Θανάσης Μαρκόπουλος «Ματιές ενόλω ΙΙ». Μικρά πορτρέτα, όπου η κριτική γίνεται ποίηση και η ποίηση κριτική
Δήμητρα Σμυρνή
Συνδυάζοντας ο Θανάσης Μαρκόπουλος τις δύο «φύσεις» του, αυτήν του ποιητή με κείνην του κριτικού, και μάλιστα σε τέτοια αναλογία και εναρμόνιση, ώστε να συμπορεύονται προκαλώντας στον αναγνώστη το αίσθημα της πληρότητας διαβάζοντάς τον – είτε ασχολείται με την ποίηση είτε με την κριτική- καταθέτει το καινούργιο του βιβλίο που κυκλοφόρησε πρόσφατα «Ματιές ενόλω ΙΙ», εκδόσεις Μελάνι.
Πριν από δεκατέσσερα χρόνια, το 2003, ο Μαρκόπουλος εκδίδει το πρώτο βιβλίο με τον ίδιο τίτλο «Ματιές ενόλω», εκδόσεις Σοκόλη, πλουτίζοντας τώρα με το δεύτερο την οπτική του πάνω στη μεταπολεμική ποίηση και τους ποιητές της, μεταδίδοντας μέσα από τις σελίδες του μια πληρέστερη εικόνα της εποχής και των ποιητών της.
Γράφει στον πρόλογο του βιβλίου:
Οι «Ματιές ενόλω ΙΙ» περιλαμβάνουν δώδεκα δοκίμια, τα οποία δημοσιεύτηκαν τη δεκαετία 2005-2015 σε περιοδικά του κέντρου και της περιφέρειας. Πρόκειται για κείμενα που έρχονται να προσεγγίσουν αντίστοιχους ποιητές του μεταπολέμου, τρεις της πρώτης γενιάς (Σαχτούρης, Λειβαδίτης, Κωσταβάρας), τέσσερις της δεύτερης (Κέντρου-Αγαθοπούλου, Δημουλά, Λυκιαρδόπουλος, Νικηφόρου) και πέντε της γενιάς του ’70 (Γκανάς, Μαυρουδής, Μπράβος, Μαρκόπουλος, Φωστιέρης. […]
Το πρώτο που εντυπωσιάζει κι αυτήν τη φορά είναι η ικανότητα της πύκνωσης στον τίτλο των δοκιμίων όχι μόνο του περιεχομένου τους αλλά και των ιδιαίτερων χρωμάτων που κρύβει το πορτρέτο κάθε ποιητή με τον οποίο καταπιάνεται. Και ίσως θα έπρεπε για τον Μαρκόπουλο να χρησιμοποιηθεί χωρίς καμιά υπερβολή ο τίτλος του πορτρετίστα, γιατί στα πορτρέτα του υπάρχει εκείνη η καλλιτεχνική ματιά που μόνο ένας ποιητής ή ένα ζωγράφος μπορεί να διαθέτει.
Τίτλοι όπως: ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ το σύνδρομο του λαγού – ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ ο θαυμάσιος οδοιπόρος της ματαιότητας – ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ η εξέγερση των καθημερινών πραγμάτων – ΤΟΛΗΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ ουτοπία από χώμα και ουρανό – ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΚΑΝΑΣ η βασιλική των κεκοιμημένων – ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΠΡΑΒΟΣ των λυπημένων, είναι όχι απλά δυνατοί και ευρηματικοί αλλά κυρίως φωτεινοί οδοδείκτες για την πορεία της ανάγνωσης.
Στην προσέγγιση των πορτρέτων του η επιστημονική του σκευή, απόσταγμα σοβαρών σπουδών αλλά και καθημερινής ενασχόλησης με το αντικείμενο, προσδίδει στα δοκίμια την κριτική διείσδυση που αναδίδει σιγουριά, βασισμένη σε μελέτη κειμένων που αγκαλιάζουν το θέμα χωρίς κενά και το φωτίζουν από παντού.
Η παράθεση κριτικών απόψεων άλλων συγγραφέων για τον κάθε ποιητή γίνεται ένα γοητευτικό σύνολο, καθώς πλουτίζεται με τη δική του κάθε φορά ματιά, η οποία συνδυάζει την αναλυτική ικανότητα με τη συνθετική σε σωστή αναλογία. Η καθοριστική λεπτομέρεια αλλά και το σύνολο, συμπαγές και χωρίς κενά.
Οι ποιητές του τοποθετούνται αυστηρά στο χώρο, στο χρόνο, δίνονται οι εκάστοτε επιδράσεις ή αλληλεπιδράσεις, με την ταυτόχρονη κατάθεση στίχων ή και ολόκληρων ποιημάτων που φωτίζουν το πρόσωπό τους πειστικά.
Η επιστημονική όμως βαρύτητα, που είναι βέβαια και το ζητούμενο σ’ ένα δοκίμιο, κατορθώνει να έρθει σε τέτοια ισορροπία με την ποιητική γραφή του Μαρκόπουλου, ακόμη κι όταν κάνει κριτική, που αποτελεί και το σημαντικότερο σημείο για τον αναγνώστη του που θα διαβάσει όχι μόνο μια «χειρουργική» τομή στο σώμα του ποιητή, αλλά και μια κατάθεση της ποίησης για την ποίηση.
Ο κριτικός Μαρκόπουλος – είναι ολοφάνερο αυτό- αγαπά τους ποιητές τους οποίους παρουσιάζει. Δεν τους έχει μελετήσει απλά σε βάθος αλλά τους ζει μέσα από την ποίησή τους και ξέρει, όπως ένας ακριβοδίκαιος ομότεχνος, να αποδώσει τα μεγέθη, όπως τους αξίζει, χωρίς τσιγκουνιές, ή να επισημάνει κάποιες ελλείψεις, όταν παρατηρούνται, με σαφήνεια αλλά και κομψότητα.
Για τον αναγνώστη -είτε μελετά την ποίηση είτε απλά την απολαμβάνει- το τελευταίο αυτό βιβλίο αποτελεί μια κατάθεση ιδιαίτερα ελκυστική, φωτίζοντας το ποιητικό τοπίο μιας εποχής με την τοιχογραφία των δώδεκα πορτρέτων της.
Και κλείνοντας, μήπως αυτά που γράφει ο Θανάσης Μαρκόπουλος -υποψήφιος για το Κρατικό Βραβείο Ποίησης 2017- για έναν από τους δώδεκα, τον Κώστα Μαυρουδή, θα ταίριαζαν, «ενμέρει» ή και «ενόλω», και στον ίδιο;
«Μακριά από τον θόρυβο της αγοράς κι από την ευκολία του κοινότοπου, οξυδερκής και βαθύνους (….) περιφερόμενος εν σιωπή, βλέπει τον κόσμο και τα πράγματα του κόσμου με την άκρη, θα μπορούσαμε να πούμε, του ματιού του.»
–