Απόψεις Ιστορία Περισσότερο διαβασμένα

“Η επανάσταση του 1821 μέσα από το βλάχικο τραγούδι” γράφει ο Τάκης Γκαλαΐτσης

Τάκης Γκαλαΐτσης

Το κείμενο αυτό, με αφορμή τη γιορτή της Παλιγγενεσίας,   με θέμα ’’η επανάσταση  του 1821 και το βλάχικο τραγούδι’’ αποτελεί έναν ελάχιστο  φόρο τιμής στον αγώνα όλων εκείνων των ανώνυμων και επώνυμων, που πριν και κατά αλλά και μετά την επανάσταση του ‘21 συνέβαλαν στην απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό της ελληνικής γης, και ειδικότερα των βλαχόφωνων αγωνιστών – όπως φαίνεται από το τραγούδι – που από τα πρώτα χρόνια της τουρκικής κατάκτησης πολέμησαν ασυμβίβαστα τον κατακτητή και πρωταγωνίστησαν στην ελληνική Επανάσταση, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο ιστορικός Παπαρηγόπουλος.

Η τουρκική κατάκτηση του 15ου αιώνα είχε σοβαρές επιπτώσεις πάνω στους πληθυσμούς του βαλκανικού χώρου από δημογραφική, οικονομική, κοινωνική και πολιτική άποψη. Οι Οθωμανοί επέβαλαν ένα νέο σύστημα κοινωνιοοικονομικής οργάνωσης που βασιζόταν στη στρατιωτική κατάκτηση και την επιβολή φόρων στους υποτελείς πληθυσμούς. Οι Βλάχοι, πριν την Οθωμανική κατάκτηση, ήταν κατά βάση νομαδικοί πληθυσμοί, που κινούνταν στο χώρο της βαλκανικής χερσονήσου, από τα χειμαδιά στα βουνά, χωρίς εστίες μόνιμης εγκατάστασης, με εξαίρεση ορισμένα πληθυσμιακά κέντρα, με κάποια αναπτυγμένη κοινωνική και οικονομική οργάνωση, όπως η Μοσχόπολη.

Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, λόγω της οικονομικής εκμετάλλευσης και της ανασφάλειας από τις επιδρομές, η ζωή μετατοπίστηκε στα βουνά και έτσι δημιουργήθηκαν εύρωστες οικονομικά βλάχικες κοινότητες, που οι περιηγητές τις αναφέρουν ως πόλεις: Κλεισούρα, Νέβεσκα, Μέτσοβο, Συράκο, Καλαρίτες, Λειβάδι Ολύμπου και άλλες.

Σε αυτούς τους βλάχικους οικισμούς, που αποτέλεσαν τα φυσικά καταφύγια του καταπιεζόμενου ελληνισμού, άνθησε άσβηστος ο πόθος της λευτεριάς, που όταν δεν κατασιγάζονταν με την παραχώρηση προνομίων, ανάγκαζε τους Βλάχους να παίρνουν τα όπλα. Μέσα από αυτά τα χωριά ξεπήδησαν  γνωστοί κλεφταρματολοί της προεπαναστατικής περιόδου.

Η παρουσία των Βλάχων σε θέσεις-κλειδιά,  στα περάσματα δηλαδή της Πίνδου, καθώς και η ανάπτυξη της κτηνοτροφίας, σε συνδυασμό με την οργάνωση σε πατριαρχικές οικογένειες και σε τσελιγκάτα (fãlcãri) ήταν οι βασικές αιτίες του καθοριστικού ρόλου που έπαιξαν οι Βλάχοι στην Επανάσταση.

Το 17ο αιώνα αρχίζει μια σοβαρή αποσύνθεση του οθωμανικού συστήματος, που συνοδεύτηκε από μια σειρά αυτονομιστικων τάσεων από τη μεριά των πασάδων  και κυρίως του Αλήπασα, που παίρνοντας από την Πύλη το δικαίωμα να ελέγχει τα δερβένια, που ως τότε τα ελέχγαν οι Βλάχοι, έβαλε ως στόχο τις ανθηρές βλάχικες κοινότητες. Η αντίστασή τους συχνά κατέληγε σε σφοδρές συγκρούσεις. Γύρω στα 1770 ο βλάχικος κόσμος δέχτηκε σοβαρό πλήγμα, καθώς μερικά από τα πιο σημαντικά βλάχικα κέντρα, γνώρισαν καταστροφές βανδαλικών διαστάσεων. Πρώτος στόχος , στη δίνη των Ορλωφικών, έγινε η Μοσχόπολη, για την οποία διαβάζουμε στη ‘’Νεωτερική Γεωγραφία’’των Δημητριαίων Δανιήλ και Γρηγορίου: «…αυτή η πόλη πρωτύτερα δεν ήταν τίποτε παρά μόνο 16 καλύβες βοσκών. Μετά ταύτα όμως αύξησε και έγινε αυτό που ακούομεν , μάλιστα εις τον τρέχοντα αιώνα, εις τέτοιαν ακμήν ήταν, όπου είχε δώδεκα χιλιάδες σπίτια, 14 ρουσφέτια/συντεχνίες, σχολείο καλό /Ακαδημία , από το οποίο επρόκοψαν πολλοί και εντόπιοι και ξένοι, τυπογραφίαν,  πλούτον πολύν, και ενι λόγω ήταν εις την Τουρκίαν, μια πόλις στολισμένη με όλα εκείνα που στολίζουν μία πόλη Ευρωπέικη…».

Το ‘’πάτημα’’ των βλάχικων χωριών από τους Τουρκαλβανούς, και κυρίως ο χαλασμός της Μοσχόπολης, έγινε θρήνος, έγινε μοιρολόι.

Ună njilji di Arbineshi                   Χίλιοι Αλβανοί

shi altsă ahăntsă armătuladz        και άλλοι τόσοι αρματωμένοι

s’ ducu s’ calcă Linătopea,             πάνε για να πατήσουν το Λινοτόπι,

Niculitsa shi  Muscupulea.            τη Νικολίτσα και τη Μοσχόπολη.

Muscupulea nu s’ calcă,                 Η Μοσχόπολη (όμως) δεν πατιέται,

că suntu dzionji tutsă aleptsă,       γιατί έχει διαλεχτά παλικάρια,

shi suntu feati nimărtati                 έχει  και κορίτσια ανύπαντρα

shi ducu a dzionjilor adziutor        που  βοηθάνε τους λεβέντες,

că noaptea aestă iasti arau…          γιατί η νύχτα αυτή είναι δύσκολη…

Προεπαναστατικά χρόνια. Η επικράτεια του Αλήπασα έχει επεκταθεί  ήδη, με κέντρο τα Γιάννενα, σε όλη την Ήπειρο και η ζωή έχει γίνει δυσβάστακτη. Τα Βλαχοχώρια, πλούσια λόγω των προνομίων τους, και κύρια εξαιτίας της εμπορικής και κτηνοτροφικής τους ανάπτυξης, στάθηκαν ο πρώτος στόχος του Αλήπασα. Η Μοσχόπολη, η Γράμμοστα, η Νικολίτσα και το Λινοτόπι δέχτηκαν άγριες επιθέσεις και εξαφανίστηκαν. Στο Ντένισκο, στο Μπλάτσι και στην Πιπιλίστα και σήμερα τραγουδούν: «Μας πάτησαν τη Γράμμοστα και αυτό το Λινοτόπι…». Το γραμμουστιάνικο τραγούδι που διασώθηκε θυμίζει τον πλούτο της Γράμμουστας από την κτηνοτροφία της:

Ghramusti mushiatã hoarã                 Γράμμουστα όμορφο χωριό

erai tini unã oarã                                  υπήρξες κάποτε,

hoarã mari shi avutã,                           χωριό πλούσιο και μεγάλο,

tu doniauã cunuscutã,                         στον κόσμο ξακουσμένο,

ca aveiã muntsã mlinji di oi,              γιατί είχες βουνά γεμάτα πρόβατα,

di calji, cãpri, muli, boi…                   άλογα, γίδια, μουράρια, βόδια…

Cã Ghramostea dãdea lapti,              Γιατί  η Γράμμουστα έδινε γάλα,

trã s’ harneshtsã tãburi sheapti        για να ταΐσεις επτά τάγματα.

Cã laptili unã oarã,                              Και γιατί   το γάλα κάποτε,

pi tu chiungi yinea ‘n hoarã…            μέσα από τα κιούγκια , ερχότανε στο  χωριό…

Η αφορμή για το ξεκλήρισμα της Γράμμουστας διαφαίνεται στο τραγούδι του Χατζηστέρια. Ο Αλήπασας θέλει για το χαρέμι του την πανέμορφη Σιάνα, μα ο τσέλιγκας δεν τη δίνει. Η αντιδικία οδηγεί σε σύγκρουση. Οι Γραμμοστιάνοι ακόμη θυμούνται:

Hadzisteryiu tsielnicu mari,       Χατζηστέργιος τσέλιγκας μεγάλος,

tu Ghramustã altu nu ari            στη Γράμμουστα άλλος δεν υπάρχει.

Sh’ari casã ca palati,                     Έχει σπίτι σαν παλάτι,

oi multi nimisurati.                       και πρόβατα αμέτρητα.

Shiapti ats dhiots alui                   Επτά  άλογα, πουλάρια δικά του,

suntu sots a vimtului.                    είναι σύντροφοι του ανέμου.

Trei feati nimãrtati,                       Τρείς κόρες ανύπαντρες,

treili ca luna suntu mushiati…    και οι τρεις είναι όμορφες σαν το φεγγάρι.

Οι κάτοικοί τους διασκορπίστηκαν σε όλες τις κατευθύνσεις: Βουδαπέστη, Αυσρουγγαρία, Θεσσαλία, Σέρρες, Νάουσα, Βέροια  και σε άλλα μέρη. Αργά αλλά με σιγουριά ερχόταν η σειρά των χωριών της Πίνδου. Η ανησυχία που κυρίευσε την καθημερινότητα στα βλαχοχώρια είναι εμφανής στο διάλογο που ακολουθεί.

Limpiadha :   Lai mblieri shi feati, avdzãtu shi voi unã lai hãbari tse s’ urdinã tu hoarã shi agiumsi tu ureclji nji;

 Λιμπιάδα : Βρε γυναίκες και κορίτσια, ακούσατε και εσείς ένα μαύρο μαντάτο που κυκλοφορεί στο χωριό και έφτασε στα αυτιά μου;

 Tasa : Nu, nu avdzãmu tsiva, Limpiadã. Di iu s’ adziungã noauli la noi. Tutã dzua tu tsiucrici shi tu arãsboiu, iu oarã trã muabeti !

 Τάσα : Όχι δεν ακούσαμε τίποτα, Ολυμπία. Πώς να φτάσουν τα νέα σε εμάς; Όλη τη μέρα στο τσικρίκι και στον αργαλειό, που ώρα για κουτσομπολιό!

Limpiadha :    Cum nji tsea vitsina Libera, s’avdi multu, aoa shi vãrã duoã dzãli, cã dzãlili di Stãmãrii  va ghinã tu hoara anoastrã pãshielu di Ianina, trã s’tinjiseascã marea Sãmbãtoaria anostrã.

 Λιμπιάδα : Όπως μου έλεγε η γειτόνισσα Ελευθερία, ακούγεται πολύ, εδώ και μερικές μέρες, ότι τις ημέρες της Παναγίας θα έρθει στο χωριό μας ο Πασάς απ’ τα Γιάννενα, για να τιμήσει τη μεγάλη γιορτή μας.

Lushia : Nji si pari, feati, cã nu ghini pãshielu trã bunu ! Ghini s’ caftã paradz di la tsielnicats, cum adarã anu di anu. Trã tse adutsi cu elu shi asceri shi dzãndãrmadz. Dimec sã lu veaglji, ma multu s’ nã asparã shi s’disfacã punga shi giusdanlu tsielnicãdzlji.

 Λούσια : Νομίζω, κορίτσια, ότι ο Πασάς δεν έρχεται για καλό! Έρχεται να ζητήσει λεφτά απ’ τους τσελιγκάδες, όπως κάνει από χρόνο σε χρόνο. Γι’ αυτό  φέρνει μαζί του στρατό και χωροφύλακες. Δήθεν να τον φυλάνε, μα πιο πολύ να μας τρομάξει και να ανοίξουν τα πουγκιά και τα πορτοφόλια οι τσελιγκάδες.

 Tasa : Io , scumbili surati ameali, cum sã vã dzãcu,  mi asparu. Pãshielu nu s’ tsãni  prã sboru. Alti dzãtsi shi alti adarã. Nji inrtã puritsi tu ureclji. Nji ‘n pari cã va ghinã sã caftã , s’lia feati trã tu haremi shi fitsiori trã tu asceri.

Τάσα : Εγώ μονάκριβες μου φιλενάδες, πώς να σας πω, φοβάμαι. Ο Πασάς δεν κρατά το λόγο του. Άλλα λέει και άλλα κάνει. Μου μπαίνουν ψίλοι στα αυτιά. Νομίζω ότι θα ‘ρθει να ζητήσει, να πάρει κορίτσια για το χαρέμι και παιδιά για το στρατό του.

Lushia : Aui, tse pãtsãmu, tse mari laitsã n’ aflã ! Pãshielu nu ghini trã bunu. Aducu aminti, cum nji tsea manamarea, cã nãinti di vãrã patrudzãts di anji, aestu Pãshie, Alipashielu, dusi Ghramusta shi cãftã mushiata featã alu Hadzisteria Shiana. Tsielniclu Hadzisteria cãdzu trã moarti di cripari. Ma nu u bãgã mpadi. Adunã ghiunamea tutã din hoara shi picurarlji di la stani shi agudi ascerea alu Pãshie.

 Λούσια : Αχ, τι πάθαμε, τι μεγάλη συμφορά  μας βρήκε! Ο Πασάς δεν έρχεται για καλό. Θυμάμαι, όπως μου έλεγε η γιαγιά, ότι πριν σαράντα χρόνια περίπου, ο ίδιος   Πασάς, ο Αλήπασας, πήγε στη Γράμμουστα και ζήτησε την όμορφη κόρη του Χατζηστέργιου, τη Σιάνα. Ο τσέλιγκας Χατζηστέργιος στεναχωρήθηκε πολύ. Αλλά δεν το έβαλε κάτω. Μάζεψε τα παλικάρια του χωριού και τους τσοπάνηδες από τη στάνη και χτύπησε το ασκέρι του Πασά.

Limpiadha :   Achsi suntu luclili. Alipashielu s’ turnã cu multã mari asceri shi arsi Ghramusta shi tuti horli di varliga. Fãlcarea  alu Hadzisteria cu tuti cupiili di oi, sh’ loarã ocljilji, shi fudzirã. Di munti munti, tricurã di Bitula shi adziumsira pãnã mundzãlji di Beles shi aninga ma di parti. Shi acshi ascãparã !

 Λιμπιαδα : Έτσι έγιναν τα πράγματα. Ο Αλήπασας γύρισε με πάρα πολύ στρατό και έκαψε τη Γράμμουστα και όλα τα γύρω χωριά. Το φαλκάρι του Χατζηστέργιου, με όλα τα κοπάδια των προβάτων, πήραν των ομματιών τους και φύγανε. Από βουνό σε βουνό, περάσανε απ’ τα Μπιτόλια και  φτάσανε μέχρι τα βουνά Μπέλες και ακόμη πιο μακριά. Και έτσι γλυτώσανε !

 Tasa : Dumnidzãlu iasti mari, Dumnidzãlu s’ nã  apãrã di panganlji!

Τάσα : Ο Θεός είναι μεγάλος, ο Θεός να μας φυλάξει απ’ τους αλλόθρησκους!

Τσελιγκάδες από τα Βλαχοχώρια της Πίνδου αποφασίζουν μυστική σύναξη στην Αβδέλα.

Nidha : Frats Armãnji, nu easti banã aestã tse fãtsemu. Alipashielu bãgã tu minti sa xifacã armãnamea tutã. Nã ardi horli, nã aspardzi tutiputa, nã lia featili, nu va alasã tsiva , frats.

Νίδας : Αδέλφια Βλάχοι, δεν είναι ζωή αυτή που κάνουμε. Ο Αλήπασας έβαλε στο μυαλό του να ξεκάνει όλη τη Βλαχουριά. Μας καίει τα χωριά, μας χαλάει το βιος, μας αρπάζει  τα κορίτσια, δεν μας αφήνει τίποτε, αδέλφια.

Ghushia: Ore Nida, lucrili suntu acshi cum li dzãsishi. Aoa shi niscãntsã anji nã asparsi Muscopulea, nã arsi Gramusta, vinji tora shi arada anostrã. Va na aspargã cama mushiatili hori di Grebini: Avdela, Samarina, Smixea, Privolea, Turia.

Γούσιας: Ωρέ Νίδα, τα πράγματα είναι έτσι όπως τα είπες. Εδώ και μερικά χρόνια μας κατέστρεψε τη Μοσχόπολη,  μας έκαψε τη Γράμμουστα. Θα μας χαλάσει τα πιο όμορφα χωριά των Γρεβενών: Αβδέλα, Σαμαρίνα, Σμίξη, Περιβόλι, Τούρια.

 Mitri : Kihãidz, nã adunãmu aoa s’ videmu tse v’ adrãmu. Io va zdãcu shi voi s’ avdzãts, cã amu vitdzutã multi tu banã. Prindi s’ fudzimu di locurli aesti. S’ lomu fumeljili, fãlcãrli shi s’alãgãmu s’aflãmu altsã muntsã mushiatsã ca Vasilitsa. Amu avdzãtã cã muntsãlji di Puroia shi di Veria suntu mushiatsã shi bãgatsã , cu multi api shi multã pãshiuni.

Μήτρης : Κεχαγιάδες, μαζευτήκαμε εδώ να δούμε τι θα κάνουμε. Εγώ σας λέω και εσείς να ακούτε, διότι έχω δει πολλά στη ζωή μου. Πρέπει να φύγουμε απ’ αυτά τα μέρη. Να πάρουμε τις οικογένειες, τα φαλκάρια και να ψάξουμε να βρούμε άλλα βουνά όμορφα σαν τη Βασιλίτσα. Έχω ακούσει ότι   τα βουνά στα Πoρόγια και στη Βέροια είναι όμορφα και βατά, με πολλά νερά και με πολλή βοσκή.

Nidha : Lucrulu, fitsiori, easti bitsitu. Vã fudzimu dzãlili di Stãmãrii, la pãnãghiru, trã s’ nu dãdemu semnu shi nã lia habãri Alipashielu shi pitreacã vãrã asceri trã s’ nã aspargã. Aide, s’dãdemu mãnjili cã vã fudzimu.

Νίδας : Η δουλειά είναι τελειωμένη, παιδιά. Θα φύγουμε τις ημέρες της Παναγίας, στο πανηγύρι, να μη δώσουμε σημάδι και μας πάρει χαμπάρι ο Αλήπασας και στείλει κανένα ασκέρι για να μας καταστρέψει. Άιντε να δώσουμε τα χέρια ότι θα φύγουμε.

Mitri : Ore frats, aide s’ acãtsãmu unu dziocu, semnu cã va nã tsãnemu pri sborlu tse deadimu shi nu va facã vãru nãpoi.

Μήτρης : Ωρέ αδέλφια, άιντε να πιάσουμε ένα χορό, σημάδι ότι θα κρατήσουμε το λόγο που δώσαμε και δε θα κάνει κανείς πίσω.

 Οι μέρες πέρασαν γρήγορα. Το μήνυμα για την αναχώρηση μεταδίδεται με άκρα μυστικότητα σε όλα τα τσελιγκάτα. Οι κιρατζίδες είναι ειδοποιημένοι. Τα φαλκάρια είναι έτοιμα για το ξεκίνημα. Ο δεκαπενταύγουστος δεν άργησε να έρθει. Οι Βλάχοι και οι Βλαχοπούλες όλοι στο πανηγύρι της Αβδέλας  για να μη δώσουν στόχο.

Nathimats mãta lea feata,                    Ανάθεμα τη μάνα σου, κορίτσι μου,

Cã nji-ti featsi multu mushatã.           γιατί σε έκανε πολύ όμορφη.

Albã aroshi ca kirau.                              Λευκορόδινη σαν κυρία.

Di nji arcai ocljilji pri tini.                    Και έριξα τα μάτια μου πάνω σου.

Di nji vdzirã oili tu agru.                       Και μου έφυγαν τα πρόβατα στον αγρό.

Shi nji curmarã mari znji.                     Και μου επιβάλανε μεγάλο πρόστιμο.

Pasa oai shi dhimati.                              Κάθε πρόβατο και δεμάτι.

Shi birbeclu thimunjiaua.                      Και το κριάρι μια θημωνιά.

Mitri : Tsielnicats, cum dzãsimu. Tu antunicatu, cãndu va cadã soarli, va fudzimu.  Fãlcarea alu Veru va fugã di tu vali, fãlcarea alu Badralexi va lia calea di la chinji trã s’ tragã nãinti, shi ma napoi va fugã Shiafarikadzlji: va u curmã di tu fats nauntru.

Μήτρης:  Τσελιγκάδες όπως είπαμε. Το σούρουπο, όταν πέσει ο ήλιος, θα     ξεκινήσουμε. Το φαλκάρι του Βέρου θα φύγει απ’ τη ρεματιά, το φαλκάρι του Μπαντραλέξη θα πάρει το δρόμο απ’ τα πεύκα για να τραβήξει μπροστά, και τελευταίοι (πιο πίσω) θα φύγουν οι Σιαφαρικαίοι: θα το κόψουν μέσα απ’ τις οξιές.

Η απόφαση πάρθηκε. Οι ώρες   που απομένουν για την αναχώρηση είναι λίγες. Ο πόνος για τα χωριά που αφήνουν μεγάλος και γίνεται τραγούδι:

 Aidi voi Armãnji armatuladz                Εσείς Βλάχοι αρματολοί

shi di hoarã dipãrtadz,                           που είστε από τον τόπο σας μακριά,

aidi Avdelã ‘n hoarã Turtsã intrarã      στο χωριό Αβδέλα Τούρκοι εισβάλανε

shi mblierli tuti nã li loarã.                     και όλες τις γυναίκες μας τις πήρανε.

Aidi loats dugradzlji shi mauserli          Πάρτε τους ντογκράδες και τα μαλιχέρια

s’ascãpãmu lãili di mblierli.                    να ελευθερώσουμε τις καημένες τις γυναίκες.

Aidi loats mbljeri shi voi barbats           Πάρτε τα γυναίκες και εσείς άνδρες

vãru Turcu s’ nu alãsats,                          κανένα Τούρκο να μη αφήσετε,

cã Armãnlji nu sh’ da sboru                     γιατί  οι Βλάχοι δε δίνουν λόγο

cu pãshielu tra s’ bãneatzã…                    με τον πασά ζήσουνε…

Το ξεκλήρισμα από τον Αλήπασα και το διώξιμο  από τις προαιώνιες εστίες στην Πίνδο έγινε τραγούδι και οι γέροντες,  στα χωριά  του Βέρμιου, ακόμα τραγουδούν:

“Πέρα από τη Σαμαρίνα κίνησε κι ένα καρβάνι,

το καρβάνι του Μπαντραλέξη.

Στην Κρανιά μες στο Μπουγάζι, πάτησαν κι ένα καρβάνι,

το καρβάνι του Μπαντραλέξη.

Πήραν άσπρα, πήραν γρόσια, πήραν και μια ρωμιοκόρη, …”

Η συμβολή των Βλάχων στην Επανάσταση του 1821 διαφαίνεται και από μια άλλη πλευρά. Βασική ορολογία του ξεσηκωμένου λαού έχει τις ρίζες της στη βλάχικη γλώσσα. Οι χιλιοτραγουδισμένοι ‘’αρματολοί’’ οφείλουν το όνομά τους στη βλάχικη λέξη armatulu = αρματολός. Αξιοσημείωτο είναι ότι και σήμερα ακόμη, στα βλάχικα χωριά, το φύλακα που αφήνουν για το χειμώνα , τον ονομάζουν αρματολό. Και το αρματολίκι είναι, κατά τη γνώμη κάποιων,  σύνθεση από τις βλάχικες λέξεις armata και locu που σημαίνει ‘’τόπος του στρατού’’, δηλαδή ‘’στρατιωτόπιο’’, όπως έλεγαν οι Βυζαντινοί τις περιοχές που κρατούσαν πληθυσμοί που είχαν την υποχρέωση και να τις φρουρούν. Εξάλλου, τους αρχηγούς των κλεφτών  τους ονόμαζαν ‘’κάπους’’, όπως και σήμερα η βλάχικη γλώσσα ονομάζει τους αρχηγούς. Από την ίδια λέξη ‘’capu’’= το κεφάλι, ο επικεφαλής προέρχεται και η λέξη καπετάνιος. Παράλληλα, η σημαία των επαναστατών, το φλάμπουρο (flammulum), είναι ακόμη και σήμερα η σημαία στους βλάχικους γάμους.

      Ακόμη και η στολή των κλεφταρματολών, που την εποχή του Αλήπασα περνούσε για αρβανίτικη και μετά την απελευθέρωση χαρακτηρίστηκε εθνική, είναι η στολή των Βλάχων αρματολών, όπως αυτό διαφαίνεται από τις ονομασίες των επιμέρους κομματιών που την συναποτελούν , και από το γεγονός ότι από τους Αλβανούς τη φορούσαν μόνο οι Τόσκηδες που ήταν εξαλβανισμένοι Αρβανιτόβλαχοι και όχι οι Γκέγκηδες που είναι και οι πιο γνήσιοι Αλβανοί.

Δεν σ΄άρεσαν τα Γιάννινα ,Φεζοδερβέναγα, δεν σ’ άρεσε κι η Άρτα.
Και βγήκες νύχτα, Φέζο μ’, στα  βουνά , ψηλά στα κορφοβούνια
και στο Τσερνέσι, Φέζο μ’, ξημέρωσες  στα βλάχικα καλύβια
όπου είναι οι κλέφτες, Φέζο μ’, οι πολλοί, όλοι καπεταναίοι…

Από τα προεπαναστατικά χρόνια , χαρακτηριστικά είναι τα τραγούδια των Κατσαντωναίων.

“Αντώνη μου, τι κάθεσαι, τι βάζεις με το νου σου;

Σιγά , παιδιά μ’, μη βιάζεσθε, θα σας το μολογήσω:

Νεψές μούρθαν δυο γράμματα από το γερο-Δήμο

κι έκατσα και τα διάβασα νύχτα με το φεγγάρι.

Ο βεληγκέκας το σκυλι, σκυλί παραδομένο

μας πήρε την Αντώναινα μαζί με τα παιδιά της.

Αλίμονο σε μένανε και στα γκιντέρια μας,

μας πήραν τη γυναίκα από τα χέρια μας!”

Για τον Κατσαντώνη υπάρχει η άποψη ότι ήταν Σαρακατσάνος, που καταγόταν  από το Βασταβέτσι το οποίο γειτόνευε με τα βλάχικα κεφαλοχώρια Συράκο και Καλαρίτες. Ο Κασομούλης όμως μας πληροφορεί ότι και το Βασταβέτσι ήταν βλάχικο χωριό. Αν σκύψει κάποιος στις πληροφορίες του Κασομούλη για τις σχέσεις των Κατσαντωναίων με βλάχικες οικογένειες Γραμμουστιάνικες, στις πληροφορίες του Fauriel, στις σχέσεις του με Βλάχους αρματολούς του Βάλτου, τους Κοντογιανναίους, αλλά και σε ξένους περιηγητές (Urquart), θα διαπιστώσει για τη βλάχικη καταγωγή τους. Πάντως, τα τραγούδια για τους Κατσαντωναίους είναι από τα πιο αγαπητά ανάμεσα στους Βλάχους. Ο θάνατος και το μαρτύριο του Κατσαντώνη και του αδελφού του Γιώργη στα Γιάννενα, είναι τραγουδημένα με άσβηστη λύπη:

Katsiantoni cu Ghiorghi doi,        Κατσαντώνης και Γιώργης δυο,

doilji capitanji dzionji,                   οι δυο τους καπεταναίοι λεβέντες,

lji acãtsarã shi lji ligarã                  τους πιάσανε και τους δέσανε

shi Ianina lji aminarã.                    και στα Γιάννενα τους ρίξανε.

Mea tu brãndzã lji bãgarã              Να στη φυλακή τους βάλανε

di s’ vidzurã una tromarã,              όπου είδαν μια τρομάρα,

os di os lji dinjicarã…                      κόκαλο προς κόκαλο τους κομμάτιασαν…

Τραγούδι για το Λεπενιώτη, τον αδελφό του Κατσαντώνη

Βγήκε ο ήλιος κόκκινος

και το φεγγάρι μαύρο

κι ο λαμπερός Αυγερινός

πάει να βασιλέψει.

– Πες μας, καημένε Αυγερινέ,

κάνα καλό χαμπέρι!

-Τι να σας πω, μωρέ παιδιά,

τι να σας μολογήσω;

Τον Λεπενιώτη βάρεσαν…

Το επαναστατικό κίνημα φουντώνει. Τα βουνά γεμίζουν κλέφτες. Η ‘’κλεφτουριά’’, ‘’η μαγιά της λευτεριάς’’,  γίνεται ο φόβος των Τουρκών και των Τουρκολατρών. Κοντά σ’ αυτούς θα  βρει ανάσαση και απαντοχή  ο δύστυχος ραγιάς που θα τους βλέπει με καμάρι σαν τους εκδικητές των συμφορών του. Για τους αρειμάνιους αυτούς πολεμιστές ο Παλαμάς θα τραγουδήσει υπέροχο ύμνο:

«Και τους τρέμουνε των κάμπων οι κιοτήδες

  και μ’ ονόματα τους κράζουν πονηρά

  κλέφτες, απελάτες και προδότες.

  Τους μισούν οι βασιλιάδες κι όλοι οι τύραννοι,

  κι είναι μέσα στους σκυφτούς τα παλικάρια

   κι είναι, μες στους κοιμισμένους, οι  στρατιώτες»

Άπειρα είναι τα ονόματα των βλάχων κλεφτών που έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο στα επαναστατικά κινήματα που προηγήθηκαν της μεγάλης εθνεγερσίας του ’21. Κλέφτες σαν το Λάπα, το Ζήδρο, το Νικοτσάρα, τους Βλαχαβαίους και το Βλαχοθανάση, τους Λαζαίους και το Χατζηπέτρο, το Γεωργάκη Ολύμπιο και το Γιάννη Φαρμάκη έχουν περάσει ως θρύλοι στη νεοελληνική ιστορία.

Το τραγούδι του Φέτου

Nu avdzãtu una hãbari,          Δεν ακούσατε ένα μαντάτο,

tse nã vinji di cãtr’ amari.       που μας ήρθε απ’ τη θάλασσα;

Hãbari lai shi zjilosa,               Μαντάτο μαύρο και λυπητερό,

s’ vãtãmã Fetlu Mari,               σκοτώθηκε ο Φέτο Μάρη.

cari sculã muntsãlji tuts          που ξεσήκωσε όλα τα βουνά,

s’ ayuneascã Turtsãlji,              να διώξει τους Τούρκους,

sculã muntsãlji shi Armãnlji    ξεσήκωσε βουνά και Βλάχους,

trã s’ astingã tuts   pangãnlji.  για να σβήσει όλους τους αλλόθρησκους.

Shi lu plãndzemu noi cu doru     Και τον κλαίμε εμείς με πόνο

pri tu muntsã shi pri tu  vãliuri.  στα βουνά και στις ρεματιές.

Fetu mari, tse dziunami                 Φέτο Μάρη, τι γενναιότητα,

ti plãndzi tutã Armãnamea            σε κλαίει όλη η Βλαχουριά!

mea ti plãndzi shi unã dãdã ,          Σε κλαίει και μια μάνα,

cu caplu laia pri tu vatrã:                με το κεφάλι η μαύρη μες στην εστία:

Lai dzioni Fetu capitanu,                  Λεβέντη Φέτο καπετάνιε,

aleptu shi alãvdatu                              διαλεχτέ και παινεμένε,

cu shiasi arãdzã di anasturi               με έξι αράδες τα κουμπιά

cu cheptu asimusitu…                              και στήθος ασημωμένο.

 Τα κλέφτικα τραγούδια , τα πιο πολλά από τα δημοτκά με ιστορικό περιεχόμενο, είναι δημιουργήματα των χρόνων της Τουρκοκρατίας και ιδιαίτερα του 16ου αιώνα, που εκδηλώνεται έντονα επαναστατική δράση των κλεφταρματολών. Ο πνευματικός σκοταδισμός που ακολούθησε την τούρκικη κατάκτηση και τον οικονομικό μαρασμό, η απομόνωση μεγάλων αγροτικών περιοχών, η καταπίεση  από Τούρκους και κοτσαμπάσηδες, οι αγώνες της κλεφτουριάς έδωσαν ώθηση στην προφορική δημιουργία, στο δημοτικό τραγούδι.Τα παλλικάρια του Κολοκοτρώνη, όπως και στα νεότερα χρόνια  οι αγωνιστές της εθνικής αντίστασης, πριν τη μάχη χόρευαν και τραγουδούσαν. Και οι γυναίκες τραγουδώντας πήγαιναν στον πόλεμο ή στο θάνατο. Τραγουδώντας καταργούσαν το θάνατο.

Aide tu muntsã di Ianina                                     Άιντε στα βουνά των Ιωαννίνων

doauli mveasti, more, mashi plãngea,              δύο νύφες, μωρέ, μόνο έκλαιγαν,

mashi plãngea, more, mashi lãcrãma.              μόνον έκλαιγαν, μωρέ, μόνο δάκρυζαν:

Aide muntsã, more, fãtsets v’ cama ncua,        Άιντε βουνά, μωρέ, «κάντε» πιο εδώ,

trã s’ trecu trã Ianina.                                           για να περάσω στα Γιάννενα,

Ianina hoarã di furi,                                              Γιάννενα, τόπος ( χωριό ) κλεφτών.

s’ vãtãmarã doi trei tãburi,                                  σκοτωθήκαν δυό τρεις ταμπουρωμένοι,

trei tãburi shi ghionli amelu.                              τρεις  ταμπουρωμένοι και ο λεβέντης μου.

Ghionli amelu, protu capitanu,                          Ο λεβέντης μου ο πρωτοκαπετάνιος,

poartã stranii di nizamu…                                   φορούσε στολή νιζάμη…

 Ο ρόλος των Βλάχων στα επαναστατικά κινήματα για την αποτίναξη του Οθωμανικού ζυγού δεν περιορίστηκε στη σημαντική προσφορά των κλεφταρματολών. Με την ανάπτυξη των βλάχικων κοινοτήτων  ως βιοτεχικών και εμπορικών κέντρων έχουμε την εμφάνιση μιας τάξης εμπόρων που από το απλό κιρατζιλίκι αρχικά πέρασαν σε εμπορικές δραστηριότητες μεγάλης κλίμακας ιδρύοντας εμπορικούς οίκους σε όλη την Ευρώπη. Αυτοί οι άνθρωποι της διασποράς είχαν τη δυνατότητα και πρόσφεραν πάρα πολλά στον αγώνα για την απελευθέρωση. Εκτός από  την υλική βοήθεια πρόσφεραν και άλλες πολύτιμες υπηρεσίες καλλιεργώντας τα γράμματα και τις τέχνες συμβάλλοντας στη διατήρηση των πατρικών παραδόσεων και στην αφύπνιση των υπόδουλων αδελφών τους. Οι σημαντικές επίσης θέσεις που πολλοί από αυτούς κατείχαν στην Ευρώπη τους έδιναν τη δυνατότητα να επηρεάζουν θετικά την πολιτική των Μεγάλων Δυνάμεων στην Ευρώπη.

Ανάμεσά τους ο Ρήγας κληροδότησε στο λαό μας βαρύτιμη κληρονομιά: Τα υψηλά αστικοδημοκρατικά του ιδανικά, την ιδέα της συντροφικής αλληλεγγύης και της αδελφικής συνεργασίας των Βαλκανικών λαών και τη βαθιά του πίστη στο φωτεινό τους μέλλον, τη φλογερή επαναστατική δράση και τα αθάνατα έργα του και τέλος την επαναστατική του συνέπεια. Οι Τούρκοι, εκτελώντας φιρμάνι που πήραν από την Πόλη, τον στραγγάλισαν στις φυλακές  του Βελιγραδίου μαζί με τους συντρόφους του. Η λαϊκή μούσα τον πήρε τα συνατά της φτερά και τον ύψωσε στην αθανασία:

“… τι νάχει ο γερο-Δούναβης κι αφρίζουν τα νερά του

και μουρμουρίζει φοβερά και τρέχει θολωμένος…

Σκυλιά κι αν με χαλάσατε, ένας μόνον εχάθη,

μένουν χιλιάδες ζωντανοί για να σας κατασφάξουν…”

Σημαντικοί οι αγώνες των Σουλιωτών. Τινάζουν από πάνω τους τις αλυσίδες, άντρες, γυναίκες, παιδιά πολεμούν , αγωνίζονται και πεθαίνουν για τη λευτεριά. Συχνά υποστηρίζεται ότι οι Σουλιώτες είναι φάρες αρβανίτικες. Αν όμως κάποιος εξετάσει τα ονόματά τους: Γιώργας Τζιαβέλας, Γκόγκας Δαγκλής, Πανούσιος Φωτομάρας, Πούλιος Δράκος, Τούσιας Μπότσαρης , θα διαπιστώσει ότι Αρβανιτόβλαχους θυμίζουν. Εξάλλου, και στη Βέροια επιβιώνει το όνομα Μπότσαρης σε πολλούς Βλάχους, ενώ παλιότερα υπήρχε και το όνομα Τζαβέλας.

 

Στη βρύση στα Τσερίτσενα, στον πάτο από τη χώρα

Μπουλουμπασάδες κάθονταν κι όλο Μαργαριτιώτες

κι ακούρμεναν τον πόλεμο που κάναν οι Σουλιώτες:

Πώς πολεμάν μικρά παιδιά, γυναίκες σαν τους άντρες,

Πώς πολεμάει η Τζαβέλαινα σαν πρώτο παληκάρι!

Φέρνει ντουφέκι στο πλευρό, τα βόλια στην ποδιά της,

και το παιδί στην αγκαλιά…

 Πέρασαν 400 πάνω-κάτω χρόνια σκλαβιάς και πολλά αποτυχημένα κινήματα στηριγμένα σε εξωελλαδικές δυνάμεις, όσο να συνειδητοποιήσουν οι Έλληνες το λόγο του Οδυσσέα Ελύτη στον «Ήλιο τον Πρώτο»:

«Ένα και δυο: τη μοίρα μας δε θα την πει κανένας

 Ένα και δυο: τη μοίρα του ήλιου θα την πούμε εμείς».

Τρεις άσημοι Έλληνες καταλαβαίνουν πως η λευτεριά δε χαρίζεται μα κατακτιέται. Παίρνουν απόφαση να ετοιμάσουν το Σηκωμό  και ιδρύουν τη Φιλική Εταιρεία. Πρωτοπόρα η σπουδάζουσα νεολαία του εξωτερικού θα ποτίσει με το αίμα της στο Δραγατσάνι , ύστερα από τον επίσημο αφορισμό του Πατριαρχείου και την αποκήρυξη του Τσάρου, το αμάραντο δέντρο της λευτεριάς.

Ο λαός αποθανάτισε τον ηρωισμό, στο μοναστήρι του Σέκου,  των Βλαχοκαπεταναίων, του Γεωργάκη Ολύμπιου από το Βλαχολείβαδο του Ολύμπου και του Γιάννη Φαρμάκη από το Μπλάτσι, και οι γέροι στον Όλυμπο ακόμα τραγουδούν:

Μας ήρθε η άνοιξη πικρή, το καλοκαίρι μαύρο,

μας ήρθε κι ο χινόπωρος πικρός φαραμακωμένος.

Μαζί εσυμβουλεύονταν Γεωργάκης και Φαρμάκης:

– Γεωργάκη, έλα να φύγουμε στη Μοσκοβιά να πάμε

– Καλά το λες , Φαρμάκη μου, καλά το συντυχαίνεις,

μα εμέ μου φαίνεται ντροπή κι ο κόσμος θα γελάσει,

καλύτερα ας βαστάξουμε σ’ αυτό το μοναστήρι.

Δε στόπα, Γιάννη μ’, μια φορά, δε στόπα τρεις και πέντε

μην απομείνεις στη Βλάχιά, στου Σέκου μην καθήσεις

-Πού να το ξέρω ο πικρός, στο νου μου που να μούρθει,

πως οι κονσόλοι χριστιανοί , πως θε να μας προδώσουν!

Εσείς, πουλιά, που λεύτερα πετάτε στον αέρα

είδηση δώστε στη Φραγκιά στων χριστιανών τους τόπους,

δώστε και στη Φαρμάκαινα μαντάτο του θανάτου.

Η επαναστατική φλόγα απλώνεται παντού. Ο Παπαφλέσας ξεσηκώνει το Μωριά και σε λίγο βραντάνε τα καριοφίλια της λευτεριάς. Στο Μωριά σκοτώθηκε κι ο Γιαννάκης Φλώρας, αρβανιτόβλαχος από την Κοριτσά. Είναι ιστορικά αποδεδειγμένο ότι πολλοί Αρβανιτόβλαχοι από το 1.600 και μετά κατέβηκαν , με τα κοπάδια τους, ως το Μωριά, κι ανάμεσά τους και η φάρα των Τσεργιναίων, μακρινοί πρόγονοι των Κολοκοτρωναίων. Ο θρήνος από το θάνατο του Γιαννάκη Φλώρα είναι αποτυπωμένεος στο βλάχικο τραγούδι που μας διέσωσε ο Γερμανός εθνολόγος Veigant και ο Κώστας Κρυστάλλης, όπως το είχε ακούσει στη Σαμαρίνα.

Κλέφτες πληροφορούνται το θάνατο του Γιαννάκη του Φλώρα από γνωστούς διερχόμενους κιρατζήδες

Unu furu, Mitri :  O more frats, bizirsii ahãts anji tu muntsã, cu zlãclji, largu di lumi, mi lo dorlu di hoarã. Voi s’ vedu fumealia, voi s’ mi tornu acasã.

Ένας κλέφτης, ο Μήτρης:  Ω μωρέ αδέλφια, βαρέθηκα τόσα χρόνια στα βουνά, με τα ζουλάπια, μακριά απ’ τον κόσμο, πεθύμησα το χωριό. Θέλω να δω τη φαμίλια μου, θέλω να γυρίσω στο σπίτι.

 Capitanlu : Tse dzãts , ore Mitri, tse sboari suntu aesti; Io tse mi vedz, amu patrudzãts anji tu muntsã. Amu faptã tu ascerea alu Katsiantoni, amu faptã tu armatuliki. Amu faptã shi dospratsi di anji capitaniu – nu amu , ore Kola – ai shi cama nsus, ai – . S’ tsã dzãcu aninga unã. Amu curaiu shi trã altsã ahãntsã!

 Ο καπετάνιος: Τι λες ωρέ Μήτρη, τι λόγια είναι αυτά; Εγώ που με βλέπεις, έχω σαράντα χρόνια στα βουνά. Έχω κάνει στο ασκέρι του Κατσαντώνη,  έκανα στο αρματολίκι. Έχω κάνει και δώδεκα χρόνια καπετάνιος – δεν έχω, ωρέ Κόλα; – Έχεις και περισσότερα έχεις – Να σου πω ακόμα ένα. Έχω κουράγιο για ακόμη τόσα!

Unu altu furu: Frats, cãtu suntu Turtsãlji aua, nu ari locu trã noi. V’ agãrshitu, ore, tse trapsimu di elji. Nã loarã featili, n’arsirã cãsli, nã furarã tutiputa. Trã aesti shi aesti ishimu tu muntsã. Ma gini cu pulji tu muntsã di cãtu tu cãmpu cu Turtsãlji pri svercã, cum dzãsi shi Pirvuliatlu Righa di Vilistinu.

Ένας άλλος κλέφτης: Αδέλφια, όσο είναι οι Τούρκοι εδώ, δεν έχει  τόπο για εμάς. Ξεχάσατε, ωρέ, τι τραβήξαμε με δαύτους. Μας πήραν τα κορίτσια, μας κάψανε τα σπίτια, μας κλέψανε το βιος μας. Γι’ αυτά και γι’ αυτά βγήκαμε στα βουνά. Καλύτερα  με τα πουλιά στο βουνό, παρά στον κάμπο με τους Τούρκους στο σβέρκο, όπως είπε και ο Περιβολιώτης Ρήγας από το Βελεστίνο.

Unu furu, Mitri :  Ore elu s’vãtãmã shi lji scoasirã cãnticu cã nu adrã gini ’’δεν στόπα Αρήγα και πάλι Αρήγα, δεν τόπραξες καλά…’’

Ένας κλέφτης, ο Μήτρης: Ωρέ αυτός σκοτώθηκε και του βγάλανε και τραγούδι, γιατί δεν έπραξε σωστά…’’δεν στόπα Αρήγα και πάλι Αρήγα, δεν τόπραξες καλά…’’

Capitanlu : Avdi aua s’tsã dzãcu. Atselji tse lji scoasirã ahtari cãnticu eara unã cu Turtsãlji, tritsea gini cu elji. Noi lomu armatli shi isjimu tu muntsã, s’ ayunimu Turtsãlji, s’avemu drepturi, s’veadã shi lumea albã dzuã.

Ο καπετάνιος: Άκου εδώ να σου πω. Αυτοί που του βγάλανε τέτοιο τραγούδι ήταν ένα με τους Τούρκους, περνούσαν καλά με τούτους. Εμείς πήραμε τα άρματα και βγήκαμε στα βουνά, να διώξουμε τους Τούρκους, να έχουμε δικαιώματα, να δει και ο κόσμος άσπρη μέρα.

Unu vigljitoru: Capitane, capitane, avdu lavã ore! A ! nu easti tsiva, tracã di calji easti.

Ένας σκοπός: Καπετάνιο, καπετάνιο, ακούω φασαρία ωρέ! Α! δεν είναι τίποτα. Κουδούνια αλόγων είναι.

Ciradzi/Ghushia: Ore fitsiori, nu v’aspãreats, ia shidets mpadi.

Κιρατζής/Στέριος: Ώρε παιδιά, μη φοβάστε, για καθίστε κάτω.

 Unu furu : Ei gini vinjitu.

Ένας κλέφτης: Ε! καλώς ορίσατε.

Ciradzi /Ghushia: Gini v’aflãmu.

Κιρατζής/ Στέριος: Καλώς σας βρήκαμε.

Capitanlu:  Ei tini hii, ore Ghushia . Ia stats mpadi.

 Ο καπετάνιος: Ε! Εσύ είσαι, ωρέ Γούσια. Για καθίστε κάτω.

 Ciradzi /Ghushia : Ei daracu, astãljiti s’ angiaditsã calji. Lia shi bucla s’ n’ aduts nãtheamã apã aratsi, ca mi uscai di seati.

Κιρατζής/ Στέριος: Ε! διάολε, όρμα να συγκρατήσεις τα άλογα. Πάρε και τη μπούκλα να μας φέρεις λίγο κρύο νερό, γιατί στέγνωσα απ’ τη δίψα.

Capitanlu :  Tse s’ fatsi , ore Ghushia ! Tse vãrã hãbari di locurli io tritsets, tse vãrã noau ! Stãi s’ biemu unã arãcii.

 Ο καπετάνιος: Τι γίνεται, ωρέ Γούσια! Τι κανένα χαμπέρι απ’ τα μέρη απ’ όπου περνάτε, τι κανένα νέο! Κάτσε να πιούμε ένα ρακί.

Ciradzi /Ghushia:  Ore frate, tse hãbari s’ v’ dz μου.cu. Lai hãbari v’ aducu, dzioni capitane. Cumu yineamu di muntsãlji di Ianina amvitsãmu cã Ghianaki alu Flora di tu Curtsau s’ vãtãmã tu Mureauã!

Κιρατζής/ Στέριος: Ωρε αδελφέ, τι μαντάτο  να σας πω. Μαύρες ειδήσεις σας φέρνω, λεβέντη καπετάνιο. Όπως ερχόμουν από τα βουνα των Ιωαννίνων μάθαμε πως ο Γιαννάκης ο Φλώρας απ’ την Κοριτσά σκοτώθηκε στο Μοριά!

Capitanlu:  Tse dzãts, ore Ghushia, s’ vãtãmã Ghianaki alu Flora;

Ο καπετάνιος: Τι λες ωρέ Γούσια, σκοτώθηκε ο Γιαννάκης του Φλώρα;

Ciradzi /Ghushia :  S’vãtãmã, capitane, s’vãtãmã.

Κιρατζής/ Στέριος: Σκοτώθηκε, καπετάνιο, σκοτώθηκε.

Capitanlu :  Ei Kola, ai s’ lomu unu cãnticu, sã lu plãndzemu, s’ lu ghilimu prã capitanlu, acshi cum lji prindi.

 Ο καπετάνιος: Ε! Κόλα, άντε να πάρουμε ένα τραγούδι, να τον κλάψουμε, να τον πενθήσουμε τον καπετάνιο, έτσι όπως του πρέπει.

 Cantatoru: Adziutats , ore fitsiori shi voi, cã nu iasi boatsea asãndzã.

Τραγουδιστής: Βοηθήστε, ωρέ παιδιά και εσείς, γιατί δε βγαίνει η φωνή σήμερα.

Unu furu, Mitri:  Apãrnialu tini, shi va ashtãmu shi noi.

 Ένας κλέφτης, ο Μήτρης: Άρχισέ το εσύ, και θα βοηθήσουμε και εμείς.

Ai tse matastãmu di nã mintuimu,           Άιντε τι στεκόμαστε καισκεπτόμαστε,

tse lai cãnticu s’ apãrnjimu,                       σαν τι μαύρο τραγούδι να αρχίσουμε,

cãnticu  nou, cãnticu di tora,                    τραγούδι καινούριο, τραγούδι από τώρα,

cãnticu alu Ghianaci alu  Flora.               τραγούδι του Γιαννάκη του Φλώρα.

Di tu Curtsaua ascãpã,                               Γλύτωσε απ’ την Κοριτσά

sh’ tu Mureauã s’ vãtãmã.                          και σκοτώθηκε στο Μοριά.

Voi lai sots’, dzionji marats,                        Εσείς σύντροφοι, καημένοι λεβέντες,

unu di unu s’ vã vãtãmats                           ένας προς ένα να σκοτωθείτε

sh’ sãndzili amelu s’ nu lu alãsats,             και το αίμα μου να μην τ’ αφήσετε,

tu unã flidziani s’ lu adunats,                      σε ένα φλιτζάνι να το μαζέψετε,

s’ lu atsets  s’ lu ngrupats,                             να πάτε να το θάψετε,

cu preftsã mãri shi cu disputadz.                με μεγάλους παπάδες και δεσποτάδες.

Capitanlu :  Nu prindi s’ nã lia dorlu. Suntu njilji vãtãmats. Nu tricu Alipãshielu  pri Katsiantoni, ca nielu tu sulã, Ianina; Nu s’ vãtãmã Ghiorghaki  di Elimplu, di Livãdz, la mãnãstirea tu Vlaxii; Nu ciru Yani alu Farmachi di Blatsi dadunu cu elu; Botsareilji shi Dziaveleilji, fumelji ndedz, nu s’ asparsirã. Shi cama nãinti, Bucuvala, Nicutsiara, Vlahava;

Ο καπετάνιος: Δεν πρέπει να μας συνεπάρει ο πόνος. Υπάρχουν χίλιοι σκοτωμένοι. Δεν πέρασε ο Αλήπασας τον Κατσαντώνη, σαν αρνί στη σούβλα, στα Γιάννενα; Δε σκοτώθηκε ο Γιωργάκης απ’ το Λιβάδι του Ολύμπου στο μοναστήρι στη Βλαχία; Δε χάθηκε μαζί του ο Γιάννης Φαρμάκης από το Μπλάτσι; Οι Μποτσαραίοι και οι Τζαβελαίοι, ολόκληρες οικογένειες δε χαλάστηκαν; Και πιο νωρίς ο Μπουκουβάλας, ο Νικοτσιάρας, ο Βλαχάβας;

Unu altu furu : Aidi, sculats vã, s’ adrãmu unu dziocu, s’ tinjisimu capitanlu tse s’ vãtãmã , shi tuts atselji  cari deadirã bana  trã aestu locu.

Ένας άλλος κλέφτης: Άντε, σηκωθείτε, να κάνουμε ένα χορό, να τιμήσουμε τον καπετάνιο που σκοτώθηκε, αλλά και όλους αυτούς που δώσανε τη ζωή τους για αυτόν τον τόπο.

 Unu altu furu: Aidi ore, sburãts mangi trã bãrbats. V’ agãrshitu tse s’ featsi cu mblierli. Avinati di Turtsã, cu fitsiuritslji ‘n bratsã, nu s’ arcarã tu aruu shi s΄ nicarã tuti, trã s’ nu cadã tu mãnili aloru.

 Ένας άλλος κλέφτης: Άιντε ωρέ, μιλάτε μόνο για τους άνδρες. Ξεχάσατε τι έγινε με τις γυναίκες. Κυνηγημένες από Τούρκους, με τα παιδιά στην αγκαλιά, δεν πέσανε στο ποτάμι και πνίγηκαν όλες, για να μη πέσουν στα χέρια τους;

Unu furu, Mitri :  Acshi iasti , acshi s’ adrã. Scirurã maratili di mblieri.

 Ένας κλέφτης, ο Μήτρης: Έτσι είναι, έτσι έγινε. Χάθηκαν οι καημένες οι γυναίκες.

 

 Capitanlu :  Sãndzili  tse s’ versã ahãnts anji tu muntsã, nu va s’ ducã cirutu: ayonia i amnatu va lji avinãmu Turtsãlji di tu aestu locu, cã iasti anostru.

Ο καπετάνιος: Το αίμα που χύθηκε τόσα χρόνια στα βουνά, δεν θα πάει χαμένο: Αργά ή γρήγορα θα κυνηγήσουμε τους Τούρκους απ’ αυτό τον τόπο, γιατί είναι δικός μας.

Unu furu: Aidi ore frats, sculats vã , s’ nu iasã lutseafirlu shi n’ acatsã apiritlu.

Ένας κλέφτης: Άιντε ωρέ αδέλφια, σηκωθείτε, να μη βγει το αστέρι της αυγής και ξημερωθούμε.

Φεύγουν και τραγουδούν :

Cãntu va yinã arushlu Maiu,                           Πότε θα ‘ρθεί ο ξανθός Μάης,

lilitsia nji di pri t’ Maiu,                                     λουλούδι μ’ του Μαγιού,

aidi shi mushiata nji prumuveara,                   άιντε κι η όμορφη μου Άνοιξη,

voi dzionji armatuladz.                                     (εσείς) λεβέντες  αρματολοί.

Tra s’ iasã Armãnlji pri tu munts,                   Να βγουν οι Βλάχοι στα βουνά,

lilitsia nji di pri t’ Maiu,                                      λουλούδι μ’ του Μαγιού,

aidi shi ‘n hoarã n’susu Selia,                           άιντε στο χωριό ψηλά  στο Σέλι,

voi dzionji armatuladz.                                     (εσείς) λεβέντες  αρματολοί.

Tra s’ iasã arudili di oi,                                     Να βγουν τα ρούντα  πρόβατα,

lilitsia nji di pri t’ Maiu,                                     λουλούδι μ’ του Μαγιού,

aidi cu cloputli di asimi,                                     άιντε με τ’ αργυρά κουδούνια,

voi dzionji armatuladz.                                       (εσείς) λεβέντες  αρματολοί.

Tra s’ iasã m(u)shiatili tu choru,                     Να βγουν οι όμορφες στο χορό,

lilitsia nji di pri t’ Maiu,                                      λουλούδι μ’ του Μαγιού,

aidi shi dzionlji la siryiani,                                άιντε κι οι νέοι  στο σεργιάνι,

voi dzionji armatuladz.                                       (εσείς) λεβέντες  αρματολοί.

Si nji esu shi io maratlu nji,                                Να βγω και εγώ ο καημένος,

lilitsia nji di pri t’ Maiu,                                        λουλούδι μ’ του Μαγιού,

aidi cu laia nji di nipteari,                                    άιντε με τη μαύρη μου αρρώστια,

voi dzionji armatuladz.                                         (εσείς) λεβέντες  αρματολοί.

Στην Αλαμάνα ξαναζούν οι Θερμοπύλες. Ο Διάκος στο μαρτύριό του με το τραγούδι του Μαγιάπριλου. Ο Ανδρούτσος υψώνει κάστρο λευτεριάς στο πλίθινο Χάνι της Γραβιάς. Οι ραγιάδες με το ‘’γέρο του Μωριά’’ πολιορκούν την Τριπολιτσά. Ο απόηχος από το ολοκαύτωμα της Νάουσας, που πρωτοστάτησε και ο Καρατάσος που άλλοι λένε ότι κατάγονταν από το Ντοβρά, άλλοι από το Διχαλεύρι , αλλά ο Κασομούλης στα ‘’Στρατιωτικά του Ενθυμήματα’’από το Ξηρολίβαδο, έγινε τραγούδι:

Τρία πουλάκια κάθονταν  στης Νιάουστας το κάστρο.

Τόνα τηράει τα Βοδενά, το άλλο κατά τη Βέρια,

Το τρίτο το μικρότερο μοιλολογάει και λέει:

Μας πάτησαν τη Νιάουστα, όμορφη πολιτεία…

Στο Μεσολόγγι που έχει για τείχη ένα φράκτη, πολιορκημένο από όλες τις δυνάμεις της Τουρκιάς και της Αιγύπτου, γράφεται το αθάνατο έπος ανδρείας και λεφτεριάς. Ο  λόγος του ποιητή συμπυκνώνει την αντίσταση στη συνασπισμένη αντίδραση :

Αραπιάς άτι, Γάλλου νους, βόλι τουρκιάς, τόπι Άγγλου

πέλαγο μέγα πολεμάει, βαρεί, βαρεί, βαρεί το καλυβάκι

Έκεί σκοτώθηκε και ο Μίχος Φλώρος, καπετάνιος από τη Σαμαρίνα, που η διάτα που άφησε στα παλικάρια του που επέστρεφαν στα Βλαχοχώρια, από μοιρολόι έγινε τραγούδι αγώνα:

Αηδόνια από το Σμόλικα, πουλιά απ’ τη Βασιλίτσα,

για βγάλετε τα κόκκινα και ντύσετε τα μαύρα,

φέτος να μη λαλήσετε, τούτο το καλοκαίρι,

ήρθε γράμμα απ’ τα Γιάννενα, φέρνει μαύρα μαντάτα,

το Μίχο Φλώρο λάβωσαν βαριά και θα πεθάνει.

Τα παλικάρια σύναξε, παραγγελιά τα δίνει:

Εσείς παιδιά βλαχόπουλα, παιδιά της Σαμαρίνας,

σαν πάτε απάνω στο χωριό, ψηλά στα βλαχοχώρια,

ντουφέκια να μη ρίξετε, τραγούδια να μην πείτε…

 

“Ν-εσείς μωρέ παιδιά βλαχόπουλα,

παιδιά της Σαμαρίνας,
μωρέ παιδιά καημένα

κι ας είστε λερωμένα.
Σαν πάτε πάνω, μωρέ, στα βουνά ,

ψηλά στη Σαμαρίνα
ντουφέκια να μη ρίξετε ,

τραγούδια να μην πείτε.
Μην πείτε πως , μωρέ, λαβώθηκα

πως είμαι σκοτωμένος.
Να πείτε πως, μωρέ, παντρεύτηκα ,

πήρα καλή γυναίκα …

Ia scoalã, scoalã , capitanu,              – Για ξύπνα ,  καπετάνιε ,

di somnulu atselu di moarti,              από τον ύπνο του θανάτου,

cã vinji oara sã fudzimu,                     γιατί ήρθε η ώρα να φύγουμε,

s’nã tsemu tu loclu anostru.                να πάμε στα μέρη τα δικά μας.

-Ia tsets vã , tsets vã, voi fitsiori        – Πάτε εσείς, ωρέ παιδιά,

shi voi fitsiori di Turia                           παιδιά απ’ την Τούρια,

shi carã s’vã ntrebã dada amea         κι αν σας ρωτήσει η μάνα μου

shi marata di suricã                              κι η δόλια η αδελφή μου,

s’nu lji tsetsã cã io murii…                   μην πείτε πως απόθανα…

 

Δεν σ’ άρεζε, Σμαήλαγα,  Φούρκα  και Σαμαρίνα
μόν’ γύρευες – γιος Σμαήλαγα – και το Ντουτσκό  να πας αρματωμένος.
Kι  απάνω οι κλέφτες φώναζαν, Σμαήλα μ,’ ξαρματώσου.
Άϊντε το πώς να ρίξω τα’ άρματα, το πώς να ξαρματώσω;
Άϊντε εγώ είμαι  γιος Σμαήλαγα, εγώ είμαι  γιος Δερβέναγα
στον κόσμο ξακουσμένος…

Η Επανάσταση του 21 δεν ήταν σπορά της τύχης. Τη γέννησαν οι ανάγκες και τη θέριεψαν η οργή του λαού και οι συνθήκες. Ο εφτάχρονος αγώνας  και το αίμα που χύθηκε, η κοινή γνώμη της Ευρώπης, τα συμφέροντα των μεγάλων δυνάμεων οδήγησαν στο Ναβαρίνο. Η επανάσταση τέλειωσε. Η Ελλάδα λευτερώθηκε.

Ο Μακρυγιάννης όμως μέ τήν ιστορική παράσταση που κατά παραγγελία του ζωγράφισε ο Παναγιώτης Ζωγράφος κάνει μια δυσοίωνη πρόβλεψη : « Παρακάτου είναι ένας χορός οπού γένεται· ένας με σκουτιά φράγκικα χορεύει μ’ έναν ‘Ελληνα… Ο φραγκοφορεμένος θέλει τον δικό του χορό, ο ‘Ελληνας τον δικό του και θα μαλλώσουνε ογλήγορα, ότι δεν μπορεί να μάθη ο ένας του άλλου το χορό ». Πράγματι, πολλοί αγωνιστές δε δικαιώθηκαν.  Ο Κολοκοτρώνης πέρασε πολλή ΄΄λεύτερη΄΄ ζωή στις φυλακές και ο Μακρυγιάννης μίλησε με πολλή παρρησία στη βαυβαρική αντιβασιλεία, για να υπερασπιστεί τους αγωνιστές και να καταδικάσει τη βία και την τρομοκρατία που οι ξένοι επέβαλαν στη χώρα μας.

Εξάλλου, μεγάλα κομμάτια γης ελληνικής  εξακολουθούσαν να είναι σκλαβωμένα. Χαρακτηριστικό ότι ο πρώτος κοινοβουλευτικός πρωθυπουργός της Ελλάδας, ο Γιάννης Κολέτης, κατάγονταν από το βλάχικο κεφαλοχώρι, το Συράκο, που τότε ήταν ακόμη αλύτρωτο. Και οι αγώνες συνεχίστηκαν. Ένα από τα σημαντικότερα μετεπαναστατικά κινήματα υπήρξε η επανάσταση στη Δυτική Μακεδονία του 1854, γνωστή σαν επανάσταση της Φυλλουριάς, που ήταν έργο, κυρίως, μελών τσελιγγάτων από τα βλαχοχώρια των Γρεβενών. Ο λαός της περιοχής θρήνησε το χαλασμό των Βλάχων:

 Άνοιξε ο γάβρος κι η οξιά κι ισκιώσαν τα λημέρια,

βγήκαν οι Βλάχοι στα βουνά, οι Βλάχοι Σαρμανιώτες,

βγήκαν τα λάια πρόβατα με τ’αργυρά κουδούνια.

Βγήκε κι ο γέρο-Άκαρμπος, ο γέρο-Χατζημάτης

που ήταν στους Βλάχους αρχηγός , σε δώδεκα ταράφια.

Απ’ το Πραιτώρι κίνησε στη Δημηνίτσα φτάνει

κι οι Τούρκοι τον αντάμωσαν στης Φυλλουριάς τη στράτα.

Γιόμισεν ο τόπος αίματα, γιόμισε και κεφάλια.

Κλαίνε οι μάνες για παιδιά και τα παιδιά για μάνες…

Μάνα, δε θέλω κλάμματα, δε θέλω μοιρολόγια.

Μένα με κλαίνε τα βουνά, με κλαίν’ τα βλαχοχώρια.

Με κλαίει η νύχτα κι η αυγή, τ’ άστρα και το φεγγάρι,

με κλαίν’ οι νύφες του Χατζή, νύφες του Χατζημπύρου…

Οι Βλάχοι από τη Βέροια, το 1878, πρόσθεσαν μια νέα επαναστατική σελίδα, στην εξέγερση του Κολινδρού, με επικεφαλής τους Μπαντραλεξαίους, που κατέληξε στο ολοκαύτωμα  στους Άγιους Πάντες, στα Παλατίτσια , όπου όπως μας πληροφορεί η προφορική παράδοση εφτά γυναίκες ρίχτηκαν στο γκρεμό, κι ανάμεσά τους η Κατερίνα Νιώπα με το μωρό της , το Γιάννη, το οποίο δε σκοτώθηκε και το βρήκαν να θηλάζει από τη νεκρή μάνα του. Ο λαός αποθανάτισε την επανάσταση:

Φλεβάρης δεν κουσούριασε και Μάρτης δεν εμπήκε.

Όλη η Βλαχιά συνάχτηκε να φέρει το ρωμέικο.

Στους Άγιους Πάντες βγήκανε, ψηλά στο καραούλι

Και στο Δεσπότη λέγανε και στο Δεσπότη λένε:

Δεσπότη μ’, δος μας δύναμη, δος μας την ευλογία,

Τους Τούρκους να βαρέσουμε τα άγρια θηρία…

Και οι Βλάχοι στο Βέρμιο ακόμη τραγουδούν:

Νεσείς βουνά, ψηλά βουνά,

βουνά απ’ το Άνω Σέλι,

τους Βλάχους τι τους κάνατε

με τ’ άσπρα τα τσιπούνια;…

 Το πνεύμα του ’21 στα χρόνια του ελεύθερου βίου της πατρίδας μας, ποτέ δεν έσβησε. Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση στέκει ο αντιφασιστικός αγώνας του 1940, τότε που ο Παλαμάς συμπύκνωσε επιγραμματικά τις δυο μεγάλες φωτιές στη νεώτερη ιστορία του λαού μας.

 «Αυτό το λόγο θα σας πω, δεν έχω άλλο κανένα

   μεθύστε με το αθάνατο κρασί του ‘21»

Σημείωση:  Το κείμενο αυτό αποτέλεσε το σενάριο για την ομώνυμη παράσταση που οργάνωσε ο Σύλλογος Βλάχων Βέροιας στο ‘’Χώρο Τεχνών’’ στη Βέροια, το Μάρτιο του 2017, καθώς και το περιεχόμενο του Ημερολογίου 2018 που κυκλοφόρησε ο Σύλλογος. Σχετικά με την εκδήλωση μπορείτε να διαβάσετε ΕΔΩ. Ακολουθεί το video της εκδήλωσης.

Πηγές:

Για τα κείμενα:

  • ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ Α.Ε.
  • ΜΕΓΑΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑς, Γ. ΚΟΡΔΑΤΟΥ
  • Α .Β. ΠΑΠΑΒΑΣΙΛΕΙΟΥ: Ιστορικά Σημειώματα για τους Βλάχους ή Κουτσοβλάχους, Βέροια
  • Γ. Χ. Χιονίδη, Οι Ανέκδοτες Αναμνήσεις του Γιώτη (Παναγιώτη) Ναούμ για τους Βλάχους της Ηπείρου και Μακεδονίας στη διάρκεια του 19ου αιώνα και για την Επανάσταση του 1878 στη Μακεδονία, Περιοδικό Μακεδονικά, τόμος ΚΔ(24), σελ. 36-98, Θεσσαλονίκη 1984 ( Μετάφραση από τη ρουμανική γλώσσα από τον Γ. Καπρίνη, ανεψιό του Γ. Ναούμ).
  • Αστέριος Ι. Κουκούδης , «Οι Βεργιάνοι Βλάχοι και οι Αρβανιτόβλαχοι»
  • Γιώργης Έξαρχος, «ΑΥΤΟΙ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΒΛΑΧΟΙ», εκδ. Γαβριηλίδη,      Αθήνα 1994.
  • « ΟΙ ΕΛΛΗΝΟΒΛΑΧΟΙ ( ΑΡΜΑΝΟΙ ) Α-Β
  • A.J.B. Wace – M.S. Thomson , Οι Νομάδες των Βαλκανίων, Φ.Ι.Λ.Ο.Σ. Τρικάλων, εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1989.
  • G. Weigand: Οι ΑΡΩΜΟΥΝΟΙ (ΒΛΑΧΟΙ), Β τόμος ( Λαογραφία-Γλώσσα), Λειψία  1894. Μετάφραση Γ. Παπασωτηρίου & Μ. Ταμπακιώτη-Σίμου. εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2004.
  • Κ. Κρυστάλλης, ΆΠΑΝΤΑ, τόμοι 2, εκδ. Μέρμηγκα, Αθήνα 1974.
  • Κώστα Μπίρκα, ΑΒΔΕΛΛΑ, εκδ. ΙΩΛΚΟΣ, Αθήνα 1978.
  • Ντόντου Γ. , ΑΡΜΑΝΑΜΙΑ ( Η ΒΛΑΧΟΥΡΙΑ) ΚΑΙ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΑΡΜΑΤΟΛΩΝ ΚΑΙ ΚΑΠΕΤΑΝΑΙΩΝ, Βελεστίνο 1992.

Για τα τραγούδια:

  • Αρχείο Συλλόγου Βλάχων Βέροιας
  • Αρχείο Γιώργου Μανέκα
  • Ζωή Παπαζήση-Παπαθεοδώρου: Τα τραγούδια των Βλάχων, εκδ. Gutemberg , Αθήνα 1985.
  • Γεωργίου Παδιώτη, Cantitsi Farsheroteshti – Τραγούδια  Φαρσαριωτών, Αθήνα  1991

Για τις  φωτογραφίες:

  • Αρχείο Συλλόγου Βλάχων Βέροιας
  • Αρχείο Τάκη Γκαλαΐτση
  • Αρχείο Τάκη Καραγιάννη

Λογοτεχνικές αναφορές

  • Κ. Παλαμάς
  • Δ. Σολωμός
  • Ο.Ελύτης
  • Γ. Μακρυγιάννης
banner-article

Ροη ειδήσεων