Περιγραφή: Αλέξανδρος Γραμματικόπουλος
Φωτογραφίες: Αλέξανδρος Γραμματικόπουλος, Αθανάσιος Συργιάννης
«Στο βουνό των θεών, του μύθου και του ονείρου, εκεί που η παρουσία σου στα ψηλά σε κάνει να νιώσεις, για κάποιες στιγμές, ένας μικρός θεός.»
Κυριακή 15-04-2018.
Έξω σκοτάδι, τα ρολόγια δείχνανε 05.30΄ π.μ. (φωτ. 1)
Ήταν η ώρα που εμείς, τα μέλη της ορειβατικής ομάδας Βέροιας «Τοτός», φύγαμε από την πόλη μας, που ακόμη κοιμόταν, με προορισμό το ορεινό χωριό Κοκκινοπηλός του Ολύμπου Ν. Λάρισας.
Η κυριακάτικη δραστηριότητά μας περιελάμβανε, στο πρόγραμμά της, την ανάβαση στις κορυφές του βουνού των θεών, του μύθου και του ονείρου από την μεριά της Ελασσόνας.
Βέροια – Κατερίνη – Αγ. Δημήτριος – Κοκκινοπηλός, η οδική μας διαδρομή.
Χρειάστηκαν δύο περίπου ώρες χαλαρής οδήγησης και 135 χλμ., από την Βέροια, για να φτάσουμε στο χωριό με βλάχικες ρίζες και το χαρακτηριστικό κόκκινο χώμα του εδάφους της γύρω περιοχής (λόγος προέλευσης, κατά γενική ομολογία, του ονόματός του: Κοκκινοπλός) (φωτ. 2).
Σταθμεύσαμε το αυτοκίνητό μας στο πλάτωμα που συναντήσαμε στην είσοδο του χωριού. Είχε ένα κιόσκι, μια πέτρινη βρύση και χώρο παιδικής χαράς (φωτ. 3).
Η θέα από τη θέση που βρισκόμασταν καταπληκτική. Μπροστά μας βλέπαμε τις περιοχές Ελασσόνας και στα δεξιά μας το βλαχοχώρι, «σκαρφαλωμένο» στα 1.150 μέτρα υψόμετρο της δυτικής πλευράς του Ολύμπου (φωτ. 4, 5).
Αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε για την κυριακάτική μας δραστηριότητα κάτω από τα πανύψηλα πλατάνια. Ο καιρός μουντός, συννεφιασμένος. Δεν το πήγαινε, όμως, για βροχή. Η θερμοκρασία στους 13 βαθμούς Κελσίου. Χιόνι δεν βλέπαμε. Εκτιμήσαμε πως θα το συναντούσαμε από τα 1.900 μέτρα υψόμετρο και πάνω.
Στα σακίδιά μας τα πιο απαραίτητα και πολλά υγρά. Στη διαδρομή μας, που θα ήταν πολύ μεγάλη, δεν θα συναντούσαμε πηγές με νερό. Τα κραμπόν θεωρήθηκαν απαραίτητα, προσθέτοντας ένα επιπλέον βάρος που θα έπρεπε να κουβαλήσουμε για ώρες στις πλάτες μας.
Αφού ετοιμαστήκαμε, φορτωθήκαμε τα κάπως βαριά σακίδιά μας και ξεκινήσαμε. Όχι πολύ μακριά από τη θέση που βρισκόμασταν συναντήσαμε την πινακίδα «Ε4» (φωτ. 6).
Από εκεί, την άκρη του χωριού, ξεκινούσε η φυσική συνέχεια του Ευρωπαϊκού μονοπατιού «Ε4»: Κοκκινοπηλός – «Χαράδρα Σταλαματιάς» – κορυφές Ολύμπου – Λιτόχωρο – συνέχεια της υπόλοιπης μεγάλης διαδρομής του (φωτ. 7, 8).
Μπήκαμε στο μονοπάτι και το ακολουθήσαμε. Κάποια στιγμή ακούσαμε και τους ήχους της καμπάνας που καλούσε τους πιστούς για τον κυριακάτικο εκκλησιασμό. Η βλάστηση της πλαγιάς θαμνώδης. Πουρνάρια, κέδρα και πάρα πολλά πυξάρια συναντούσαμε από τη μια και από την άλλη πλευρά του μονοπατιού (φωτ. 9, 10).
Το μονοπάτι καταπληκτικό, κτιστό σε πολλά τμήματά του (φωτ. 11).
Η σήμανση από τις τελειότερες. Οι ορειβατικοί Σύλλογοι της περιοχής, καθώς και οι διοργανωτές του καλοκαιρινού ορειβατικού μαραθωνίου Ολύμπου, F.O.M. (Faethon Olympus Marathon), πέρα από τη συντήρηση του μονοπατιού, έχουν φροντίσει να τοποθετήσουν παντού μεταλλικές πινακίδες και να σημαδέψουν με τα χαρακτηριστικά χρώματα βράχους και κορμούς δένδρων. Σημάνσεις που συναντούσαμε ανά 50 περίπου μέτρα (φωτ. 12, 13, 14).
Στο πέρασμά μας, η θέα που απολαμβάναμε από ψηλά θα δικαίωνε, θέλουμε να πιστεύουμε, και τους πιο απαιτητικούς επισκέπτες στην περιοχή. Βλέπαμε τον κάμπο της Θεσσαλίας να απλώνεται κάτω από τα πόδια μας και εμείς περπατώντας να έχουμε την αίσθηση πως βρισκόμαστε μέσα σε αεροπλάνο και απολαμβάναμε την… πτήση μας (φωτ. 15).
Κάποια στιγμή αντικρίσαμε, στο μονοπάτι, την εικόνα του παράξενου σχηματισμού από κάμπιες που η μία ακολουθούσε την άλλη κολλητά, λές και βλέπαμε ένα τρένο με τα βαγόνια του, να προχωρούν για το καταστρεπτικό έργο τους αφού φωλιάσουν πρώτα πάνω σε κάποιο πεύκο (φωτ.16).
Συνεχίζαμε.
Δεν κάναμε παραπάνω από μισή ώρα ανηφορικής πορείας και συναντήσαμε, στα αριστερά μας, ένα άλλο μονοπάτι που, σύμφωνα με τις ενδείξεις της πινακίδας, οδηγούσε προς την «Πηγή Ρούδι» και στη συνέχειά του προς τις κορυφές «Κίτρος» – «Φλάμπουρο» (φωτ. 17, 18).
Στο σημείο υπάρχει ένα ημικυκλικό ξύλινο σκέπαστρο που προστατεύει το αμφιθεατρικά πετρόκτιστο παγκάκι. Το μονοπάτι αυτό εμείς το προσπεράσαμε και συνεχίσαμε ευθεία ακολουθώντας την ένδειξη της άλλης πινακίδας που έγραφε: «Stalagmatia».
Η πορεία μας κατηφορική, κάτι που μας έκανε να σκεφτούμε πως αυτή…θα μας υποχρεώσει να κάνουμε κάποια επιπλέον ανηφορικά μέτρα ανεβαίνοντας για τις κορυφές. Στο βάθος η «Χαράδρα Σταλαματιάς», μέσα από την οποία περνάει το Ευρωπαϊκό μονοπάτι «Ε4» (φωτ. 19).
Η κατηφόρα 10λεπτη.
Μπροστά μας η είσοδος της χαράδρας με τη βατή δασωμένη κοίτη (φωτ. 20).
Μπήκαμε στο δάσος με έλατα και μαυρόπευκα (φωτ. 21, 22).
Η αίσθηση της υγρασίας έντονη, έκανε ψυχρούλα. Συντροφιά μας το κελάηδισμα του αηδονιού που ακουγόταν συνέχεια, λές και μας ακολουθούσε σε όλη μας τη διαδρομή μέσα στο δάσος. Αγρίμια του δάσους δεν συναντήσαμε. Διάφορους, όμως, παράξενους σχηματισμούς από κορμούς νεκρών δένδρων, που πεσμένοι σχημάτιζαν φανταστικούς δράκους, αντικρίσαμε πολλούς μπροστά μας (φωτ. 23).
Ανηφορίζαμε. Η χαράδρα βήμα με βήμα διευρυνόταν. Η μία πλαγιά απομακρυνόταν από την άλλη. Όσο ανεβαίναμε η εναλλαγή της χλωρίδας χαρακτηριστική, η μία παραχωρούσε τη θέση της στην άλλη. Πευκοδάσος – πυξάρια, διάφοροι θάμνοι – δάσος μαύρης πεύκης, έλατου (φωτ. 24, 25).
Το μονοπάτι πετρώδες, βατό όμως και με τέλεια σήμανση. Από αριστερά και δεξιά οι δασώδης πλαγιές (φωτ. 26, 27).
Δεν κάναμε παραπάνω από μία ώρα και 20 λεπτά ανηφορικής πορείας μέσα στη χαράδρα και αρχίσαμε να ανεβαίνουμε την πλαγιά που ξεκινούσε από το «Ρέμα Σταλαματιάς» και κατέληγε στην κορυφή «Σμέος» (υψ. 2.087 μ.).
Η ανηφόρα απαιτητική, μέσα στο ελατόδασος και η πορεία μας ζιγκ-ζαγκ. Όσο ανεβαίναμε τα δένδρα αραίωναν και η αλπική ζώνη με το χιονάκι άρχισε να κάνει την εμφάνισή της.
Στα αριστερά μας η πλαγιά που κατέληγε στις κορυφές «Καρδαράς», «Φλάμπουρο» και «Κίτρος». Χαμηλά το χιονισμένο τμήμα του «Ρέματος Σταλαματιάς» και μπροστά μας, στο βάθος ψηλά, κάποιες από τις δεκάδες κορυφές του Ολύμπου (φωτ. 28, 29).
Το χιόνι στην αρχή λιγοστό. Όσο, όμως, πλησιάζαμε προς την βροχοδεξαμενή γινόταν περισσότερο (φωτ. 30).
Το μονοπάτι στο κομμάτι εκείνο, από τα 1.900 μέχρι και τα 2.150 περίπου μέτρα υψόμετρο, είναι παράλληλο με τον ορεινό δρόμο που περνά απο πάνω. Ο δρόμος αυτός ξεκινά από τις Βρυσοπούλες και καταλήγει στο Καταφύγιο Ανάγκης «Χριστάκη».
Χρειαστήκαμε μία ώρα και 30 λεπτά πορείας στο μονοπάτι της πλαγιάς, με περάσματα από απότομα σημεία με χιόνι, για να φτάσουμε στη πετρόχτιστη βροχοδεξαμενή (φωτ. 31).
Η στάση μας στο σημείο εκείνο με τη λεκάνη συλλογής νερού, που βρίσκεται στα 2.150 περίπου μέτρα υψόμετρο, ολιγόλεπτη. Φωτογραφίες και συνεχίσαμε (φωτ. 32).
40 λεπτά πορείας, από τη δεξαμενή, και βρεθήκαμε στο οροπέδιο που σχηματίζεται μεταξύ των κορυφών: «Καρδαράς», «Γρίβας» και «Χότζα ή Τερψιθέα».
Στο σημείο εκείνο που βρισκόμασταν, περνά ο χωματόδρομος που καταλήγει στη «Μεγάλη Γούρνα» με το «Καταφύγιο Χριστάκης». Μπροστά μας, από αριστερά προς τα δεξιά, οι κορυφές: «Χριστάκης» (υψ. 2.706 μ.), «Σκολιό» (υψ. 2.904 μ.), «Αγ. Αντώνιος» (υψ. 2.815 μ.). Χαμηλά βλέπαμε τη «Μικρή Γούρνα» και ένα τμήμα του «Ρέματος Ξηρολάκι». Πίσω μας αριστερά, οι κορυφές του τελικού προορισμού μας: «Καρδαράς» (υψ. 2.451 μ.), «Φλάμπουρο» (υψ. 2.473 μ.) και «Κίτρος» (υψ. 2.416 μ.) (φωτ. 33, 34).
Ο καιρός συνέχιζε να είναι μουντός, συννεφιασμένος.
Δεν καθίσαμε πολύ. Φωτογραφίες και συνεχίσαμε την πορεία μας στο μονοπάτι «Ε4», ακολουθώντας το πρόγραμμα της κυριακάτικης δραστηριότητας. Η πλαγιά που κατεβαίναμε απότομη και με χιόνι μέτριας ποιότητας (φωτ. 35).
Το κατέβασμά μας προσεκτικό. Διήρκεσε μόλις 30 λεπτά της ώρας και βρεθήκαμε στη «Μικρή Γούρνα» (φωτ. 36).
Η ώρα περασμένη, τα ρολόγια δείχνανε 13.00΄. Από το χωριό, μέχρι το σημείο αυτό κάναμε 5 ώρες και 20 λεπτά ανηφορικής πορείας. Η συνέχεια, σύμφωνα με το πρόγραμμα, θα ήταν μεγάλη και απαιτητική.
Στις κορυφές που θα ανηφορίζαμε έκανε την εμφάνισή της η ομίχλη. Λαμβάνοντας υπ’ όψη μας όλα τα παραπάνω αποφασίσαμε ομόφωνα, να μη συνεχίσουμε για το «Καταφύγιο Χριστάκη», αλλά να επιστρέψουμε στο οροπέδιο και από εκεί να ανηφορίσουμε για τις τρείς κορυφές του τελικού προορισμού μας.
Έτσι, αφού βγήκαμε από τη «Μικρή Γούρνα», κάναμε τη στάση μας στο οροπέδιο για κολατσιό και ξεκούραση, πριν ξεκινήσουμε για το υπόλοιπο κομμάτι του προγράμματος (φωτ. 37, 38).
Δεν καθίσαμε παραπάνω από 30 λεπτά. Φωτογραφίες, τελευταίες ματιές στις γύρω κορυφές και ξεκινήσαμε.
Η διαδρομή μας διαφορετική, αυτή τη φορά. Προσπεράσαμε το μονοπάτι «Ε4», που ανηφορίσαμε πριν από κάποιες ώρες, και ακολουθήσαμε το μονοπάτι με την ερυθρόλευκη σήμανση.
Πρώτη κορυφή «Καρδαράς» (υψ. 2.451 μ). Χρόνος, 30 λεπτά από το οροπέδιο (φωτ. 39, 40).
Συνεχίσαμε. Περπατούσαμε πάνω στην κορυφογραμμή.
Δεύτερη κορυφή «Φλάμπουρο» (υψ. 2.473 μ.). Χρόνος, 20 περίπου λεπτά από την κορυφή «Καρδαράς».
Ο Θανάσης «μάρκαρε» το σημείο στο GPS και ο Αντώνης ανοίγοντας τον χάρτη εντόπιζε την κάθε κορυφή που αντικρίζαμε (φωτ. 41, 42).
Από τη θέση που βρισκόμασταν βλέπαμε και από τις δύο πλευρές του ορεινού όγκου.
Από τη μια, το «Ρέμα Ξηρολάκι» και οι ψηλότερες κορυφές του βουνού των θεών, από αριστερά προς τα δεξιά: «Πρ. Ηλίας» (στο βάθος, υψ. 2.787 μ.), «Τούμπα», «Στεφάνι» (ο θρόνος του Δια, υψ. 2.911 μ.), «Μύτικας» (η κορυφή των κορυφών, υψ. 2.918 μ.), «Σκολιό» (υψ. 2.904 μ.), «Χριστάκης» (υψ. 2.706 μ.) και «Αγ. Αντώνιος» (υψ. 2.815 μ.) (φωτ. 43).
Στη θέα των ψηλότερων κορυφών που αντικρίζαμε, ξεχάσαμε την κούραση της πολύωρης ανηφορικής πορείας μας και αισθανθήκαμε, για κάποια λεπτά, μικροί θεοί στο βουνό των θεών.
Από την άλλη μεριά, το «Ρέμα Σταλαματιάς» και η πλαγιά με το μονοπάτι «Ε4» που ανηφορήσαμε ώρες νωρίτερα. Λίγο πιο πάνω ο ορεινός δρόμος: Βρυσοπούλες-«Καταφύγιο Χριστάκη».
Από τη θέση που βρισκόμασταν μπορέσαμε να διακρίνουμε το απαιτητικό ζιγκ-ζαγκ του μονοπατιού που περάσαμε (φωτ. 44).
Άρχισε να φυσά και η ομίχλη με τα παιχνιδίσματά της. Τη μια στιγμή εμφανιζόταν και την άλλη απομακρυνόταν.
Φωτογραφίες και φύγαμε. Η κορυφογραμμή με τα ανεβοκατεβάσματα και η διαδρομή μεγαλούτσικη (φωτ. 45, 46).
Περάσαμε και από ένα μνήμα. Η μαρμάρινη πλάκα: «Λαζαρος Γ. Καζακλαρης, 1917-1937» μαρτυρούσε την ύπαρξή του (φωτ. 47).
Συναντήσαμε πέτρινα πυργάκια. Ήταν η σήμανση του μονοπατιού, που συμπλήρωνε εκείνη με τα κόκκινα σημάδια που συναντούσαμε ανά 30 με 50 μέτρα στους βράχους (φωτ. 48, 49, 50).
Πλησιάζαμε στην κορυφή. Η κλίση μεγάλη και η ανηφόρα απαιτητική. Ήθελε πολύ κουράγιο μετά την πολύωρη πορεία.
Χρειαστήκαμε 50 λεπτά της ώρας, από το «Φλάμπουρο», για να πατήσουμε, στα 2.416 μέτρα υψόμετρο, την τρίτη κορυφή της μέρας.
Στο επάνω μέρος της τσιμεντένια κολώνας έγραφε: «Γ.Υ.Σ. 1954» και στη βάση της βρήκαμε ένα μπουκέτο λουλουδιών πασχαλιάς, που κάποιοι περαστικοί ορειβάτες το τοποθέτησαν εκεί (φωτ. 51).
Οι εικόνες από την κορυφή «Κίτρος» σχεδόν ίδιες με εκείνες που αντικρίσαμε από το «Φλάμπουρο». Τις κάνανε, όμως, να διαφέρουν, από τις προηγούμενες, τόσο η γωνία που τις βλέπαμε, όσο και ο φωτισμός της μέρας.
Δεν καθίσαμε πολύ. Φωτογραφίες, τελευταία ματιά και φύγαμε.
Πήραμε το μονοπάτι που οδηγούσε στη θέση «Ρουδι» με την πηγή και στη συνέχειά του στο Κοκκινοπηλό (φωτ. 52, 53, 54).
Το μονοπάτι κατηφορικό, ορατό και με τέλεια σήμανση. Πολύ καλή δουλειά από τη «F.O.M.» και τους τοπικούς ορειβατικούς συλλόγους. Το πέρασμά του, όμως, ήθελε πολύ προσοχή. Το έδαφος πετρώδες, οι πέτρες σαθρές και η κάθε απερισκεψία θα μπορούσε να συμβάλλει στον ανεπιθύμητο τραυματισμό.
Προχωρούσαμε. Ο καιρός βελτιωνόταν. Τα σύννεφα αραίωσαν και ο ήλιος δειλά-δειλά άρχισε να κάνει την εμφάνισή του. Το νερό που είχαμε μαζί μας, μετά την πολύωρη πορεία, λιγοστό. Σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής δεν συναντήσαμε πηγή.
Κι όμως, δεν κάναμε παραπάνω από μία ώρα, από την κορυφή, και βρεθήκαμε στη θέση «Ρουδι» με την κτιστή από το 1952 πέτρινη πηγή. Δώρο Θεού. Το νερό πολύ και κρύο. Καθίσαμε να ξαποστάσουμε και να ξεδιψάσουμε (φωτ. 55).
Γεμίσαμε τα παγούρια, ξαναφορτωθήκαμε τα σακίδιά μας και συνεχίσαμε την κατηφορική πορεία μας. Το πέρασμά μας μέσα σε πευκόδασος (φωτ. 56, 57, 58).
Όσο κατεβαίναμε τόσο η βλάστηση «χαμήλωνε». Τα πεύκα παραχωρούσαν τη θέση τους στη θαμνώδη βλάστηση.
Πλησιάζαμε στη διασταύρωση του μονοπατιού μας με το Ευρωπαϊκό «Ε4», που περπατήσαμε ανηφορίζοντας (φωτ. 59).
Πήραμε την κατεύθυνση προς το Κοκκινοπηλό. Κοντεύαμε στο χωριό, που έδειχνε όμορφο από ψηλά. Είχε κίνηση, αυτοκίνητα επισκεπτών πολλά.
Φτάσαμε στο αυτοκίνητό μας. Τα καταφέραμε. Όλα πήγαν καλά. Ολοκληρώσαμε το Β΄ πρόγραμμά μας, «Μία εξόρμηση, δύο διαδρομές, τρείς κορυφές», με επιτυχία (φωτ. 60).
Αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε για την επιστροφή μας στην Βέροια.
Ο Θανάσης με τον Τοτό μου είπαν ότι έξω από το χωριό, με το χαρακτηριστικό κόκκινο χώμα της γύρω περιοχής, υπάρχουν πολλοί νερόμυλοι και αλευρόμυλοι και εκείνα που το κάνουν να φημίζεται ακόμη περισσότερο είναι τα ασβεστοκάμινα ή ασβεσταριές, που υπάρχουν αρκετά σε αριθμό.
Έτσι, φεύγοντας, σταματήσαμε λίγο πιο κάτω από το χωριό για να δώ από κοντά κάποια από τα φημισμένα «Ασβεστοκάμινα» (φωτ. 61, 62).
Στο σημείο αυτό, άλλη μία κυριακάτικη ορειβατική δραστηριότητά μας έφτασε στο τέλος της. Εμείς, με πολλές παραστάσεις και με εκατοντάδες εικόνες να «φωλιάζουν» σε μια γωνιά του μυαλού μας πήραμε το δρόμο της επιστροφής.
Από την επόμενη κιόλας μέρα θα αρχίσουμε να περιγράφουμε στους φίλους μας την εμπειρία μας, τα όσα βιώσαμε και τα όσα αντικρίσαμε στο βουνό των θεών.
Απολογισμός :
Διαδρομή: Χωριό Κοκκινοπηλός (υψ. 1.150 μ.) – «Ε4» – «Ρέμα
Σταλαματιάς» – οροπέδιο στα 2.300 μ. – «Μικρή Γούρνα»
– επιστροφή στο οροπέδιο – κορυφή «Καρδαράς» (υψ.
2.451 μ.) – κορυφή «Φλάμπουρο» (υψ. 2.473 μ.) –
κορυφή «Κίτρος» (υψ. 2.416 μ.) – Πηγή «Ρουδι» (υψ.
1.700 μ.) – Κοκκινοπηλός.
Υψομετρική διαφορά : 1.900 μέτρα (στοιχεία GPS)
Απόσταση : 20,9 χλμ. (στοιχεία GPS)
Χρόνος : 10 ώρες και 20 λεπτά (συνολικός χρόνος)