Το 2017 τελειώνει. Με παγιωμένη την πιο στεγανή ανελπιστία που θα μπορούσε να συναγάγει για την Ελλάδα ο απαισιοδοξότερος των νουνεχών.
Για τρίτη χρονιά οι Τράπεζες αποκλεισμένες από τον οικονομικό βίο της χώρας. Κανείς δεν το αναφέρει. Η εκποίηση της κοινωνικής περιουσίας αλόγιστη, ξέφρενη, χωρίς ούτε μία δημόσια, βαρύνουσα, κραυγή αγωνίας. Η δημόσια ασφάλεια να παραπέμπει σε συγκρίσεις με κακόφημες ζούγκλες διεθνών μεγαλουπόλεων, όπου η φτώχεια εκβάλλει στο αυτονόητο έγκλημα.
Δεν υπάρχει ελπίδα, γιατί είναι ανύπαρκτη μια κοινή λογική, έχουν αποκλειστεί όλα τα ενδεχόμενα συν-εννόησης. Η συν-εννόηση προϋποθέτει κοινή πρόθεση και κοινά κριτήρια για να ξεχωρίζει η αλήθεια από το ψέμα, η εμπειρική πιστοποίηση από μόνη την εντύπωση, το πραγματικό από το φαντασιώδες. Οταν «αυτονόητα» οι «ριζοσπάστες» της διεθνιστικής Αριστεράς συγκυβερνάνε με τους «ανυποχώρητους συνεπείς» της «πατριωτικής Δεξιάς» για να διεκπεραιώσουν τις απαιτήσεις του ιστορικο-υλιστικού διεθνισμού των «Αγορών», τότε η επαφή με την πραγματικότητα έχει a priori χαθεί.
Μαζί χάνεται και κάθε πιθανότητα κοινωνικής συν-εννόησης, παύουν να συνδέονται οι λέξεις με νοήματα και τα νοήματα με πράγματα. Οταν μάλιστα έχει προηγηθεί η ίδια αγυρτεία, με τη συγκυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου – Κουβέλη, αποσπώντας διεθνείς επαίνους, τότε παγιώνεται αδιάσειστα η ανακολουθία σημαινόντων και σημαινομένων, δηλαδή η ανελπιστία για οποιαδήποτε κοινωνική συν-εννόηση. Η απώλεια επαφής με την πραγματικότητα γίνεται αυτονόητο πεπρωμένο του Ελλαδισμού.
Στο 2017 συνεχίστηκε και παγιώθηκε το «ξέπλυμα» του ενδοτισμού, το ψευτοκαμουφλάρισμά του σε δήθεν θυσιαστική απάρνηση της πιστότητας σε αρχές και ιδεολογίες, προκειμένου να ανταποκριθούν οι πολιτικοί στις ωμές και εκβιαστικές απαιτήσεις των δανειστών. Ομως, αν η άνευ όρων υποταγή της χώρας στον απάνθρωπο εκβιασμό των δανειστών της ήταν νομοτελειακά επιβεβλημένη, γιατί δεν μπορούσε μια κυβέρνηση τεχνοκρατών, με τη στήριξη της Βουλής, να επωμισθεί την υποταγή αναλαμβάνοντας τη συνεργασία με την κατοχική επιτρόπευση και σώζοντας την αξιοπρέπεια της πολιτικής;
Είναι περισσότερο από φανερό ότι το μόνο που ενδιέφερε τα «κόμματα εξουσίας» ήταν να γλιτώσουν την παραπομπή για το εν ψυχρώ έγκλημα του εξωφρενικού υπερδανεισμού της χώρας (να αποσιωπηθεί και ξεχαστεί το ειδεχθές παρανοϊκό κακούργημα). Ωστε να συνεχίσουν να απολαμβάνουν την πρέζα της εξουσίας οι άρρωστοι εξαρτημένοι, έστω και με συνθήκες ακραίου εξευτελισμού και διεθνούς διασυρμού του ελληνικού ονόματος.
Ακόμα και ο ταλαντούχος ΣΥΡΙΖΑ που υποσχόμενος υπεράσπιση της συλλογικής αξιοπρέπειας σκαρφάλωσε από το 4,5% στο 36% της προτίμησης των αηδιασμένων, εντεταλμένος και με δημοψήφισμα από το 62% του λαού να επιλέξει ακόμα και την έξοδο από το ευρώ αλλά όχι την είσοδο σε καθεστώς ατέρμονης χρεοδουλοπαροικίας, προτίμησε και αυτός τον εξευτελισμό της παλινωδίας, την ατιμία της αθέτησης των επαγγελιών του μόνο για την, έστω και καθυστερημένη, εξάρτηση από την ηδονή της εξουσίας. Αδιάντροπα, χυδαία.
Το 2017 τελειώνει, με τον κόμπο να έχει φτάσει στο χτένι, την απελπισία στο μη παραπέρα. Κατακλυζόμαστε καθημερινά από συμπτώματα κοινωνικής αποσύνθεσης και κρατικής ανυπαρξίας, καταιγισμό χυδαίου αμοραλισμού, επιθετικής μικρόνοιας, αδίστακτης ψευδολογίας, εξευτελιστικής αναξιοκρατίας. Βάνδαλοι θρυμματίζουν μαρμάρινα τεχνουργήματα και ανδριάντες στην καρδιά της πρωτεύουσας. Και αποτελεσματικά μέτρα στο επίπεδο κοινωνικής αυτοάμυνας ούτε καν συζητούνται.
«Κατορθώθηκε», μέσα στο 2017, να τεθεί ως κατεπείγον πρόβλημα η ανάδειξη ηγεσίας του πολιτικού χώρου που ιστορικά τιτλοφορήθηκε «δημοκρατικό κέντρο». Χώρου ταυτισμένου στις συνειδήσεις με τη νηφαλιότητα της αποφυγής των ακροτήτων, την προτεραιότητα της καλλιέργειας, την ευαισθησία για τη γλώσσα, το προβάδισμα της παιδείας. «Κέντρο» στην Ελλάδα σημαίνει Παπανούτσος, Θεοτοκάς, ο σοφός Σοφούλης, ο ανυποχώρητος πατριώτης Πλαστήρας, ο ιδιοφυής Καρτάλης, η κατασφάλιση του άρθρου 1-1-4 του Συντάγματος, η απαίτηση να διατίθεται το 15% του προϋπολογισμού για την παιδεία. Αυτός ο χώρος παραδόθηκε τελικά με τα μαγειρέματα των διαφημιστών, σε όνομα-σύμβολο της καταλήστευσής του από την πασοκική λοιμική, στη θλιβερή για την ολιγότητά της κυρία Φώφη.
Και η πολιτική ανελπιστία, που συναπέφερε το 2017, ολοκληρώθηκε με το 11ο συνέδριο της Ν.Δ., πριν από δύο εβδομάδες. Ποιος αλήθεια βεβαίωσε αυτό το κόμμα που έσωζε κάποτε τουλάχιστον μιαν αστική ευπρέπεια, ότι η στεντόρεια γενικολογία, η θλιβερά ασυμμάζευτη, είναι τεκμήριο ηγετικού χαρίσματος; Σκεφθείτε τον αρχηγό αυτού του κόμματος να κατέστρεφε τη φετινή χρονιά της απόγνωσης κοινοποιώντας στο συνέδριο ολοκληρωμένη πρόταση για το «ασφαλιστικό» ή έτοιμη μελέτη για ριζική αναδιοργάνωση ενός έστω υπουργείου ή ολοκληρωμένο νομοσχέδιο για τον κοινωνικό έλεγχο της ραδιοτηλεοπτικής ντροπής – κάτι συγκεκριμένο επιτέλους, που να προδίδει πολιτική σοβαρότητα, όχι κομπασμούς επιδόσεων στην κοκορομαχία.
Με ορθολογικά κριτήρια, ούτε ο πολιτικός χώρος του «δημοκρατικού κέντρου» μπορεί να ξαναϋπάρξει στο σημερινό Ελλαδιστάν ούτε το πατριωτικό εκείνο «Λαϊκό» κόμμα, που υπεράσπιζε τις προτεραιότητες της τάξης των αυτοδημιούργητων νοικοκυραίων, αστών και αγροτών, στην Ελλάδα. Πολιτικός βίος θα ξαναϋπάρξει μόνο αν υπάρξουν κόμματα που οι στόχοι τους, οι πρακτικές τους και η ρητορική τους δεν θα υπαγορεύονται από καναλάρχες. Ο Ελληνισμός εικονίζεται στον μύθο του Σισύφου. Μόνο που με δεδομένον σαν «μοίρα» τον παραλογισμό, χαρίζεται στους Ελληνες να γεννάνε εκπλήξεις. Ελάχιστες και περιθωριακές. Αλλά εκπλήξεις.