονική ποια εσωτερική ανάγκη σάς οδηγεί σε εξειδίκευση στην πολεοδομία, που γίνεται στη Ρώμη; Μάλιστα ακολουθεί αργότερα και ανάλογο διδακτορικό στο ΑΠΘ. Γιατί ειδικά πολεοδομία;
Αν θυμάστε, ένα από τα σημαντικότερα θέματα που απασχολούσαν τις μεταπολιτευτικές ατζέντες των κομμάτων ήταν ο αθηναϊκός συγκεντρωτισμός. Η λεγόμενη ‘’ερήμωση της υπαίθρου’’, ο γιγαντισμός και το ‘’νέφος’’ της Αθήνας και γενικότερα η αποκέντρωση ήταν στις προτεραιότητες της ελληνικής κοινωνίας. Επειδή στις χώρες της Ευρώπης η πολεοδομική και χωροταξική επιστημολογία ήταν αρκετά αναπτυγμένη θεώρησα ότι έχοντας στα αποθέματά μου μια τέτοια γνώση θα εντασσόμουνα καλύτερα στις ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας. Έτσι, μετά το πτυχίο της αρχιτεκτονικής, το 1979, πήρα και ειδικότητα πάνω στον πολεοδομικό σχεδιασμό-προγραμματισμό από το Πολυτεχνείο της Ρώμης.
Αλλά όπως και άλλες προσδοκίες μου θα διαψευστεί και αυτή, γιατί όλο εκείνο το κίνημα της αποκέντρωσης συντρίφτηκε, μετά το 1990, από το χειρότερο πολιτικό συγκεντρωτισμό που γνώρισε αυτή η χώρα.
Επιστροφή στη Βέροια. Γεμάτος εμπειρίες, με μια ευρωπαϊκή ματιά πια, τι περιμένει τον φέρελπι νεαρό αρχιτέκτονα εδώ από την άποψη της επαγγελματικής αποκατάστασης;
Επιστρέφοντας, το 1981 στην Ελλάδα, έκανα τη 22μηνη θητεία μου στο στρατό. Το 1983-84, με μια ομάδα 9 μηχανικών, ανέργων κυρίως -οι περισσότεροι απόφοιτοι της Ιταλίας- και άλλους τόσους οικοδόμους, συγκροτήσαμε έναν μελετητικό-κατασκευαστικό συνεταιρισμό (ΤΕΣΥΝΒΕ) αρκετά προωθημένο ως προς τις σχέσεις μεταξύ των μελών, νομίζοντας ότι το ΠΑΣΟΚ θα διευκόλυνε τις σοσιαλιστικές εφαρμογές και νησίδες. Αυτή η επιλογή ερχόταν και σαν προέκταση της ‘’ιταλικής’’ και ‘’σοσιαλιστικής’’ μας κουλτούρας. Τον συντηρήσαμε για 4-5 χρόνια αλλά μετά ήταν αδύνατο, γιατί δεν υπήρξε η προσδοκώμενη νομοθετική υποστήριξη και συνολικότερα δεν ευνοήθηκε η συν/κή ιδέα στους αστικούς χώρους σαν ένας τρόπος επίλυσης του ζητήματος της απασχόλησης.
Η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ επέλεξε το δρόμο του κράτους, της κρατικοποίησης των στελεχών του και των μελών του, προβάλλοντας το πρότυπο του υπουργού και του δημόσιου υπαλλήλου παρά του συνεταιριστή. Το ότι τέτοιες μορφές οργάνωσης της εργασίας απέτυχαν οφείλεται κυρίως στη επιλογή του κρατισμού, που ήταν και συνολικότερη κουλτούρα της Αριστεράς, παρά στον ουτοπικό χαρακτήρα αυτών των πρωτοβουλιών, όπως πολλοί υποστήριζαν.
Εγώ, μετά τη διάλυση του ΤΕΣΥΝΒΕ, ακολούθησα το δρόμο του ελεύθερου επαγγελματία, παρόλο που μπορούσα να διοριστώ και μάλιστα σε καλή θέση με βάση την ειδικότητά μου. Δεν είμαι σίγουρος αν το έκανα από κάποια ‘’συνείδηση’’ ή γιατί δεν είχα προσέξει ότι ο δρόμος του ελεύθερου επαγγελματία στα χρόνια της μεταπολίτευσης ήταν σπαρμένος με αγκάθια.
Και πολιτικά; Το 1984 το ΠΑΣΟΚ, στο οποίο ενταχθήκατε, ευαγγελίζεται έναν καινούριο κόσμο. Πώς βιώνετε την ένταξη αλλά και την πορεία σας στον πολιτικό αυτό χώρο;
Η πίστη στη συνεταιριστική ιδέα με οδηγούσε σ’ ένα μεγαλύτερο ανακάτεμα με την τρέχουσα πολιτική, με νομαρχιακές επιτροπές, βουλευτιλίκια (1989) και άγονες τοπικές αντιπαραθέσεις στο περιθώριο ήδη ειλημμένων αποφάσεων στην Αθήνα. Δεν είχα πιστέψει ακόμη ότι δεν ήταν εφικτό το συνεταιριστικό εγχείρημα στους αστικούς χώρους και ήθελα να το υποστηρίξω με κάθε τρόπο. Μάταια όμως, γιατί και οι τότε κοινωνικοί θεσμοί, τα συνδικάτα, οι αγροτικοί συν/σμοί, τα κόμματα, πήραν το δρόμο του εκφυλισμού τους, λόγω της εργαλειοποίησής τους από το κόμμα-κράτος. Και στην Ημαθία, από το 1987, η ιστορία του ΠΑΣΟΚ θα ταυτιστεί με την καριέρα ενός ανθρώπου. Τα λεγόμενα μέλη του θα καταντήσουν απλά παρατρεχάμενοί του. Νοσηρό φαινόμενο νεοπαλαιοκομματισμού και έπρεπε ν’ αποχωρήσω. Μέχρι και το 1994 είχε ολοκληρωθεί η… αποχώρηση.
Πέρα από τα πολιτικά πράγματα στην Ελλάδα, ανήσυχος καθώς είστε, σας απασχολούν και θέματα εξωελλαδικά, θέματα όπως το «Κουρδικό», που για σας είναι θέμα παγκόσμιας δικαιοσύνης. Ποιες εμπειρίες έχετε από τέτοιους αγώνες;
Η δεκαετία του 1990 ήταν η περισσότερο ακτιβιστική στη ζωή μου.
Συμμετείχα στην προώθηση με αφίσες, ομιλίες, άρθρα, εκδόσεις και εκδηλώσεις:
α) του δικαιώματος των Κούρδων στην ύπαρξή τους. Ως πρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα και την Απελευθέρωση των Λαών συμμετείχα ενεργά σε τοπικές και διεθνείς εκδηλώσεις προβολής των Δικαιωμάτων των Καρδούχων του Ξενοφώντα. Αν και αυτή η δράση μού στοίχισε το δικαίωμα να κάνω ένα ταξίδι στις ‘’χαμένες πατρίδες’’, νομίζω ότι ωφελήθηκα γιατί γνώρισα τον κόσμο της διεθνιστικής αλληλεγγύης. Ακόμη και σήμερα για μένα η στάση απέναντι στον Κουρδικό λαό είναι κριτήριο δημοκρατικότητας και διεθνισμού.
β) της υλοποίησης της Εγνατίας οδού. Συμμετείχα με κείμενα μου στην έκδοση ενός συλλογικού τόμου με Χαραλαμπίδη, Κηπουρό, Γάτσιο και Ευαγγελίδη με τίτλο ” The Greeke Egnatia, Μουχτάρηδες των Αθηνών.”
γ) των ζημιών που θα επέφερε στην ελληνική οικονομία η Ολυμπιάδα του 2004.
Εκδίδεται η διδακτορική σας διατριβή, ένας τόμος 700 σελίδων, με τίτλο «Αθήνα: πρωτεύουσα του νέου ελληνικού κράτους: Πολιτική ιδεολογία και χώρος». Και στο συγκεκριμένο βιβλίο, αλλά και σε άλλα που προηγήθηκαν ή ακολούθησαν, και δεν είναι λίγα, υπάρχει μια σαφής θέση επισήμανσης της αδικίας που υφίσταται η επαρχία σε σχέση με την υδροκέφαλη από κάθε άποψη Αθήνα. Χρησιμοποιείτε μάλιστα κατ’ επανάληψη τον όρο «Αθηναϊσμός». Πώς αντιμετωπίζετε αυτό το δίπολο, «Αθήνα-Επαρχία», πώς το εντάσσετε στην πορεία του σύγχρονου Ελληνισμού, ποιες οι επιπτώσεις του;
Τη δεκαετία του 90 είχα κατασταλάξει ότι οι δύο πυλώνες της κακοδαιμονίας μας ήταν το πελατειακό σύστημα και ο συγκεντρωτισμός της Αθήνας. Το δεύτερο, λόγω και της ειδικότητάς μου στον πολεοδομικό προγραμματισμό, με οδήγησε ν’ ασχοληθώ συστηματικά με το ζήτημα του συγκεντρωτισμού της Αθήνας.
Αρχικά και με αφορμή τις τοπικές μας αρχαιότητες, που απειλούνταν να παραμείνουν στο μουσείο της Θεσσαλονίκης, έγραψα το 1992 ένα βιβλίο ενάντια στον αρχαιολογικό συγκεντρωτισμό με τίτλο: “Το ζήτημα της επιστροφής των αρχαιοτήτων”, παίρνοντας μέρος σε κινήσεις για την επιστροφή των αρχαιοτήτων στον τόπο τους, με ανακοινώσεις σε επιστημονικά και πολιτικά συνέδρια και άρθρα σε εφημερίδες.
Τότε εκδώσαμε με κάποιους φίλους στη Θεσσαλονίκη το τριμηνιαίο περιοδικό: “Το Κοινόν των Μακεδόνων”, στο οποίο έγραψα μερικά άρθρα, που θ’ αποτελέσουν και το πρόπλασμα της διδακτορικής μου διατριβής, την οποία εξέδωσα σε βιβλίο το 2005.
Αυτό που με οδήγησε στην εμβάθυνση του φαινομένου του Αθηναϊσμού ήταν η αντίφαση που υπήρχε ανάμεσα στις συγκεντρωτικές επιλογές των κυβερνήσεων και του ευνοϊκού πλαισίου που δημιουργήθηκε τη δεκαετία του 1990 για μια ανατροπή του συγκεντρωτικού μοντέλου.
Θα μου επιτρέψετε μια σύντομη ανάλυση. Η πτώση του διπολισμού το 1990 ήταν μια μεγάλη ευκαιρία για την Ελλάδα, για να αναθεωρήσει το συγκεντρωτικό της μοντέλο και ν’ αποκαταστήσει τη χωροταξική της ανωμαλία. Γιατί η κατάρρευση της ΕΣΣΔ ευνοούσε τις βορειοελλαδικές πόλεις να αναπτύξουν δίκτυα επανασύνδεσης με απαγορευμένους έως τότε χώρους: τα Βαλκάνια και τον Εύξεινο Πόντο. Μαζί με την κουρδική επανάσταση, που αποδυνάμωνε την τουρκική απειλή στα ανατολικά της Ελλάδας, τις νέες τεχνολογίες, τα ευρωπαϊκά πλαίσια στήριξης και τη συσσωρευμένη περιφερειακή μνήμη και συνείδηση που αναπτύχθηκε μετά το 1974, παρουσιάστηκε μια ανεπανάληπτη ιστορική ευκαιρία αναθεώρησης της εσωτερικής μας κοινωνικοοικονομικής και οικιστική διάταξης, δηλαδή της θέσης που είχαν στο μεταπολεμικό μοντέλο ανάπτυξης η Μακεδονία, η Θράκη, η Ήπειρος και το Ανατολικό Αιγαίο, ως παραμεθόριοι και προσοδοφόροι επαρχίες και ως δημογραφικές λεκάνες της Αθήνας.
Οι γεωπολιτικές πιέσεις αποδυνάμωναν την μονοκεντρικότητα της Αθήνας και αναδείκνυαν την πολυκεντρικότητα. Απειλούσαν τον Αθηναϊσμό ως εργαλείο-θεσμό επικυριαρχίας της Δύσης στους κόσμους του Ελληνισμού. Επανέρχονταν στο προσκήνιο η μακεδονική, η μικρασιατική, η βυζαντινή, η ορθόδοξη κ.α διαστάσεις του Ελληνισμού. Η Αθήνα-Αττική έτεινε να προσλάβει ξανά το ρόλο της μερικότητας και όχι του όλου της εκπροσώπησης του ελληνικού πολιτισμού.
Τότε, λοιπόν, το αθηναϊκό συγκρότημα εξουσίας παρατήρησε ότι τα σημαντικότερα μεγέθη ηγεμονισμού της στον ελλαδικό χώρο (εμπόριο, επενδύσεις, δημογραφικό κλπ) υποχωρούσαν, ενώ της Θεσσαλονίκης αυξάνονταν.
Αμέσως ξεδίπλωσε διάφορα προγράμματα αναχαίτισης αυτής της τάσης. Ενεργοποίησε προγράμματα επανασυγκεντρωτισμού της Αθήνας, όπως Αττική SOS, Μετρό Αθηνών, Κοσμοδρόμιο Σπάτων κλπ και βέβαια τη λοκομοτίβα αυτού, τη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων. Κατάργησε τους σπουδαίους αποκεντρωτικούς νόμους 1262/83 και 1264/83. Ποινικοποίησε τα έργα στην περιφέρεια ως τάχα μη αποδοτικά και κατεύθυνε τις δημόσιες επενδύσεις σε 10 μεγάλα έργα, από τα οποία τα 7 στην Αττική.
Έγιναν δεκάδες συνέδρια, ημερίδες και επιστρατεύσεις διανοούμενων, συνδικάτων και κομμάτων όλων των ιδεολογιών. Αυτά τα προγράμματα σωτηρίας του αθηναϊκού ηγεμονισμού έκλεψαν κατά μία έννοια τις ευκαιρίες αποκατάστασης της περιφερειακής μας ισορροπίας, αναδιοργάνωσης των πόλεων και των περιφερειών και μιας νέας σχέσης με τους λαούς των Βαλκανίων. Σε εκείνες τις επιλογές ‘’σωτηρίας’’ του αθηνοκεντρισμού βρίσκονται και οι αιτίες της σημερινής μας οικονομικής, πολιτικής και πρωτίστως πολιτισμικής κρίσης.
Αυτές οι εξελίξεις με οδήγησαν στη συστηματική διερεύνηση του Αθηναϊσμού: Το ερώτημα που έπρεπε να απαντήσω ήταν γιατί η εξουσία ο πλούτος και οι άνθρωποι μαζεύτηκαν στην Αθήνα; Το 2015 εξέδωσα την εργασία μου με τίτλο: “Αθηναϊσμός: Ιδεολογική πολιτική και γεωγραφική μορφοποίηση της δυτικής κυριαρχίας στους κόσμους του ελληνισμού”, στην οποία νομίζω έδωσα μια απάντηση στο ερώτημα.
Συχνά στα βιβλία σας η παράδοση είναι η μαγική λέξη, που, αν δεν μπορεί να οδηγήσει σε λύσεις, μπορεί τουλάχιστον να κρατήσει ένα μέρος της απολεσθείσας ταυτότητάς μας. Πώς θα ορίζατε επιγραμματικά την παράδοση για ένα έθνος και ειδικά για το ελληνικό;
Η παράδοση δεν είναι αυτοσκοπός, ούτε το δίλημμα είναι παράδοση ή πρόοδος. Αυτό το δίλημμα το επέβαλλε ο ιμπεριαλισμός. Το δίλημμα είναι αυτοπροσδιορισμός ή ετεροπροσδιορισμός της ταυτότητάς μας. Κατεψυγμένη ή γνήσια, Αθηναϊσμός ή Ελληνισμός.
Όλες οι παραδόσεις έχουν ανάγκη ξεσκαρταρίσματος άχρηστων πραγμάτων και εκσυγχρονισμού. Όλες όμως κρατάνε μια ουσία, ένα νήμα συνέχειας, όπως για μας, πχ, είναι κυρίως η γλώσσα. Το ζήτημα είναι αν η ανάγκη εκσυγχρονισμού ικανοποιείται με βάση εσωτερικούς κώδικες ή με βάση τις απαιτήσεις ισχυρών κρατών και σαν προέκταση των ιμπεριαλιστικών φιλοδοξιών τους. Γιατί τάχα να εκσυγχρονιζόμαστε με βάση την αγγλική γλώσσα και όχι την ελληνική, τη στιγμή που η πρώτη είναι δομικά υποδεέστερη; Όλοι οι πολιτισμοί έχουν κώδικες αυτοδιόρθωσης, ανθρωπίνων δικαιωμάτων, πόσο μάλλον ο ελληνικός.
Δεν μπορούν οι Δυτικοί να διδάξουν αντιρατσισμό στους κατέχοντες την ελληνική μνήμη και παράδοση, γιατί σ’ αυτήν απουσιάζει ο αντισημιτισμός. Όπως επίσης δεν μπορούν να καθορίζουν αυτοί με βάση τις δικές τους ανάγκες, πχ, τη συμπεριφορά μας απέναντι στους ομοφυλόφιλους, αποκόβοντάς μας από μια συμπεριφορά που μέστωσε στο διάβα των αιώνων.
Η παράδοση του Έλληνα δεν ντρέπεται να πει ότι ο εθνικός του ποιητής είναι ομοφυλόφιλος. Φοβάται την αμετροέπεια, απεχθάνεται τη χυδαιότητα. Όπως επίσης δεν μπορούν οι Δυτικοευρωπαίοι να μας κάνουν μαθήματα φιλοξενίας. Γιατί αυτοί πάντοτε έβλεπαν τους ξένους σαν εργατική δύναμη, πολιτιστικά κατώτερους, γι’ αυτό επιχειρούσαν μόνο να τους διδάξουν αλλά ποτέ να μάθουν απ’ αυτούς. Στους Έλληνες, η όποια ξενοφοβία οφείλεται σε μια ιστορική εμπειρία προδοσίας της φιλοξενίας από τους ίδιους τους φιλοξενούμενους και όχι σε κάποια ρατσιστική δομή της παράδοσης.
Αυτό που προσδιορίζει ανθρωπολογικά έναν άνθρωπο είναι οι παραδόσεις του, οι ιδιαιτερότητες και όχι οι ομοιότητες. Οι άνθρωποι διαφέρουν από τόπο σε τόπο, γι’ αυτό άλλο άνθρωπος γενικά (βιολογικά) και άλλο άνθρωπος με ταυτότητα (πολιτισμικά). Το να είσαι Έλληνας σημαίνει ότι μιλάς με λέξεις καθορισμένες, να ψιθυρίζεις τραγούδια που παραπέμπουν σε κάποιους ιδιαίτερους ήχους, η αρχιτεκτονική σου να έχει σαν σημεία αναφοράς τον Παρθενώνα, την Αγία Σοφία ή το παλάτι της Βεργίνας, να τονίζεις κάποιες διατροφικές μορφές και συνήθειες, να τηρείς τις εθιμοτυπίες και τους δεσμούς με τον τόπο σου, να αισθάνεσαι –αντιδράς σε κάποια ελληνικά παραδοσιακά στοιχεία.
Το να αισθάνεσαι Βεροιώτης σημαίνει ότι αισθάνεσαι και αντιδράς με κάποια ιδιαίτερα στοιχεία, έχοντας σαν σημεία αναφοράς πχ. την Παλαιά Μητρόπολη, τους Μακεδονικούς Τάφους, τον Άγιο Αντώνιο, το ρεβανί, το φασουλοταβά, την πολυπολιτισμικότητα κλπ. Αλλά σημαίνει πρωτίστως ότι κατανοείς τα τοπόσημα όχι σαν τουρίστας ή μέσα από κάποιες γενικές ιδιότητες της πέτρας ή του μαρμάρου, την τεχνοτροπία της κολώνας ή της τρίκλιτης βασιλικής, αλλά ότι γνωρίζεις και τις σχέσεις των προγόνων σου με το Θεό και την Αρχιτεκτονική, οι οποίες σχέσεις, αφού κατηύθυναν τη δημιουργία αυτών των έργων, ενσωματώθηκαν σ’ αυτά.
Και επειδή σήμερα η τουριστική οικονομία μετατοπίζεται από το αξιοθεατικό μοντέλο της επιφανειακής θέασης στη συσχέτιση του αξιοθέατου μ’ ένα ανθρωπολογικό και κοινωνικό περιβάλλον, γι’ αυτό θα πρέπει να δούμε την οργάνωση του τουριστικής οικονομίας μας με βάση την τάση του βιωματικού τουρισμού, που απαιτεί και περισσότερη εμβάθυνση και χρόνο διαμονής, ανοίγοντας και μια συζήτηση για την κοινωνική φιλοξενία.
Τελευταία σας απασχόλησε έντονα, (φάνηκε σε σχετικό άρθρο σας), το «Μακεδονικό» και η Συμφωνία των Πρεσπών. Γιατί εκφράζετε φόβους για μελλοντικούς κινδύνους; Πού τους στηρίζετε;
Η ‘’Συμφωνία των Πρεσπών’’ έχει θίξει όχι μόνον τον εθνι(κι)σμό μου αλλά και τον πολιτισμό μου. Μια συμφωνία ιστορικής παραχάραξης -αφού ονομάζει ‘’μακεδονική’’ ένα σλάβικο ιδίωμα- που απειλεί να πάρει και Νόμπελ Ειρήνης, με χαλάει. Μια συμφωνία που δεν αντιπροσωπεύει τους λαούς των Βαλκανίων, που τους διχάζει, είναι μια καραμπινάτη ιμπεριαλιστική νάρκη. Αυτό το έχει προσεγγίσει σωστά το ΚΚΕ. Αλλά το ’’Μακεδονικό’’ είναι και η ‘’mea culpa’’ της Αριστεράς.
Η ελληνική κυβέρνηση πούλησε ένα ιστορικό μνημείο του Ελληνισμού, για να διατηρηθεί στην εξουσία. Άτομα που απεχθάνονταν τα εθνικά θέματα, τα σνόμπαραν και δεν ασχολήθηκαν ποτέ με αυτά, ανέλαβαν να τα τελειώσουν, πατώντας στα λάθη που κάνανε οι προηγούμενες ηγετικές παρέες. Φοβάμαι ότι το μοντέλο της ‘’Συμφωνίας των Πρεσπών’’ θα αναπαραχθεί και στην περίπτωση του Αιγαίου, με μια Συμφωνία συνδιαχείρισης με τους Τούρκους, πατώντας στο ‘’mea culpa’’ του Ανδρέα Παπανδρέου και τα ‘’ Ίμια’’ του Σημίτη.
Φοβάμαι έναν πρωθυπουργό ο οποίος συνδιαλέγεται μ’ έναν δικτάτορα ιμπεριαλιστή, όπως τον Ερντογάν, την ώρα που αυτός σφάζει στα ανατολικά της Τουρκίας τους Κούρδους και διεκδικεί απροκάλυπτα εθνικά εδάφη. Αντί να τον ξεσκεπάζει στα διεθνή φόρα, του δίνει συνεχώς εύσημα καλής γειτονίας, νομιμοποιώντας έτσι και τις διεκδικήσεις του.
Η χώρα βιώνει σήμερα μια έκπτωση οικονομική, πολιτική και ηθική, πέρα από κάθε πρόβλεψη. Πώς διαμορφώνεται το μέλλον; Είστε αισιόδοξος;
Αν βάλουμε και τη δημογραφική μας συρρίκνωση και τη συνεχώς διογκούμενη υπερτροφία της Αττικής «αι προοπτικαί διαγράφονται σκοτειναί», όπως θαλεγε και ο Γκάτσος στην Ελλαδογραφία του. Φοβούμαι ότι έχουν διαποτίσει την ελληνική κοινωνία μ’ ένα αίσθημα ανημποριάς. Τα μνημόνια επανέφεραν μια μορφή ‘’κανονικότητας’’, που ιστορικά για το λαό μας μεταφράζεται σε κουλτούρα υποταγής. Δεν έφεραν μόνο φτώχεια αλλά και νεοραγιαδισμό.
Όμως τα συλλαλητήρια για το Μακεδονικό δίνουν μια αίσθηση αισιοδοξίας, αφού ενεργοποίησαν τα εθνικά αντανακλαστικά, τα μόνα ικανά να μας βγάλουν από το τέλμα. Αποκάλυψαν τη δολιότητα των ‘’συνταγματικών τόξων’’ της σοσιαλιμπεριαλιστικής – νατοϊκής Αριστεράς. Μου θύμισαν το δικό μου ‘’Κυπριακό’’.
Σήμερα είμαι έτοιμος να εκδώσω μια εργασία 3-4 χρόνων με τίτλο: “Ιμπεριαλιστικός πολιτισμός: η ιστορική μορφοποίηση της δυτικής κυριαρχίας στον κόσμο”, όπου επιχειρώ να τεκμηριώσω ότι το Δυτικό ‘’θαύμα’’ είναι συνυφασμένο με την ιμπεριαλιστική του ουσία. Κάνω και μια εκτενή ανάλυση για τη συμβολή του μαρξισμού και των πολιτικών του εκφράσεων, στα ‘’επιτεύγματα’’ και τα ‘’εγκλήματα’’ του Δυτικού πολιτισμού. Έτσι, μπορεί να κατανοήσει κανείς και τις θεωρητικές βάσεις των σύγχρονων σοσιαλιμπεριαλιστικών φαινομένων, μεταξύ των οποίων και του ΣΥΡΙΖΑ.
Και επειδή η προεξάρχουσα μορφή έκφρασης του ιμπεριαλισμού της Δύσης είναι σήμερα πολιτισμική, η απάντηση σ’ αυτόν είναι η αφύπνιση των πολιτισμών, των τόπων και των εθνών.
Και ας γυρίσουμε στα δικά μας, στην πόλη μας τη Βέροια. Είπατε κάποτε πως ζούμε σε μια από τις πιο ιστορικές πόλεις του κόσμου, με εφτά στρώματα Ιστορίας! Κι όμως δεν τη γνωρίζουμε, μας λείπει η αυτογνωσία! Πέρα από την άγνοια, ποια λάθη έγιναν πάνω σ’ αυτόν τον τομέα παλιά, που παραχάραξαν το πρόσωπο της πόλης και ποια σημερινά;
Το πώς οργανώσαμε την πόλη μας τα τελευταία εκατό χρόνια δείχνει τα πολιτισμικά μας αντανακλαστικά. Τελευταία επιβεβαίωση έλλειψης ιστορικής αυτογνωσίας είναι οι παρεμβάσεις, πχ στο πάρκο Ελιάς και στην πλατεία Ωρολογίου. Αυτοί που τις σχεδίασαν είχαν εντελώς άγνοια της ιστορικής σημειολογίας και γι’ αυτό σχεδίασαν έξω από τον ιστορικό και αισθητικό ειρμό της πόλης. Δεν φαίνεται να γνώριζαν την σημειολογία του πρώτου σχεδίου της Βέροιας, των Έρτσου και Μακρυδήμα, του 1925, το οποίο και πρωτοχάραξε το βασικό σκελετό της πόλης και τις τρεις κεντρικές πλατείες Εληάς, Αγίου Αντωνίου και Ωρολογίου.
Ότι το πάρκο της Εληάς είχε οπτική επαφή με τον αρχαιολογικό χώρο Παλατίτσια – Βεργίνα μέσω της οδού Εληάς, συμβολίζοντας την ιστορική συνάφεια αρχαιολογικού και αστικού χώρου. Επόμενα, όταν κάποιος κατεβαίνει από την οδό Εληάς πρέπει να έχει οπτική επαφή με τον αρχαιολογικό χώρο. Η διαρρύθμιση πρέπει να τονίζει την σημειωτική απαίτηση του σχεδίου. Νομίζω η προηγούμενη διάταξη ήταν καλύτερη. Τέλος πάντων, θα μπορούσαν οι σχεδιαστές να δουν το άρθρο μου στο e-περ. Αρχαιολογία Online ή στο περιοδικό “Πολιτιστικά Δρώμενα”, τεύχος 50, με τίτλο «Ιδεολογία και σχεδιασμός στα 1920. Η περίπτωση της Βέροιας».
Η πλατεία Ωρολογίου έχει εκφυλιστεί από παρεμβάσεις άσχετες με την ιστορία και την αισθητική της πόλης. Είναι χώρος που δεν αγαπιέται. Εδώ, όπως και στο πάρκο της Εληάς, ξοδεύτηκαν λεφτά για να κάνουμε κάτι χειρότερο από την προηγούμενη διαρρύθμιση. Κακώς δέχτηκε το δημοτικό συμβούλιο μια προσομοίωση του αρχαίου τείχους, με γυαλιά και στενάρια, ενώ είχε στα πόδια του το αυθεντικό ιστορικό υλικό και άρα αυθεντικό μύθο για να εκφραστεί η ιδέα ‘’της ανόδου των ψυχών’’. Βγάζοντας στην επιφάνεια το τμήμα του τείχους, που ανακαλύφτηκε σ’ εκείνο ακριβώς το σημείο, μπορούσε να εκφραστεί καλύτερα ο συμβολισμός του σημερινού άσχημου μνημείου.
Κάνουμε, δηλαδή, τα ίδια λάθη με το μνημείο του Αποστόλου Παύλου. Τότε που οι τσιμεντολάτρες αφαίρεσαν τον αληθινό ή έστω και αληθοφανή βράχο, που ο μύθος έλεγε ότι μίλησε ο Απόστολος των Εθνών και τον αντικατέστησαν μ’ ένα τσιμεντένιο κιτς, που δεν συγκινεί κανέναν, ούτε ενεργοποιεί καμιά μνήμη και διάλογο με το παρελθόν.
Στις παλαιές πέτρες βρίσκεται αρχικά ο πλούτος αυτής της πόλης και πρέπει να τις αξιοποιήσουμε σωστά, όχι βέβαια, όπως τις ‘’πέτρες της (παρα) Εγνατίας οδού’’ στην οδό Μητροπόλεως, με τον ασυνάρτητο τρόπο επανατοποθέτησής τους και με την απαράδεκτη συνολική παρουσία του μνημείου.
Όμως, πρέπει να ξεφύγουμε από τον εγκλωβισμό της ανάπτυξης ανάμεσα σε μια αρχαιολογίστικη κουλτούρα, προέκταση της βαυαρικής και φιλελληνικής αποικιοκρατίας, η οποία έβλεπε την Ελλάδα μόνο σαν αρχαιότητες και τους κατοίκους της σαν ‘’σκουλήκια’’ που περιφέρονταν ανάμεσα στα σπουδαιότερα μνημεία του κόσμου και του εργολαβισμού – τσιμεντολοτρείας, που επεκράτησε μετά το Β’ παγκόσμιο πόλεμο και επεδίωκε την τσιμεντοποίηση των πάντων.
Ο φυσικός φορέας μιας υπέρβασης ή σύνθεσης είναι το δημοτικό συμβούλιο, γι’ αυτό σ’ αυτό πρέπει να εκλέγουμε ανθρώπους με γνώση, σοφία και διάθεση προσφοράς. Γι’ αυτό οι Βεροιείς πρέπει να μπούνε δυνατά στο παιχνίδι της επιλογής ανθρώπων με τέτοια χαρακτηριστικά, φίλων του τόπου και όχι τοποφάγων.
Πώς κατά τη γνώμη σας -είστε άλλωστε ειδικός με τη γνώση του πολεοδόμου που διαθέτετε- θα μπορούσε η πόλη να ανακτήσει ένα μέρος της ταυτότητάς της, αποκτώντας μεγαλύτερη ελκυστικότητα για τον επισκέπτη, αλλά και για τους ίδιους τους κατοίκους της;
Υπάρχουν ζητήματα που ένα νέο δημοτικό συμβούλιο πρέπει να τα θέσει στην ατζέντα των διεκδικήσεών του. Πρώτα απ’ όλα την επιστροφή της ‘’κόρης’’. Δεν φτάνει το αντίγραφο που υπάρχει στο πάρκο της Εληάς, που είχε φτιάξει, και προς τιμήν του, ο Βαφείδης, ο ζωγράφος της Βέροιας, με αρκετά καλή απόδοση.
Η αυθεντική ‘’κόρη’’ της Βέροιας βρίσκεται στο μουσείο του Μονάχου μαζί με άλλες αρχαιότητες που απέσπασαν οι Ναζί την περίοδο της κατοχής. Η διεκδίκησή τους είναι θέμα και γοήτρου και αποκατάστασης μιας ιστορικής αδικίας, για να μην μιλήσω για οικονομικά οφέλη. Είναι πρωτίστως ζήτημα πολιτισμού. Τα μνημεία πρέπει να επιστραφούν στο φυσικό-ιστορικό τους χώρο. Θα μπορούσε το δημοτικό συμβούλιο ή και το Αρχαιολογικό Μουσείο της Βέροιας, αρχικά μέσα από σχέσεις φιλίας με το Δήμο ή το αρχαιολογικό Μουσείο του Μονάχου, να ζητήσουν την επιστροφή τους, μιας και η κλοπή συντελέστηκε από ένα καθεστώς που τις αδικίες του θέλουν να αποκαταστήσουν και οι ίδιοι. Στην έσχατη ανάγκη να το πάνε νομικά.
Η επιστροφή των αρχαιοτήτων από τη Γερμανία είναι πιο εύκολη διαδικασία από ότι είναι η επιστροφή των αρχαιοτήτων από το Μουσείο του Λούβρου, που έκλεψε από τη Βεργίνα – Παλατίτσια, το 1856, η Γαλλική Αρχαιολογική Αποστολή με επικεφαλής τον Εζέυ, που υποτίθεται είχε ‘’νόμιμη άδεια’’ από την οθωμανική διοίκηση.
Η ‘’κόρη’’ της Βέροιας και οι ‘’πόρτες’’ του τάφου των Παλατιτσίων είναι νομίζω δύο εμβληματικές διεκδικήσεις που πρέπει να δρομολογήσει ένα νέο Δημοτικό Συμβούλιο. Τέλος πάντων, πρέπει να θέσει το ζήτημα της επιστροφής των αρχαιοτήτων της περιοχής, αφού πρώτα, σε συνεργασία και με το Υπουργείο Πολιτισμού, τα καταγράψει. Ούτε αυτό δεν κάνανε ακόμη.
Η αυτογνωσία ενός Βεροιώτη αρχίζει από εκείνο το δρομάκι στο μουσείο, με τις υπαίθριες αρχαιότητες ατάκτως ερριμμένες. Έχουμε μικρό αρχαιολογικό μουσείο, σε σχέση με το ιστορικό μέγεθος της Βέροιας, αλλά καλό. Δυστυχώς δεν υπάρχει επαρκής χώρος που μπορεί να εκτεθούν οι υπαίθριες αρχαιότητες, γι’ αυτό πάλι… τσιμέντα-τοιχία! Ίσως θα ήταν καλύτερα να απαλλοτριωθεί το γειτονικό οικόπεδο-φυτώριο και έτσι όλο εκείνο το άνοιγμα της Ανοίξεως, μέχρι (και) το ‘’κάστρο’’ να γίνει ένα ανοικτό μουσείο.
Το διάστημα που έζησα στην Ιταλία διέκρινα ότι όλες οι ιταλικές πόλεις ξεκινούσαν την οργάνωσή τους και τη σημειολογία του σχεδίου της πόλης τους από τα ποτάμια τους. Το ποτάμι της Βέροιας, ο Τριπόταμος, είναι, ιστορικά μιλώντας, μέρος του ιστορικού της κέντρου, αυτού που περικλείεται από τα βυζαντινά τείχη της πόλης. Όμως κατανοείται πολεοδομικά ως ένα ‘’εκτός σχεδίου’’ μέρος. Αυτό το ποτάμι δημιούργησε τη Βέροια, είναι ο ιστορικός μας ποταμός και η τελευταία ανάπλαση έπρεπε να τον συμπεριλάβει, ν’ άρχιζε απ’ αυτόν. Εδώ εκτός από ατολμία ή αμέλεια κυριαρχεί ακόμη το πνεύμα των σύγχρονων Αθηναίων, αυτό της τσιμεντοποίησης ή σκουπιδοτοποίησης των ποταμών.
Τα δημοτικά συμβούλια, που ενέχονται στη διαχείριση του κληροδοτήματος των αδελφών Κούσιου, ελέγχονται για την απρέπειά τους να εκφυλίσουν στη συνείδηση των Βεροιέων μια σπουδαία πράξη ευεργεσίας, τοποφιλίας και πολιτισμού. Η κακοδιαχείρισή του, για να μην πω τίποτε άλλο, είναι μνημειώδης. Η επιλογή να δοθεί το τεράστιο κληροδότημα στην ανέγερση μιας γέφυρας εμπεριέχει μια σπουδαία σημειολογία, δεν είμαι σίγουρος όμως ότι ήταν και η πρώτη προτεραιότητα για την πόλη μας.
Θα σας πω κάτι σχετικό με αυτό που λέτε ‘’ελκυστικότητα’’. Πριν ακόμα κάνουν την ευεργεσία ήρθαν οι θείοι μου, ο Μανώλης και ο Αντώνης Κούσιος, στο γραφείο μου για να ‘’αγοράσουν’’, κατά κάποιον τρόπο, την άποψή μου για το ποιο έργο έβλεπα ως πρωτεύον για τη Βέροια. Η επίσκεψη είχε να κάνει και με την τύχη του πατρικού τους, στην οδό Γ. Γουδή. Εγώ τους είπα ότι προτεραιότητα ήταν η διάσωση του παραδοσιακού οικισμού γύρω από την οδό Λέοντος Σοφού, κοντά στη δική τους κατοικία. Τους έφερα το παράδειγμα του δημοτικού συμβουλίου της Χάβρης της Ολλανδίας, που με στήριξη και άλλων φορέων και ιδιωτών αγόρασε 20 περίπου διατηρητέα σπίτια, τα ανακαίνισε και τα έδωσε σε χρήση ως δημοτικά γραφεία, καταστήματα, ξενώνες, εργαστήρια κλπ.
Μάλλον δεν κατάλαβαν το πνεύμα μου και, παρόλο που ήταν ευφυείς άνθρωποι, πίστεψαν στα λόγια άλλων. Θα μπορούσαν ν’ αγοράσουν και ν’ αναστηλώσουν όλη τη συνοικία, γιατί και οι τιμές τότε ήταν χαμηλές και να δώσουν σε όλη τη γειτονιά το όνομά τους. Αυτό θα ήταν η ελκυστικότερη όχι μόνον πολιτιστική αλλά κυρίως οικονομική επένδυση για την πόλη. Εξάλλου, τέτοιες χαμένες ευκαιρίες διάσωσης της παραδοσιακής Βέροιας υπήρχαν και άλλες, όπως οι επιδοτήσεις των 2 δις δραχμών για την ανέγερση του πολιτιστικού κέντρου στο παλαιό ΠΙΚΠΑ, εκείνου του ογκώδη ‘’στρατώνα’’, ενός έργου που μπορούσε να… περιμένει.
Στην χώρα μας νομίζουμε ότι εθνικό είναι ό,τι λαμβάνει χώρα στην Αθήνα. Μεγάλη ιστορία δεν έχει μόνον η Αθήνα, έχουν και δεκάδες μικρές πόλεις στην Ελλάδα που προσδοκούν να επιστρέψουν στην εθνική ιστορία. Η Ελλάδα είναι μια από τις χώρες που την συμφέρει να γράφει την ιστορία της με βάση τις τοπικές ιστορίες και όχι με βάση την ιστορία της πρωτεύουσάς της, γιατί αυτές της δίνουν ιστορική και γεωγραφική ευρύτητα και οικονομικά πλεονεκτήματα.
Επόμενα, θα πρότεινα να ανακηρύσσεται κάθε χρόνο μία επαρχιακή πόλη σε πολιτιστική πρωτεύουσα της Ελλάδας, μιμούμενοι, κατά κάποιον τρόπο το θεσμό της πολιτιστικής πρωτεύουσας της Ευρώπης. Πρώτα γίνεσαι ‘’πρωτεύουσα’’ στη χώρα σου και μετά στην Ευρώπη. Στη χρονιά που μια πόλη θα ορίζεται πολιτιστική πρωτεύουσα θα αναλαμβάνει με τη βοήθεια του κράτους την συνολική της ανασυγκρότηση, την παρουσία της ιστορίας της μέσα από συνέδρια, εκδηλώσεις, γιορτές κλπ. Και επειδή η εθνική συγκυρία ευνοεί αυτόν τον ρόλο να τον διεκδικήσουν αρχικά Δήμοι που αντιπροσωπεύουν τις ιστορικές πρωτεύουσες του μακεδονισμού, όπως της Βέροιας, της Πέλλας κλπ, θα μπορούσε το δημοτικό συμβούλιο της Βέροιας, αντί να είναι φοβισμένο και μεμψίμοιρο απέναντι στις δυσκολίες της συγκυρίας, να τις κάνει πλεονέκτημα, διεκδικώντας τον ορισμό της Βέροιας ως της πρώτης πολιτιστικής πρωτεύουσας της Ελλάδας.
Και κλείνοντας, πώς θα ορίζατε, εσείς που είστε λάτρης του αρχαίου πολιτισμού, χωρίς να σας διακρίνει η προγονοπληξία, τους όρους «πόλη» και «πολίτης»; Ποιο εννοιολογικό αλλά και συναισθηματικό βάρος θα δίνατε στις δύο αυτές λέξεις;
Για να γίνουμε πολίτες πρέπει να ανακτήσουμε την ιστορική μας ταυτότητα, να γίνουμε veriensis (ο εκ Βεροίας). Έτσι αυτοαποκαλούνταν ο Κωττούνιος το 16ο αιώνα.
Και για να ανακτήσουμε την ταυτότητά μας πρέπει να ανακτήσουμε την πόλη μας, τουλάχιστον πνευματικά. Να γνωρίσουμε πού βαδίζουμε. Γι’ αυτό χρειαζόμαστε μια τοπογραφία. Μετά τον ‘’ιμπεριαλιστικό πολιτισμό’’, σκέπτομαι μια εργασία πάνω στην τοπογραφία της Βέροιας. Η δουλειά της Γαλλίδας Laurence Brocas-Deflassieaux θα πρέπει να επαναϊδωθεί υπό το φως όλων των ιστορικών υποστρωμάτων της Βέροιας και βέβαια των νέων αρχαιολογικών και ιστορικών δεδομένων. Ακόμη και η ιστορική έρευνα δεν έχει πάει ένα βήμα πιο εκεί από την ιστορική κληρονομιά του Γιώργου Χιονίδη. Και τ’ αντανακλαστικά των ελληνικών πανεπιστημίων έχουν ατονήσει δραματικά.
Αυτά που σας είπα για τις πέτρες της Βέροιας, που κουβαλάνε ψυχές και μνήμες και που πρέπει να αναδυθούν -σ’ αυτό συμφωνώ με το πνεύμα αλλά όχι με την απόδοση του κεντρικού μνημείου της πόλης- δεν μπορεί να τα κάνει μια καρικατούρα της Αθήνας. Γιατί μια πόλη κατακτημένη από τα υπουργεία της Αθήνας, που αποτυπώνει τη νοοτροπία τους και αναπαράγεται έξω από τον ειρμό της ιστορίας της, είναι καταδικασμένη να διαπράττει καθημερινά ‘’συμφωνίες των Πρεσπών’’.
Υπάρχει η τάση να βαδίζουμε με οδηγό την ιστορική αμνησία, γιατί και το αστικό περιβάλλον έχει την τάση αποβολής της μνήμης. Και πόλη χωρίς μνήμη και ταυτότητα είναι μια άσχημη πόλη. Και μια άσχημη πόλη παράγει άσχημους πολίτες. Πολίτες θα γίνουμε όταν αγαπήσουμε τον τόπο μας, όταν ανακτήσουμε μια νέα πνευματικότητα και ηθική γι’ αυτόν, όταν ανακτήσουμε τη βεροιωτικότητά μας…
Φωτογραφίες: faretra.info – Αρχείο Δημήτρη Μάρτου