Από την πρώτη στιγμή που το εγχείρημα της ανασυγκρότησης της κεντροαριστεράς άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά, όλοι οι συμμετέχοντες θέσαμε δύο βασικές προϋποθέσεις για την επιτυχία του, ενότητα και ανανέωση.
Οι 210.000 πολίτες που συμμετείχαν την περασμένη Κυριακή στον πρώτο γύρο των εκλογών για τον επικεφαλής του νέου φορέα δεν έστειλαν μόνο το μήνυμα ότι ένα σημαντικό τμήμα της ελληνικής κοινωνίας αναζητά -και ενδιαφέρεται να συνδιαμορφώσει- μια εναλλακτική πολιτική πρόταση απέναντι στο δίπολο ΣΥΡΙΖΑ – ΝΔ. Η -πέρα από κάθε προσδοκία- συμμετοχή αποτελεί και τη μεγαλύτερη εγγύηση για την ενότητα, γιατί κανένας δε θα τολμήσει να αμφισβητήσει την απόφαση ενός τέτοιου εκλογικού σώματος.
Σίγουρα πιστώνονται πολλά στην κα. Γεννηματά. Η συγκρότηση -από κοινού με τη Δημοκρατική Αριστερά- της Δημοκρατικής Συμπαράταξης, η ενίσχυση ενός κόμματος που το καλοκαίρι του 2015 βρισκόταν στα όρια εισόδου στη Βουλή και φυσικά όλες οι ενωτικές πρωτοβουλίες που εν τέλει οδήγησαν στην παρούσα εκλογική διαδικασία. Για το λόγο αυτό, το 41% των συμμετεχόντων επέλεξε να την τιμήσει με την ψήφο του.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ορισμένοι, την επομένη της εκλογικής διαδικασίας, να μιλήσουν για μία καθαρή νίκη. Μάλιστα, στο όνομα μιας ενότητας που κρύβει, προσωρινά μόνο, κάτω από το χαλί, υπαρκτές πολιτικές τάσεις και συσχετισμούς, πρότειναν να αποφύγουμε το δεύτερο γύρο. Είναι όμως έτσι;
Εκτός από τα παραπάνω θετικά, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε το γεγονός ότι περισσότερο από δύο χρόνια μετά τη συγκρότησή της, και ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ έχει αποδυναμωθεί σημαντικά, η Δημοκρατική Συμπαράταξη υπό την κα. Γεννηματά αδυνατεί εμφανώς να ξεκολλήσει από ένα ποσοστό της τάξης του 7%. Όσον αφορά την απήχηση στη νεολαία, εκεί τα πράγματα είναι απογοητευτικά. Το χειρότερο είναι να επαναπαυτούμε στις αισιόδοξες προβλέψεις για μια σημαντική ενίσχυση του νέου φορέα, ανεξαρτήτως του αποτελέσματος της εκλογικής αναμέτρησης.
Αλήθεια, τι από τη σημερινή εικόνα θα έχει αλλάξει σημαντικά για τους Έλληνες πολίτες, ώστε να επιλέξουν μαζικά στις επόμενες εκλογές το νέο φορέα που ιδρύεται, αν τη Δευτέρα 20 Νοεμβρίου έχει εκλεγεί πρόεδρος η κα. Γεννηματά και αν συνεχίσουν να υπάρχουν δύο κοινοβουλευτικές ομάδες, όπως ακριβώς είναι σήμερα, πράγμα για το οποίο έχει ήδη συμφωνήσει με το Σταυρό Θεοδωράκη; Πιστεύω ότι τους ίδιους προβληματισμούς έχει και η πλειοψηφία των συμμετεχόντων που δεν την ψήφισε στον πρώτο γύρο. Επομένως, την ερχόμενη Κυριακή, στο δεύτερο γύρο των εκλογών, πρέπει να γίνει το επόμενο –και εξίσου σημαντικό- βήμα, αυτό της ανανέωσης.
Σε αυτό ακριβώς το αίτημα απαντάει η υποψηφιότητα του Νίκου Ανδρουλάκη ο οποίος, αντί μιας κενής συνθηματολογίας του στυλ «τελειώσανε τα ψέματα – ήρθε η ώρα της αλήθειας», επέλεξε να καταθέσει συγκεκριμένες και τολμηρές προτάσεις για μια σειρά ζητημάτων, όπως η ευρωπαϊκή ενοποίηση, το δημογραφικό, το ασφαλιστικό, το ζήτημα των κόκκινων δανείων και η αλλαγή του εκλογικού συστήματος. Το πιο σημαντικό, ανέδειξε την ανοδική κοινωνική κινητικότητα ως τον πυρήνα της σοσιαλδημοκρατικής πρότασης για τα μεσαία και κατώτερα κοινωνικά στρώματα. Τέλος, με το ίδιο θάρρος που υπερασπίστηκε την προσφορά του ΠΑΣΟΚ στον τόπο, δε δίστασε να θίξει και τα κακώς κείμενα, όπως το πελατειακό κράτος, τη δημαγωγία, την αλαζονεία στελεχών και τις γκρίζες σχέσεις με επιχειρηματικά συμφέροντα.
Στο σημείο αυτό, ας μου επιτραπεί μια προσωπική αναφορά. Είμαι 27 χρονών και καθημερινά βλέπω τους συνομηλίκους μου να αποστρέφονται την πολιτική συμμετοχή αμφισβητώντας τη δυνατότητά της να βελτιώσει πραγματικά τη ζωή τους. Κατά τη γνώμη μου, τη μεγαλύτερη ευθύνη γι’ αυτή την κατάσταση τη φέρει μια γενιά πολιτικών που δεν εμπνέει ενθουσιασμό και δε συμβολίζει τίποτα συγκεκριμένο, πέρα από το γεγονός ότι φόρτωσε στις πλάτες της σημερινής νέας γενιάς τα βάρη της πλαστής ευμάρειας του παρελθόντος.
Ως πολιτικός χώρος, έχουμε τη μεγάλη ευκαιρία να εκλέξουμε έναν 38χρονο πρόεδρο, χωρίς κυβερνητικό παρελθόν, με σύγχρονο και κατανοητό λόγο σε ευρύτερα ακροατήρια και γνώση των ευρωπαϊκών συσχετισμών. Δεν μπορώ να διανοηθώ ότι θα την αφήσουμε να πάει χαμένη. Αν η συμμετοχή της πρώτης Κυριακής υπήρξε ένα ιστορικό πολιτικό γεγονός, το αποτέλεσμα της δεύτερης Κυριακής θα πρέπει να είναι ένας πραγματικός σεισμός που θα ανατρέψει τους πολιτικούς συσχετισμούς στη χώρα. Όχι άλλες λάιτ επιλογές.