“Έθιμα Πάσχα (γενικά) και Πάσχα στους Αρμάνους – Βλάχους” γράφει ο Γιάννης Τσιαμήτρος
Κάθε γιορτή έχει το δικό της χρώμα, τη δική της θέση μέσα στον εορτολογικό κύκλο. Το Πάσχα είναι η μεγαλύτερη και πλουσιότερη σε λαογραφικές εκδηλώσεις γιορτή των ορθοδόξων χριστιανών. Το χριστιανικό Πάσχα προέρχεται από το Εβραϊκό και αυτό με την σειρά του κατάγεται από την Αιγυπτιακή γιορτή Πισάχ (στα αιγυπτιακά σημαίνει διάβαση), που ήταν η γιορτή της εαρινής ισημερίας, σηματοδοτώντας το τέλος του χειμώνα και τον ερχομό της άνοιξης.
Οι Εβραίοι κατά την παραμονή τους στην Αίγυπτο υιοθέτησαν αυτήν την γιορτή, την ονόμασαν Πεσάχ, συνέχισαν να την γιορτάζουν, αλλά με άλλο τώρα περιεχόμενο. Δεν ήταν πια η διάβαση του Ηλίου από τον ισημερινό, αλλά η διάβαση της Ερυθράς Θάλασσας και η απελευθέρωσή τους από τους Αιγυπτίους.
Οι χριστιανοί έδωσαν φυσικά νέο περιεχόμενο στην γιορτή αυτή: Τον θυσιαστικό θάνατο, την Ανάσταση του Ιησού Χριστού και γενικά τη διάβαση από το θάνατο στη ζωή. Το Πάσχα είναι κινητή γιορτή. Ο εορτασμός της ορίζεται, σύμφωνα με την Πρώτη Οικουμενική Σύνοδο το 325 μ. Χ., κάθε χρόνο την πρώτη Κυριακή μετά την πανσέληνο της εαρινής ισημερίας.
Η περίοδος του χριστιανικού Πάσχα δεν περιορίζεται βέβαια στις δύο εβδομάδες των σχολικών γιορτών, που γνωρίζουμε. Ουσιαστικά αρχίζει με την αρχή του Τριώδιου και τελειώνει με την Πεντηκοστή. Συνολικά πάνω από 120 μέρες. Μέσα σε αυτήν την μακρά περίοδο συντελείται καταρχάς η προετοιμασία του πιστού για να μπορέσει να παραστεί στο θείο δράμα. Η καθαυτό κλιμάκωση του δράματος αρχίζει με την Ανάσταση του Λαζάρου που προεικονίζει, θα έλεγε κανείς 8 μέρες πριν τον θάνατο και την ανάσταση του Χριστού και κορυφώνεται με την Ανάσταση του, την νίκη του Χριστού στον μεγαλύτερο εχθρό του ανθρώπου, τον θάνατο. Στην χαρμόσυνη περίοδο των 50 ημερών έχουμε και άλλες κορυφώσεις του θριάμβου του Χριστού: την Ανάληψη, που είναι η επιστροφή του Υιού στον Πατέρα (εκ δεξιών του Πατρός) και την Πεντηκοστή πού στέλνεται το Άγιο Πνεύμα στους μαθητές του.
Μέσα σε αυτόν το δογματικό θα έλεγε κανείς περιεχόμενο της μείζονος περιόδου του Πάσχα, έχουν ενταχθεί, ως λαϊκά έθιμα, πολλές από τις προχριστιανικές, τις παγανιστικές και λατρευτικές συνήθειες. Συνήθειες, που συνδέονται με την βλάστηση και με τους κινδύνους που την απειλούν. Επομένως τα έθιμα έχουν από τη μια μεριά γονιμικό χαρακτήρα – γονιμότητα γης, καλή σοδειά και από την άλλη αποτρεπτικό χαρακτήρα – διώξιμο με μαγικό χαρακτήρα του κακού και των κινδύνων που απειλούν τη βλάστηση αυτήν την εποχή.
Από την μια μεριά έχουμε έθιμα όπως οι γιορτές των νεκρών με τα δύο Ψυχοσάββατα, ένα των Απόκρεω και ένα της Πεντηκοστής (του Ρουσαλιού) που, όπως λέει ο λαός, ανήκουν στα έθιμα της γονιμότητας, γιατί οι νεκροί είναι οι πρώτοι δαίμονες της βλάστησης, εφόσον από αυτούς εξαρτάται η ευόδωση των καρπών της γης.
Από την άλλη μεριά έχουμε το κάψιμο του Ιούδα, που μολονότι συνδέθηκε με το συγκεκριμένο αυτό πρόσωπο της εκκλησιαστικής ιστορίας, είναι ένα έθιμο προχριστιανικό με χαρακτήρα αποτρεπτικό ή καθαρτικό – καίνε δηλαδή τον δαίμονα του κακού. Γιαυτό έχουμε και τις φωτιές που ανάβουν το Πάσχα για να ξορκίσουν λ.χ. το χαλάζι και άλλα κακά.
Ένα έθιμο ανοιξιάτικο και χαρούμενο και που έχει αρχαία ελληνική καταγωγή είναι οι κούνιες που γίνονται το Πάσχα. Οι κούνιες έχουν και γονιμικό χαρακτήρα (κουνιόμαστε για να γίνουν τα στάχια- αλλά και αποτρεπτικό- για να φύγουν τα φίδια. Η κούνια επίσης είναι ένα είδος καθαρμού με ευεργετική επίδραση του αέρα στην υγεία του ανθρώπου. Τα Έθιμα στην Ελλάδα σχετικά με τις Λαζαρίνες, το βάψιμο των κόκκινων αυγών, το καθάρισμα των σπιτιών, το ζύμωμα των κουλουριών, το στόλισμα του Επιταφίου, της Ανάστασης κλπ, είναι πάνω κάτω τα ίδια και ποικίλουν κατά τόπους, όπως είναι φυσιολογικό.
Τα κοσμικά, εθιμικά σύμβολα των ημερών έχουν ξεχωριστό ενδιαφέρον για τη λαογραφία μας που τα έχει καταγράψει και αναδείξει. Ο σπουδαίος λαογράφος μας, Δημήτριος Λουκάτος, ξεχώρισε μερικά από τα πιο γνωστά πασχαλινά σύμβολα, δίνοντας την ερμηνεία τους.
Το αβγό: Οι ερμηνείες που δίνονται για τη χρήση του και μάλιστα σε χρώμα κόκκινο είναι πολλές. Υποστηρίζεται ότι το αβγό, ως πηγή ζωής, συμβολίζει και στα χριστιανικά χρόνια ό,τι και στα παλαιότερα: την ανανέωση της ζωής και την ευημερία. Για το χρώμα του λέγεται ότι θυμίζει προχριστιανικούς θανάτους θεών (π.χ. του Άδωνη και του Αττη). Αλλά είναι κοινή κι η λαϊκή παράδοση για το παράξενο άκουσμα της Ανάστασης:
«Όταν είπαν πως αναστήθηκε ο Χριστός, κανείς δεν το πίστευε. Μια γυναίκα, που κρατούσε στο καλάθι της αβγά, φώναξε: “Μπορεί από άσπρα να γίνουν κόκκινα;”. Και, ω του θαύματος, έγιναν!»
Το τσούγκρισμα των αυγών σημαίνει την Ανάσταση του Κυρίου.
Λαμπάδες: Πρόκειται για σύμβολα ελληνικά, εκκλησιαστικά αλλά ταυτόχρονα και κοσμικά.. Οι λαμπάδες αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της περιόδου και πόλο έλξης κυρίως των παιδιών που εντυπωσιάζονται από τα παραμυθένια χρώματα στα μαγαζιά, όπου κρέμονται κατά δεκάδες. Το χρώμα τους ποικίλλει αλλά βασικό παραμένει το κόκκινο, όπως και στο χρώμα των αβγών.
Πυροτεχνήματα: Από τους πρωταγωνιστές των ημερών είναι και τα ποικίλα φωτοτεχνήματα, που λειτουργούν σήμερα σαν γέφυρα ανάμεσα στο φως της Ανάστασης και τους παλιούς πυροβολισμούς. Τα βαρελότα κι οι κροτίδες εξακολουθούν να είναι απαραίτητα για την εκδήλωση της λαμπριάτικης χαράς. Πάντως, η αρχική σημασία τους ήταν μαγική για τον εκφοβισμό των δαιμόνων.
Το αρνί: Αυτό είναι σύμβολο καθαρότερα ελληνικό. Εκτός από τον «αμνό του Θεού» της εκκλησιαστικής διδασκαλίας, έχουμε και το πραγματικά σφαγμένο αρνί του Πάσχα, που θα ψηθεί με πατροπαράδοτο τρόπο στη σούβλα και θα φαγωθεί στην ύπαιθρο. Το αρνί παρουσιάζεται όμως και σαν ζωάκι, με την κόκκινη κορδέλα και το κουδούνι του στο λαιμό, στα παιχνίδια και πασχαλινά γλυκίσματα. Γύρω απ’ αυτό αναπτύχθηκαν κι οι ανοιξιάτικες παραστάσεις της ελληνικής υπαίθρου, με τους φουστανελάδες, τους τσοπάνηδες και τις γκλίτσες, με τις βλαχοπούλες και τους χορούς, με τα πεύκα, τις σημαίες και τις εκκλησίες.
Το τσουρέκι: Είναι ο εξελιγμένος τύπος του πασχαλινού ψωμιού, της Λαμπροκουλούρας ή του Λαμπρόψωμου. Κάθε γιορτή έχει το ψωμί της, τον ξεχωριστό άρτο της (Χριστόψωμο, Βασιλόπιτα, Φωτόψωμο), που φέρνει δύναμη στο σπίτι, ιδιαίτερα όταν το ευλογεί ο παπάς. Τα στολίδια, που κεντάνε πάνω τους οι νοικοκυρές, είναι συχνά συμβολικά για το καλό της χρονιάς: Γεωργικά είδη στο Χριστόψωμο, ναυτικά στο Φωτόψωμο για τα ταξίδια, αβγά και στη Λαμπροκουλούρα. Από τις λαϊκές αυτές πρωτοβουλίες φτάσαμε στις εμπορικές των ζαχαροπλαστείων, που μας δίνουν πάντα στις γιορτές το τσουρέκι, μικρό ή μεγάλο, με σχέδια και παραστάσεις, ζυμωμένο με ζάχαρη και μπαχαρικά. Όλα ξεκινούν από το λαϊκό έθιμο, γι’ αυτό κι όταν τρώμε το πασχαλινό τσουρέκι πρέπει να θυμόμαστε το κουλούρι ή το ψωμί της Λαμπρής, όπως ζυμώνονταν από τις νοικοκυρές στα χωριά.
Τώρα ερχόμαστε στα έθιμα του Πάσχα στους Αρμάνους/Βλάχους Έλληνες.
Κατά τις 3 πρώτες ημέρες της Μεγάλης Εβδομάδας οι γυναίκες έπλεναν τα ρούχα και ετοίμαζαν το σπίτι. Τη μεγάλη Τετάρτη έπιαναν το ζυμάρι (ακ’τσέ αλάτρλου τρι τούτου άνλου) για όλη τη χρονιά και παράλληλα, το βράδυ ετοίμαζαν τη μπογιά για τα αβγά. Τη μεγάλη Πέμπτη, τα χαράματα – πριν σκάσει η αυγή για να μη σκάσουν τα αβγά – έβαφαν τα κόκκινα αβγά. Ένα αβγό το έβαφαν, την Τετάρτη το βράδυ, πρώτο και μόνο του για το εικόνισμα του σπιτιού και το κρατούσαν ως το άλλο Πάσχα. Με αυτό το κόκκινο αβγό σταύρωναν, το πρωί της Πέμπτης, το πρόσωπο όλων των μελών της οικογένειας, κυρίως των παιδιών, με ποικίλες ευχές: όου αρόσου, φάτσα αρόσα = κόκκινο αβγό, κόκκινο πρόσωπο, ή κα όου αρόσου σι κα κιάτρ’ σ’ν’τόσου = σαν αβγό κόκκινο και σαν πέτρα γερός, ή γκίνι βινίσ όου αρόσου, σ’ν’τόσου κα κιάτρ’ μι αφλάσ, σ’ν’τόσου κα κιάτρ’ σμι αλάσ = καλώς ήρθες κόκκινο αβγό, γερό σαν πέτρα με βρήκες, γερό σαν πέτρα να με αφήσεις.
Την ίδια μέρα, πριν φέξει, κρεμούσαν έξω από το παράθυρο, μια βελέντζα κόκκινη σαν το αίμα του Χριστού που θυσιάστηκε για τους ανθρώπους, και ταυτόχρονα ετοίμαζαν τα επτάζυμα (π’νι κου σιάπτι αλάτουρι) και τα τσουρέκια.
Τη Μεγάλη Παρασκευή, το απόγευμα πήγαιναν στο νεκροταφείο και άναβαν κερί στους δικούς τους για συγχώρεση, ενώ το Μεγάλο Σάββατο το πρωί οι άντρες έσφαζαν τα αρνιά, οι κτηνοτροφικές οικογένειες μοίραζαν γάλα στους συγγενείς και στους φίλους, και οι γυναίκες ετοίμαζαν τη μαγειρίτσα και τα λιανώματα.”
Το Πάσχα, οι Αρμάνοι δεν έβαζαν το αρνί στη σούβλα αλλά στο ταψί μαζί με τα λιανώματα, και αυτό γιατί, καθώς έσφαζαν τα αρνιά, άρχιζε το άρμεγμα των προβάτων, και οι άντρες ήταν απασχολημένοι. Αρνιά σούβλιζαν στις καλοκαιριάτικες γιορτές. Εννοείται βέβαια ότι οι γυναίκες συμμετείχαν σε όλες τις εκκλησιαστικές ακολουθίες και τα εκκλησιαστικά δρώμενα (στόλισμα επιτάφιου) των ημερών. Το βράδυ της Ανάστασης όλη η οικογένεια μετείχε στην ακολουθία της Ανάστασης, και τσούγκριζαν τα κόκκινα αβγά με ανάλογες ευχές.
Την πρώτη Παρασκευή μετά το Πάσχα, της Ζωοδόχου Πηγής, οι Αρμάνοι της Βέροιας πήγαιναν οικογενειακά στη Ντοβρά, στο μοναστήρι της Καλής Παναγιάς, άναβαν τα κεριά της Ανάστασης, και διασκέδαζαν όλη την ημέρα.
Σε ορισμένα βλαχοχώρια υπήρχε το έθιμο: Λούνα αλ Πάστι = η Σελήνη του Πάσχα. Στο πρώτο γεμάτο φεγγάρι μετά το Πάσχα, όλη η οικογένεια έβγαινε έξω για να παρακαλέσει τη σελήνη για το καλό του σπιτιού. Η μητέρα, με ένα ψωμί στο χέρι , με ένα ποτήρι αμίλητο νερό, ένα ποτήρι κρασί και με τόσα κουτάλια όσα και τα μέλη της οικογένειας παρακαλούσε τη σελήνη: Γκίνι βίνις λούνα αλ Πάστι, ιό τίνι σι τίνι κα μίνι, μπάρμπα ατά π’ν ντι κέπτου, μπάρμπα αμιά π’ν’ ντι μπάντι, κ’τ’ αρίνα άρι μπάντι, τούτι παράτσ του πούνγκ’ άλι τάτι = Καλώς ήρθες φεγγάρι του Πάσχα, εγώ σαν και σένα και συ σαν εμένα, τα γένια τα δικά σου ως το στήθος, τα δικά μου ως το χώμα, όση η άμμος καταγής τόσα τα χρήματα στο κιμέρι (ζωνάρι – πορτοφόλι) του πατέρα.
Να σημειωθεί ότι, όταν το Πάσχα έπεφτε αργά, οι βλάχοι νομαδοκτηνοτρόφοι ετοιμάζονταν για να ανεβούν στα ψηλά θερινά βοσκοτόπια τους, και ιδίως αυτοί της Θεσσαλίας έπρεπε απαραίτητα στα τέλη του Μάη να είναι στα Γρεβενά στο πανηγύρι του Αγίου Αχιλλείου, από τη μια για να πουλήσουν υφαντά που κατασκεύαζαν οι γυναίκες το χειμώνα και από την άλλη να εφοδιαστούν με τα απαραίτητα για τη θερινή διαμονή τους στα βουνά. Εξάλλου, η θερινή περίοδος λογίζονταν από τον Αγιογιώργη ως τον Αγιοδημήτρη. Γι αυτό συνέβαινε πολλές φορές αυτοί οι νομαδοκτηνοτρόφοι να περνούν το Πάσχα στο δρόμο.
Στη Βλαχοκλεισούρα, την ημέρα του Πάσχα, κατά τη δεύτερη Ανάσταση, όταν ο παπάς διάβαζε το ευαγγέλιο, οι κτηνοτρόφοι κτυπούσαν τα κουδούνια, για να μεταφέρουν το μήνυμα στον κόσμο αλλά και παράλληλα για το καλό των κοπαδιών. Η ημέρα του Πάσχα ήταν ημέρα χαράς και διασκέδασης, όπου στήνονταν μεγάλοι χοροί και γίνονταν επισκέψεις.
Ένα από τα σπάνια λατρευτικά δρώμενα, που τελούνταν κατά την περίοδο του Πάσχα, είναι και οι κούνιες που συνηθίζονταν στα βλαχοχώρια της Δυτικής Μακεδονίας (Κλεισούρα, Βλάστη, Νυμφαίο), αλλά και σε χωριά του Πόντου, της Ανατολικής Θράκης καθώς και της υπόλοιπης Ελλάδας.
Το δρώμενο αυτό έχει άμεση σχέση με την «αιώρα» των Αθηναίων παρθένων κατά τη διάρκεια της εορτής των Ανθεστηρίων και θεωρείται κατάλοιπό τους. Στην αρχαιότητα μάλιστα η αιώρηση είχε καθαρτική λειτουργία που επιτυγχανόταν μέσω του αέρα. Το έθιμο μάλιστα της αιώρησης συνδεόταν με ένα μύθο που σχετιζόταν με το Διόνυσο και έναν ήρωα τον Ικάριο καταγόμενο από το Δήμο της Αττικής Ικαρία (Διόνυσος). Δεν πρόκειται δηλαδή για ένα απλό παιχνίδι ή ψυχαγωγία των χωρικών, αλλά για μια συνήθεια όχι σπάνια σε πολλές αγροτικές εορτές, που είχε αρχικά μαγικό μάλλον χαρακτήρα και αποσκοπούσε στην επίτευξη ευφορίας των καρπών και γονιμότητας των γυναικών. Οι κούνιες συνηθίζονταν την Κυριακή του Πάσχα και τη Δευτέρα της Διακαινησίμου, την Κυριακή του Θωμά, ανήμερα της εορτής του Αγίου Γεωργίου και στην εορτή του Αγίου Μάρκου.
Όπως είπαμε, το δρώμενο που είχε στην αρχή μαγικό και ευχετικό χαρακτήρα, ήταν άρρηκτα συνδεδεμένο με την ανάγκη των ανθρώπων για γονιμότητα της γης και για προσωπική ευτυχία και ευμάρεια. Αυτό καταδεικνύεται από την εαρινή περίοδο τέλεσης του δρωμένου, αλλά και από την χρήση αντικειμένων όπως τα λουλούδια, το αυγό και την μικρή πέτρα. Ο μαγικός και ευχετικός χαρακτήρας του δρωμένου επιβεβαιώνεται και από τα τραγούδια που το συνόδευαν και είχαν συγκεκριμένο περιεχόμενο, ανάλογο πάντα με το πρόσωπο που αιωρείτο και τις κρυφές του επιθυμίες. Για την νέα ανύπαντρη κοπέλα και τον ελεύθερο νέο η ευχή μέσω του τραγουδιού ήταν να καλοπαντρευτούν, ενώ για τις νιόπαντρες να γυρίσει σύντομα ο καλός τους από τα ξένα.
Ο αρχικός όμως μαγικός χαρακτήρας αντικαταστάθηκε σταδιακά από την ανάγκη των ανθρώπων για κοινωνικότητα, αλλά και επίδειξη και το δρώμενο μετατράπηκε σε πανηγύρι, το οποίο συνόδευαν παραδοσιακά όργανα και χοροί.
(Το παρόν σημείωμα αποτελεί συνένωση δύο άρθρων του Γιάννη Τσιαμήτρου, που δημοσιεύθηκαν στην εφημερίδα ΛΑΟΣ Βέροιας, στις 02.04.2010 & 22.04.2011 αντίστοιχα)