Η Ορειβατική Ομάδα Βέροιας “Τοτός” στον Όλυμπο και Άγιο Αντώνη
Περιγραφή: Αλέξανδρος Γραμματικόπουλος
Φωτογραφίες: Αλέξανδρος Γραμματικόπουλος, Αθανάσιος Συργιάννης
Κυριακή 30-12-2018.
Έξω ακόμη σκοτάδι. Ο ουρανός καθαρός από σύννεφα και τα τελευταία λαμπερά αστέρια μόλις που τρεμοσβήνανε.
Ο καιρός χειμωνιάτικος. Είχε ψυχρούλα. Τα κοκόρια λαλούσαν ασταμάτητα, λες και κάνανε πρόβες για τα κάλαντα της επόμενης μέρας. Ξεκινούσε η τελευταία Κυριακή του 2018. Ξημέρωνε η προτελευταία μέρα του έτους. Ξεκινούσαμε και εμείς, τα μέλη της ορειβατικής ομάδας Βέροιας «Τοτός», για το ραντεβού μας με τη χιονισμένη Φύση. Τα ρολόγια δείχνανε 06.00΄ π.μ. και το θερμόμετρο -1ο Κελσίου. Ήταν η ώρα που αναχωρούσαμε, 6 άνδρες και μία γυναίκα, για την τελευταία μας ορειβατική εξόρμηση της χρονιάς.
Προορισμός μας η περιοχή Βρυσοπούλες του Ολύμπου, που «φωλιάζει» στην πλαγιά εκείνη του βουνού των θεών που «βλέπει» προς τον κάμπο της Ελασσόνας Νομού Λάρισας. Η κυριακάτικη δραστηριότητά μας: «Ανάβαση στην κορυφή ‘‘Αγ. Αντώνιος’’ του Ολύμπου (υψ. 2.815 μ.) ξεκινώντας από το parking του ‘‘ΚΕΟΑΧ’’ (υψ. 1.750 μ.)».
Φεύγοντας, αφήναμε πίσω μας την γιορτινά στολισμένη Βέροια, με τα λογής-λογής πολύχρωμα φωτάκια να χρωματίζουν με το δικό τους ξεχωριστό τρόπο τα δένδρα των πεζοδρομίων και τα μαγαζιά, δημιουργώντας μια όμορφη ατμόσφαιρα στους έρημους, εκείνη την ώρα, δρόμους της πόλης που ακόμη…κοιμόταν (φωτ. 1).
Οι οδικές διαδρομές για Βρυσοπούλες, τρείς: α. περνώντας από Ριζώματα, β. περνώντας από Κατερίνη και γ. περνώντας από Κοζάνη. Επιλέξαμε την τρίτη, την αναγνωριστική.
Κοντεύοντας στην πόλη της Κοζάνης πήραμε τον επαρχιακό ασφαλτόδρομο με κατεύθυνση προς Ελασσόνα-Λάρισα.
Περάσαμε πάνω από την εντυπωσιακή «Υψηλή Γέφυρα» της λίμνης του Πολυφύτου, μήκους 1.370 μέτρων και μετά τα Σέρβια ακολουθήσαμε την οδική διαδρομή: Σαραντάπορος-Καλλιθέα-Ολυμπιάδα-Σπαρμός (φωτ. 2, παλαιότερη).
Από το χωριό Σπαρμός ακολουθήσαμε τον ανηφορικό ασφαλτόδρομο με τα πολλά στροφηλίκια που τερμάτιζε στο parking που έχει δημιουργηθεί στη θέση «Νίκη» και λίγα μόλις μέτρα πριν την κεντρική πύλη του Κέντρου Εκπαίδευσης Ορεινού Αγώνα Χιονοδρόμων (ΚΕΟΑΧ). Το Κέντρο αυτό ανήκει στο Ταμείο Εθνικής Άμυνας.
Χρειαστήκαμε 160 χλμ. και 2,5 ώρες χαλαρής οδήγησης από τη Βέροια, για να φτάσουμε στον προορισμό μας (φωτ. 3).
Στα 1.750 μέτρα υψόμετρο βρήκαμε πολλά παρκαρισμένα αυτοκίνητα και είδαμε δεκάδες ορειβάτες, Έλληνες και ξένους, να ετοιμάζονται για τη δική τους ορειβατική δραστηριότητα. Ο ουρανός σε ολόκληρη την περιοχή συννεφιασμένος και η θερμοκρασία στο σημείο στους -4 βαθμούς Κελσίου.
Χιόνι δεν πατήσαμε ακόμη. Το βλέπαμε, όμως, που κάλυπτε τις πλαγιές πολύ ψηλότερα από τη θέση που βρισκόμασταν. Αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε. Οι κινήσεις μας γρήγορες και στα σακίδια τα πιο απαραίτητα. Τα κάναμε κάπως βαρύτερα με τα κραμπόν και τα πιολέ, που θα μας ήταν χρήσιμα όσο θα πλησιάζαμε προς την κορυφή.
Αφού ετοιμαστήκαμε, φορτωθήκαμε τα σακίδιά μας και κατευθυνθήκαμε προς την κεντρική πύλη του στρατοπέδου (φωτ. 4).
Φτάνοντας στην πύλη και πριν μπούμε στον χώρο με τις εγκαταστάσεις του Κέντρου, ο αρμόδιος αξιωματικός υπηρεσίας μας ζήτησε τις ταυτότητές μας και στη συνέχεια μας κατέγραψε στο «βιβλίο εισόδου επισκεπτών» κάτω από το άγρυπνο βλέμμα του οπλισμένου σκοπού της πύλης.
Αφού κράτησε τις ταυτότητές μας ή οποιοδήποτε άλλο έγγραφο από εκείνους που δεν την είχαν μαζί τους, όπως διαβατήριο ή δίπλωμα οδήγησης, μας επέτρεψε να περάσουμε μέσα στο στρατόπεδο. Παραλάβαμε το ειδικό καρτελάκι: «Επισκέπτης» και αρχίσαμε να ανηφορίζουμε τον χωματόδρομο που περνά μέσα από το Κέντρο.
Στα αριστερά μας το ΚΨΜ. Εκεί οι επισκέπτες μπορούν να πιούν τον καφέ τους ή το αναψυκτικό τους, να αγοράσουν κάποιο αναμνηστικό ή να φάνε κάτι. Το τελευταίο μόνο τα Σαββατοκύριακα (φωτ. 5).
Για τους συλλόγους που επιθυμούν να διανυκτερεύσουν στο στρατόπεδο, λειτουργεί, όλο το χρόνο, ένα καταφύγιο κάτω από τη Λέσχη. Πρόκειται, από πληροφορίες, για έναν χώρο που διαθέτει 30 κλίνες στρατιωτικού τύπου με στρώματα, τουαλέτα και λουτρό. Για την χρήση του, όμως, απαιτείτε έγκριση από τη Διεύθυνση Ειδικών Δυνάμεων του ΓΕΣ.
Στα δεξιά μας, τα ξυλόκτιστα σπιτάκια που στεγάζουν τα Γραφεία, το Ιατρείου, τους κοιτώνων των στρατιωτών κ.α.
Προχωρούσαμε ακολουθώντας το χωματόδρομο με το λιγοστό, αλλά παγωμένο, χιονάκι που ήταν συγκεντρωμένο στις άκρες του. Όσο ανηφορίζαμε, τόσο η περιοχή του Κέντρου «έπαιρνε» το σχήμα ενός… πιάτου…κάτω από τα πόδια μας με το διάκοσμο στο κέντρο του τις κτιριακές εγκαταστάσεις (φωτ. 6, 7).
Καλύψαμε γρήγορα το κομμάτι του χωματόδρομου και φτάναμε στην αρχή της χιονοδρομικής πίστας. Προσπεράσαμε, στα δεξιά μας, το πετρόχτιστο μνημείο με μαρμάρινη επιγραφή και μεταλλική προτομή του «ΤΧΗ ΠΒ Παπαρρόδου Ιωάννη». Κοντεύαμε στους πυλώνες του αναβατήρα του Χιονοδρομικού Κέντρου Ολύμπου (φωτ. 8).
Χιονοδρομική πίστα σημαίνει μεγάλη κλίση πλαγιάς και μεγάλη κλίση σημαίνει απαιτητική ανάβαση.
Προχωρούσαμε.
Κοιτάζοντας πίσω μας, βλέπαμε ένα μουντό σκηνικό με το σκουρόχρωμο τοπίο να απλώνεται κάτω από τα σκουρόγκριζα σύννεφα και τα κτίρια του στρατοπέδου ολοένα να μικραίνουν και κάποια στιγμή να εξαφανίζονται.
Κοιτάζοντας ψηλά, βλέπαμε κάπου-κάπου την κατάλευκη πλαγιά της κορυφής του «Αγ. Αντωνίου» και την ομίχλη με τα παιχνιδίσματά της να πηγαινοέρχεται (φωτ. 9, 10).
Η πορεία μας, από δω και πέρα, γινόταν παράλληλα με τους συρματοφόρους πυλώνες του αναβατήρα του Χιονοδρομικού. Το χιόνι βήμα με βήμα γινόταν όλο και περισσότερο. Παγωμένο στα κομμάτια της διαδρομής που ήταν λιγοστό και κάπως καλής ποιότητας όσο πλησιάζαμε στο 2ο καταφύγιο ανάγκης. Τα πόδια μας δεν βούλιαζαν πολύ και δεν γλιστρούσαμε. Η ποιότητά του και η ποσότητά του δεν απαιτούσε την χρήση των κραμπόν. Αυτό μας διευκόλυνε στην ανάβαση (φωτ. 11, 12, 13).
Όσο ανεβαίναμε, εκείνο που μας στεναχωρούσε περισσότερο ήταν η παρουσία της ομίχλης, που άρχιζε να καλύπτει όλο το τοπίο. Κάποια στιγμή, «χάθηκε» ο κάμπος, «χάθηκαν» οι γύρω πλαγιές, «χάθηκε» και η κορυφή του προορισμού μας. Άρχιζε να σκοτεινιάζει.
Εμείς, όμως, προχωρούσαμε απτόητοι, στο συνήθως ανταριασμένο βουνό των θεών, με τη σκέψη: «Που θα πάει;;!! Σε κάποιο σημείο θα ‘‘ανταμώσουμε’’ με τις ακτίνες του ήλιου!!!.»
Κοντεύαμε στο καταφύγιο ανάγκης «Μιγκοτζίδη». Αφήναμε πίσω μας τους πυλώνες των αναβατήρων (φωτ. 14).
Χρειαστήκαμε μία ώρα και 35 λεπτά συνεχούς ανηφορικής πορείας για να φτάσουμε από τη πύλη του στρατοπέδου στα 2.400 μέτρα υψόμετρο, στο σημείο δηλαδή που βρίσκεται ένα μικρό γραφικό ξύλινο σπιτάκι. Βρισκόμασταν στο καταφύγιο ανάγκης «Μιγκοτζίδη» χωρητικότητας 10 ατόμων. Στο ζεστό εσωτερικό του χώρο υπάρχουν κρεβάτια στρατιωτικού τύπου με στρώματα και κουβέρτες.
Αποφασίσαμε να κάνουμε την απαραίτητη ολιγόλεπτη στάση (φωτ. 15, 16).
Δεν μπήκαμε μέσα στο καταφύγιο, γιατί δε θέλαμε να καθυστερήσουμε πολύ. Ρίξαμε μόνο μια ματιά στο εσωτερικό του. Είχε λιγοστούς ορειβάτες που ετοιμάζονταν για αναχώρηση. Χαλάρωση, υγρά, μπάρες δημητριακών, σοκολάτα, το menu μας στο σημείο.
Δέκα λεπτά ήταν αρκετά για να «γεμίσουν» τα…ρεζερβουάρ… μας με κινητήρια δύναμη. Τα σακίδιά μας ξανά στις πλάτες.
Από δω και πέρα χρειάζεται κανείς πόδια και πνευμόνια γερά, για να μπορέσει να ξεπεράσει το εμπόδιο του χιονιού και να αντέξει στην απαιτητική ανάβαση της πλαγιά με πολύ μεγάλη κλίση. Πήραμε βαθιές ανάσες, «φορτωθήκαμε» με κουράγιο και ξεκινήσαμε ακολουθώντας τους μαύρους μεταλλικούς σωλήνες με τις κίτρινες γραμμές, που αντικρίζαμε μέσα στην ομίχλη.
Σε κάποιο σημείο της διαδρομής, εγκαταλείψαμε τους μαύρους σωλήνες της σήμανσης του μονοπατιού, που στη συνέχειά τους οδηγούσαν προς την κορυφή «Σκολιό» και ακολουθήσαμε τους άλλους, με τον σκουρόγκριζο χρωματισμό, που οδηγούσαν στην κορυφή του προορισμού μας (φωτ. 17, 18, 19).
Συνεχίζαμε ανηφορίζοντας στην Αλπική ζώνη. Το τοπίο κατάλευκο. Το χιόνι αρκετό, περιμέναμε να βρούμε περισσότερο, και η ποιότητά του καλή. Η πορεία μας σε πλαγιά με μεγάλη κλίση. Τα βήματά μας αργά και οι ανάσες μας βαθιές
Με το κάθε μας βήμα, μίκραινε κατά κάποια εκατοστά η απόστασή μας από την κορυφή και μεγάλωνε η υψομετρική διαφορά από την πύλη του στρατοπέδου.
Όσο ανεβαίναμε η ομίχλη άρχιζε να αραιώνει. Άρχιζαν, από λεπτό σε λεπτό, να εμφανίζονται μπροστά μας απερίγραπτες εικόνες. Ο ήλιος από πάνω φώτιζε όλο το τοπίο. Φάνηκαν οι δεκάδες προπορευόμενοι ορειβάτες. Φάνηκαν κάποιες κορυφές του ορεινού όγκου του βουνού των θεών.
Φάνηκε και το κτίσμα που είχε κατασκευαστεί πάνω ακριβώς στην κορυφή του «Αγ. Αντωνίου». Θαυμασμός-επιφωνήματα-θαυμασμός. Στο αντίκρισμα όλου αυτού του σκηνικού ξεχνούσαμε την κούραση και προχωρούσαμε με άλλον αέρα (φωτ. 20, 21, 22).
Κοντεύαμε στην κορυφή του προορισμού μας. Βρισκόμασταν πάνω από τα…σύννεφα. Το χιόνι από δω και πάνω παγωμένο. Σταματήσαμε να «κουμπώσουμε» στα άρβυλά μας τα κραμπόν, που ήταν πλέον απαραίτητα για την ασφάλειά μας (φωτ. από 23 έως και 26).
Χρειαστήκαμε μία ώρα και 35 λεπτά απαιτητικής ανηφορικής πορείας για να φτάσουμε από το Καταφύγιο Ανάγκης «Μιγκοτζίδη» και 3 ώρες και 25 λεπτά από την πύλη του στρατοπέδου (χρόνοι με στάσεις), για να φτάσουμε στα 2.815 μέτρα υψόμετρο της κορυφής «Αγ. Αντώνιος».
Μπροστά μας το κτίσμα του αυτόματου Μετεωρολογικού Σταθμού του Τομέα Μετεωρολογίας και Κλιματολογίας του Τμήματος Γεωλογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ), με έντονα τα σημάδια από το πέρασμα του φθοροποιού χρόνου και των δυνατών αέρηδων που φυσάνε στην περιοχή.
Στο σημείο συναντήσαμε κι άλλους ορειβάτες που πηγαινοέρχονταν (φωτ. από 27 έως και 32).
Από πάνω μας ο ήλιος και η θέα από τα 2.815 μέτρα υψόμετρο φανταστική. Όπου και να ταξιδεύαμε το βλέμμα μας, θαυμασμός και επιφωνήματα. Οι φωτογραφικές «πήρανε» φωτιά και τα «κλικ» ασταμάτητα.
Χαμηλά βλέπαμε τα σύννεφα με τους απερίγραπτους σχηματισμούς τους, που κάλυπταν τις ακόμη χαμηλότερες περιοχές.
Κοιτάζοντας γύρω-γύρω, αντικρίζαμε κάποιες κορυφές που μας κάνανε «τζά», ξεπροβάλλοντας μέσα από τα σύννεφα και έμοιαζαν σαν νησάκια στον ανταριασμένο λευκόγκριζο ωκεανό.
Κάποιες άλλες, οι ψηλότερες, φαίνονταν καθαρά. Βλέπαμε: το «Σκολιό» (υψ. 2.904 μ.), το «Μύτικα» (υψ. 2.918 μ.), το «Στεφάνι» (υψ. 2.911 μ.), την κορυφογραμμή του «Καλόγερου», την «Σκούρτα» (υψ. 2.475 μ.) κ.α.
Κοιτάζοντας προς τη πλευρά της Πιερίας, βλέπαμε, καθαρά και στο βάθος χαμηλά, τη χαράδρα του «Ενιπέα» που τερμάτιζε στο Λιτόχωρο και τις περιοχές της ορεινής κωμόπολης που φτάνανε μέχρι τις παραλίες του Θερμαϊκού (φωτ. από 33 έως και 38).
Αποφασίσαμε να μπούμε μέσα στο κτίσμα του Μετεωρολογικού για τη μεγάλη μας στάση. Μπαίνοντας στο εσωτερικό του, από τη μοναδική πόρτα που το ένα τέταρτό της είχε κλείσει από το χιόνι, αντικρίσαμε σημάδια εγκατάλειψης και φθοράς. Έχοντας την προστασία του χώρου από τον αέρα και το κρύο, καθίσαμε να κολατσίσουμε.
Στο κτίσμα υπάρχει και ο επάνω όροφος, σε πιο ικανοποιητική κατάσταση, που χρησιμοποιείται σαν καταφύγιο χωρητικότητας 12 ατόμων και είναι εξοπλισμένο με είδη πρώτης ανάγκης, για τα οποία φροντίζει η Ελληνική Ομάδα Διάσωσης (φωτ. 39, 40).
Αφού ξεκουραστήκαμε και κολατσίσαμε, αποφασίσαμε να πάρουμε το κατηφορικό μονοπάτι της επιστροφής.
Χαιρετήσαμε τους ορειβάτες που θα μένανε για λίγο ακόμη και ανεβήκαμε στην κορυφή για την αναμνηστική ομαδική φωτογραφία (φωτ. 41, 42, 43, 44).
Στο σημείο εκείνο τραγουδήσαμε χορεύοντας το «Πάει ο παλιός ο χρόνος…», κι ας ήταν προπαραμονή Πρωτοχρονιάς. Για την ομάδα μας ήταν η τελευταία ορειβατική δραστηριότητα του 2018.
Τελευταία ματιά στην γύρω θέα και ξεκινήσαμε για το στρατόπεδο. Το μονοπάτι γνώριμο, ο ήλιος από πάνω μας και οι εικόνες με φωτισμό από άλλη, αυτή τη φορά, γωνία.
Η διαδρομή μας από την κορυφή μέχρι το ΚΨΜ του στρατοπέδου σύντομη, κάναμε κάτι λιγότερο από 2 ώρες (φωτ. από 45 μέχρι και 53).
Στο ΚΨΜ είχε πάρα πολύ κόσμο, βλέπαμε σε όλους τους χώρους του μικρούς και μεγάλους. Είχαν έρθει με πούλμαν και τα ΙΧ αυτοκίνητά τους. Τα φανταράκια πηγαινοέρχονταν στην προσπάθειά τους να τους εξυπηρετήσουν όλους.
Στη ζεστασιά του ΚΨΜ καθίσαμε και μεις, άλλοι για να απολαύσουμε τον καφέ μας ή το ζεστό τσαγάκι και οι υπόλοιποι για να τσιμπήσουν κάτι (φωτ. 54).
Μετά τον καφέ και το φαγητό, αφήσαμε τη ζεστασιά του χώρου, ξαναφορτωθήκαμε τα σακίδιά μας και κατευθυνθήκαμε προς την πύλη του Στρατοπέδου. Εκεί, παραδώσαμε τα καρτελάκια: «Επισκέπτης», παραλάβαμε τις ταυτότητές μας, ευχηθήκαμε στα φανταράκια: «Καλή θητεία, καλοί πολίτες, καλή χρονιά…» και στη συνέχεια προχωρήσαμε προς τα αυτοκίνητα.
Αφού ετοιμαστήκαμε, ρίξαμε μια τελευταία ματιά στο βουνό των θεών και ξεκινήσαμε για τη Βέροια. Επιστρέφοντας, ακολουθήσαμε τη διαδρομή που περνούσε από Κατερίνη. Στη Βέροια φτάσαμε με το σκοτάδι.
Διανύσαμε τα ίδια σχεδόν χιλιόμετρα, με εκείνα τα πρωινά, περνώντας από Κοζάνη και κάναμε τις ίδιες περίπου ώρες οδήγησης για να φτάσουμε στα σπίτια μας.
Στο σημείο αυτό έφτασε στο τέλος της και η τελευταία μας ορειβατική εξόρμηση του 2018.
Καλή χρονιά σε όλους με υγεία και καλές αναβάσεις-κορυφές στους φίλους ορειβάτες.
Απολογισμός :
Διαδρομή: «ΚΕΟΑΧ» (υψ. 1.750 μ.)–κορυφή «Αγ. Αντώνιος»
(υψ. 2.815 μ.)-επιστροφή.
Υψομετρική διαφορά : 1.215 μέτρα (με τα ανεβοκατεβάσματα)
Απόσταση: 10 χλμ.
Χρόνος : 5 ώρες και 45 λεπτά (συνολικός χρόνος στο βουνό)