“Κοινωνικό και ατομικό συμφέρον: Μία δύσκολη ισορροπία” γράφει ο Ηλίας Γιαννακόπουλος
«Η προκοπή σας και η μάθησί σας να μην γίνει σκεπάρνι μόνο δια το άτομό σας, αλλά να κοιτάζει το καλό της κοινότητος, και μέσα εις το καλό αυτό ευρίσκεται και το δικό σας» (Θ. Κολοκοτρώνης, Λόγος στην Πνύκα).
Η ατομική πρόοδος και η κοινωνική εξέλιξη θεμελιώθηκαν πάνω στη δυνατότητα του ανθρώπου να προχωρά σε εκείνες τις υπερβάσεις που τον κατατάσσουν στην ανώτερη βαθμίδα της φυσικής δημιουργίας. Ιστορικά, δηλαδή, ο άνθρωπος δεν υπερέβη μόνο τη βιολογική του φύση και μετασχηματίστηκε σε πνευματικό ον αλλά τιθάσευσε τα άλογα πάθη του και τις ενστικτώδεις δυνάμεις στο όνομα της κοινωνικής συνύπαρξης.
Κορυφαία πράξη του ανθρώπου στην ιστορική του πορεία θεωρείται η παραίτησή του από τη μονομερή υπεράσπιση του ατομικού συμφέροντος προς όφελος του αντίστοιχου κοινωνικού. Έκτοτε η προσπάθεια του κοινωνικού ανθρώπου να συνδυάσει και να συνδέσει σε μια αρμονία τα δυο αυτά είδη συμφέροντος προσδιόρισε και να καθορίζει ακόμη και σήμερα την ποιότητα και την ταχύτητα της κοινωνικής εξέλιξης.
Ωστόσο, γενική παραμένει η διαπίστωση πως στις μέρες μας κυριαρχεί ένας αχαλίνωτος ατομικισμός, προϊόν ενός αρρωστημένου εγωκεντρισμού. Η τάση να εκθειάζεται ως αξία η ατομικότητα οδήγησε στην περιφρόνηση της αναγκαιότητας της κοινωνίας, ως «ενωμένης ολότητας». Απογυμνωμένος ο σύγχρονος άνθρωπος από κάθε ηθικό ενδοιασμό κι αποκομμένος από το «κοινωνικό είναι» αγωνίζεται για το προσωπικό του συμφέρον, αδιαφορώντας για το κοινωνικό, αν δεν το περιφρονεί – υπομονεύει φανερά και συνειδητά.
Φιλόσοφοι, κοινωνιολόγοι και ψυχολόγοι ερμηνεύοντας αυτό το φαινόμενο διαβλέπουν έναν κίνδυνο για το μέλλον των κοινωνιών που εμφανίζουν διαλυτικές τάσεις, πέρα από το γενικευμένο πνεύμα της «ανομίας». Γι’ αυτό προτείνουν τρόπους επανασύνδεσης του Ατόμου με την Κοινωνία, γιατί ο άνθρωπος δεν υφίσταται μόνον ως «ιδιώτης», αλλά και ως «πολίτης» με την αρχαιοελληνική έννοια του όρου. Οι δυο αυτές σφαίρες συνυπάρχουν και διαμορφώνουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο το άτομο αρτιώνεται ως μονάδα και η κοινωνία εξελίσσεται. Την ανάγκη υπεράσπισης τόσο της ιδιωτικής σφαίρας όσο και της κοινωνικής διακήρυξε με έμφαση ο Περικλής στον «Επιτάφιό» του, κ.40 «Ένι τε τοις αυτοίς οικείων άμα και πολιτικών επιμέλεια, και ετέροις προς έργα τετραμμένοις τα πολιτικά μη ενδεώς γνώναι˙ μόνοι γαρ τον τε μηδέν τώνδε μετέχοντα ουκ απράγμονα, αλλ’ αχρείον νομίζομεν».
Υπάρχουν, λοιπόν, πολλοί λόγοι για τους οποίους το σύγχρονο άτομο οφείλει να προτάξει ως «προτεραιότητα» την υπεράσπιση του κοινωνικού συμφέροντος, χωρίς να παραιτηθεί από το δικαίωμα προστασίας του ατομικού του συμφέροντος. Εξάλλου η κοινωνία (κοινωνικό συμφέρον) προηγείται οντολογικά του ατόμου (ατομικό συμφέρον) και υπερέχει αξιολογικά.
Αρχικά, σημαντική κρίνεται η συμβολή του πνεύματος του κοινοτισμού στην προάσπιση του κοινωνικού συμφέροντος. Ο κοινοτισμός ως ιδέα και θεσμός ισορροπεί μεταξύ του υπερβολικού ατομικισμού και της απόλυτης θυσίας στο γενικό συμφέρον. Συνιστά «μεσότητα» που έχει ως άκρα τον εγωκεντρισμό και τη διάχυση του προσωπικού ενδιαφέροντος στο κοινωνικό καλό. Είναι το μέσον ενός ευθύγραμμου τμήματος που έχει ως άκρα την απόλυτη προσωπική ελευθερία και το κοινωνικό συμφέρον.
Σύμφωνα με το κίνημα του κοινοτισμού ούτε η ατομική ελευθερία ούτε η ανθρώπινη ύπαρξη μπορούν να επιβιώσουν έξω από την κοινότητα στην οποία όλοι ανήκουμε. Ο κοινοτισμός εξάλλου ενισχύει τους δεσμούς μεταξύ των ανθρώπων, προβάλλει τις κοινές αξίες, τους ίδιους κανόνες, την κοινή ιστορία και την κοινή ταυτότητα. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο αναπτύσσεται η συλλογικότητα και το συντροφικό πνεύμα που συνιστούν τις βασικές προϋποθέσεις για τη διακονία του κοινωνικού συμφέροντος.
Επιπρόσθετα, το πνεύμα του κοινοτισμού χωρίς να καταργεί και να ακυρώνει την ατομική αυτονομία καλλιεργεί στα μέλη της κοινότητας την ψυχολογία της αλληλεξάρτησης, της αλληλεγγύης και της κοινής πορείας. Κανείς, δηλαδή, δεν μπορεί να εννοήσει τον εαυτό του έξω και ενάντια στην ομάδα και την κοινότητα, χωρίς αυτό, βέβαια, να επιφέρει την ισοπέδωσή του και την αγελοποίησή του. Ο κοινοτισμός αναδεικνύει την αξία του Εμείς και φράζει το ναρκισσιστικό Εγώ.
«Ναρθεί ένας να μου ειπεί ότι θα πάγει ομπρός η πατρίδα, στρέγομαι να μου βγάλει και τα δυό μου τα μάτια. Ότι αν είμαι στραβός, και η πατρίδα μου είναι καλά, με θρέφει˙ αν είναι η πατρίδα μου αχαμνά, δέκα μάτια νάχω, στραβός θανά μια» (Μακρυγιάννης).
Ωστόσο, η συνειδητοποίηση πως το ατομικό συμφέρον είναι υπάλληλος κύκλος του κοινωνικού συμφέροντος (Πατρίδα) μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσα από τη διαδικασία της κοινωνικοποίησης. Μια κοινωνικοποίηση που να στοχεύει όχι στην παροχή αποστεωμένων γνώσεων αλλά στη βιωματική σχέση – συνειδητοποίηση του αδιάσπαστου χαρακτήρα του ατομικού – ιδιωτικού με το συλλογικό – κοινωνικό. Δεν αρκεί, δηλαδή, μια απλή διδαχή από τους πρωτογενείς και δευτερογενείς φορείς κοινωνικοποίησης αλλά χρειάζεται η προσωπική «εμπλοκή» του ατόμου σε δράσεις και έργα που συνειδητά σκοπεύουν στην υπηρέτηση του κοινού καλού.
Χωρίς να παραβλέπεται ο ιδεολογικός εξοπλισμός του ατόμου, αναγκαία κρίνεται η συμμετοχή σε εκδηλώσεις, προγράμματα και δράσεις όπου η ομαδικότητα, η συλλογικότητα και ο αλτρουισμός σμιλεύουν το κοινοτικό πνεύμα και την κοινωνική συνείδηση. Ο διαπαιδαγωγητικός ρόλος της οικογένειας και του σχολείου συμβάλλει καταλυτικά στην ενστάλαξη των βασικών αρχών της κοινωνικής συνείδησης στον εύπλαστο ψυχισμό του νέου. Ο νέος, δηλαδή, διαπαιδαγωγείται από νωρίς και σταθερά στην αρχή περί διαλεκτικής σχέσης ατόμου και κοινωνίας.
Μιας σχέσης που αναδεικνύει την αναγκαιότητα προάσπισης του κοινωνικού συμφέροντος, γιατί όταν αυτό υποχωρεί και υποβαθμίζεται τότε δοκιμάζεται σκληρά και το ατομικό συμφέρον, όπως σχετικά επισημαίνει και ο Αριστοτέλης «αναιρουμένου του όλου, ουδ’ έσται πους, ουδέ χείρες». Γι’ αυτό, λοιπόν, ομολογείται από όλους πως η κοινωνικοποίηση ως διαδικασία γαλουχεί το νέο στην ανάγκη υπεράσπισης του κοινωνικού συμφέροντος, γιατί αυτό εκφράζει το «όλον», από το οποίο νοηματοδοτείται το μέρος.
«Ο άνθρωπος πραγματοποιεί τον εαυτό του όχι έξω αλλά μέσα στην πολιτεία και δια της πολιτείας…» (Ε. Παπανούτσος).
Ο Νίτσε προσπάθησε με τον Υπεράνθρωπο να υψώσει το άτομο, αλλά διαψεύστηκε από την εγγενή του αδυναμία (ατόμου). Το άτομο έξω από την κοινωνία – πολιτεία δεν υπάρχει.
Γι’ αυτό χρειάζεται και μια άλλη «κοινωνική ηθική» που θα προτάσσει το κοινωνικό συμφέρον έναντι του ατομικού. Σε αυτήν την ηθική μπορεί να συνεισφέρει η δημοκρατία που προϋποθέτει τη σύνθεση του ατομικού με το κοινωνικό.
Ο Σωκράτης πρώτος έδειξε το παράδειγμα. Προτίμησε το κώνειο από την αυτοαναίρεσή του. Προτίμησε το θάνατο από την εύκολη φυγή και προδοσία της διδασκαλίας του (προέχει η πατρίδα, οι νόμοι…). Όλα αυτά δεν συνιστούν ένα φθηνό «πατριωτισμό».
Σε μια πολιτεία γκρεμισμένη και βυθισμένη το πιθανότερο είναι κι εμείς να βουλιάξουμε. Ενώ, όμως, όπως έγραψε και ο Σοφοκλής στην «Αντιγόνη»:
«Ταύτης πλέοντες ορθής επί φίλους ποιούμεθα».