Απόψεις Πολιτισμός

“Αναζητώντας τον Έλληνα (El Greco) στην Ισπανία” γράφει ο Δημήτρης Κατσαβός

 

(Μια διαφορετική προσέγγιση της επίσκεψης του Δημοτικού Σχολείου Κουλούρας στην Ισπανία, στα πλαίσια του προγράμματος «Money Matters» του «Erasmus+»).

Να γυρίζεις τη γη, να βλέπεις και να μην χορταίνεις καινούρια χρώματα, καινούρια αρώματα, χώματα και θάλασσες, ανθρώπους και ιδέες και να τα βλέπεις όλα σαν για πρώτη φορά, και να τα βλέπεις όλα σαν για τελευταία, να κλείνεις τα μάτια και τα βλέφαρα και να νιώθεις τα πλούτη, να κατασταλάζουν μέσα σου, να λημεριάζουν θύμησες και μνήμες. … Κι εσύ να γράφεις και να καταγράφεις και να νομίζεις πως κάνεις τέχνη ενώ δεν κάνεις τίποτα άλλο από το να αφήνεις την ψυχή σου να φωνάζει !

Να ΄μαστε στην Ισπανία, λοιπόν!

Ολάκερη λάμπει και σαλεύει στο νου μας σαν ένα παγώνι αρσενικό, που μ’ ανοιγμένες τις φτερούγες του σεριανάει ανάμεσα σε δυο θάλασσες ανάμεσα σε δυο βράχια, ανάμεσα στο Πάθος και το Τίποτα.

Είναι πολύ δύσκολο να δεις έναν καινούριο για σένα τόπο με τα μάτια σου, όταν πριν από εσένα, πέρασε από τον τόπο τούτο και άφησε το αποτύπωμά του ένας μεγάλος αδερφός σου, ένας μεγάλος Έλληνας, Ο Έλληνας (El Greco). Και αν και γνώριζε, όσο κανένας, πόσο όλα – βουνά, θάλασσες, δέντρα, ζώα, άνθρωποι, ιδέες είναι στον κάθε τόπο όλα καμωμένα από τα γύρω υλικά του, αυτός ο μεγάλος Έλληνας, που είχε μάθει να αψηφά τις συμβάσεις, να περιφρονεί το τέλειο σχέδιο, τις αρμονίες, την ομορφιά και την προοπτική, επέλεξε να ζήσει και να δημιουργήσει εδώ …

Τολμώντας: : «…θα παλέψω, στη Φραγκιά πού πάω, μέ τους πιο τρανούς, για να ζορίσω την ψυχή μου ή να χαθεί ή να νικήσει. Θα δείς. Θα δείς. Και πρώτα πρώτα θά τά βάλω, μην τρομάξεις, με τον Μιχαήλ Άγγελο. Είδα προχτές ένα μικρό αντίγραφο της Δευτέρας Παρουσίας πού ζωγράφισε στη Ρώμη. Δε μού αρέσει… Όχι, δε μού αρέσει. Ανασταίνει τη σάρκα, γεμίζει πάλι ο κόσμος κορμιά, δεν τά θέλω!»

Ανάμεσα στο Πνεύμα και την Ύλη, ανάμεσα σ’ Ανατολή και Δύση παρεμβαίνει αποφασιστικά: «…σκίζω τις μάσκες, ανασηκώνω τα κρέατα, δε γίνεται, λέω, κάτι αθάνατο υπάρχει κάτω από τά κρέατα, αυτό ζητώ, αυτό θά ζωγραφίσω. Όλα τά άλλα, μάσκες, κρέατα, ομορφιές, τά χαρίζω στους Τιτσιάνους και Τιντορέτους, με γειά τους με χαρά τους!».

Τριγυρίζουμε  στους δρόμους που περπάτησες, Δομήνικε, στα Μουσεία και τις εκκλησιές που βρίσκονται τα έργα σου, το σπίτι σου, στο Τολέδο, δρασκελούμε  το κατώφλι του… Κήπος ήσυχος ,ζεστός… Μια ροδιά ανθισμένη σαν φωτιά, ένα αρχαίο μαρμάρινο άγαλμα… Εσύ λείπεις… ή μάλλον όχι… όχι, είσαι παντού… στεκόμαστε  προσκυνητές μπροστά στα έργα σου!

Οι ψηλόλιγνες μορφές τους  δεν ορίζονται πλέον από περιγράμματα, αλλά από ένα γαιόχρωμο μίγμα φωτός και σκιάς, που τις κάνει να δονούνται από εσωτερική ένταση. Είναι σχεδόν εξαϋλωμένες, γίνονται διάφανες και απόκοσμες, παραπέμποντας αβίαστα στους δικούς μας ασκητές της βυζαντινής εικονογραφίας.

Το φως, το φως στα έργα σου, τρώει τα σώματα, αποσυνθέτει τα σύνορα κορμιού και ψυχής, τεντώνει  σα δοξάρι τα κορμιά –κι ας σπάσουν. Όλος ανησυχία και πείσμα, περιφρονώντας τους συνηθισμένους κανόνες της τέχνης, προσηλωμένος μονάχα στο δικό σου τ’ όραμα, παίρνεις το πινέλο σου όπως ο ιππότης το σπαθί του, και ξεκινάς.

Αχ λατρεμένε μου Έλληνα, Έλληνα της Ισπανίας, θέλουμε  να γίνουμε  η φωνή της δικής μας Πατρίδας, της Ελλάδας , με τ’ αρχαία μνημεία και τη σύγχρονη θλίψη, και να κάνουμε την Αναφορά μας  σε Εσένα, Έλληνα με δάνειες λέξεις από τον συντοπίτη σου Νίκο Καζαντζάκη και να σου ψιθυρίσουμε τα ίδια λόγια τόσα χρόνια μετά:

««Παππού αγαπημένε. Πόσος καιρός πέρασε από τη νύχτα εκείνη που κοιμήθηκα, ξανά,  στο Τολέδο, κι οσμίστηκες πως έφτασε ένας Έλληνας στη γειτονιά σου, η ίδια η Μικρή Πατρίδα σου και σηκώθηκες από το μνήμα, γίνηκες όνειρο κι ήρθες και με βρήκες;

Μια αστραπή; Τέσσερις  αιώνες; Ποιος μπορεί στον αέρα της αγάπης να ξεχωρίσει την αστραπή από την αιωνιότητα;
Όλη μου τη ζωή ήμουν ένα δοξάρι σε ανήλεα, αχόρταγα χέρια. Πόσες φορές τα αόρατα χέρια τέντωσαν, παρατέντωσαν το δοξάρι και το άκουγα να τρίζει, να σπάσει!
Ας σπάσει! φώναζα…
Με είχες μάθει, παππού, να διαλέγω.
Διάλεξα.
Και τώρα αχνίζει το δειλινό πάνω στους λόφους.
Μεγάλωσαν οι ίσκιοι, γέμισε ο αγέρας πεθαμένους. Η μάχη τελεύει.
Νίκησα; Νικήθηκα;
Τούτο μόνο ξέρω: είμαι γεμάτος πληγές και στέκομαι όρθιος.
Γεμάτος πληγές, όλες στο στήθος. Κι έκαμα ό,τι μπόρεσα, παππού, περισσότερο, απ’ ό,τι μου παράγγειλες, Για να μη σε ντροπιάσω.
Φιλώ το χέρι σου, φιλώ τον ώμο τον δεξό σου, φιλώ τον ώμο το ζερβό σου. Παππού, καλώς σε βρήκα…»

« Όπου και να ταξιδέψω  η Ελλάδα με πληγώνει …» σημειώνει ένας άλλος μεγάλος Έλληνας, ο Γ. Σεφέρης.

« Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πεισμώνει …» σκέφτομαι…

———————–

Σημείωση Φαρέτρας:  Ο Δημήτρης Κατσαβός είναι Διευθυντής του Δημοτικού Σχολείου Κουλούρας Ημαθίας

banner-article

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΑ