Τελευταίο δεκαήμερο του Σεπτέμβρη και η Λευκάδα ακόμα αντιστέκεται στον επερχόμενο χειμώνα, κρατώντας γεύσεις καλοκαιρινές. Στους δρόμους της οι ξένοι επισκέπτες φορώντας τα σαντάλια και τα σορτσάκια τους περπατούν ανέμελοι κρατώντας στα χέρια παγωτά και κάνοντας στάσεις πότε σε κάποια εκκλησιά, πότε σε κάποιο από τα πολύχρωμα μαγαζάκια της, επιζητώντας ν’ αγοράσουν σουβενίρ.
Γιατί να πάει όμως κανείς στη Λευκάδα, τώρα που οι μέρες μικραίνουν, ο γαλανός της ουρανός σκοτεινιάζει και ο άνεμος την επισκέπτεται όλο και πιο συχνά;
Γιατί είναι εκείνο το νησί που δεν το χωρίζει από τη στεριά θάλασσα, λόγω της γεωγραφικής του ιδιαιτερότητας. Γιατί απέχει λίγες σχετικά ώρες από τις μεγάλες πόλεις της χώρας, Αθήνα και Θεσσαλονίκη, με αποτέλεσμα να είναι άμεσα προσβάσιμο. Γιατί αρκούν και μόνο δυο γεμάτες μέρες, για να το περπατήσεις και να πάρεις μια γεύση του, που όμως είναι χαρακτηριστική για το πρόσωπό του. Γιατί δίνει την ευκαιρία σ’ όλα τα βαλάντια να το πλησιάσουν, καθώς προσφέρει πολλαπλές οικονομικές επιλογές.
Καθώς η γέφυρα του νησιού, που το συνδέει με τη στεριά είναι σηκωμένη, για να περνούν αργά στη σειρά τα ιστιοφόρα, βλέπεις πλησιάζοντας ήδη από μακριά το λιμάνι του και τα πρώτα μαγαζιά. Δε δίνει την εντύπωση του νησιού, σε αντίθεση με το εντυπωσιακό άσπρο των αιγαιοπελαγίτικων νησιών. Όμως τη Λευκάδα την ανακαλύπτεις, δε σου προσφέρεται με την πρώτη ματιά.
Με κυρίαρχο το άσπρο κεραμίδι στις στέγες της, ανηφορίζεις προς τα ορεινά της χωριά, όπου κάθε τόσο καταλύματα με όμορφα και ρομαντικά ονόματα σε καλούν να σε φιλοξενήσουν. Συναντάς τους πρώτους κατοίκους της, που χαμογελαστοί και φύσει ευγενικοί, όχι επίπλαστα, σε κερδίζουν από την πρώτη στιγμή.
Τι όμως θα έπρεπε να δει κανείς μέσα σε 48 ώρες, για να πει πως σχημάτισε μια πρώτη άποψη για τη Λευκάδα;
Πρώτα-πρώτα τις εκκλησιές της. Χτυπημένες από το σεισμό οι εκκλησιές της Λευκάδας αντιστέκονται και επιμένουν προσφέροντας με την αρχιτεκτονική τους και τον εσωτερικό διάκοσμο μιαν αλλιώτικη αύρα στον επισκέπτη.
Με πρώτο το Μοναστήρι της Παναγίας Φανερωμένης στο δρόμο σου να συγκεντρώνει εκατοντάδες επισκέπτες καθημερινά, κατηφορίζεις για τις εκκλησιές της Χώρας, για να ολοκληρώσεις, όσο γίνεται, μια πρώτη εικόνα γι’ αυτές.
Η Παναγία Φανερωμένη συνδυάζει τη γλυκύτητα που αποπνέει η φύση του Ιονίου με την Ιστορία, την επιβλητική μορφή του ναού της και τον μικρό της χαρούμενο ζωολογικό κήπο, που αποτελεί πόλο έλξης ειδικά για τα παιδιά.
Τα κτίσματα γύρω από τον ναό περιποιημένα, σε απαλούς χρωματισμούς, και στο κέντρο το καθολικό, που σου επιβάλλεται από την πρώτη στιγμή.
Μέσα από τα παράθυρα με τα εντυπωσιακά βιτρό ο ήλιος γλιστρά και διαχέεται στο χώρο φωτίζοντάς τον υποβλητικά.
Το τέμπλο, πραγματικό έργο τέχνης, οι εικόνες, ο περίτεχνος γυναικωνίτης, τα αναρίθμητα καντήλια πάνω από μέλη αγίων σε γυάλινες προθήκες, μοιραία δημιουργούν και στον πιο απόμακρο σε ζητήματα πίστης επισκέπτη συναισθήματα σεβασμού και θαυμασμού.
Στην αυλή, πότε ακούς πολύχρωμα παπαγαλάκια να σμίγουν τη φωνή τους με το κελάηδημα καναρινιών, πότε κατάλευκες πάπιες παραπέρα να υψώνουν το λαιμό τους, καθώς σε κοιτάζουν περιπαιχτικά, για να δώσουν τη θέση τους σε δυο ελάφια που θυμωμένα σμίγουν με κρότο τα κέρατά τους.
Ποιες από τις εκκλησιές της Χώρας θα άξιζε να δει κανείς; Σίγουρα τον Άγιο Νικόλαο και τον Ναό των Εισοδίων της Θεοτόκου. Και οι δυο είναι επισκέψιμοι μέχρι αργά το βράδυ με ανθρώπους μέσα που είναι ενημερωμένοι και έχουν και τη διάθεση να ενημερώσουν.
Κτισμένος το 1687 ο Άγιος Νικόλαος, εποχή της Ενετοκρατίας στο νησί, δεν χαρακτηρίζεται μόνο από το εκπληκτικό του τέμπλο και τον μοναδικό γυναικωνίτη του, αλλά κι από πίνακες με θρησκευτικές παραστάσεις που, αν και έγιναν από έλληνες ζωγράφους, έχουν έντονη την αναγεννησιακή επίδραση. Κίνηση σωμάτων, έντονες εκφραστικές διαβαθμίσεις, που πολύ απέχουν από τη βυζαντινή αγιογραφία. Ίσως τα εντυπωσιακότερα πορτρέτα στο τέμπλο να είναι οι δύο αρχάγγελοι, με τη μοναδική τους εσωτερική συναισθηματική κίνηση.
Ο Ναός των Εισοδίων της Θεοτόκου δεσπόζει στον κεντρικότερο δρόμο προσελκύοντας τους επισκέπτες με το ιδιαίτερο καμπαναριό του και την βενετσιάνικη γενικότερα αρχιτεκτονική του, έχοντας υποστεί τα μεγαλύτερα πλήγματα από το σεισμό. Το τέμπλο όμως και ο γυναικωνίτης του, καμωμένα από ξύλο, παραμένουν ανέπαφα.
Το τέμπλο, με φύλλα χρυσού γύρω από τις εικόνες του, εντυπωσιάζει με την επιβλητικότητά του, με περισσότερο εντυπωσιακή μια απόδοση της Δευτέρας Παρουσίας στην κορυφή του, σπανιότατη, αν όχι μοναδική, στην Ελλάδα! Στο κέντρο του ναού ένας ρώσικος πολυέλαιος, δώρο από την Αγία Πετρούπολη, σηματοδοτεί τον χώρο.
Ο γυναικωνίτης έχει την ιδιαιτερότητα να συνδυάζει τα περίτεχνα ξύλινα βενετσιάνικης τεχνοτροπίας καφασωτά με τις ξύλινες ιωνικές κολόνες του, στις οποίες στηρίζεται! Συνάντηση δύο πολιτισμών!
Στα δρομάκια της Χώρας αναζητάς το πέρασμα των ποιητών της. Και είναι παρόντες.
Περνώντας από το σπίτι του ιστορικού και λογοτέχνη Σπυρίδωνα Ζαμπέλιου, που μια ένθετη επιγραφή σού τον θυμίζει, οδηγείσαι στο σπίτι του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, που μια άλλη μαρμάρινη επιγραφή, φθαρμένη από το χρόνο, σου λέει πως εδώ γεννήθηκε ο ποιητής, συναρπαστικός με την ηχηρή του ποίηση για την τότε Ελλάδα. Το σπίτι όμως δεν είναι επισκέψιμο και ο τάφος του στην αυλή του Παντοκράτορα δυστυχώς παραμελημένος.
Στον παράλληλο δρόμο με το σπίτι του Βαλαωρίτη, σ’ ένα στενό δρομάκι, ο Άγγελος Σικελιανός είναι πιο τυχερός. Το δικό του σπίτι, το σπίτι όπου γεννήθηκε και έζησε μέχρι τα εφτά του χρόνια, έγινε ένα εκπληκτικό μουσείο από την Εθνική Τράπεζα, η οποία το χάρισε στο Δήμο της Λευκάδας. Ένα μουσείο, που όχι μόνο δεν πρόδωσε το ανάστημα του ποιητή, αλλά το πρόβαλε, όπως του άξιζε!
Ειδικά για το μουσείο αυτό, το Μουσείο Άγγελου Σικελιανού, η faretra.info κάνει ιδιαίτερο αφιέρωμα ΕΔΩ, πιστεύοντας πως είναι ένας χώρος τον οποίο κάθε επισκέπτης πρέπει να δει.
Και με τη Δημόσια Βιβλιοθήκη της Λευκάδας, που ταυτόχρονα διαθέτει και Συλλογή Μεταβυζαντινών Εικόνων και Κειμηλίων Λευκαδίτικης Τέχνης, ο επισκέπτης μπορεί να πει πως άγγιξε το πρόσωπο της Λευκάδας από την πλευρά των ανθρώπινων έργων.
Στεγασμένη σε παλιό αρχοντικό του 19ου αιώνα, η Δημόσια Βιβλιοθήκη αποπνέει πέρα από την αριστοκρατικότητά και την επιβλητικότητα, τον αέρα της πατίνας του χρόνου, που καθώς οι τόμοι των βιβλίων της, γύρω στους 60.000, εναλλάσσουν τα χρώματά τους μέσα στα παλιά ξύλινα ράφια της, η μυρωδιά του ξύλου και του κιτρινισμένου χαρτιού σε παραπέμπει αβίαστα στο παρελθόν.
Παλιά μετάλλια, ξίφη, χάρτες και σε κάποια στιγμή ανακαλύπτεις απρόσμενα και με συγκίνηση το τραπέζι και την καρέκλα, που ο Καρυωτάκης έγραφε στην Πρέβεζα τα τελευταία ποιήματά του!
Η Δημόσια Βιβλιοθήκη διεκδίκησε και κατάφερε μετά από αγώνα να πάρει αυτά τα δύο κομμάτια, που παραπέμπουν στον ποιητή και στη γραφή της ποίησής του.
Στον 1ο όροφο της Βιβλιοθήκης η Συλλογή Μεταβυζαντινών Εικόνων και Κειμηλίων Λευκαδίτικης Τέχνης σε αποζημιώνει για το χρόνο και τον κόπο που έκανες για να τη δεις.
Κι αν τα έργα του ανθρώπου είναι συναρπαστικά στη Λευκάδα, τα έργα της φύσης είναι μαγευτικά, με κυρίαρχο το μοναδικό Πόρτο Κατσίκι!
Αφήνοντας πίσω σου το κοσμοπολίτικο Νυδρί, όπου ο Σκορπιός και ο Αριστοτέλης Ωνάσης έγραψαν ιστορία για τον τουρισμό του νησιού, σταματάς για λίγο το βλέμμα στο σπίτι του ποιητή Νάνου Βαλαωρίτη, δισέγγονου του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, που δεσπόζει στην απέναντι ακτή, και συνεχίζεις, μετά τον τουριστικότερο πόλο του νησιού, για το λιμάνι της Βασιλικής, απ’ όπου μπορεί κανείς να οδηγηθεί σε Ιθάκη και Κεφαλονιά.
Χωρίς να εντυπωσιάζει με την πρώτη ματιά η Βασιλική, αποτελεί σίγουρα κόμβο συγκοινωνιακό και επικοινωνιακό, με τα αραγμένα ιστιοφόρα της να ξαφνιάζουν με το πλήθος τους και τα ατέλειωτα παραλιακά μαγαζάκια της να σε καλούν να φας πλάι στο κύμα.
Ο δρόμος για το Πόρτο Κατσίκι είναι δύσκολος, παρόλο που ο Δήμος της Λευκάδας προσπάθησε να τον κάνει προσιτό για τον επισκέπτη, όταν όμως φτάσεις εκεί, τότε ξεχνάς όλα τα αρνητικά της μετάβασης.
Κατηφορίζοντας, το τοπίο υποβάλλει και επιβάλλεται…
Ο ανοιχτόχρωμος βράχος αριστερά, κάθετος και άγριος σχεδόν, στεφανώνεται από ένα αστραφτερό γαλαζοπράσινο της θάλασσας, καθώς ο ήλιος έχει χαθεί πίσω απ’ τα σύννεφα κι όλα τα χρώματα μπερδεύονται γλυκά , παίζοντας ανάμεσα στο γκρι και το μαβί… Η βοτσαλωτή κάτασπρη παραλία, παραμένει εκθαμβωτική, θυμίζοντας μέσα στο βράδυ που πέφτει χαρές και φωνές του καλοκαιριού.
Φθινόπωρο στο Κατσίκι. Το καλοκαίρι έφυγε. Δυο- τρεις άνθρωποι μόνο είναι αυτήν την ώρα εδώ ν’ αγναντεύουν το πέλαγο και τους σκοτεινούς όγκους των βράχων, που γίνονται ένα με τη νύχτα.
Φεύγουμε, έχοντας μια μοναδική αίσθηση πληρότητας. Η νύχτα έπεσε, η φύση όμως αγρυπνά…
Κι αν ρωτήσετε γιατί πρέπει να πάει τελικά κανείς στη Λευκάδα φθινοπωριάτικα, αφού δεν έχει πια την ευκαιρία ν’ απολαύσει τη θάλασσά της, θ’ απαντούσα αβίαστα πως αξίζει για πολλά πράγματα να κάνει κάποιος -έστω ένα σύντομο ταξίδι- με κυρίαρχα το Μουσείο του Άγγελου Σικελιανού, τις εκκλησιές της και το Πόρτο Κατσίκι. Η Λευκάδα δεν είναι μόνο ένας καλοκαιρινός προορισμός, είναι μια καρδιά που χτυπά αδιάκοπα…
Φωτογραφίες: faretra.info