Λογοτεχνία

Ελισάβετ Τάρη “Τρένων διαδρομές”

 

Ιστορίες  του τρένου

Ελισάβετ Τάρη

Έρχεται σχεδόν πάντα αργοπορημένη στον σταθμό της Βέροιας, λίγα λεπτά πριν ξεκινήσει το τρένο για Φλώρινα.  Μπαίνει στην αίθουσα του σταθμού λαχανιασμένη και φορτωμένη συνήθως με δύο μεγάλες τσάντες. Κυρία, κάποιας ηλικίας, με κοντά μαλλιά και ντυμένη πολύ πρόχειρα με ένα χοντρό μακρύ μπουφάν και παντελόνι φόρμας. Τα παπούτσια της χοντρά αθλητικά.  Φυσάει και ξεφυσάει από το άγχος και αρχίζει να μιλάει μόνη της.

«Αυτά παθαίνεις. Το ξυπνητήρι δεν χτύπησε.  Ο άντρας μου κοιμάται βαριά… να μην πω… πού να προλάβω να μαζέψω τα πράγματα και να βρω ταξί».

Κόβει το εισιτήριο, αφού ζαλίσει και τον νεαρό στο ταμείο. Κάθεται δίπλα μου. Προσποιούμαι πως είμαι απορροφημένη με το κινητό μου.  Αυτό δεν την εμποδίζει κι αρχίζει να μιλάει. Το έχει ανάγκη όπως φαίνεται…

«Κάθε Τρίτη πηγαίνω στα πεθερικά μου στη Σκύδρα. Γέροι άνθρωποι, καταλαβαίνεις. Α! δε σου συστήθηκα! Με λένε Τασούλα και μένω στο Μακροχώρι. Εσένα;»

«Εμένα, Λένα», ψέλλισα.

«Λοιπόν, όπως σου έλεγα, κυρία Λένα μου,  τους πηγαίνω λίγα τάπερ με φαγητά, καθαρά σεντόνια και πετσέτες,  γι’ αυτό με βλέπεις φορτωμένη με τις τσάντες.  Τους καθαρίζω λίγο το σπίτι, τους ψωνίζω από τη γειτονιά και το απόγευμα γυρίζω.  Τι να σου λέω… μια σακούλα φάρμακα, για την πίεση, για το ουρικό, για την καρδιά…  Αμ και το άλλο; τι να μαγειρέψεις κάθε φορά; Αλάτι δεν κάνει, λίπος δεν πρέπει… η χοληστερίνη βλέπεις. Τους έκανα κοτόπουλο σούπα και αρακά με πατάτες, κολοκυθάκια βραστά, όλα ανάλατα. Αμάν, να σου πω,  βαριέμαι το μαγείρεμα. Εσύ μαγειρεύεις;»

Μόλις πήγα να ανοίξω το στόμα μου για να απαντήσω από ευγένεια…η κυρία Τασούλα χείμαρρος!

«Ξέρω, εσείς οι γραμματιζούμενες εργαζόμενες, δεν έχετε χρόνο. Έτοιμα τα παίρνετε. Γέμισε ο τόπος μαγειρεία και ντελίβερι.  Και καλά κάνετε, δεν σας κατηγορώ. Κουράστηκα πια τόσα χρόνια. Τα αγόρια μου δεν τρώνε κρέας, είναι βέγκαν… πώς το λένε αυτό. Είναι της μόδας! Ο άντρας μου δε θέλει με τίποτα τα όσπρια. Κάθε μέρα να προλαβαίνω ολονών τα χατήρια. Ε! πια και ν’ ακούς και κανένα «ευχαριστώ»; Όλα τα θεωρούν δεδομένα. Αν πάθω κάτι κι αρρωστήσω να δούμε τι θα κάνουν. Ούτε αυγό δεν ξέρουν να τηγανίσουν!  Και δεν φτάνει αυτό… οι παππούδες όλο γκρίνια! «Αχ, γεράσαμε και θα πεθάνουμε μόνοι μας. Τα εγγόνια μας δεν έρχονται να μας δουν» γρ γρ γρ… Όσο γερνάει ο άνθρωπος χειρότερος γίνεται καλέ!  Σαν τα μωρά κάνουν!»

Την κοιτάζω απλά, χωρίς να ρωτήσω τίποτα και κάπου- κάπου χαμογελάω και κουνάω το κεφάλι συγκαταβατικά.

Σε λίγο ακούγεται απ’ το μικρόφωνο η αναχώρηση του τρένου. Σηκώνομαι και κατευθύνομαι βιαστικά προς την  πλατφόρμα. Επιβιβάζομαι στο πρώτο βαγόνι. Η κυρία  Τασούλα από κοντά. Ελπίζω να μην καθίσει δίπλα μου.

Μ’ αρέσει να απολαμβάνω τη διαδρομή προς την Έδεσσα με ηρεμία και να ταξιδεύω με τις σκέψεις μου. Πρωί-πρωί ποιος έχει όρεξη για πολλές κουβέντες;

Ήμουν άτυχη τελικά! Η θέση δίπλα μου ήταν άδεια. Και η κυρία Τασούλα ήρθε και κάθισε αφήνοντας ένα «ουφ» να βγει από το στόμα της. Δεν άργησε να συνεχίσει από εκεί που είχε αφήσει τον μονόλογό της. Μου μιλούσε, σαν να με γνώριζε χρόνια. Και για να πω την αλήθεια μ’ αρέσουν αυτοί οι άνθρωποι. Μπορεί να σε κουράζουν, να είναι βαρετοί, αλλά είναι άνθρωποι «έξω καρδιά». Ανοιχτά βιβλία. Καλόκαρδοι κατά βάθος.

Κι όση ώρα τα σκεφτόμουν όλα αυτά, προσπαθούσα, κοιτώντας προς το τζάμι, να αποφύγω το επίμονο βλέμμα της και τη συνέχιση της κοινωνικής της «επίθεσης». Μάταια όμως.

«Αχ, κυρία Λένα μου» ακούστηκε. «Τι να σου λέω τώρα.  Άλλα χρόνια τα δικά μου.   Από παιδί στα χωράφια και στο μεροκάματο.  Φτώχεια! Οι γονείς μου είχαν ένα χωράφι όλο κι όλο. Το έσπερναν πότε πατάτες, πότε καλαμπόκι. Μπορείς να ζήσεις απ’ αυτό; Τι περιμένεις;»

Και συνεχίζει αναστενάζοντας σαν το τρένο που άρχισε σιγά-σιγά να σέρνει τα βαγόνια του.

«Σχολείο; Μόνο το δημοτικό κατάφερα να τελειώσω κι αυτό με το ζόρι κυρία Λένα μου. Τα δυο μεγαλύτερα αδέρφια μου πήγαν και στο γυμνάσιο.  Μου κάνανε προξενιό στα δεκαοχτώ και παντρεύτηκα  τον άντρα μου. Καλός, δε λέω… συνεννόηση υπήρχε. Κάναμε δυο αγόρια. Να ‘ναι καλά τα παλικάρια μου! Σπούδασαν και τα δύο Οικονομικά. Δύσκολοι καιροί όμως σήμερα. Ανεργία βλέπεις. Σκέφτονται να φύγουν στη Γερμανία για να δουλέψουν εκεί».

Πάω να ψελλίσω κάτι, αλλά η κυρία Τασούλα συνεχίζει απτόητη!

«Φεύγουν όλα τα καλά μυαλά στην Ευρώπη κυρία Λένα μου και μόνο οι γέροι θα μείνουν πίσω.  Κρίμα που τα νέα παιδιά δεν μπορούν να στεριώσουν εδώ και να κάνουν οικογένεια. Να ‘χουμε κι εμείς ένα παιδί κοντά για ένα ποτήρι νερό στα γεράματα. Μόνοι μας θα πεθάνουμε».

Σε λίγο περάσαμε τον σταθμό της Νάουσας. Σε δέκα λεπτά θα φτάσουμε στη Σκύδρα. Η κυρία Τασούλα για δευτερόλεπτα δε μίλησε και ξαφνικά…

«Αμάν ταλαιπωρία κι αυτά τα τρένα! Πάλιωσαν τα βαγόνια κι οι γραμμές, όπως παλιώσαμε κι εμείς. Τα αγόρασαν οι Ιταλοί άκουσα, αλλά δεν έκαναν ακόμα τίποτα. Τα δρομολόγια ελαττώθηκαν και οι καθυστερήσεις συνεχίζονται.  Όλα ξεπουλήθηκαν στην Ελλάδα!  Α! φτάσαμε κιόλας στη Σκύδρα! Δεν κατάλαβα αλήθεια πώς πέρασε η ώρα κυρία Λένα μου».

Σηκώθηκε, φορτώθηκε τις τσάντες της και βιαστικά με αποχαιρέτησε.

Χαμογέλασα αμήχανα, λέγοντας ξεψυχισμένα ένα «γεια», νιώθοντας ανακουφισμένη που θα απολάμβανα το υπόλοιπο της διαδρομής μόνη μου.

«Την άλλη Τρίτη πάλι, τα λέμε», την άκουσα να φωνάζει κατεβαίνοντας απ’ το βαγόνι.

Οι εικόνες από τα τοπία έτρεχαν στα τζάμια και σε λίγα λεπτά με απορρόφησε η ομορφιά των χρωμάτων της φύσης έξω.

Σημείωση Φαρέτρας: Το διήγημα δημοσιεύεται για πρώτη φορά          

 

banner-article

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΑ