Αλέξανδρος Ρήγας: “Ήθελα να ζήσω σαν παραμυθάς του παλιού καιρού. Τσιγγάνος, αναρχικός, αντισυμβατικός…” / συνέντευξη στη Δήμητρα Σμυρνή
Αφορμή για τη συνέντευξη στάθηκε η παράσταση «Εκκλησιάζουσες» του Αριστοφάνη, που δόθηκε και στη Βέροια το περασμένο καλοκαίρι, εντυπωσιάζοντας με τη διασκευή αλλά και τη σκηνοθεσία της από τον Αλέξανδρο Ρήγα. Χυμώδης, έξυπνη, πρωτότυπη, αποδείκνυε κι αυτήν τη φορά έναν καλλιτέχνη που έχει το χάρισμα να ανάγει την έννοια της κωμικής πλευράς της ζωής στη σφαίρα της Τέχνης με έναν ιδιαίτερα χαρισματικό τρόπο.
Ο Αλέξανδρος Ρήγας της παλιάς τηλεόρασης, με σειρές που άφησαν εποχή, ο σημερινός του θεάτρου, πάντα με το δικό του διαπεραστικό αλλά ταυτόχρονα ανάλαφρο χιούμορ, ο μάστορας της γλώσσας, που ξέρει καλά ότι το κείμενο και η γλώσσα του αποτελούν τη ραχοκοκαλιά μιας παράστασης, ή μιας σειράς, καταθέτει εδώ σκέψεις και συναισθήματα μιας μακράς και πετυχημένης πορείας στο χώρο της Τέχνης.
Απαντά γραπτά στις ερωτήσεις της faretra.info για το ξεκίνημα, τις πρώτες εξωαθηναϊκές προσλαμβάνουσες, τις κλασικές του σπουδές στο πανεπιστήμιο, για τη στροφή του στο χώρο της Τέχνης, για την ευτυχή του συνεργασία με ηθοποιούς που ζωντάνεψαν τους ήρωές του, για την τηλεόραση του σήμερα, για την έννοια του «κωμικού», που αποτελεί οπτική της ίδιας της ζωής.
Αυτήν τη στιγμή έχετε φτάσει σ’ ένα τέτοιο σημείο επιτυχίας και στη γραφή σεναρίου και στη σκηνοθεσία, που οποιαδήποτε δουλειά σας θεωρείται πια εγγύηση ποιότητας. Σίγουρα είναι μια μακρά πορεία, κατά την οποία η επιτυχία δεν σας χαρίστηκε. Ας πάμε όμως στα παιδικά σας χρόνια. Είχατε από μικρός καλλιτεχνικές τάσεις; Φαινόταν η αγάπη σας για την Τέχνη; Εκφραζόταν;
Μεγάλωσα σε ας πούμε φυσιολογικές συνθήκες, σε ένα επαρχιακό τοπίο το οποίο δεν είχε καμία απολύτως σχέση με οτιδήποτε καλλιτεχνικό πέραν εννοείται από ό,τι «γράφει» μέσα μας ως καλλιτεχνικό ή ως πηγή έμπνευσης και έχει να κάνει με χρώματα, με μουσικές, με ντοπιολαλιές, με γεύσεις, με ευωδίες που μόνο σε ένα έξω-αθηναϊκό τοπίο συναντά κανείς. Όλα αυτά μπορεί να άνοιξαν ένα δρόμο σε μια καλλιτεχνική αναζήτηση, που όμως συνειδητά εμφανίστηκε πολύ αργότερα. Τα αρχικά μου όνειρα ως παιδιού ήταν η γλώσσα, η λογοτεχνία, η αγάπη μου για τις κλασσικές σπουδές, κάτι που άρχισα να το βρίσκω με τη είσοδο μου στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Η ίδια σχολή έφερε στο δρόμο μου και το θεατρικό τμήμα του πανεπιστημίου, από όπου και άρχισα να αντιλαμβάνομαι ότι κάτι περίεργο συνέβαινε μέσα μου και άρχισα να το αναζητώ στη Δραματική Σχολή του Εθνικού θεάτρου.
Πόσο και πώς οι σπουδές σας στη Φιλοσοφική, η μελέτη της γλώσσας και η επαφή με τις κλασικές σπουδές, επηρέασαν τον μετέπειτα σεναριογράφο Ρήγα;
Η επιρροή από την ενασχόληση μου με αυτό που εν γένει λέμε «κλασσικές σπουδές» σίγουρα είναι πολύ σημαντική με τη διαφορά ότι τότε δεν ήταν συνειδητή. Το πάθος μου για τη γλώσσα, για την αρμονία των ήχων, η αγάπη μου για το δεκαπεντασύλλαβο, για τον Όμηρο και τον Αριστοφάνη μέχρι τους προσωκρατικούς αλλά και τη Σαπφώ, ξεδίπλωσαν αργότερα, όσο και αν αυτό ακούγεται ακραίο, εικόνες, ήχους και φράσεις που έβγαιναν σχεδόν ανεξέλεγκτα από μέσα μου. Όσο και αν αυτά που προανέφερα πόρρω απέχουν από τις αστικές κωμωδίες που έκανα τα πρώτα χρόνια της καριέρας μου, τόσο στο θέατρο όσο και στην τηλεόραση, για μένα ήταν κοντινοί συγγενείς είτε μιλάμε για τον αιώνιο έρωτα, όπως ο Όμηρος τον δίνει μέσα από τον Οδυσσέα και την Πηνελόπη ή την Ανδρομάχη και τον Έκτορα, είτε μιλάμε για την αγάπη για την πατρίδα αλλά με ανοιχτά μυαλά, όπως την εξέφρασε ο Σωκράτης μέσω του Πλάτωνα, είτε φωτογραφίζουμε το Διογένη που χαμογελάει κυνικά στη ζωή… Οι κλασσικοί συγγραφείς ήταν πάντα παρέα μου σε όλα τα σεναριακά μου ταξίδια.
Μετά τη στροφή στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, γεννιέται ο ηθοποιός Αλέξανδρος Ρήγας. Τι σας έδωσαν οι σπουδές στη Σχολή και πόσο επηρέασαν τη μετέπειτα πορεία σας; Πώς από ηθοποιό σάς κερδίζει η σκηνοθεσία και κυρίως η γραφή;
Τα τρία χρόνια στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, όπου -φευ- ετοίμαζα τον εαυτό μου για το επόμενο Όσκαρ πρώτου αντρικού ρόλου, πέρασαν γρήγορα με τη συνειδητοποίηση ότι η υποκριτική δεν ήταν αυτό που θα με έκανε πραγματικά ευτυχισμένο. Και, για να μη ακουστεί βερμπαλιστικό ή ματαιόδοξο, δεν εννοώ ευτυχισμένο ως καλλιτέχνη αλλά ευτυχισμένο ως άνθρωπο. Αυτό στο οποίο με βοήθησε η φοίτηση μου εκεί ήταν η ενσυναίσθηση του τι πραγματικά θέλω και πώς να το ζητήσω.
Και αυτό που κατάλαβα ήταν ότι ήθελα να ζήσω τη ζωή μου σαν παραμυθάς του παλιού καιρού. Τσιγγάνος, αναρχικός, αντισυμβατικός και συστηματικός συνάμα, ονειροπόλος και με μια χαοτική ανάγκη να με αποδέχονται και να με αγαπάνε, όταν τους έλεγα τα παραμύθια μου. Κάπου εκεί γεννήθηκε ο Αλέξανδρος που ήθελε να φτιάχνει ιστορίες για το μεγάλο κοινό και να προσπαθεί να το γοητεύει φτιάχνοντας ιστορίες. Ως συγγραφέας και σκηνοθέτης έχω τη δυνατότητα να λέω τα παραμύθια που ΕΓΏ θέλω, ΕΓΩ αγαπάω, και ΕΓΩ θέλω να ακούσουν οι άνθρωποι από μένα. Και όχι ας πούμε ο συνάδελφος Zorz Fejdo ( respect).
Ξεκινούν στην τηλεόραση σειρές σε δικά σας σενάρια αλλά και σκηνοθεσία, με κορύφωση επιτυχίες που θυμόμαστε με νοσταλγία. Η «Ντόλτσε Βίτα» και οι «Δυο ξένοι» είναι πια έργα κλασικά και αντέχουν στο χρόνο ακόμη και σήμερα. Ποιο είναι το μυστικό της επιτυχίας τους;
Στη δεκαετία του ’90 το σινάφι μας έλεγε χαριτολογώντας ότι το μυστικό της επιτυχίας το ήξεραν μόνο η Αλίκη, ο Φώσκολος και ο Θεός. Πραγματικά δεν είμαι σε θέση να μιλήσω για success manual αλλά θα μπορούσα με περίσσια τόλμη να πω ότι για μένα η όποια συνταγή είναι μόνο η ανάγκη μου να περνάνε οι άνθρωποι όμορφες στιγμές με τα παραμύθια μου. Μέσα στους καιρούς που πέρασαν τα διαστήματα που η ανάγκη μου αυτή ήταν πολύ μεγάλη, ήταν πολύ μεγάλες και οι επιτυχίες.
Βέβαια, και το καστ των ηθοποιών είχε πολύ μεγάλη δύναμη, συναγωνιζόταν το σενάριο και τη σκηνοθεσία, καταλήγοντας σ’ ένα εξαιρετικό αποτέλεσμα! Η επιλογή των ηθοποιών γινόταν από εσάς; Ποια σχέση δημιουργήθηκε στην πορεία μαζί τους, μέσα από την καθημερινή επαφή;
Θα υπερθεματίσω λέγοντας ότι οι καλοί ηθοποιοί είναι ευλογία για ένα γραφιά και ένα σκηνοθέτη. Έχουμε κατά καιρούς δει σπουδαία έργα του παγκόσμιου ρεπερτορίου να «εκτελούνται» δημοσίως από ασήμαντους ηθοποιούς, όπως και το αντίθετο. Τρέφω τεράστια εκτίμηση για τους ηθοποιούς που έχουν το χάρισμα να μεταφέρουν στο κοινό αυτό που έχει στο μυαλό του ο δημιουργός. Αυτή η εκτίμηση και ο θαυμασμός ενστικτώδικα με οδηγούσε σε μια απόσταση προσωπικής επαφής με τα πρόσωπα που θαύμαζα.
Συνεργαστήκατε με τον Δημήτρη Αποστόλου σε σενάρια πολλές φορές και σε μεγάλες επιτυχίες. Πόσο δύσκολη αλλά και πόσο ταυτόχρονα ενδιαφέρουσα είναι μια τέτοια συνεργασία;
Για μένα η συνεργασία στη γραφή είναι κάτι που υπάγεται στη σφαίρα του πρωτογενούς υλικού. Ο όποιος συνεργάτης μου είναι ο πρώτος θεατής-ακροατής μου. Είναι αυτός που το χαμόγελο του ή δυσαρέσκεια του θα καθορίσει στην πορεία το τελικό αποτέλεσμα.
Με το «Κόκκινο Δωμάτιο» περνάτε σε σπονδυλωτό κείμενο, σε πολλές αυτοτελείς ιστορίες, που τις αγκάλιασε κι αυτές το κοινό. Τι σας οδηγεί σε μια τέτοια επιλογή και πώς τη βλέπετε σε σχέση με τις προηγούμενες δουλειές σας μέσα από το πρίσμα του χρόνου;
Ήταν μια ευχάριστη πρόκληση και μια προγύμναση για την ενασχόληση μου με τη συγγραφή κινηματογραφικού σεναρίου, που ακόμα –δυστυχώς για μένα- δεν έχει προκύψει
Έχετε αρκετά χρόνια να ασχοληθείτε με την τηλεόραση. Πώς βλέπετε να διαμορφώνεται σήμερα το τηλεοπτικό τοπίο από άποψη σεναρίων, σκηνοθεσίας αλλά και ηθοποιών; Τι φταίει και φτάσαμε σ’ αυτήν την τρομερή καθίζηση, που πολιτιστικά είναι και επικίνδυνη, γιατί διαμορφώνει τον νέο τύπο ανθρώπου;
Με κανένα τρόπο δε θα ήθελα να γίνω τιμητής της όποιας τηλεοπτικής πραγματικότητας, αλλά δεν μπορώ παρά να συμφωνήσω μαζί σας ότι εκείνος ο αμοιβαίος έρωτας του κοινού με τη ελληνική μυθοπλασία έχει πια θαμπώσει. Μου προκαλεί εντύπωση το γεγονός της αποχής και από τις δυο πλευρές, δε μπορώ να κατανοήσω την ανάγκη του κοινού για θεάματα που δεν έχουν καμία σχέση με τη μυθοπλασία, τη στιγμή που ιστορικά, σε δύσκολες εποχές, η μυθοπλασία είτε προερχόταν από το θέατρο, την τηλεόραση ή τον κινηματογράφο ήταν μια μεγάλη «παρηγορητική» τέχνη για το κοινό. Μπερδεμένοι είναι οι καιροί. Μπερδεμένοι είμαστε κι εμείς.
Στο θέατρο δουλεύετε εδώ και χρόνια γράφοντας, σκηνοθετώντας και διασκευάζοντας είτε δικά σας έργα είτε κλασικά με την ίδια επιτυχία. Ποιοι κανόνες ισχύουν στο χώρο του θεάτρου σε σχέση με το χώρο της τηλεόρασης; Αν σας ζητούσαν να επιλέξετε ανάμεσα στα δύο –θέατρο ή τηλεόραση – θα μπορούσατε να το κάνετε;
Το θέατρο, η τηλεόραση και ο κινηματογράφος (στον οποίο και έχω προαναφερθεί) είναι τέχνες, είναι βαγόνια σ’ ένα τρένο που κουβαλάνε τις ιστορίες σου. Σίγουρα το βαγόνι της ματαιοδοξίας του κάθε δημιουργού που θέλει να καταγραφεί στη μνήμη των ανθρώπων είναι η εικόνα, είτε τηλεοπτική είτε κινηματογραφική. Στην αντίπερα όχθη έρχεται το θέατρο, που κάθε βράδυ ξεπαγώνει την εικόνα με τη ζέστη της ανάσας των ηθοποιών και των θεατών. Είμαι στη δυσάρεστη θέση να μη μπορώ αλλά και να μη θέλω αυτό το Alex”s Choice.
Ας πάμε στη μεγάλη επιτυχία του καλοκαιριού, στις «Εκκλησιάζουσες» του Αριστοφάνη, που τις απολαύσαμε κι εδώ στη Βέροια, στο Θέατρο Άλσους. Προσωπικά ο Αριστοφάνης δεν μου είναι καθόλου ελκυστικός, με τον τρόπο που τον παρουσιάζουν οι περισσότεροι, για να μην πω όλοι, οι θίασοι. Η δική σας διασκευή και η σκηνοθεσία ανέτρεψε την προηγούμενη εικόνα, στήνοντας μια παράσταση χυμώδη, έξυπνη, πρωτότυπη. Πώς καταφέρατε την ανατροπή;
Καταρχάς να τονίσω ότι η συγκίνηση που προέκυψε από την υποδοχή του κοινού στις «Εκκλησιάζουσες» ήταν τεράστια. Κατά δεύτερον είχα πάντα την επιθυμία να αντιμετωπίσω τον Αριστοφάνη όχι με το σεβασμό του ιερατείου αλλά μ’ ένα καθολικό εφηβικό θράσος. Για μένα ο Αριστοφάνης ήταν όλα όσα σας ανέφερα ως προσλαμβάνουσες στην παιδική και εφηβική μου ηλικία. Ελληνικά χρώματα, ελληνικές μουσικές, δεκαπεντασύλλαβος, θράσος, γλέντι και πολιτικό σχόλιο χωρίς αυτολογοκρισία. Ο Αριστοφάνης για μένα ήταν ο πρώτος Αλέξης Ζορμπάς, άναρχος, αθυρόστομος, θαρραλέος, συναισθηματικός, πλακατζής, μαχητικός, αιώνιος έφηβος, ο απόλυτος Έλληνας. Αυτό αγάπησα στον Αριστοφάνη και στις «Εκκλησιάζουσες» και καταθέτω τη χαρά μου για το γεγονός ότι μαζί μου το αγάπησαν και χιλιάδες θεατών σε όλη την Ελλάδα.
Ποια είναι τα σχέδιά σας για το μέλλον; Τι ετοιμάζετε;
Χωρίς να κατηγορηθώ για κρυψίνοια θα έλεγα ότι το μόνο που με αφορά είναι σε όλα τα πράγματα που ενδεχομένως κάνω από δω και πέρα να προσφέρω ό,τι καλύτερο μπορώ στο κοινό και να γίνω ο αποδέκτης του σεβασμού και της αγάπης του.
Και κλείνοντας, εσείς που διαθέτετε ένα ιδιαίτερο χιούμορ, χιούμορ με προσωπική σφραγίδα, που καταφέρνετε να το περνάτε και στον κόσμο μέσα από τη δουλειά σας, πώς θα ορίζατε τις έννοιες «κωμικό» και «κωμωδία»; Πόσο απαραίτητη είναι αυτή η αίσθηση της κωμικής πλευράς της ζωής μέσα στην ασφυκτικά πιεστική καθημερινότητα που ζούμε;
Ο Oscar Wilde, λίγο πριν πεθάνει, στη μπαλάντα της φυλακής του Reading είχε πει ότι ο μόνος τρόπος να αντέξουμε το μάταιο της ύπαρξης μας είναι να χαμογελάσουμε αιρετικά και πονηρά στον καθρέφτη μας. Για μένα αυτό ακριβώς συνιστά τον όρο «κωμικό».