“Χορεύοντας” με τον Εγκέλαδο – Οι σεισμοί της Αθήνας από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα
Ο σεισμός μεγέθους 4,4 στην κλίμακα Ρίχτερ, που έγινε το βράδυ της 15ης Ιανουαρίου του 2018, αν και δεν ήταν μεγάλος, προκάλεσε κοινωνική ανησυχία και προβληματισμό. Η αιτία είναι ότι έγινε αισθητός σχεδόν σε όλη την Αττική και χιλιάδες ανθρώπων ταράχτηκαν. Είχαν προηγηθεί και άλλοι μικρότεροι από τις 8 του μηνός και αυτό επέτεινε την ανησυχία. Η σεισμική δράση εμφανίζει ύφεση το τελευταίο 24ωρο. Η περιοχή δεν έχει ιστορικό ισχυρών σεισμών στο παρελθόν. Παρ’ όλα αυτά ο κύκλος δεν έχει ακόμη κλείσει και γι’ αυτό εξακολουθούμε να παρακολουθούμε με ιδιαίτερη προσοχή.
Tου Δρos Γεράσιμου
Α. Παπαδόπουλου *
Σεισμολόγου
Η Αθήνα έχει μακραίωνη ιστορία και διαχρονικά αποτελεί παγκόσμιο φάρο πολιτισμού και ανάτασης του ανθρώπινου πνεύματος. Μέσα από τη διήγηση του Πελοποννησιακού Πολέμου, ο μεγάλος ιστορικός της αρχαιότητας Θουκυδίδης περιλαμβάνει αρκετές πληροφορίες για τα σεισμικά φαινόμενα εκείνης της εποχής. Αυτό, όμως, δεν χαρακτηρίζει ολόκληρη την ιστορική διαδρομή της Αθήνας για δύο λόγους.
Ο πρώτος είναι ότι η Αθήνα γεωγραφικά βρίσκεται σε περιοχή σχετικά χαμηλής σεισμικότητας σε σύγκριση με άλλες περιοχές της πατρίδας μας. Ο δεύτερος λόγος έγκειται στο ότι η Αθήνα μετά τους κλασικούς χρόνους παρήκμασε σταδιακά και σχεδόν απουσίασε από την ιστορία για περισσότερα από 1.000 χρόνια. Συνεπώς, για μεγάλο χρονικό διάστημα οι όποιοι σεισμοί έγιναν στην περιοχή της διέφυγαν την ιστορική καταγραφή. Ας δούμε, όμως, μερικά χαρακτηριστικά συμβάντα σεισμών.
Περίοδος κλασικής αρχαιότητας
Οι πρώτες ιστορικές πληροφορίες για τους σεισμούς της Αθήνας προέρχονται από την περιγραφή του Θουκυδίδη: Την ίδια εποχή [χειμώνας 427-426 π.Χ.] έγιναν και πολλοί σεισμοί στην Αθήνα, στην Εύβοια και στη Βοιωτία, ιδιαίτερα στον βοιωτικό Ορχομενό. Δεν προκύπτει, όμως, αν οι σεισμοί υπήρξαν βλαβεροί. Σε άλλο σημείο ο Θουκυδίδης λέει: Στην αρχή του καλοκαιριού που ακολούθησε, την πρώτη μέρα του καινούριου φεγγαριού, έγινε μερική έκλειψη του ήλιου και σε λίγες μέρες, τον ίδιο μήνα, σεισμός. Αλλά δεν είναι σαφές αν ο σεισμός έγινε στην Αθήνα ή σε άλλο μέρος της χώρας. Η έκλειψη αυτή έγινε στις 21 του δικού μας Μαρτίου του 424 π.Χ.
Το καλοκαίρι του 420 π.Χ. οι Αθηναίοι είχαν συγκαλέσει σύναξη του λαού για να ακούσουν αντιπροσωπεία των Αργιτών με σκοπό να αποφασίσουν αν θα κάνουν συμμαχία με το Άργος εναντίον των Σπαρτιατών. Ο Πλούταρχος λέει: «ἐβοήθησε δὲ τῷ Νικίᾳ σεισμός τις διὰ μέσου γενόμενος καὶ διαλύσας τὴν ἐκκλησίαν». Φαίνεται ότι λόγος της διάλυσης της εκκλησίας (δηλ. της συγκέντρωσης) δεν ήταν τόσο η σφοδρότης του σεισμού αλλά το ότι αυτός θεωρήθηκε ως διοσημία, δηλαδή αρνητικό σημάδι των θεών.
Η επικρατούσα συνήθεια στην Αθήνα ήταν οι διοσημίες να επιφέρουν διάλυση της εκκλησίας του δήμου. Μάλιστα υπήρχε τέτοια υπερβολή στη συνήθεια αυτή ώστε ο Αριστοφάνης, στους Αχαρνείς, σατιρίζει τη συνήθεια βάζοντας τον Δικαιόπολη να απαγορεύει να γίνει συζήτηση για το μισθό των Θρακών, επειδή έσταξε σταγόνα βροχής πάνω του και αυτό θεωρήθηκε διοσημία.
Ο σκοτεινός μεσαίωνας
Πέρασαν πολλά χρόνια και η Αθήνα παρέμενε πλέον εκτός της ιστορίας. Γι’ αυτό απουσιάζουν και οι πληροφορίες για σεισμούς για πολλούς αιώνες. Υπάρχει η αναφορά για έναν σεισμό γύρω στα 1321 μ.Χ. αλλά αυτός είναι αμφίβολος. Και φθάνουμε στο σεισμό του 1705.
Ο σεισμός του 1705
Ο σεισμός αυτός έγινε μάλλον στις 3 Σεπτεμβρίου του 1705 και αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα των πολλών συζητήσεων και διαφορετικών απόψεων που μπορεί να προκαλέσει ένα ιστορικό κείμενο, ελλιπές ως προς τις πληροφορίες που παρέχει, γύρω από ένα σεισμικό συμβάν της ιστορικής περιόδου. Πράγματι, οι συζητήσεις μεταξύ των σεισμολόγων και των ιστορικών, σχετικά με το πότε έγινε το συμβάν και αν επρόκειτο για σεισμό ή για καταστροφικό γεγονός εξαιτίας επιδρομέων, διάρκεσαν επί σχεδόν ενάμιση αιώνα.
Από όλα τα διαθέσιμα στοιχεία προκύπτει ότι ο σεισμός έβλαψε την Ακρόπολη, την εκκλησία του Αγίου Διονυσίου και την οικία του μητροπολίτη, που ευρίσκοντο στη βόρεια πλαγιά του βράχου του Άρειου Πάγου, που εντοπίζεται ανάμεσα στην Ακρόπολη και τους λόφους της Πνύκας και του Αγοραίου Κολωνού.
Στην αρχαιότητα ο βράχος αυτός ήταν ο τόπος της Βουλής του Αρείου Πάγου, δηλαδή του δικαστικού σώματος της αρχαίας Αθήνας. Γύρω στα μέσα του 16ου αιώνα στην κορυφή του λόφου κτίσθηκε ναός προς τιμήν του Διονυσίου του Αρεοπαγίτη που υπήρξε ο πρώτος επίσκοπος της Αθήνας και σήμερα είναι ο πολιούχος αυτής. Ο χριστιανικός ναός ήταν τρίκλιτος σε ρυθμό βασιλικής. Στα ΒΔ του ναού αυτού υπήρχε η μητροπολιτική οικία που επλήγη από τον σεισμό. Επίσης, ζημιές υπέστησαν τα κελιά του μοναστηριού του Νικοδήμου, που βρισκόντουσαν μάλλον πλησίον της σημερινής Ρωσικής Εκκλησίας, και η Βασιλική Εκκλησία που πιθανώς βρισκόταν πλησίον του Σταδίου.
Όμως, το γεγονός ότι δεν αναφέρθηκαν θύματα από τον σεισμό οδηγεί στο συμπέρασμα ότι μάλλον δεν επρόκειτο για πολύ ισχυρό σεισμό. Δεν έχουμε επαρκή στοιχεία ούτε για το επίκεντρο ούτε για το μέγεθος του σεισμού.
1785 και 1805
Από ιστορικά βιβλία μαθαίνουμε ότι στις 24 Ιουνίου του 1785 έγινε σεισμός στην Αθήνα. Από οθωμανικό έγγραφο προκύπτει ότι, την ίδια εποχή, στη Χαλκίδα, ζημιές υπέστησαν από τον σεισμό το κάστρο και ο δρόμος προς τη γέφυρα και ότι χρειάζονταν επισκευή. Μάλλον επρόκειτο για τον ίδιο σεισμό που έγινε αισθητός στην Αθήνα. Από διήγηση του Άγγλου περιηγητή Dodwell μαθαίνουμε ότι το 1805 μερικά τμήματα, προφανώς μαρμάρινα, του δυτικού τυμπάνου του Παρθενώνα έπεσαν εξαιτίας κάποιου σεισμού που έγινε στις 17 Σεπτεμβρίου ή Νοεμβρίου εκείνου του έτους.
1837 και 1853
Πολύ ισχυρός σεισμός έγινε στον Σαρωνικό κόλπο, κοντά στην Ύδρα και τον Πόρο, στις 9.45 το πρωί της 20ης Μαρτίου 1837. Σύμφωνα με τον Γερμανό διευθυντή του Αστεροσκοπείου Αθηνών Julius Schmidt, ο οποίος συνέλεξε πληροφορίες για τον σεισμό αυτό, από αυτόπτες μάρτυρες και εφημερίδες της εποχής, ο σεισμός προκάλεσε μεγάλη ταραχή στην Αθήνα όπου πολλοί άνθρωποι βγήκαν φοβισμένοι από τα σπίτια τους και σταυροκοπήθηκαν. Από το δυτικό τμήμα του Τετρακιώνιου της Αγοράς έπεσαν μεγάλα μαρμάρινα τμήματα. Ο σεισμός είχε μέγεθος γύρω στο 6,0 της κλίμακας Richter. Γύρω στις 8.30 το πρωί της 18ης Αυγούστου του 1853 η Θήβα επλήγη από καταστροφικό σεισμό μεγέθους γύρω στο 6,5. O σεισμός έγινε έντονα αισθητός στην Αθήνα αλλά δεν αναφέρθηκαν βλάβες.
22 Ιανουαρίου 1889
Ο σεισμός αυτός έγινε έντονα αισθητός στην Αθήνα. Προκλήθηκαν βλάβες στο Μοναστήρι του Δαφνίου, κυρίως κατακόρυφες ρωγμές στον τρούλο και τους τοίχους της εκκλησίας και μερικών κελιών. Η ακτίνα αισθητότητας περιέλαβε την Αθήνα, τον Πειραιά, την Αράχωβα, τη Θήβα και τη Λειβαδιά. Είχαν προηγηθεί δύο ασθενέστεροι προσεισμοί που έγιναν αισθητοί στην Αθήνα και τον Πειραιά. Δύο μέρες μετά έγινε αισθητός ένας μετασεισμός.
23 Μαΐου 1893
Γύρω στα μεσάνυχτα της 23ης Μαΐου του 1893 η Θήβα επλήγη και πάλι από καταστροφικό σεισμό, μεγέθους γύρω στο 6,5. O σεισμός έγινε έντονα αισθητός στην Αθήνα αλλά δεν αναφέρθηκαν βλάβες.
Οι μεγάλοι σεισμοί της Αταλάντης, 20 και 27 Απριλίου του 1894
Οι δύο μεγάλοι σεισμοί, με μέγεθος 6,6 – 6,7, έσεισαν όλη τη χώρα και έγιναν έντονα αισθητοί στην Αθήνα και τον Πειραιά. Ο Κ. Μητσόπουλος, καθηγητής Γεωλογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, σε δημοσίευσή του αναφέρει ότι την ώρα του πρώτου σεισμού βρισκόταν στην Αθήνα και βάδιζε. Δεν αισθάνθηκε τον σεισμό αλλά για μερικές στιγμές κατελήφθη από παράδοξη ζάλη και ναυτία, σαν να βρισκόταν σε πλοίο ταλαντευόμενο. Την αιτία την κατάλαβε αμέσως βλέποντας ανθρώπους να βγαίνουν τρέχοντας από κατοικίες και καφενεία. Επρόκειτο περί ισχυρού σεισμού που συγκλόνισε την Αθήνα. Πολλοί μάλιστα ισχυρίστηκαν ότι ήταν τόσο δυνατός, ώστε μπόρεσαν και είδαν τόσο την κλίση που πήραν τα κτίρια όσο και τις κυματοειδείς κινήσεις του εδάφους.
Ο σεισμός αυτός, σύμφωνα με τον Κ. Μητσόπουλο, προκάλεσε δικαίως τον τρόμο στους Αθηναίους γιατί από τον βίαιο εδαφικό κραδασμό ράγισαν πολλές κατοικίες. Στο κτίριο του ορυκτολογικού μουσείου του πανεπιστημίου, στην οδό Ακαδημίας, παρουσιάστηκαν πολλές ρωγμές. Μία πλάκα της πύλης του Αδριανού κατέπεσε. Όλη τη νύχτα και την επόμενη μέρα γινόντουσαν αισθητές δονήσεις συνεχώς. Στον Πειραιά κατέπεσαν μερικές στέγες, καπνοδόχοι και τοίχοι. Διηγούνται ότι από τη βιαιότητα της δόνησης οι καμπάνες χτύπησαν μόνες τους στους ναούς του Αγίου Κωνσταντίνου και του Αγίου Σπυρίδωνος, προκαλώντας αλγεινή εντύπωση στους κατοίκους.
Ο Κ. Μητσόπουλος συνεχίζει τη διήγησή του με την προσωπική του εμπειρία κατά τον δεύτερο ισχυρό σεισμό. Εκείνη τη στιγμή βρισκόταν στο ηλεκτρικό ρολόι της πλατείας Συντάγματος και παρακολουθούσε την πομπή του επιταφίου που ανέβαινε την οδό Ερμού. Ξαφνικά τινάχτηκε βίαια από τη στήλη του ρολογιού επί της οποίας στηριζόταν. Αμέσως αισθάνθηκε ότι ταλαντευόταν σαν να βρισκόταν σε λέμβο. Η δόνηση διάρκεσε 8 δευτερόλεπτα. Όλοι ενστικτωδώς σίγησαν και κατελήφθησαν από ρίγη αισθανόμενοι την μεν πλατεία να έχει μεταβληθεί σε ταλαντευόμενη σχεδία, τα δε σπίτια να γέρνουν όπως τα δέντρα που τα χτυπά ο πνέων άνεμος.
11 Αυγούστου 1903
Πρόκειται περί πολύ ισχυρού σεισμού που έγινε στις 6.33 το πρωί στην περιοχή των Κυθήρων προκαλώντας σημαντικές βλάβες, κυρίως στο χωριό Μητάτα, όπου σκοτώθηκαν τέσσερις άνθρωποι. Επρόκειτο για σεισμό ενδιάμεσου βάθους, δηλ. η εστία του βρισκόταν σε βάθος περίπου 60-70 χλμ. Από τις πληροφορίες που συνέλεξε το Αστεροσκοπείο Αθηνών προκύπτει ότι στην Αθήνα ο σεισμός έγινε έντονα αισθητός. Προηγήθηκε βουητό και κατέπεσαν αμμοκονιάματα από τοίχους σπιτιών και διάφορα κινητά αντικείμενα. Το μέγεθος του σεισμού έχει υπολογιστεί ότι ήταν 6,7 στην κλίμακα Richter. O σεισμός αυτός είναι πανομοιότυπος με εκείνον που έγινε ημέρα Κυριακή μεσημέρι, στις 8 Ιανουαρίου του 2006, πάλι στα Κύθηρα, στο ίδιο εστιακό βάθος, και ήταν πολύ έντονα αισθητός στην Αθήνα και σε μεγάλο μέρος της χώρας. Ίσως πολλοί από μας να τον θυμούνται.
17 Οκτωβρίου 1914
Γύρω στις 6.22 το πρωί της 17ης Οκτωβρίου του 1914 η Θήβα και τα γύρω χωριά της επλήγησαν, για τρίτη φορά μέσα σε περίπου εξήντα χρόνια, από καταστροφικό σεισμό μεγέθους γύρω στο 6,0. Επακολούθησαν πολλοί μετασεισμοί, ορισμένοι εκ των οποίων έγιναν αισθητοί και στην Αθήνα. Σύμφωνα με τις πληροφορίες του Αστεροσκοπείου Αθηνών, ο σεισμός είχε διάρκεια περίπου 15 δευτερολέπτων στην Αθήνα και συνοδεύτηκε από βοή. Ο σεισμός αυτός προξένησε μέγα φόβο στους κατοίκους Αθηνών και Πειραιώς από τους οποίους πολλοί βγήκαν από τα σπίτια τους. Στην Αθήνα παρατηρήθηκαν μικρές ρηγματώσεις σε μερικά σπίτια, στο ξενοδοχείο Μυριστός, στο καφενείο Ζαχαράτου, στα καταστήματα της Νομαρχίας και Δημαρχίας, ακόμη και στο κεντρικό κτίριο του Αστεροσκοπείου στο Θησείο. Στον Πειραιά διερράγησαν ελαφρά μερικές οικοδομές, κατέπεσε ένας παλαιός τοίχος του Ξενοδοχείου «Ευρώπη» και στην Καστέλα μετακινήθηκε ογκώδης βράχος ενώ έπεσε και μία καπνοδόχος.
Στα χρόνια που ακολούθησαν έγιναν πολλοί σεισμοί αισθητοί στην Αθήνα, αλλά κανείς δεν υπήρξε βλαβερός, μέχρι που έγινε ο σεισμός των Αλκυονίδων.
24 Φεβρουαρίου 1981
Εκείνη τη νύχτα, γύρω στις 11 το βράδυ, έγινε ο πιο έντονα αισθητός σεισμός στην Αθήνα στη σύγχρονη εποχή. Είχε μέγεθος 6,7 και επίκεντρο στον κόλπο των Αλκυονίδων, στον ανατολικό Κορινθιακό κόλπο. Προκάλεσε εκτεταμένες καταρρεύσεις και βλάβες σε χιλιάδες σπιτιών στην Κορινθία, τη Βοιωτία, τη Φωκίδα και την Αττική. Σκοτώθηκαν 20 άνθρωποι και τραυματίστηκαν 500. Στην ευρύτερη περιοχή της Αθήνας ζημιές υπέστησαν πολυκατοικίες και άλλα κτίρια κυρίως στο Περιστέρι, τον Αγ. Ιωάννη Ρέντη και στο Χαλάνδρι. Μικρές βλάβες παρατηρήθηκαν και σε μερικά κτίρια μέσα στην Αθήνα. Οι κάτοικοι φοβήθηκαν πολύ γιατί ο σεισμός ήταν πολύ έντονος και γιατί ακολούθησαν πολλοί δυνατοί μετασεισμοί. Όσοι τον έζησαν σίγουρα ακόμη τον θυμούνται. Ο σεισμός επιτάχυνε και τη βελτίωση αντισεισμικής οργάνωσης του κράτους. Αμέσως ιδρύθηκε η Υπηρεσία Αποκατάστασης Σεισμοπλήκτων, το 1983 ιδρύθηκε ο ΟΑΣΠ (Οργανισμός Αντισεισμικού Σχεδιασμού και Προστασίας), στο Γεωδυναμικό Ινστιτούτο προσλήφθηκε προσωπικό, ενώ το 1984 αναθεωρήθηκε ο Αντισεισμικός Κανονισμός.
7 Σεπτεμβρίου 1999
Αυτός είναι ο τελευταίος έντονα αισθητός σεισμός στην Αθήνα, που προκάλεσε μεγάλες, καταστροφικές συνέπειες στις δυτικές συνοικίες της πρωτεύουσας. Υπήρξαν ολικές καταρρεύσεις πολυώροφων και μονώροφων οικοδομών στο Μενίδι, τη Μεταμόρφωση, τις Αδάμες, τη Φυλή και αλλού. Σκοτώθηκαν 143 άνθρωποι και τραυματίστηκαν εκατοντάδες. Το επίκεντρο του σεισμού εντοπίστηκε περίπου 20 χλμ. βορειοδυτικά του κέντρου της Αθήνας, δεδομένου ότι ο σεισμός προήλθε από το ρήγμα της Φυλής στις δυτικές παρυφές της Πάρνηθας. Μέσα στην Αθήνα επικράτησε πανικός και μεγάλη ανησυχία.
Σύμφωνα με έκθεση της επονομαζόμενης ομάδας ΒΑΝ επρόκειτο να γίνει και άλλος πολύ ισχυρός σεισμός σε άλλο σημείο της χώρας σε περίπου 40-45 μέρες μετά τον σεισμό αυτό. Αυτή η εκτίμηση δεν επαληθεύτηκε, αλλά κράτησε σε αγωνία τη χώρα επί εβδομάδες. Ο σεισμός της Πάρνηθας αποτελεί ορόσημο για την πρωτεύουσα γιατί είναι η πρώτη φορά στη μακραίωνη ιστορία της που μάθαμε ότι απειλείται από τόσο κοντινούς σεισμούς.
Ο Δρ Γεράσιμος Α. Παπαδόπουλος είναι διευθυντής Ερευνών Σεισμολογίας, στο Γεωδυναμικό Ινστιτούτο, Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών καθώς και πρόεδρος του Συστήματος Προειδοποίησης για Τσουνάμι στον Ευρω-Μεσογειακό Χώρο, UNESCO.