Το πολιτικό συνοικέσιο είχε αρχίσει εδώ και καιρό και μετά από παλινδρομήσεις κατέληξε στη σημερινή αμφίσημη κατάσταση. Ο λόγος για τη σχέση του ΠΑΣΟΚ με το Ποτάμι και για τις εν εξελίξει διαδικασίες για την εκλογή αρχηγού μίας παράταξης, η οποία ακόμα δεν έχει συγκροτηθεί και δεν έχει ακόμα καθορισμένα ιδεολογικά-πολιτικά χαρακτηριστικά. Με τις δημοσκοπήσεις να δείχνουν ότι το κόμμα του χάνει συνεχώς εκλογικό έδαφος, με την Κοινοβουλευτική Ομάδα του να φυλλορροεί και αντιμέτωπος με την προοπτική να μην μπει στη Βουλή, ο Θεοδωράκης τελικώς μπήκε στο παιχνίδι της Δημοκρατικής Συμπαράταξης.
Μπορεί οι προβολείς να έχουν στραφεί στην κούρσα για την αρχηγία και ως εξ αυτού να γίνεται «θόρυβος δημοσιότητας», αλλά το πολιτικό διακύβευμα είναι πολύ πιο μικρό από όσο μας λέει η ρητορική των πρωταγωνιστών. Κοινός διακηρυγμένος στόχος είναι η συγκρότηση μίας παράταξης ικανής να επανασυσπειρώσει τον χώρο της Κεντροαριστεράς και να τον καταστήσει και πάλι έναν εκ των δύο πυλώνων του πολιτικού συστήματος. Στα λόγια όλοι συμφωνούν στην ανάγκη πολιτικής αυτονομίας του νέου φορέα έναντι και της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ.
Στην πραγματικότητα, όμως, το ενδεχόμενο η Δημοκρατική Συμπαράταξη να έλθει δεύτερο κόμμα συγκεντρώνει μηδενικές πιθανότητες. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι κατά πάσα πιθανότητα θα κληθεί να κάνει επιλογή. Η Γεννηματά επισήμως έχει υιοθετήσει μία πολιτική διμέτωπου αγώνα. Στην πράξη, όμως, το ΠΑΣΟΚ κατά κανόνα συμπλέει με τη ΝΔ. Αυτό εν μέρει οφείλεται στο γεγονός ότι ως αντιπολιτευόμενα κόμματα βρίσκονται συχνά στην ίδια όχθη. Όπως, ωστόσο, είχε φανεί με κραυγαλέο τρόπο στην ψηφοφορία για την απλή αναλογική το καλοκαίρι του 2016 δεν είναι μόνο αυτός ο λόγος.
Από την πλευρά του ο Θεοδωράκης έχει από πολύ καιρό αποκλείσει το ενδεχόμενο πολιτικής σύμπραξης με τον ΣΥΡΙΖΑ. Είναι εμφανές ότι τόσο οι ιδεολογικές εκλεκτικές συγγένειες όσο και οι έξωθεν επιρροές τον ωθούν προς την πλευρά του Κυριάκου.
Οι εκατέρωθεν φυγόκεντρες τάσεις
Η ταύτιση του ΠΑΣΟΚ με το Μνημόνιο δεν ήταν μόνο η αιτία της εκλογικής κατάρρευσής του. Ήταν και η αιτία που στη συνέχεια μετατράπηκε σε κυβερνητικό συμπλήρωμα της ΝΔ. Αυτή είναι και η αιτία που η ομάδα του Βενιζέλου απορρίπτει μετά βδελυγμίας κάθε σκέψη για μελλοντική κυβερνητική συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ. Με άλλα λόγια, η ομάδα του Βενιζέλου επί της ουσίας δεν αποδέχεται τη λογική των ίσων αποστάσεων και του διμέτωπου. Θεωρεί τον ΣΥΡΙΖΑ εχθρό, ενώ τη ΝΔ πιθανό εταίρο.
Η ανασυγκρότηση της Κεντροαριστεράς, λοιπόν, δεν προσκρούει μόνο στις αντιθέσεις των συνιστωσών. Κυρίως προσκρούει στην ανικανότητά τους να εκφράσουν πολιτικά τα κεντροαριστερού προσανατολισμού μικρομεσαία στρώματα, τα οποία κατά κανόνα, λόγω των μνημονιακών πολιτικών, έχουν πέσει στον γκρεμό ή αγωνίζονται να μην πέσουν.
Όπως συμβαίνει και στη ζωή, στην πολιτική είναι εύκολο να θέτεις στόχους, αλλά δύσκολο να τους επιτυγχάνεις. Η πολιτική-εκλογική αποδόμηση του ΠΑΣΟΚ τα προηγούμενα χρόνια προέκυψε από το γεγονός ότι έπεσε στην αγκαλιά της Τρόικας. Μπορεί η διαδικασία ιδεολογικοπολιτικής μετάλλαξης να είχε αρχίσει πριν χρόνια, αλλά η διάρρηξη των εκλογικών δεσμών του με τα λαϊκά στρώματα άρχισε το 2010, όταν το ΠΑΣΟΚ έγινε σημαιοφόρος του Μνημονίου. Παρά τις μεγάλες διαφορές τους και οι δύο ηγετικές προσωπικότητές του (Γιώργος Παπανδρέου και Βενιζέλος) είχαν ταυτόσημη θέση ως προς αυτό.
Συσσωρεύοντας οικονομικά και κοινωνικά ερείπια, οι μνημονιακές πολιτικές προκάλεσαν μία πρωτοφανή κρίση πολιτικής αντιπροσώπευσης. Η Κεντροαριστερά δεν έπαψε να είναι ο ένας από τους δύο μεγάλους ιδεολογικοπολιτικούς χώρους, αλλά το άλλοτε κραταιό ΠΑΣΟΚ έχει καεί ως πολιτικός εκφραστής της. Οι μικρομεσαίοι κεντροαριστεροί ψηφοφόροι έχουν κατά κανόνα καταφύγει στον ΣΥΡΙΖΑ σαν εκλογικοί πρόσφυγες.
Αντιθέτως, τα κεντροαριστερής προέλευσης εύπορα μεσοστρώματα κατά κανόνα υπερέβησαν την παραδοσιακή κομματική τους προτίμηση και στράφηκαν προς τη ΝΔ για να αναχαιτίσουν τον ΣΥΡΙΖΑ. Στο ΠΑΣΟΚ παραμένουν κυρίως οι μεγάλης ηλικίας ψηφοφόροι, οι οποίοι χαρακτηρίζονται από μεγάλη αδράνεια στην εκλογική συμπεριφορά τους.
Ξανασερβίροντας την ίδια πολιτική
Τα εκλογικά αποτελέσματα του 2012 επισφράγισαν την ανατροπή των ισορροπιών του μεταπολιτευτικού πολιτικού συστήματος. Με την αντικατάσταση του παραδοσιακού δικομματισμού από το δίπολο ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ, το ΠΑΣΟΚ υποβαθμίσθηκε από αυτοδύναμος πόλος σε μικρομεσαίο κόμμα.
Όταν ακόμα ήταν αρχηγός, για να αποφύγει τη δύση του “πράσινου ήλιου”, ο Βενιζέλος είχε προσπαθήσει να κρυφτεί κάτω από την ομπρέλα της “Ελιάς”. Είχε ελπίσει ότι η έμμεση αλλαγή ονομασίας και η συνεργασία με ορισμένες προσωπικότητες του Σημιτισμού θα διέσωζε τον ίδιο και το κόμμα του. Πώς να επανασυσπειρώσεις, όμως, τα κεντροαριστερού προσανατολισμού μικρομεσαία στρώματα σε μία ιδεολογικοπολιτική κατεύθυνση που έρχεται σε αντίθεση με τα «θέλω» τους; Πώς να τα επαναπροσελκύσεις, ξανασερβίροντάς τους την πολιτική που τα έδιωξε;
Στην πραγματικότητα, τόσο η τότε όσο και η σημερινή φιλολογία για την ανασυγκρότηση της Κεντροαριστεράς αφορά μόνο τη μνημονιακή πτέρυγά της, ή αλλιώς τα κεντροαριστερού προσανατολισμού εύπορα μεσοστρώματα. Αυτά, όμως, είναι μειονότητα στον χώρο. Όπως προαναφέραμε, μάλιστα, λόγω της εχθρότητάς τους προς τον ΣΥΡΙΖΑ, ένα μεγάλο μέρος τους ψήφισε ΝΔ.
Σε κατάσταση εκλογικού μετεωρισμού
Η ρευστοποίηση των παραδοσιακών κομματικών ταυτίσεων δεν σημαίνει ότι το νέο δίπολο ΣΥΡΙΖΑ-ΝΔ είναι παγιωμένο. Οι μικρομεσαίοι κεντροαριστεροί που ψήφισαν το 2015 τον Τσίπρα και το κόμμα του το έπραξαν με την ελπίδα ότι θα έβαζε ένα τέλος στις μνημονιακές πολιτικές. Γι’ αυτό και σε συνθήκες capital controls έδωσαν το εντυπωσιακό 62% στο δημοψήφισμα.
Όταν λίγο αργότερα ο Τσίπρας υπέγραψε το 3ο Μνημόνιο, θεώρησαν ότι εκβιάστηκε. Μη έχοντας εναλλακτική κυβερνητική λύση, στη συντριπτική πλειονότητά τους τον ξαναψήφισαν. Ήλπιζαν ότι θα φρόντιζε ο λογαριασμός που θα πλήρωναν να είναι συγκριτικά ελαφρύτερος. Τα γεγονότα διέψευσαν τις προσδοκίες τους. Παρά την αισιόδοξη και παρηγορητική κυβερνητική ρητορική, ολοένα και περισσότερα μικρομεσαία νοικοκυριά πέφτουν στον γκρεμό της φτωχοποίησης.
Το γεγονός αυτό συρρικνώνει το δημοσκοπικό ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά δεν το οδηγεί σε κατάρρευση. Είναι πολιτικά αξιοσημείωτο ότι από την πολιτικοεκλογική αιμορραγία του ΣΥΡΙΖΑ δεν κερδίζουν σημαντικό αριθμό ψήφων τα κόμματα του ενδιάμεσου χώρου που επαγγέλλονται την ανασυγκρότηση της Κεντροαριστεράς. Ο λόγος είναι ότι τα θεωρούν συγκριτικά χειρότερα από τον Τσίπρα και το κόμμα του, λόγω και του γεγονότος ότι δεν έχουν ευθύνες για τη χρεοκοπία του 2010.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ένα σημαντικό τμήμα των κεντροαριστερών ψηφοφόρων να βρίσκεται σε κατάσταση εκλογικού μετεωρισμού. Απομακρύνεται από τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά δεν βρίσκει εναλλακτική πολιτική έκφραση. Η συμπεριφορά αυτής της κατηγορίας ψηφοφόρων όταν θα στηθούν κάλπες θα επηρεάσει αποφασιστικά το εκλογικό αποτέλεσμα.