“Το πέρασμα της Νιάλας – Η απίστευτη συνάντηση του Δημοκρατικού Στρατού με τους διώκτες του” γράφει ο Β. Λεβεντογιάννης
Άγραφα – αυχένας Νιάλας, υψόμετρο 2.200 μέτρα, Μεγάλη Παρασκευή, 11 Απριλίου 1947
Ο ουρανός λες και θα άγγιζε το βουνό. Τα μολυβένια σύννεφα είχαν κατέβει τόσο χαμηλά, που σχεδόν ακουμπούσαν τα κεφάλια των ανθρώπων. Χιόνιζε ακατάπαυστα και φυσούσε δαιμονισμένα. Ακόμη και το να μιλήσει κάποιος στον διπλανό του απαιτούσε προσπάθεια. Μια μακρόστενη γραμμή εκατοντάδων ανθρώπων, ο ένας πίσω από τον άλλον, που ανέβαιναν αργά, με δυσκολία τον δυσπρόσιτο άγριο χιονισμένο τόπο. Οι περισσότεροι έφυγαν άρον – άρον από τα σπίτια τους για να σωθούν και δεν πρόλαβαν να πάρουν μια κάπα, ένα βαρύ παλτό που θα μπορούσε να τους προστατεύσει από τη μανία της φύσης.
Τα αυτιά όλων κόντευαν να σπάσουν από την πίεση και ο αέρας που ξεχυνόταν από τις κοιλάδες δημιουργούσε ένα βουητό που τρέλαινε. Εκείνοι συνέχιζαν να προχωρούν. Έπρεπε να γλιτώσουν από τους διώκτες τους και να ακολουθήσουν ένα τρελό σχέδιο διαφυγής. Το μονοπάτι ήταν στενό και το χιόνι είχε γίνει πάγος. Από κάτω έχασκε απύθμενος γκρεμός με θεόρατα βράχια. Οι περισσότεροι είχαν βγάλει τα παπούτσια και είχαν μείνει με τις κάλτσες για να μη γλιστράνε. Κάποιοι λιποθυμούσαν από τη ναυτία, αλλά δεν τους άφηναν πίσω, τους σήκωναν με δυσκολία στα πόδια τους και τους παρότρυναν να περπατήσουν.
Κάποιοι άλλοι, κυρίως γυναίκες και παιδιά, ξάπλωναν καταμεσής στο χιόνι και σε λίγα λεπτά έβγαινε η ψυχή τους. Στους περισσότερους νεκρούς, τους οποίους οι σύντροφοί τους προσπερνούσαν με βαριά καρδιά, έρεε λίγο αίμα από τη μύτη, που πάγωνε αμέσως πριν προλάβει να βάψει το χιόνι…
Καρδίτσα, αρχηγείο εκστρατείας Εθνικού Στρατού
Ο επιβλέπων την επιχείρηση σήκωσε το μαύρο μαγνητικό τηλέφωνο και με ένα χαμόγελο στα χείλη κάλεσε την Αθήνα: «Ενημερώστε προσωπικά τον πρωθυπουργό κ. Μάξιμο και τον Αμερικάνο στρατιωτικόν σύμβουλον ναύαρχον Σνέκεμπεργκ ότι η επιχείρισις “Αετός” βαίνει καλώς και σύντομα θα έχουμε αποτελέσματα. Οι συμμορίτες έχουν κυκλωθεί πανταχόθεν και θα τους συντρίψουμε».
Και πράγματι, η επιχείρηση «Αετός», μέρος της επιχείρησης «Τέρμινους» για τη Στερεά Ελλάδα, είχε ξεκινήσει με τους καλύτερους οιωνούς για τον Εθνικό Στρατό. Δημιουργούσε «τανάλιες» στα βουνά και εγκλώβιζε ομάδες ανταρτών του Δημοκρατικού Στρατού, οι οποίες έπρεπε ή να παραδοθούν ή να πεθάνουν. Μια εβδομάδα πριν, στις 5 Απριλίου, ο στρατός εξορμά με επτά Μεραρχίες, 40 τάγματα Πεζικού, 36 λόχους ΛΟΚ, 20 τάγματα Χωροφυλακής, 43 τάγματα Εθνοφρουράς, με 60 αεροπλάνα και 40 πυροβόλα. Συνολικά 80.000 άνδρες καθοδηγούμενοι από τους Αμερικάνους, οι οποίοι έβριζαν νυχθημερόν τους Έλληνες αξιωματικούς του στρατού γιατί «ήταν ανίκανοι» να διαλύσουν όλους κι όλους 1.000 αντάρτες. Από Καρδίτσα, Καρπενήσι και Άρτα τρεις καλά εξοπλισμένες ταξιαρχίες του κυβερνητικού στρατού ξεκινούν τις επιχειρήσεις νότια των Αγράφων.
Στα Άγραφα δρούσε για τον Δημοκρατικό Στρατό το τάγμα του Σοφιανού μαζί με κάποιες μικρές ομάδες ανταρτών. Οι πρώτες συναντήσεις των δύο πλευρών, που κατέληξαν σε σκληρές μάχες με πολλές απώλειες από την πλευρά του Εθνικού Στρατού, έγιναν εκεί που σήμερα βρίσκεται η λίμνη Πλαστήρα. Το τάγμα του Σοφιανού, που είχε δεν είχε 350 αντάρτες, άρχισε να υποχωρεί κάτω από ασφυκτική πίεση προς τα βόρεια, στα Πετρίλια και κατόπιν στα Μεγάλα Βραγγιανά. Η μοναδική διέξοδος των δημοκρατικών για να ξεφύγουν ήταν να περάσουν από τον απάτητο ορεινό αυχένα της Νιάλας. Ακόμη και οι ίδιοι οι αξιωματικοί του Εθνικού Στρατού ήταν σίγουροι για τη μέγγενη που έσφιγγαν. Και έλεγαν πως κανείς δεν μπορεί να περάσει τη Νιάλα με τέτοιον καιρό.
Τους αντάρτες άρχισε να ακολουθεί και ένα μεγάλο τσούρμο από άνδρες, γυναίκες και παιδιά, απλοί πολίτες, που τους κυνηγούσαν οι ΜΑΥδες και η Χωροφυλακή. Εάν έπεφταν στα χέρια τους, δεν θα γλίτωνε κανείς, τους περίμεναν δολοφονίες, βασανιστήρια, βιασμοί, έκτακτα στρατοδικεία, εξορίες.
Χωριό Βραγγιανά, 10 Απριλίου 1947
Τα Βραγγιανά είναι ένα χωριό που λες και κάποιο χέρι το φύτεψε στα ριζά των Αγράφων. Ο χειμώνας είναι βαρύς και το καλοκαίρι αργεί να έρθει. Στο σπίτι του προέδρου του χωριού, ο ταγματάρχης Σοφιανός κάλεσε σύσκεψη. Σε αυτή συμμετείχαν ο ίδιος ο Σοφιανός, ο Βασίλης Τσιρώνης, γραμματέας της Επιτροπής Πόλης Καρδίτσας του ΚΚΕ, η Βαγγελίτσα Κουσιάντζα, μέλος της Επιτροπής, ο Βαγγέλης Ταγκούλης, μέλος της Νομαρχιακής του ΕΑΜ Καρδίτσας, και ο Σούλας από το Γραφείο Περιοχής του Κόμματος στη Θεσσαλία.
«Κοιτάξτε έξω στην πλατεία τους συντρόφους μας πόσο αποκαμωμένοι είναι από το κυνηγητό των μοναρχοφασιστών. Κοιτάχτε τα παιδιά και τις μητέρες τους που προσπαθούν να τα βυζάνουν. Δεν θα τα αφήσουμε να πέσουν στα χέρια των ΜΑΥδων, ούτε θα αποκλειστούμε σαν πρόβατα στη σφαγή», είπε ο ταγματάρχης του Δημοκρατικού Στρατού και πρότεινε τον απόλυτο αιφνιδιασμό. «Θα φύγουμε από κει που δεν το περιμένουν. Από εκεί που είναι σίγουροι ότι δεν θα περάσουμε. Θα ανέβουμε τη Νιάλα».
Όλοι έμειναν με το στόμα ανοιχτό και τα μέλη μουδιασμένα. Ένα τέτοιο εγχείρημα ήταν αδύνατον να πετύχει με αυτές τις καιρικές συνθήκες. Ακόμη και εάν πετύχαινε, κανείς δεν εγγυόταν ότι ο Εθνικός Στρατός δεν θα είχε «πιάσει» το πέρασμα της Νιάλας. Όλοι όμως ψήφισαν υπέρ. Δεν είχαν άλλη διέξοδο σωτηρίας. «Σύντροφοι από τη Νιάλα θα πάμε στη Σάικα και στο Καροπλέσι, στην περιοχή της Βουλγάρας, στο Γενικό Αρχηγείο Θεσσαλίας», είπε ο ταγματάρχης και για άλλη μια φορά όλοι συμφώνησαν με βαριά καρδιά.
Μεγάλη Παρασκευή, 11 Απριλίου
Το μεγάλο εγχείρημα ξεκίνησε το ξημέρωμα. Ένα ξημέρωμα όπου ο ήλιος είχε θαφτεί πίσω από τα βαριά σύννεφα και αρνιόταν να βγει. Μπροστά μπήκε η διοίκηση του τάγματος και ακολουθούσαν ο πρώτος και ο δεύτερος λόχος. Στη μέση οι πολίτες και τα γυναικόπαιδα και οπισθοφυλακή ήταν ο τρίτος λόχος του καπετάν Ερμή.
Είχαν δεν είχαν καλύψει ένα χιλιόμετρο όταν οι ουρανοί άνοιξαν. Βροχή, αστραπές, μπουμπουνητά που δεν σε άφηναν να ακούσεις. Κι όμως, όλοι προχωρούσαν αργά μέσα στον παγωμένο αέρα. Κατά το μεσημέρι και ενώ είχαν ανέβει υψηλότερα, την πυκνή ομίχλη διαδέχθηκε σφοδρή χιονόπτωση. Έχανε η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα. Τα βήματα από την κούραση γινόντουσαν βαρύτερα. Πολλοί καθυστερούσαν, άλλοι σωριάζονταν στο παγωμένο χιόνι. Δεν άντεχαν. Ο δρόμος ήταν ανηφορικός, στενός και φιδογύριζε στο βουνό. Σε ένα στενό μονοπάτι με τον γκρεμό δεξιά και αριστερά χάθηκαν όλα τα ζώα.
Ο Βασίλης Φυτσιλής θυμάται: «Το δικό μας το μουλάρι πάλεψε φιλότιμα, όσο μπόρεσε. Στο φρύδι ενός γκρεμού, τα πισινά του πόδια γλίστρησαν πάνω στον πάγο και έπεσε προς τα πίσω. Μόλις που πρόφτασα ν’ αφήσω την αλυσίδα. Θα με τραβούσε και μένα μαζί του. Στάθηκα βουβός, κι άκουγα το κατρακύλισμα μέσα στο σκοτάδι. Το μοναδικό ζώο που πήρε μέρος στην πορεία μας κι έφτασε τόσο κοντά στον αυχένα της Νιάλας, με όλο το πολύτιμο φορτίο του, τον πολύγραφο, τις μηχανές κι όλο το υλικό του τυπογραφείου μας, χάθηκε μέσα στην άγρια χαράδρα. Μαζί του χάθηκε και το μαντολινάκι μου. Το δώρο του αδελφού μου…».
Παρά τις αντίξοες συνθήκες, μόνο λίγες λέξεις έβγαιναν από τα στόματα όλων: «Προχωρείτε, προχωρείτε. Να βαστιέστε χέρι – χέρι μη χαθείτε στη θύελλα». Το ξημέρωμα της επόμενης μέρας, Μεγάλο Σάββατο 12 Απριλίου, βρίσκει τους περισσότερους να πανηγυρίζουν ξαπλωμένοι στο χιόνι επάνω στον αυχένα της Νιάλας. Είχαν νικήσει το άγριο βουνό και τώρα έμενε μόνο μια εύκολη κατάβαση προς τη σωτηρία.
Ο τρίτος λόχος και ο Εθνικός Στρατός
«Καπετάν Ερμή, πού πήγαν οι άλλοι, τους χάσαμε, χαθήκαμε, δεν ξέρουμε πού να πάμε. Το χιόνι εδώ είναι απάτητο, δεν έχει περάσει κανείς». Η διαπίστωση από τους αντάρτες έπεσε σαν κεραυνός. Ο τρίτος λόχος του καπετάν Ερμή είχε χαθεί και αποκοπεί από την υπόλοιπη φάλαγγα. Ο μπαρουτοκαπνισμένος αντάρτης δεν το σκέφτηκε πολύ: «Θα πάμε βόρεια, θα ανέβουμε το βουνό προς την κορυφή και όπου πάει».
Και πράγματι, αφού ανασυντάχθηκε ο τρίτος λόχος, μαζί με τα γυναικόπαιδα ξεκίνησαν μέσα στην άγρια θύελλα και το χιόνι την τυφλή ανάβαση. Ύστερα από τρία κοπιαστικά χιλιόμετρα ένας αντάρτης της εμπροσθοφυλακής έφτασε με την ψυχή στο στόμα στον καπετάν Ερμή: «Εκεί… εκεί… μέσα στο χιόνι ένα ολόκληρο στρατόπεδο του στρατού. Έχουν παντού αντίσκηνα. Δεν μας έχουν καταλάβει ακόμη, δεν μπορούμε να τους υπερφαλαγγίσουμε».
Ο αντάρτης είχε δει πολύ καλά. Ήταν η 72η Ταξιαρχία του Κυβερνητικού Στρατού, που στην προσπάθειά του να κλείσει τα «περάσματα» έπιασε από την προηγούμενη μέρα και εκείνο της Νιάλας στο συγκεκριμένο σημείο. Εκεί βρισκόταν ένας λόχος με διοικητή τον ταγματάρχη Αλευρά. Όταν όμως ξέσπασε η πολική χιονοθύελλα και το τρομερό κρύο, οι περισσότεροι στρατιώτες δεν το άντεξαν, άφησαν πάνω στη Νιάλα τα αντίσκηνά τους και αρκετοί τον οπλισμό τους, και γύρισαν πίσω στο χωριό Άγραφα, στην έδρα του τάγματός τους.
Στον καταυλισμό έμεινε ο ταγματάρχης Αλευράς με περίπου τριάντα στρατιώτες. Πολλοί από αυτούς είχαν αρχίσει να μην νιώθουν τα μέλη τους. Πάθαιναν κρυοπαγήματα και βρισκόντουσαν τυλιγμένοι μέσα στα αντίσκηνά τους.
Ο καπετάνιος του Δημοκρατικού Στρατού πήρε μια καλά οπλισμένη ομάδα μαζί του και ξεκίνησε για το στρατόπεδο. Οι υπόλοιποι βαστούσαν την αναπνοή τους μέσα στο χιόνι να δουν τι θα γίνει. Η ομάδα του Ερμή με το δάχτυλο στη σκανδάλη έφτασε στο ολόλευκο στρατόπεδο. Άνοιγαν ένα – ένα τα αντίσκηνα και δεν έβρισκαν μέσα κανέναν. Η τύχη τούς χαμογελούσε. Ύστερα από κάποια βήματα είδαν όμως πολλά αντίσκηνα με φαντάρους μέσα. Κανένας δεν είχε διάθεση να πολεμήσει. Οι αντάρτες άνοιγαν τα αντίσκηνα και έκπληκτοι οι φαντάροι έβλεπαν τους μουσάτους αντάρτες να μπαίνουν μέσα με τους γυλιούς τους και να κάθονται.
«Είμαστε αδέρφια. Κανείς δεν πρόκειται να πειράξει κανέναν. Θα μείνουμε το βράδυ και το πρωί έχουμε εξαφανιστεί», έλεγαν οι αντάρτες και οι φαντάροι κουκουλωμένοι έγνεφαν πολλές φορές γρήγορα, μην πιστεύοντας αυτό που έβλεπαν. Κάποιοι ψέλλισαν «δεν θα σας ρίξουμε, μη μας ρίξετε» και σαν μια άτυπη συμφωνία ισχυρότερη, λόγω των συνθηκών, και από τα συμβόλαια αίματος, φαντάροι και αντάρτες έμειναν πλάι πλάι μέσα στα αντίσκηνα και μοιράστηκαν ό,τι είχε ο καθένας. Σταφίδες, κονιάκ, μπομπότα. Εκείνη την ώρα ο εχθρός ήταν το κρύο…
Η τύχη παίζει όμως περίεργα και συχνά άσχημα παιχνίδια. Ο ταγματάρχης Αλευράς πίστεψε ότι οι αντάρτες είχαν πέσει στα χέρια του. Βγήκε με χίλιες δυο προφυλάξεις από τη σκηνή του, έφτασε στον ασύρματο και διέταξε τον ασυρματιστή να στείλει μήνυμα στη βάση: «Κρατώ περί τους 100 συμμορίτες αιχμαλώτους». Ύστερα βγήκε από τη σκηνή και τότε έπεσε επάνω στον καπετάν Ερμή.
«Εσύ πού πας; Ποιος είσαι;» ρωτάει ο ταγματάρχης.
«Εσύ ποιος είσαι που ρωτάς;» απαντάει ο Ερμής.
«Είμαι ο ταγματάρχης Αλευράς του Εθνικού Στρατού».
«Κι εγώ είμαι ο καπετάν Ερμής, διοικητής του τρίτου λόχου του τάγματος Σοφιανού».
«Παραδώσου αμέσως» διατάζει ο Αλευράς και αγριεμένος φέρνει το χέρι του στο περίστροφό του και σημαδεύει τον καπετάνιο του Δημοκρατικού Στρατού.
Εκείνος, σαν να μην τον βλέπει, κάνει στην άκρη το χέρι του και συνεχίζει να προχωρά με δυσκολία μέσα στο χιόνι.
Ο Αλευράς πυροβολεί και ο Ερμής νιώθει έναν αψύ πόνο. Η σφαίρα τον είχε ξύσει στον αριστερό ώμο. Με μια κίνηση βγάζει και εκείνος το περίστροφό του και ανταποδίδει: «Ταγματάρχη, δεν ξέρεις καλό σημάδι».
Ανάμεσα στα μάτια του ταγματάρχη του Εθνικού Στρατού άνοιξε μια μικρή μαύρη τρύπα. Το άψυχο κορμί του σωριάστηκε και έβαψε το χιόνι με ένα μαυροκόκκινο παχύρρευστο υγρό.
Ο Ερμής με φτερά στα πόδια άρχισε τότε να φωνάζει: «Η ανακωχή τέλος, φεύγουμε τώρα». Πήγαινε από σκηνή σε σκηνή και ξεσήκωνε τους αντάρτες να ετοιμαστούν. Τα λόγια του ο παγωμένος αέρας δεν τα μετέφερε σε ένα απομακρυσμένο αντίσκηνο στην άκρη της χαράδρας, όπου είχαν βρει καταφύγιο 31 αντάρτες και πολίτες, ανάμεσά τους και μια γυναίκα, η Βαγγελίτσα Κουσιάντζα. Ο τρίτος λόχος άρον – άρον έφυγε για ακόμη ψηλότερα και άφησε πίσω του τους συντρόφους του, που δεν είχαν ακούσει το παραμικρό. Ο μαχητής του Δημοκρατικού Στρατού Βαγγέλης Λαζαρίδης θυμάται:
«Αργά το απόγευμα φτάσαμε στη Σιάκα και εκεί διαπιστώσαμε την απώλεια 31 συντρόφων μας. Ο Ερμής τότε διάλεξε μια ομάδα από 15 αντάρτες, με επικεφαλής τον επίτροπο του λόχου Κοσμά Κιουτόγλου. Πρωί – πρωί κινήσαμε πάλι πίσω για τον αυχένα, να δούμε τι απέγιναν οι σύντροφοί μας… Ύστερα από μια δύσκολη πορεία τριών ωρών μέσα στα χιόνια και με χίλιες προφυλάξεις φτάσαμε στον αυχένα της Νιάλας. Εδώ δεν βρήκαμε κανέναν, ούτε στρατό, ούτε αντάρτες… Ο Στρατός την προηγούμενη μέρα είχε ανέβει και τα μάζεψε όλα. Ο καιρός ήταν καλός και έτσι μπορέσαμε να χτενίσουμε τον καταυλισμό. Ψάχνοντας, λοιπόν, κάτω από έναν βράχο είδα ένα κομμάτι από αντίσκηνο σκεπασμένο από πολύ χιόνι, το τραβάω και τότε βλέπω μελανιασμένο, σχεδόν κοκαλιασμένο, μόλις ανέπνεε, τον σύντροφό μας Χρήστο Μανούδη, από το χωριό Κριτσώνα Κιλκίς, κείτονταν ανάμεσα σε δυο παγωμένους, πεθαμένους στρατιώτες. Φώναξα την ομάδα και κουβαλητό τον μεταφέραμε στη Σιάκα, όπου του δώσαμε τις πρώτες βοήθειες. Ο Μανούδης σώθηκε…».
Οι 31 αιχμάλωτοι, που πιάστηκαν ζωντανοί από μια λάθος συνεννόηση, οδηγήθηκαν σαν λάφυρα πολέμου σιδηροδέσμιοι στη Λαμία, όπου τους περίμενε το έκτακτο στρατοδικείο. Στις 3 Μαΐου βγήκε η απόφαση που καταδίκαζε 10 εξ αυτών «εις θάνατον».
Έξι μέρες μετά, στις 9 του μήνα, τους έστησαν μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα. Οι μελλοθάνατοι μαζί με τη Βαγγελίτσα, που φορούσε ένα κόκκινο φουστάνι, αρχίζουν να τραγουδούν και να χορεύουν λεβέντικα.
Μπροστά στο ανατριχιαστικό αυτό «ξεφάντωμα», οι άνδρες του 106ου Τάγματος, που ήταν το εκτελεστικό απόσπασμα, αρνούνται να πυροβολήσουν και δεν σηκώνουν τα όπλα. Οι παραστρατιωτικοί ΜΑΥδες, που έτρεχαν πίσω από τον στρατό, όπως τα σκυλιά ακολουθούν κάποιον για λίγα αποφάγια, δέχονται και αναλαμβάνουν το έργο της εκτέλεσης.
Χρόνια μετά στον αυχένα της Νιάλας στήθηκε μια πλάκα που γράφει το εξής:
«Στη θέση αυτή έπεσαν χτυπημένοι από φοβερή χιονοθύελλα αντάρτες του ΔΣΕ, στρατιώτες του Κυβερνητικού Στρατού και άμαχοι πολίτες. Στις 12.4.1947».