«Δυστυχώς ο αριθμός των απογόνων ελαττούται προς τα άνω
και αι αξιώτεραι οικογένειαι έχουν και ολιγώτερα παιδιά»
Απόστολος Δοξιάδης (1939)
Eκτενέστατη δημοσιότητα πήρε την περασμένη εβδομάδα η «αποκάλυψη» του τελευταίου ενημερωτικού δελτίου του ΣΕΒ (6/12/2018), σχετικά με τη μείωση του πληθυσμού της χώρας «για πρώτη φορά μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο», λόγω της κοινωνικά καταστροφικής πολιτικής των μνημονίων. Με αποτέλεσμα, το όργανο των εργοδοτών να κρούει τον κώδωνα του «κινδύνου δημογραφικής και κατά συνέπεια εθνικής συρρίκνωσης».
Η είδηση δεν βρισκόταν, βέβαια, σ’ αυτή τη στοιχειώδη διαπίστωση, που συμβαδίζει απολύτως με όσα γνωρίζουμε για τις επιπτώσεις παρόμοιων εγχειρημάτων «εσωτερικής υποτίμησης» (της εργατικής δύναμης) σε κοινωνίες συγκρίσιμες με τη δική μας: στη γειτονική μας Βουλγαρία, π.χ., ο πληθυσμός μειώθηκε κατά 17,3% μέσα σε μία εικοσιπενταετία, από 8.948.649 κατοίκους το 1985 σε μόλις 7.364.570 το 2011.
Οπως προκύπτει άλλωστε από τον κύριο όγκο της επίμαχης μελέτης (σελ. 2-8), στη χώρα μας οι σχετικές τάσεις ήταν ήδη οφθαλμοφανείς εδώ και δεκαετίες, με το ποσοστό γεννήσεων να πέφτει από 2,2 παιδιά ανά γυναίκα το 1980 σε 1,4 το 1990 και μόλις 1,2 το 1999· αυτό που κυρίως άλλαξε μετά το 2010 ήταν ο διπλασιασμός των πληθυσμιακών εκροών (νεανική μετανάστευση στη Δύση, αποχώρηση μερίδας μεταναστών της προηγούμενης εικοσαετίας) και η προσαρμογή όσων μεταναστών παρέμειναν στη χώρα μας στο κυρίαρχο πλέον μοντέλο ολιγομελών οικογενειών.
Το πολιτικό διά ταύτα του δημοσιεύματος του ΣΕΒ, διακηρυγμένο στην πρώτη σελίδα του Δελτίου, δίχως την παραμικρή σχέση με το περιεχόμενο αυτής καθαυτήν της μελέτης, βρίσκεται αλλού – και, αν μη τι άλλο, έρχεται σε κραυγαλέα αντίθεση με τα ίδια τα πορίσματά της.
Ενώ γίνεται παραδεκτό πως «οι μειώσεις μισθών και συντάξεων και η μεγάλη ανεργία υπέσκαψαν κυριολεκτικά τις σταθερές πάνω στις οποίες βασιζόταν μέχρι τώρα το νέο νοικοκυριό, όπως η ύπαρξη τουλάχιστον μιας σταθερής δουλειάς, η στήριξη του ζευγαριού από τους γονείς κ.ο.κ.», τα προτεινόμενα μέτρα κινούνται προς την αντίθετη ακριβώς κατεύθυνση: περαιτέρω νεοφιλελεύθερο ξήλωμα κάθε εναπομείναντος προστατευτικού δικτύου, προς όφελος της «επιχειρηματικότητας».
Αντί «να σπαταλάμε πόρους», το Δελτίο των βιομηχάνων απαιτεί έτσι, πρώτα απ’ όλα, «μείωση του μη μισθολογικού κόστους» –διάλυση, με άλλα λόγια, ακόμη και του υφιστάμενου ασφαλιστικού συστήματος (που, ως αναδιανεμητικό, καλύπτει –έστω και ανεπαρκώς– ακριβώς εκείνα τα κοινωνικά στρώματα τα οποία δυσκολεύονται να αποκτήσουν παιδιά στις σημερινές συνθήκες).
Η βασική αυτή απαίτηση, κερασάκι στην τούρτα κάθε εισήγησης των εργοδοτικών φορέων, συμπληρώνεται φυσικά με διάφορα ευχολόγια καταφανώς ασύμβατα μεταξύ τους (όπως η «παροχή καθολικής βρεφονηπιακής φροντίδας» και άλλων προνοιακών μέτρων με ταυτόχρονη μείωση των φορολογικών εσόδων του κράτους).
Σε τελική ανάλυση, ζητούμενο της μελέτης δεν αποτελεί η ευημερία των πολιτών, αλλά μια νέα εκδοχή Μεγάλης Ιδέας: «η Ελλάδα», διαβάζουμε, όχι μόνο «έχει τη δυνατότητα σε βάθος λίγων δεκαετιών να αυξήσει σημαντικά τον πληθυσμό της», αλλά με αυτό τον τρόπο θα μπορέσει επίσης «να αποκτήσει βαρύνοντα γεωπολιτικό και οικονομικό ρόλο στην περιοχή της ΝΑ Μεσογείου»!
Ιθύνοντες και μελανόψυχοι
Ας μη βιαστούμε, πάντως, να θεωρήσουμε όλη αυτή τη σύλληψη σαν ακόμη μία άσκηση επί χάρτου, που προσπαθεί να συνδυάσει το πάγιο αίτημα των «παραγωγικών τάξεων» για ελαχιστοποίηση των κοινωνικών παροχών με στάχτη στα μάτια των αφελών πατριωτών. Αν μη τι άλλο, ο συνδυασμός της ανησυχίας για το δημογραφικό μέλλον του τόπου με μια συλλογιστική απροκάλυπτου κοινωνικού δαρβινισμού έχει βαθιές ρίζες στη σκέψη της εγχώριας αστικής τάξης και των οργανικών διανοουμένων της.
Το πιστοποιεί, με τον σαφέστερο δυνατό τρόπο, το ντοκουμέντο που παρουσιάζουμε σήμερα. Πρόκειται για το πλήρες κείμενο ενός άρθρου του παιδιάτρου και πολιτικού Απόστολου Δοξιάδη (1874-1942) που δημοσιεύτηκε τον Απρίλιο του 1939 στο περιοδικό «Νέα Πολιτική», όργανο του μεταξικού καθεστώτος, με θέμα και τίτλο ακριβώς «Το δημογραφικό ζήτημα».
Σε μια εποχή που οι Ελληνίδες γεννούσαν ακόμη σαν κουνέλες, και συνεπώς δεν υπήρχε η παραμικρή ανησυχία περί «δημογραφικής συρρικνώσεως του έθνους» (απεναντίας, η χώρα εξήγε το πλεονάζον εργατικό δυναμικό της ως μετανάστες στα πέρατα της οικουμένης), ο Δοξιάδης κρούει τον κώδωνα του κινδύνου όχι της «ποσοτικής» αλλά της «ποιοτικής» συρρίκνωσης του ελληνικού πληθυσμού, με μια επιχειρηματολογία που ξεγυμνώνει τη δομική ανασφάλεια της εγχώριας άρχουσας τάξης απέναντι στις ομοεθνείς πληβειακές μάζες.
Το πραγματικό πρόβλημα, εξηγεί, έγκειται στην αυξημένη γονιμότητα των εργατών και αγροτών σε σχέση με «τας ανωτέρας τάξεις», «τας τάξεις εκείνας από τας οποίας θα προέλθουν οι ιθύνοντες κύκλοι» και από τις οποίες «αναμένεται η αναγέννησις της φυλής»· με αποτέλεσμα να «δημιουργείται μια αρνητική επιλογή, καθ’ όσον τα ικανώτερα άτομα ολιγοστεύουν» και «πληθύνονται οι οργανισμοί εκείνοι οι οποίοι υστερούν σωματικώς και ψυχικώς».
Στο δαρβινικό αυτό σχήμα, η (εξατομικευμένη) κοινωνική άνοδος και η (διευρυμένη) αναπαραγωγή των υποτελών τάξεων δεν αποτελούν διαδικασίες κοινωνικά επικαθορισμένες από την υφιστάμενη ταξική ανισότητα, αλλά αντανακλούν (και πιστοποιούν) μια δομικά διαφορετική «βιολογική ικανότητα».
Η βιολογία αναδεικνύεται έτσι σε καινούργια θρησκεία, ως μηχανισμός απόλυτης νομιμοποίησης της υφιστάμενης κοινωνικής ιεραρχίας και «των διαφόρων διαβαθμίσεών» της μ’ ένα επιστημονικοφανές σκεπτικό: η κοινωνική κατωτερότητα των εργατών και των αγροτών δικαιολογείται σαν απόρροια όχι πλέον της θείας βούλησης, αλλά της αξιωματικής απόφανσης πως αυτοί «υστερούν σωματικώς και ψυχικώς».
Η ταξική ματιά του συντάκτη δεν παραλείπει μάλιστα να μετασχηματίσει τα υπερατλαντικά ρατσιστικά πρότυπά του, όπου το ζητούμενο ήταν η κυριαρχία της «λευκής φυλής» πάνω στη «μαύρη», προσαρμόζοντάς τα στα δεδομένα της μεσοπολεμικής Ελλάδας με μια βαναυσότητα που ξαφνιάζει: οι «κατώτερες» τάξεις σκιαγραφούνται από την πέννα του σαν «άνθρωποι κατά το πλείστον μαύροι την ψυχήν»!
Ο συγγραφέας του άρθρου δεν ήταν καθόλου τυχαίο πρόσωπο. Σπουδαγμένος σε Κωνσταντινούπολη, Βιέννη, Παρίσι και Βερολίνο, ευκατάστατος πρόσφυγας στην Ελλάδα από τη Στενήμαχο της Βουλγαρίας (όπου είχε διατελέσει πρόεδρος της ελληνικής κοινότητας), χρημάτισε υπουργός Περιθάλψεως και Υγιεινής σε τέσσερις διαδοχικές κυβερνήσεις της τριετίας 1922-1924 και υφυπουργός Υγιεινής το 1928-1929, έχοντας στο μεσοδιάστημα ιδρύσει το ΠΙΚΠΑ, του οποίου υπήρξε και ο πρώτος πρόεδρος· εξελέγη επίσης βουλευτής Αθηνών-Πειραιώς το 1923-1925 και υποδείχθηκε «αριστίνδην» γερουσιαστής το 1932-1933.
Ως γιατρός διηύθυνε την Παιδιατρική Κλινική, ανέπτυξε δε πολυσχιδή δράση ως ηγετική φυσιογνωμία του ελληνικού αλυτρωτισμού (μέλος της «Επιτροπείας των Αλυτρώτων») και κορυφαίος υποστηρικτής της ευγονικής στους κόλπους της μεσοπολεμικής επιστημονικής τάξης και διανόησης.
Παρόμοιες απόψεις με αυτές που εκφράζει στο κείμενο του 1939 είχε διατυπώσει δημόσια ήδη από το 1928 στο περιοδικό «Ελληνικά Γράμματα», το 1930 στο «Ελεύθερον Βήμα» και το 1933 στη «Βιβλιοθήκη Κοινωνικής Υγιεινής (Trubeta 2013, σ. 217-222). Με ακόμη σαφέστερη, μάλιστα, τη σύνδεση «βιολογικής αξίας» και ταξικής προέλευσης:
«Τα παιδιά που μεγαλώνουν σε ένα περιβάλλον οικογενειακόν ανώτερον, με πολιτισμόν και μόρφωσιν καλλιτέραν», υποστήριξε, «είναι πάντοτε βιολογικαί αξίαι σπουδαιότεραι και με την εξαφάνισιν συν τω χρόνω αυτών χάνονται και βιολογικά κεφάλαια ικανώτερα. Εις τον τόπον μας επίσης θα ήτο πολύ ενδιαφέρον να εξετασθή σε ποιες σχέσεις ευρίσκονται όσον αφορά τας γεννήσεις οι πρόσφυγες με τους παλαιούς κατοίκους και ποίοι έχουν ανωτέραν βιολογικήν αξίαν» (Απ. Δοξιάδης, «Βιολογική πολιτική με βάση την αύξηση του πληθυσμού της χώρας», Ελληνικά Γράμματα, 16/7/1928, σ. 98).
Ορατή είναι ωστόσο μια πολιτικοϊδεολογική μετατόπισή του στο πέρασμα του χρόνου, από την αρχική έμφαση στην ανάγκη διαπαιδαγώγησης των πολιτών και οικοδόμησης μηχανισμών κοινωνικής πρόνοιας σε σαφώς αυταρχικότερες λύσεις.
Ένας Μουσολίνι για το Κολωνάκι
Ηδη από τον Σεπτέμβριο του 1928 ο Δοξιάδης είχε πάντως επιχειρήσει να επιβάλει έναν ταξικά μεροληπτικό «φόρο αγαμίας» στους εύπορους ανύπαντρους άρρενες άνω των 35 που κατέβαλλαν ήδη φόρο εισοδήματος τουλάχιστον 5.000 δρχ. – απόπειρα που όχι μόνο διακωμωδήθηκε αγρίως στον Τύπο της εποχής, αλλά φαίνεται ότι συνέβαλε και στην απομάκρυνσή του από το υπουργείο Υγιεινής στον επόμενο ανασχηματισμό.
Πρότυπό του αποτελούσε η αντίστοιχη νομοθεσία του Μουσολίνι στη γειτονική Ιταλία, όπου τον Δεκέμβριο του 1926 είχε επιβληθεί βαρύτατος ειδικός φόρος σε όλους τους άρρενες εργένηδες 26-65 ετών, αντιστρόφως ανάλογος της ηλικίας τους· ένας τριαντάρης το 1936 πλήρωνε διπλό φόρο εισοδήματος συν 155 λιρέτες, μισό δηλαδή μηνιαίο μισθό ειδικευμένου εργάτη (De Grazia 1993, σ. 69-70). Με τη διαφορά πως, ενώ ο Ντούτσε απέβλεπε σε μια γενικευμένη αύξηση του πληθυσμού, προκειμένου να αυξήσει μέσα σε μια γενιά τους Ιταλούς από 40 σε 60 εκατομμύρια, ο Δοξιάδης στόχευε στην αναπαραγωγή αποκλειστικά και μόνο της εγχώριας ελίτ, που κινδύνευε να πνιγεί σε μια θάλασσα «κατώτερων», «μελανόψυχων» ομοεθνών.
Τυχαίο δεν ήταν ούτε το περιοδικό «Νέα Πολιτική», του καθηγητή της ΑΣΟΕΕ Ιωάννη Τουρνάκη, όπου δημοσιεύτηκε το επίμαχο άρθρο. Ημιεπίσημο όργανο της αμιγώς φασιστικής πτέρυγας του μεταξικού καθεστώτος, κυκλοφόρησε τον Ιανουάριο του 1937 με προγραμματικό στόχο τη διατύπωση λύσεων για «το οικονομικόν πρόβλημα και το στενώς προς αυτό συνυφασμένον δημογραφικόν» από «τους αριστείς της ελληνικής διανοήσεως και επιστήμης» (τχ. 1-2, σ. 2).
Αφειδώς χρηματοδοτούμενο από τράπεζες και μεγάλες βιομηχανίες, όπως πιστοποιούν οι σχετικές διαφημιστικές καταχωρίσεις, υποστήριξε μέχρι το 1939 ένα μοντέλο οικονομικής αυτάρκειας και συντεχνιακής οργάνωσης της κοινωνίας, πλήρως εναρμονισμένο με τις θέσεις του ιταλικού φασισμού (Ψαλιδόπουλος 1989, σ. 123-7).
Μαζί με τα κείμενα των εγχώριων «αρίστων», κατά το μεγαλύτερο μέρος του βίου της η «Νέα Πολιτική» φιλοξενούσε ιδεολογικά άρθρα υψηλόβαθμων στελεχών του μουσολινικού καθεστώτος, όπως ο πανεπιστημιακός καθηγητής, συνδικαλιστής και υφυπουργός Παιδείας (1939-1943) Ρικάρντο ντελ Τζούντιτσε. Ακόμη δε και στις παραμονές της εισόδου της Ελλάδας στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο δεν δίστασε να επιδοθεί σε ύμνους για «το αναμορφωτικόν έργον του Χίτλερ» και την αποκατάσταση από τον εθνικοσοσιαλισμό «των αξιών του Ευρωπαϊκού πολιτισμού, οίαι ήσαν προ του προπολεμικού σταδίου του εκφυλισμού του» (Μιχαήλ Ι. Χατζηδάκης, «Τι δυνάμεθα να διδαχθώμεν εκ του εθνικοσοσιαλισμού;», Νέα Πολιτική, 9/1940, σ. 831-8).
Στο πλαίσιο αυτό, ο Απόστολος Δοξιάδης θα υμνήσει και αυτός τον «μεγαλεπίβολο κυβερνήτη» της φασιστικής Ιταλίας σαν το φωτεινό εκείνο υπόδειγμα που «ευτυχώς κατενόησε την βαθείαν σημασίαν που έχει διά την ύπαρξη και ευδοκίμηση ενός έθνους η επιβολή μέτρων περιοριζόντων την αγαμίαν» και «η επιστροφή της γυναικός προς την οικογενειακήν εστίαν από την οποίαν εκπηγάζει το ρεύμα της ζωής». (Ο Ντούτσε είχε ήδη από το 1926 αποκλείσει διά νόμου τις γυναίκες από τις ανώτερες εκπαιδευτικές βαθμίδες και με το Β.Δ. 1514/1938 επέβαλε πλαφόν 10% στην απασχόλησή τους στις δημόσιες υπηρεσίες και τις μεγάλες επιχειρήσεις).
Το άρθρο του πρώην βενιζελικού υπουργού κλείνει έτσι με την προτροπή προς το κράτος του Εθνικού Κυβερνήτη «να υποδείξη» στις ηγέτιδες τάξεις τα σχετικά «καθήκοντά των διά το μέλλον της φυλής». Με τη δέουσα, εννοείται, πυγμή: «τους διστακτικούς να εμψυχώση, τους αδυνάτους να τονώση, τους απίστους να πείση και τους αδιαφόρους να πειθαναγκάση».
Το δημογραφικό ζήτημα
«Ποιοτικός κίνδυνος» επί θύραις:
τα φτωχόπαιδα με τη «μαύρη ψυχή» πολλαπλασιάζονται,
οι ιθύνοντες κύκλοι τεμπελιάζουν…
► Του Απόστολου Δοξιάδη