“Η θεά Τύχη και ο «φιλοσοφικός όνος» του Μπουριντάν” γράφει ο Παντελής Μπουκάλας
Σκυλάκια, γατάκια (ο Αχιλλέας), χταπόδια (ο τεθνεώς Πάουλ), αρκούδες (ο Παμίρ), τάπιροι, γαϊδουράκια, άλογα, ελέφαντες, δελφίνια – σε κάθε Μουντιάλ, το ζωικό βασίλειο αναλαμβάνει τον ρόλο του μάντη Κάλχα. Δεν είναι περίεργο ούτε αποτελεί απόδειξη πολιτισμικής κρίσης. Και σε ακμαίους πολιτισμούς, στον αρχαιοελληνικό λ.χ., το πέταγμα των αετών ή η κραυγή της κουκουβάγιας είχαν τη βαριά σημασία θεϊκού σημαδιού. Τα ανθρώπινα (οι αποφάσεις για ειρήνη ή για πόλεμο) ρυθμίζονταν κατά την ερμηνεία του ιερατείου. Μήπως και οι πλέον ορθολογιστές ανάμεσά μας δεν μουδιάζουν συναπαντώντας μαύρη γάτα ή ακούγοντας κόρακα;
Στη γλαύκα, το ιερό πτηνό της Αθηνάς, οι ιστοριογραφικές και ποιητικές μαρτυρίες αποδίδουν καθοριστικό ρόλο σε δύο κρισιμότατες στιγμές: στη μάχη του Μαραθώνα («έδωσαν οι θεοί και διώξαμε τους βάρβαρους ώσπου να βραδιάσει, / γιατί πριν απ’ τη μάχη πέταξε από πάνω μας μια γλαύκα», λέει ο Αριστοφάνης στους «Σφήκες») και στη ναυμαχία της Σαλαμίνας. Ισως η ναυμαχία δεν θα γινόταν ποτέ, αν την ώρα που ο Θεμιστοκλής προσπαθούσε να πείσει τον Ευρυβιάδη, δεν φαινόταν «μια γλαύκα να πετά πάνω από το κατάστρωμα του πλοίου, από τα δεξιά των καραβιών, και να κάθεται στα ξάρτια». Αυτό το «δεξιά» θεώρησαν καλό σημάδι οι πάντες, λέει ο Πλούταρχος, και προσχώρησαν στη γνώμη του Θεμιστοκλή.
Ευδιάκριτη πάντως η διαφορά τού τώρα από το τότε. Οι ποδοσφαιρικές προβλέψεις δεν στηρίζονται στην ερμηνεία της αυθόρμητης συμπεριφοράς κάποιων τετράποδων ή φτερωτών. Απαιτείται η σκηνοθέτηση των ζώων, η ένταξή τους σ’ έναν ρόλο, η καθοδήγησή τους. Στήνεται ολόκληρη τελετουργία με θεατή την υφήλιο, που μεταβάλλεται σε τεράστιο στοιχηματικό πρακτορείο. Μπροστά στο μαντικό ζώο τοποθετούνται δύο δοχεία με φαγητά, σημαδεμένα με τα εθνικά χρώματα των αντίπαλων ομάδων. Κάποια στιγμή το γατάκι κινείται προς το ένα ή το άλλο δοχείο, κερδίζοντας έτσι το πεντάλεπτό του στη δημοσιότητα.
Πόσοι ποντάρουν ενστερνιζόμενοι τη ζωική προτίμηση στο κόκκινο, το κίτρινο ή το γαλάζιο; Μάλλον περισσότεροι απ’ όσους το ομολογούν στην παρέα τους. Οσοι παίζουν, εκτός από τα αμέτρητα απίστευτα γούρια που διαθέτουν, έχουν κι ένα σωρό ανορθολογικότατους τρόπους για να αποκωδικοποιούν τα μηνύματα της τύχης ή για να την εκλιπαρούν. Γιατί η Τύχη είναι θεά. Αυτόνομη. Επιζεί με ακέραιη ισχύ, όποιο κι αν είναι το επίσημο θρησκευτικό καθεστώς μιας χώρας, όποιον Θεό κι αν λατρεύει κάθε άτομο. Και τους καθιερωμένους θεούς άλλωστε, ανορθολογικά τους πιστεύουμε, σχεδόν διά του παραλογισμού. Τυπικό παράδειγμα τα «ευλογημένα» ή «αγιασμένα» μολύβια» που έχουν την τιμητική τους κάθε χρόνο με τις πανελλαδικές εξετάσεις.
Για τους αρχαίους Ελληνες η Τύχη, η θεοποιημένη προσωποποίηση της τύχης, του απρόβλεπτου, ήταν θυγατέρα του Δία ή, κατά τον Ησίοδο, του Ωκεανού και της Τηθύος. Σύμβολά της το κέρας της Αμάλθειας, το πηδάλιο, η σφαίρα και ο ζυγός. Την απεικόνιζαν με τον Πλούτο στην αγκαλιά της και με ουράνια σφαίρα ή ένα φρούριο στην κεφαλή, σε σχήμα στέμματος (ο Ρούμπενς πάντως το 1638 τη ζωγράφισε γυμνή, ν’ ανεμίζει το πέπλο της σε ταραγμένο, σκοτεινιασμένο φόντο). Οι πιστοί της πλήθυναν στα ελληνορωμαϊκά χρόνια (το ρωμαϊκό αντίστοιχό της ήταν η Φορτούνα), οπότε πολλές πόλεις έστησαν αγάλματά της, για να την καλοπιάσουν. Στην Αλεξάνδρεια μάλιστα της αφιέρωσαν ένα λαμπρότατο οικοδόμημα, το Τύχαιον. Και Αλεξανδρινός (με καταγωγή από τη Χαλκίδα) ήταν ο ποιητής που της αφιέρωσε αρκετά επιγράμματα, όχι όμως για να τη δοξολογήσει και να της δεηθεί αλλά, με ελευθερωμένο πνεύμα, να τη χλευάσει. Από τα περί Τύχης επιδεικτικά επιγράμματα του Παλλαδά του Αλεξανδρέως, ποιητή του 4ου-5ου αιώνα μ.Χ., μεταφράζω εδώ το υπ’ αριθμ. ΙΧ 183 της «Παλατινής Ανθολογίας», για το οποίο ο λημματιστής σημειώνει: «Εις τον της Τύχης ναόν γενόμενον καπηλείον». Το καπηλείο ήταν ό,τι περίπου και το σημερινό παντοπωλείο. Δεν διέθετε δηλαδή μόνο κρασί, όπως τα σημερινά καπηλειά, αλλά και ποικίλα τρόφιμα. Το μεταφρασμένο επίγραμμα: «Λοιπόν, για περιγέλιο είσαι, Tύχη, πια κι εσύ· / ξέπεσες, κι ούτε για τη δική σου καν την τύχη δεν ενοιάστηκες. / Nαό είχες πριν, μα ταβερνιάρισσα κατάντησες στα γερατειά σου, / και στους πελάτες σου νερό ζεστό σερβίρεις. / Για τα παθήματά σου να θρηνήσεις πρέπει, άστατη θεά, / την τύχη σου, σαν τύχη ανθρώπου, φορτωμένη».
Ο Τζίμης Παπανικολόπουλος, στο βιβλίο του «Παλλαδάς ο Αλεξανδρεύς και το τέλος μιας εποχής» (β΄ έκδ. αναθεωρημένη, εκδ. Γαβριηλίδης, 2010), μνημονεύει τη μετατροπή του ναού του Ερμή σε ναό του Αρχάγγελου, από τον πατριάρχη Αλέξανδρο, στις αρχές του 4ου αι. μ.Χ., και υποθέτει ότι «κάτι παρόμοιο θα πρέπει να έγινε και εδώ με το “Τύχαιον” –και ίσως με βίαιο τρόπο επί των ημερών του μαχητικότατου Θεόφιλου (πατρ. 385-412)– και ο επιβλητικός ναός μετατράπηκε μετά την απογύμνωσή του σε αίθουσα συσσιτίων ή κάτι παρόμοιο, όπου τώρα η περήφανη θεά έγινε θερμοδότις, μοιράζει δηλαδή ζεστό νεροζούμι/σούπα στους πεινασμένους και τους φτωχούς».
Είπαμε όμως. Και έκπτωτη η θεά, δεν χάθηκε. Μέσα στους νέους ναούς της, τα στοιχηματατζίδικα, παίρνει τη μορφή προφητικού ζώου και εμπλέκεται άμεσα στην οικονομία, ατομική και παγκόσμια. Διαλέγοντας να φάει από το δοχείο της μιας ή της άλλης εθνικής ομάδας, επηρεάζει την κυκλοφορία εκατομμυρίων ευρώ ή δολαρίων, από τσέπη σε τσέπη, διά του πονταρίσματος.
Το πανηγύρι με τα μαντικά ζώα πάντως έχει τη φιλοσοφική προϊστορία του. Εν συντομία: Εκτός από το γαϊδουράκι που μετέφερε τον Ιησού στα Ιεροσόλυμα, και τον όνο των Σταγείρων, που δοξάστηκε χάρη στη σκιά του, για την οποία διαφιλονίκησαν ο ιδιοκτήτης του και ο γιατρός που τον νοίκιασε για να τον καβαλήσει και να πάει ξεκούραστος στους ασθενείς του, ιδιαίτερη φήμη απέκτησε και ο όνος του Ιωάννη Μπουριντάν. Γάλλος φιλόσοφος και θεολόγος ο Μπουριντάν (1300-1358), καταπιάστηκε ιδιαίτερα με το ζήτημα της ελευθερίας της βούλησης. Επειδή η βούληση επηρεάζεται καθοριστικά από τη νόηση, έλεγε, δυσκολευόμαστε αφάνταστα, όταν καλούμαστε να αποφασίσουμε ανάμεσα σε δύο αγαθά απολύτως ισοδύναμα, ποσοτικά και ποιοτικά. Αποτέλεσμα; Παγιδευμένη από τη νόηση, η βούληση αδρανεί. Οι αντίπαλοι του Μπουριντάν εκμεταλλεύτηκαν τις αδυναμίες της θεωρίας του για να του αποδώσουν την παραδοξολογία του φιλοσοφικού όνου, γνωστή με την ονομασία «το γαϊδουράκι του Μπουριντάν»: Αν ένα γαϊδουράκι έχει μπροστά του δύο όμοια δέματα χορτάρι, η βούλησή του θα αδρανήσει, και το αναποφάσιστο ζωντανό θα πεθάνει της πείνας.
Οι τετράποδοι σταρ του Μουντιάλ πάντως δεν έχουν τέτοιο πρόβλημα. Καλοταϊσμένοι μοιάζουν. Πολύ λιγότερο τυχερά ήταν χιλιάδες αδέσποτα στις έντεκα ρωσικές πόλεις που φιλοξένησαν παιχνίδια. Οι καταγγελίες περί μαζικής εξόντωσής τους δεν έχουν απαντηθεί πειστικά.