Life Περιβάλλον

Η ορειβατική ομάδα Βέροιας “Τοτός” στην κορυφή “Μόσια” – Μία όμορφη εμπειρία στο χιονισμένο Σμόλικα

Περιγραφή   Αλέξανδρος Γραμματικόπουλος

Φωτογραφίες Αλέξανδρος Γραμματικόπουλος,  Αθανάσιος Συργιάννης

 Κυριακή , 02-12-2018.

Ξημέρωνε μία ακόμη καινούργια μέρα ορειβατικής εξόρμησης.

Τα ρολόγια δείχνανε 06.00΄ π.μ. όταν εμείς, τα μέλη της ορειβατικής ομάδας Βέροιας «Τοτός», αναχωρούσαμε για την κυριακάτικη δραστηριότητά μας στο βουνό της επιλογής μας.

Ήταν η ώρα που φεύγαμε από τη Βέροια, που ακόμη κοιμόταν, για να βρεθούμε στη «δική μας γωνιά». Να βρεθούμε εκεί που, κυριαρχεί η αίσθηση της ελευθερίας και εκεί που, η επιλογή το τί θα θελήσουμε να κάνουμε θα είναι αποκλειστικά δική μας και των «θέλω» μας.

Έξω απόλυτο σκοτάδι. Η θερμοκρασία κοντά στους 3 βαθμούς Κελσίου και ο καιρός μουντός. Οι «παντός καιρού» της ομάδας, 5 άνδρες και μία γυναίκα, αφήσαμε πίσω μας την, στολισμένη γιορτινά, πρωτεύουσα της Ημαθίας (φωτ. 1) και πήραμε την Εγνατία Οδό με κατεύθυνση προς Ιωάννινα.

Προορισμός μας ο ορεινός όγκος του δεύτερου ψηλότερου βουνού της Ελλάδος μετά τον Όλυμπο, που απλώνεται στο δυτικό τμήμα του νομού Γρεβενών.

Εκεί αποφασίσαμε να πραγματοποιήσουμε την κυριακάτικη δραστηριότητά μας που περιελάμβανε: «Ανάβαση στην χιονισμένη κορυφή ‘‘Μόσια’’ του βουνού Σμόλικας, ξεκινώντας από τη θέση με τοπωνυμία  ‘‘Γκρέκο’’, που βρίσκεται λίγο πιο έξω από το χωριό Σαμαρίνα  ν. Γρεβενών και πριν την Αγ. Παρασκευή  ν. Ιωαννίνων.»

Η οδήγησή μας στην Εγνατία Οδό με σκοτάδι. Φτάνοντας στην πινακίδα με την ένδειξη: προς «Καστοριά – Μαυραναίοι», βγήκαμε από την Εγνατία και ακολουθήσαμε τον επαρχιακό ασφαλτόδρομο με κατεύθυνση προς: Μαυραναίοι – Αετιά.

Αετιά – Φιλιππαίοι – Σαμαρίνα, ήταν το υπόλοιπο κομμάτι της οδικής μας διαδρομής.

Φτάσαμε στο πιο φημισμένο από τα ορεινά βλαχοχώρια της Πίνδου, τη Σαμαρίνα ή Σάντα Μαρίνα, που είναι κτισμένο αμφιθεατρικά στην βορειοανατολική πλευρά του ορεινού όγκου του Σμόλικα και σε υψόμετρο 1.450 μέτρων, στο ψηλότερο δηλαδή σημείο από κάθε άλλο χωριό στην Ελλάδα (φωτ. 2).

Περνώντας μέσα από τα δρομάκια του χωριού, συναντήσαμε ελάχιστα αυτοκίνητα, κάποια παρκαρισμένα δίπλα σε έναν ξενώνα, που μαρτυρούσαν την παρουσία επισκεπτών οι οποίοι απολάμβαναν τη ζεστασιά του τζακιού τις πρώτες πρωινές ώρες της παγερής Κυριακής (φωτ. 3).

Βγήκαμε από τη Σαμαρίνα ακολουθώντας τον ασφαλτόδρομο με κατεύθυνση προς το αμέσως επόμενο ορεινό χωριό Αγ. Παρασκευή (ή Κεράσοβο) του Νομού Ιωαννίνων. Δεν διανύσαμε παραπάνω απο 6 χιλιόμετρα από τη Σαμαρίνα και βρεθήκαμε στη θέση «Γκρεκος» (ή «Ρωμιός») με τα μονίμως λιμνάζοντα νερά, που σχηματίζουν στο σημείο εκείνο τη χαρακτηριστική μικρή λιμνούλα.

Στα 1.738 μέτρα υψόμετρο και δίπλα στη λιμνούλα, σταθμεύσαμε τα αυτοκίνητά μας στο πλάτωμα και σε μικρή μόλις απόσταση από την πέτρινη κατασκευή… πυργάκι-μνημείο…με τον μεταλλικό ιστό.

Χρειαστήκαμε 2 ώρες και 15 λεπτά χαλαρής οδήγησης και να διανύσουμε 163 χιλιόμετρα, από τη Βέροια, για να βρεθούμε στο πλάτωμα. Η θερμοκρασία στην περιοχή στους -2ο Κελσίου. Ο ουρανός με λιγοστά συννεφάκια. Τα νερά της λιμνούλας παγωμένα και κοιτάζοντας στο βάθος, πέρα από το πλάτωμα, αντικρίζαμε την ομίχλη που σκέπαζε τις περιοχές που βρίσκονταν χαμηλότερα (φωτ. 4, 5).

Βγήκαμε από τα αυτοκίνητά μας και αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε. Η ψυχρούλα της ατμόσφαιρας μας «ξυπνούσε» και μας τόνωνε. Παίρναμε βαθιές εισπνοές απολαμβάνοντας την καθαρότητά της και με ευχάριστη πλέον διάθεση συμπληρώναμε τα σακίδιά μας με τα πιο απαραίτητα (φωτ. 6).

Ευτυχώς δε φυσούσε.

Ο Θανάσης ενεργοποίησε το GPS. Συντονίσαμε τους ασυρμάτους μας και αφού ήμασταν πλέον έτοιμοι, ξεκινήσαμε για την πολύωρη πορεία μας στο χιονισμένο ορεινό όγκο του Σμόλικα.

Κοιτάζοντας από την άλλη μεριά του δρόμου και πιο πέρα στο βάθος, αντικρίζαμε την πολυχρωμία του ανατέλλοντα ήλιου, που «ζωγράφιζε» στον ουρανό με τις πρωινές του ακτίνες (φωτ. 7).

Κατευθυνθήκαμε προς την απέναντι, της λίμνης, πλαγιά και μπήκαμε στο δάσος με πανύψηλα δένδρα οξυάς. Βλέπαμε και κάποια μαυρόπευκα, που ξεχώριζαν κάνοντας τη διαφορά.

Ακολουθήσαμε το «δικό μας» μονοπάτι, που το χρησιμοποιούμε κάθε φορά που βρισκόμαστε στην περιοχή και ξεκινάμε την ορειβατική μας εξόρμηση από τη θέση «Γκρεκο».

Το ονομάσαμε «δικό μας», γιατί δεν υπάρχει κανένα μονοπάτι με σήμανση από κάποιο Ορειβατικό Σύλλογο της περιοχής (φωτ. 8, 9).

Ανηφορίζαμε πατώντας πάνω σε χιόνι που, όσο ανεβαίναμε, γινόταν ολοένα και περισσότερο.

Μέσα στο δάσος με τις πανύψηλες οξυές αντικρίζαμε, στο πέρασμά μας, πανέμορφες εικόνες. Σε κάθε μας βήμα και κάτι το διαφορετικό, το ξεχωριστώ (φωτ. 10, 11).

Παντού η σιωπή του δάσους. Όσο ήμασταν μέσα στο πυκνό δάσος είχαμε την αίσθηση πως κάποια μάτια αγριμιών, που εμείς δεν τα βλέπαμε,  παρακολουθούσαν την κάθε μας κίνηση.

Μπορεί αγρίμι του δάσους να μη συναντήσαμε, έκπληκτοι «συναντήσαμε» όμως τον… «Αϊ Βασίλη-ορειβάτη»…που στη διαδρομή του για τις καμινάδες των τζακιών «βρέθηκε» στην πορεία μας και καλοδεχούμενος «ενσωματώθηκε» στην ομάδα (φωτ. 12).

Μετά την απρόσμενη αυτή «συνάντηση» συνεχίσαμε να ανηφορίζουμε. Η πορεία μας μέσα στο δάσος οξυάς διάρκειας μόλις 30 λεπτών της ώρας. Φτάνοντας στα 1.900 περίπου μέτρα υψόμετρο το σκηνικό άρχιζε να αλλάζει. Αντικρίζαμε ένα τοπίο κατά πολύ διαφορετικό από εκείνο που βλέπαμε μέχρι να φτάσουμε στο υψόμετρο αυτό.

Το δάσος οξυάς παραχωρούσε τη θέση του σε εκείνο με τα ευθυτενή μαυρόπευκα, που κάλυπταν τις κατάλευκες πλαγιές στα αριστερά και στα δεξιά μας. Τα βλέπαμε, από μακριά, με το παγωμένο χιονάκι που έχει «εγκλωβιστεί» στα καταπράσινα βελονοφόρα κλαδιά τους και είχαμε την αίσθηση πως ζούσαμε ένα παραμύθι και ότι εκείνη τη στιγμή ήμασταν και εμείς ένα κομμάτι του (φωτ. 13).

Ακόμη ψηλότερα βγήκαμε στη ζώνη του ρόμπολου, του «ακέφαλου» μεγαλόσωμου κωνοφόρου με τον χαρακτηριστικό χοντρό φλοιό του, που στα μεγάλης ηλικίας δένδρα σχημάτιζε ένα πάζλ από μικρά ρομβοειδή κομμάτια (φωτ. 14).

Τα ρόμπολα τα συναντούσαμε, στο πέρασμά μας, σε συστάδες ή μεμονωμένα και περνώντας από κοντά τους τα βλέπαμε να ορθώνονται δίπλα μας σαν γίγαντες με το απερίγραπτα παράξενο και ιδιαίτερο σχήμα τους.

Με όλα όσα αντικρίζαμε γύρω μας νομίζαμε πως βρισκόμασταν στον…«εκθεσιακό χώρο»…της δημιουργού Φύσης. Παντού βλέπαμε τις δημιουργίες της που, σκορπισμένες σε όλο το χιονισμένο τοπίο, μας προκαλούσαν τον θαυμασμό.

Όπου και να ταξιδεύαμε τα βλέμματά μας, αντικρίζαμε αμέτρητα έργα τέχνης της απερίγραπτης φαντασίας της. Βλέπαμε κορμούς κεραυνόπληκτους ή γερασμένους, άλλους όρθιους ακόμη να στέκονται δείχνοντας το επιβλητικό μπόι τους και κάποιους άλλους πεσμένους στο έδαφος, να «παίρνουν» τις πόζες «μοντέλου» περιμένοντας υπομονετικά το «κλικ» της λήψης των φωτογραφικών μηχανών (φωτ. από 15 έως και 20).

Συνεχίζαμε.

Ανηφορίζαμε την πλαγιά αντικρίζοντας πανέμορφες εικόνες και από τις δύο πλευρές της.

Σε κάποιο σημείο της, κοιτάζοντας δεξιά και χαμηλά, είδαμε μία παγωμένη λιμνούλα στη μέση ενός χιονισμένου τοπίου. Ήταν μία ακόμη λεκάνη συλλογής, βρόχινου και όχι μόνο, νερού από τις πολλές που υπάρχουν στον ορεινό όγκο.

Ταξιδεύοντας το βλέμμα μας ακόμη πιο πέρα, στο βάθος, βλέπαμε τις χιονισμένες κορυφές του βουνού της Αλβανίας.

Κοιτάζοντας προς την αριστερή πλευρά της πλαγιάς, όπως ανεβαίναμε, είδαμε κάποιες κορυφές ελληνικών βουνών που είχαν «τρυπήσει» τα σύννεφα για να μας εντυπωσιάσουν με την εμφάνισή τους. Οι πιο εντυπωσιακές ήταν εκείνες του βουνού των θεών, του Ολύμπου.

Ρίχνοντας μια ματιά μπροστά και ψηλά, καταφέραμε να δούμε την κορυφή του προορισμού μας, τη «Μόσια», που μόλις είχε κάνει την εμφάνισή της (φωτ. από 21έως και 24).

Δεν κάναμε παραπάνω από μία ώρα ανηφορικής πορείας, από τη θέση «Γκρέκο», και φτάσαμε σε ένα μνήμα με μεταλλικό σταυρό, που στη βάση του έγραφε: «Κλέφτις Συντιλίους, ΣΚ Σαμαρίνης, Έπεσε ηρωϊκά μαχόμενος από τους Τούρκους 1825» (φωτ. 25).

Στο σημείο δεν καθυστερήσαμε καθόλου. Έπρεπε να εκμεταλλευτούμε την καλοκαιρία και να προλάβουμε να ανεβούμε στην κορυφή πριν μας προλάβουν η ομίχλη ή τα σύννεφα, που όσο περνούσε η ώρα πλησίαζαν στην περιοχή.

Συνεχίσαμε.

Σε κάποιο κομμάτι της διαδρομής περάσαμε σχεδόν ξυστά και ακριβώς δίπλα από κάθετους βράχους. Κάτω από τα πόδια μας η απότομη πλαγιά. Το κομμάτι εκείνο ήθελε πολύ μεγάλη προσοχή στο πέρασμά του και «αγκαλιάζοντας», κυριολεκτικά, τον βράχο (φωτ. 26, περσινή).

Περάσαμε  το φυσικό αυτό εμπόδιο και συνεχίσαμε. Η πορεία ακόμη πιο ανηφορική. Το χιόνι πολύ, αλλά δε μας δυσκόλευε καθόλου. Η ποιότητά του ήταν καλή και έτσι, τα πόδια μας δεν βούλιαζαν.

Προχωρούσαμε.

Βγαίναμε από το βασίλειο του ρόμπολου και μπαίναμε στο υποαλπικό τοπίο με τα κωνοφόρα να λιγοστεύουν και να δίνουν χώρο στους σκουρόχρωμους βράχους, που κάνανε τη διαφορά στο κατάλευκο τοπίο (φωτ. 27, 28).

Βρισκόμασταν πάνω από τα 2.000 μέτρα υψόμετρο.

Ο ζεστασιά του ήλιου ευχάριστη. Ο ουρανός με λιγοστά σύννεφα και στην περιοχή δε φυσούσε.

Προσπεράσαμε και την πλαγιά, στα αριστερά μας, μιας από τις δεκάδες κορυφές του Σμόλικα και φτάσαμε, επιτέλους, στο σημείο που το «δικό» μας μονοπάτι «συνάντησε» το κλασικό, με σήμανση, που ξεκινούσε από τη Σαμαρίνα και κατέληγε στις διάφορες κορυφές του ορεινού όγκου (φωτ. 29, 30).

Στο σχεδόν γυμνό, από βλάστηση, χιονισμένο τοπίο ακολουθούσαμε τους πέτρινους «κούκους», τα κόκκινα σημάδια στις πέτρες και τους όρθιους μεταλλικούς σωλήνες της σήμανσης του μονοπατιού.

Όσο ανηφορίζαμε, οι εικόνες που αντικρίζαμε, από ψηλά, απερίγραπτες. Βλέποντας όλο το γύρω σκηνικό, είχαμε την αίσθηση πως περπατούσαμε πάνω από τα σύννεφα (φωτ. 31).

Πλησιάζαμε στο σεληνιακό τοπίο με τις πέτρες, παράξενου χρωματισμού και ιδιαίτερου σχηματισμού, να είναι σκορπισμένες παντού. Ήμασταν στα 2.300 μέτρα υψόμετρο. Αποφασίσαμε να κάνουμε μία ακόμη ολιγόλεπτη στάση πριν την κορυφή.

Δίπλα μας το μοναδικό ρόμπολο, που συναντά κανείς σε τόσο μεγάλο υψόμετρο στο Σμόλικα. Βλέποντας το παγωμένο χιονάκι, που ήταν «φωλιασμένο» στα καταπράσινα βελονοφόρα κλαδιά του, νόμιζες πως είχε «χριστουγεννιάτικο στολισμό».

Φωτογραφίες, αστειάκια και απόλαυση της θέας από ψηλά.

Υγρά, σοκολάτες, μπάρες δημητριακών, ήταν τα απαραίτητα συμπληρώματα για τον οργανισμό μας μετά από μια 2ωρη ανηφορική πορεία (φωτ. 32).

Μετά την ολιγόλεπτη στάση ξαναφορτωθήκαμε τα σακίδιά μας και ξεκινήσαμε. Το χιόνι πολύ και η ποιότητά του η καλύτερη. Ήταν παγωμένο σε τέτοιο βαθμό που το πόδι δεν βούλιαζε, αλλά και δεν απαιτούσε τη χρήση κραμπόν (φωτ. από 33 έως και 36).

Πλησιάζαμε στα 2. 550 μέτρα υψόμετρο, στην κορυφή δηλαδή πριν τη κύρια «Μόσια». Μπροστά και γύρω μας η απερίγραπτη θέα που βλέπαμε από ψηλά.

Άρχισαν να εμφανίζονται σχεδόν όλες οι κορυφές του ορεινού όγκου.

Βλέπαμε και τις χαώδεις ρεματιές που εκτείνονταν χαμηλά, κάτω από τα πόδια μας, «χωρίζοντας» τις κορυφές μεταξύ τους (φωτ. από 37 έως και 40).

Μετά από 3,5 ώρες συνεχούς ανηφορικής πορείας φτάσαμε στην κορυφή, που βρίσκεται σε υψόμετρο των 2.550 μέτρων.

Ανακούφιση, επιφωνήματα χαράς. Συναισθήματα που δεν μπορούν να περιγραφούν με λόγια.

Όλα πήγαν καλά. Ο καιρός μας βοήθησε. Το χιόνι ήταν καλής ποιότητας και η ομάδα δυνατή (φωτ. 41, 42).

Μια ολιγόλεπτη σύσκεψη και αποφασίσαμε να μη συνεχίσουμε για την κύρια «Μόσια».

Βλέπαμε τα σύννεφα που κόντευαν στην περιοχή και ξέροντας πως ο καιρός θα επιδεινωθεί, σύμφωνα με τις προβλέψεις της Ε.Μ.Υ., σκεφτήκαμε πως οι συνθήκες που θα επικρατούσαν, στη συνέχεια, στο σημείο θα μας δυσκόλευαν στο κατέβασμα από τις πετρώδεις απότομες πλαγιές της κορυφής.

Έτσι, δε χρειάστηκε μια δεύτερη σκέψη. Καθίσαμε, λοιπόν, να απολαύσουμε την φανταστική θέα από ψηλά και να χαρούμε τη ζεστασιά του ήλιου, όσο ακόμη τα σύννεφα ήταν μακριά.

Ψηλά δε φύσαγε και έτσι ήταν ό,τι έπρεπε για μία «ξενάγηση». Ο  Άκης με τη γνωστή του συνήθεια μας «ξεναγούσε».

Ξέροντας πολύ καλά όλα τα βουνά μας τα έδειχνε ένα-ένα, όσα φυσικά μπορούσαμε να αντικρίσουμε, και μας τα περιέγραφε. Μάθαμε για τα υψόμετρά τους, τα τοπωνύμιά τους, τις δυσκολίες τους, τις ώρες ανάβασης που χρειάζεται κανείς για τις κορυφές τους.

Και εμείς τον ακούγαμε απολαμβάνοντας το κολατσιό μας.

Απέναντί μας βλέπαμε την κύρια «Μόσια» με υψόμετρο 2.610 μέτρα, τη δεύτερη ψηλότερη κορυφή του ορεινού όγκου. Την ψηλότερη, «Σμόλικας» ή «Γέρος», με υψόμετρο τα 2.637 μέτρα την βλέπαμε στα δεξιά μας. Στο βάθος φαινόταν καθαρά η «Τύμφη» ή «Γκαμήλα» και πίσω μας το βουνό της Αλβανίας.

Μπορέσαμε να διακρίνουμε τις κορυφές του Ολύμπου, των Πιέριων, του Βερμίου, του Βόρα κ.α. που «τρυπώντας» τα σύννεφα κάνανε την εμφάνισή τους στον ορίζοντα (φωτ. 43, 44, 45).

Κάποια στιγμή έπρεπε να επιστρέψουμε. Όλα τα όμορφα έχουν την αρχή τους και το τέλος τους. Φωτογραφίες, τελευταίες ματιές και ξαναφορτωθήκαμε τα, κάπως ελαφρύτερα, σακίδιά μας για την επιστροφή.

Η κατηφόρα εύκολη. Βαδίζαμε δίπλα ή πάνω στα πατήματα της ανηφορικής πορείας μας. Περάσαμε από γνώριμα σημεία και είδαμε τις ίδιες εικόνες με διαφορετική όμως, αυτή τη φορά, γωνία φωτισμού.

Η διαδρομή μας: κορυφή-σεληνιακό τοπίο της Αλπικής ζώνης-το σημείο συνάντησης του κλασικού μονοπατιού: «Σαμαρίνα»-«κορυφές» με το «δικό μας».

Στη συνέχεια περάσαμε από: το βασίλειο του ρόμπολου-το μνήμα-το δάσος με τα μαυρόπευκα-το δάσος οξυάς-και φτάσαμε στη λιμνούλα στη θέση «Γκρέκος» (φωτ. από 46 έως και 58)

Χρειαστήκαμε 2 ώρες και 45 λεπτά χαλαρής κατηφορικής πορείας για να φτάσουμε στα αυτοκίνητά μας.

Δίπλα στη λιμνούλα και σε ένα τοπίο «ντυμένο» στα φθινοπωρινά, με τις ακτίνες του ήλιου να το κάνει φωτεινότερο, αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε για την επιστροφή μας στη Βέροια.

Η θερμοκρασία στο σημείο στους 4ο Κελσίου. Μια τελευταία ματιά στο γύρω τοπίο και ξεκινήσαμε.

Δεν απομακρυνθήκαμε πολύ από τη Σαμαρίνα όταν κάποια άλογα ελεύθερης βοσκής, με τα μικρά τους, μας «κλείσανε» το δρόμο. Φαίνεται πως «θέλανε» να μας «κρατήσουν» στην περιοχή τους για κάποιες ώρες ακόμη.

Με σκοτάδι φτάσαμε στην πρωτεύουσα της Ημαθίας γεμάτοι από όμορφες εμπειρίες και με το ευχάριστο… βάρος… των απερίγραπτων εικόνων, που «φώλιαζαν» στην άκρη του μυαλού μας και θα μας συντροφεύουν σε όλη μας τη ζωή.

Απολογισμός:

Διαδρομή:  Θέση «Γκρέκο» (υψ. 1.738 μ.)–«δικό» μας μονοπάτι μέσα στο δάσος οξυάς–

κλασικό μονοπάτι: «Σαμαρίνα-κορυφές»- κορυφή στα 2.550 μέτρα υψόμετρο-

επιστροφή

Υψομετρική διαφορά: 910 μ. ( με τα ανεβοκατεβάσματα, ένδειξη GPS)

Απόσταση: 12.500 μ.  ( ένδειξη GPS)

Χρόνος: 6 ώρες  και 15 λεπτά ( συνολικός )

banner-article

Ροη ειδήσεων