Η οικονομική κρίση που σάρωσε την καρδιά του καπιταλισμού και διαχύθηκε παγκοσμίως από το 2008 δεν είναι μια τυπική κυκλική κρίση. Είναι απόρροια της μετάλλαξης του καπιταλισμού που επέφερε η επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού και η παγκοσμιοποίηση. Ως εκ τούτου, μόνο κεραυνός εν αιθρία δεν ήταν. Από χρόνια υπήρχαν προειδοποιήσεις ότι η εκφυλιστική διολίσθηση του καπιταλιστικού συστήματος σ’ έναν αχαλίνωτο τζόγο θα οδηγούσε αναπόφευκτα σε μείζονα κρίση.
Οι χρυσοπληρωμένοι αναλυτές των κάθε είδους χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων χλεύαζαν αλαζονικά όλες αυτές τις προειδοποιήσεις. Ακόμα κι όταν η κρίση χτύπησε δυνατά την πόρτα, οι επαγγελματίες των Αγορών προτίμησαν τη θαλπωρή των ψευδαισθήσεων, αποδεικνύοντας πόσο δυνατό είναι το σύνδρομο του Τιτανικού. Οικονομολόγοι με βαρύγδουπους ακαδημαϊκούς τίτλους, οι οποίοι για χρόνια αγιογραφούσαν τον “καζινο-καπιταλισμό”, δεν έκαναν ποτέ τον κόπο να εξηγήσουν για ποιο λόγο είναι αναγκαία όσα από τα παράγωγα δεν εξυπηρετούν ανάγκες της πραγματικής οικονομίας.
Το γεγονός ότι τα μη αναγκαία παράγωγα κυριάρχησαν και οδήγησαν σε μια κατάσταση που θυμίζει “αεροπλανάκι” είναι μια αλάνθαστη ένδειξη ότι η τάση αυτή είναι εγγενής και ως εκ τούτου δύσκολα τιθασεύεται. Από την άλλη πλευρά, όμως, η κρίση επιβεβαίωσε για μία ακόμα φορά πως εάν οι Αγορές αφεθούν χωρίς κανόνες και όρια, η οικονομία του τζόγου αυτονομείται από την πραγματική οικονομία, διογκώνεται υπέρμετρα και την υπονομεύει καίρια.
Σύμφωνα με εμπεριστατωμένες μελέτες, μόνο ένα μικρό ποσοστό του παγκόσμιου ΑΕΠ αντιστοιχεί σε πραγματική παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών, τα οποία μπορούν να μετρηθούν με φυσικές μονάδες και αντιστοιχούν σε κάποια μορφή νομίσματος ή ισοδύναμης αξίας, όπως είναι ο χρυσός. Το υπόλοιπο πολλαπλάσιο ποσοστό είναι φούσκα, μια υπόσχεση πληρωμής. Όταν αρχίζει να αμφισβητείται η εμπιστοσύνη ότι αυτή η υπόσχεση θα εκπληρωθεί, τότε ο κίνδυνος μιας κρίσης ντόμινο που οδηγεί σε κραχ καθίσταται πιθανός.
Το σύνδρομο του Τιτανικού
Τα γεγονότα απέδειξαν ότι από το σύνδρομο του Τιτανικού ήταν μολυσμένες και οι κυβερνήσεις. Αν και τα σημάδια για το τσουνάμι που ερχόταν ήταν πολλά, οι κυβερνήσεις δεν τα έλαβαν υπόψη. Την ευθύνη για την κρίση δεν την έχουν τα περιβόητα golden boys των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Αυτά δεν θα συμπεριφέρονταν με τον τρόπο που συμπεριφέρθηκαν εάν δεν τους το είχαν επιτρέψει οι πολιτικές εξουσίες.
Οι κυβερνήσεις είναι ο ηθικός αυτουργός και ο μεγάλος ένοχος. Αυτές, κι όχι οι κάθε είδους χρυσοκάνθαροι των Αγορών, ψηφίστηκαν από τους πολίτες για να διασφαλίζουν τη σταθερότητα του οικονομικού συστήματος, προστατεύοντάς το από πρακτικές που το υπονομεύουν. Οι κυβερνήσεις, όμως, έπραξαν το αντίθετο.
Δεν πρόκειται για απλή ολιγωρία. Ούτε καν για λανθασμένη πολιτική επιλογή. Το ανεξέλεγκτο των Αγορών έχει εδώ και χρόνια μετατραπεί σε κυρίαρχη ιδεοληψία, σε θρησκευτικού τύπου δόγμα. Ένα πολύ βολικό δόγμα, αφού η διαπλοκή της πολιτικής εξουσίας με το χρηματιστικό κεφάλαιο έχει προσλάβει πρωτοφανείς διαστάσεις προς όφελος και των δύο πλευρών. Οι κυβερνώντες, βεβαίως, ωφελούνται ως άτομα κι όχι ως θεσμός.
Ας θυμηθούμε τη διαβόητη ρήση του Ρόναλντ Ρέιγκαν (προέδρου των ΗΠΑ τη δεκαετία του 1980) ότι «οι κυβερνήσεις είναι το πρόβλημα και όχι η λύση. Τη λύση δίνουν οι Αγορές». Αυτό το δόγμα κυριάρχησε όχι μόνο στον χώρο των Αγορών αλλά και στον χώρο της πολιτικής εξουσίας και των Μίντια. Ήταν τόσο θεολογική η προσέγγιση, που ακόμα και τα καλύτερα πανεπιστήμια είχαν φτάσει στο σημείο να εξαιρούν από την διδασκαλία τους οτιδήποτε αντίθετο, ακόμα και τις θεωρίες του Κέυνς!
Οι κυβερνήσεις λειτούργησαν όχι σαν Προμηθείς, όπως είχαν καθήκον, αλλά σαν Επιμηθείς. Με τη στάση τους επέτρεψαν στο χρηματιστικό κεφάλαιο να προκαλέσει πυρκαγιά και στη συνέχεια προσπάθησαν να τη σβήσουν. Σήμερα υποτίθεται ότι η διεθνής κρίση είναι πια πίσω. Η κρίση, όμως, μόνο εν μέρει εκτόνωσε τη φούσκα. Το ενδεχόμενο να εκδηλωθεί ένα δεύτερο και ίσως πιο καταστροφικό κύμα της κρίσης δεν είναι καθόλου απίθανο.
Βαθιά ανήθικο
Η βασική αρχή του καπιταλισμού είναι πως οι επιχειρήσεις επιβραβεύονται ή τιμωρούνται από την αγορά. Όπως απέδειξαν τα γεγονότα, οι τράπεζες εξαιρούνται απ’ αυτόν τον κανόνα. Οι πολιτικές ελίτ έκριναν ότι δεν πρέπει να αφήσουν τις τράπεζες, που είχαν φορτωθεί τοξικά, να χρεοκοπήσουν. Τις χρηματοδότησαν, λοιπόν με ένα πακτωλό ρευστού, προβάλλοντας το επιχείρημα ότι η χρεοκοπία τους θα είχε καταστροφικές συνέπειες για τις οικονομίες.
Εάν, όμως, η επιβίωση των τραπεζών είναι εγγυημένη από το κράτος, σημαίνει ότι δεν υφίστανται τη δοκιμασία της αγοράς. Η δοκιμασία της αγοράς δεν είναι μόνο ο μεταξύ τους ανταγωνισμός σε περιόδους θετικής ανάπτυξης. Είναι και ο αγώνας επιβίωσης σε συνθήκες κρίσης. Με άλλα λόγια, είναι βαθιά ανήθικο και πολιτικά απαράδεκτο σε συνθήκες κρίσης οι τράπεζες (και οι συναφείς επιχειρήσεις) να χρηματοδοτούνται πλουσιοπάροχα από τους φορολογούμενους και στις περιόδους παχιών αγελάδων να αποκομίζουν υπερκέρδη, τα οποία, βεβαίως, δεν μοιράζονται με το κράτος.
Το επιχείρημα των κυβερνήσεων ότι οι τράπεζες δεν μπορούν να χρεοκοπήσουν επειδή είναι το κυκλοφορικό σύστημα της οικονομίας, είναι βάσιμο. Από τη στιγμή, όμως, που αυτό θεωρείται δεδομένο τότε πρέπει να θεσμοθετηθεί ένα ειδικό καθεστώς μόνιμου –και εσωτερικού– κρατικού ελέγχου στις τράπεζες, το οποίο να εγγυάται τον σεβασμό των νέων κανόνων και την αποτροπή του τυχοδιωκτισμού. Δεν αρκεί η αμφίβολη διασφάλιση πως το κράτος θα πάρει πίσω τα χρήματά του, όταν η κρίση ξεπεραστεί.
Με την ίδια λογική και άλλες επιχειρήσεις θα μπορούσαν να απαιτήσουν κρατική χρηματοδότηση για να αποφύγουν την κατάρρευση λόγω κρίσης, υποσχόμενες ότι θα επιστρέψουν τα δανεικά. Το γεγονός ότι ένα κρατικοποιημένο τραπεζικό σύστημα είναι αντιπαραγωγική λύση δεν σημαίνει πως καλύτερη λύση είναι το βολικό για τους τραπεζίτες αξίωμα “τα κέρδη δικά μου, οι ζημιές δικές σας”!
Στα μέτρα της ολιγαρχίας του χρήματος
Στην πραγματικότητα, η κρίση έφερε με καταλυτικό τρόπο στην επιφάνεια τη δομική ανισορροπία του συστήματος. Όπως συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, απομυθοποίησε ιδεολογήματα που μέχρι πρότινος είχαν ισχύ αναμφισβήτητης αλήθειας. Κατέστησε εξόφθαλμο ότι το σύστημα είναι κομμένο και ραμμένο στα μέτρα μιας ολιγαρχίας του χρήματος κι όλα τα άλλα είναι αφόρητη υποκρισία.
Όταν τα πράγματα πήγαιναν καλά, εθεωρείτο έγκλημα καθοσιώσεως ακόμα και η παραμικρή κρατική παρέμβαση. Όταν ενέσκηψε η καταιγίδα που προκάλεσαν οι ίδιες οι τράπεζες, οι ιεροφάντες της ανεξαρτησίας των Αγορών, που θεωρούσαν ιερή κι απαραβίαστη αρχή τον ανταγωνισμό, τον κατακρεούργησαν. Ζητούσαν την παρέμβαση του κράτους και το χειροκρότησαν όταν έσπευσε με χρήμα των φορολογουμένων να ξελασπώσει τους πρωταγωνιστές του τζόγου, κοινωνικοποιώντας τις ζημιές τους.
Περιττό να σημειωθεί πως, όταν άρχισε η κατάσταση να εξομαλύνεται, οι τράπεζες επανήλθαν στις ίδιες δραστηριότητες που προκάλεσαν την κρίση. Τα ποικίλα παπαγαλάκια που μέχρι την κρίση χλεύαζαν αλαζονικά κάθε κριτική στο σύστημα άρχισαν να ξανασερβίρουν σαν απόλυτες αλήθειες τα ίδια ακριβώς ιδεολογήματα.
Επιστροφή στην πεπατημένη
Το 1997 έγραφα: «ο νεοφιλελευθερισμός καλλιεργεί κλίμα ιδεολογικού φονταμενταλισμού. Την ώρα που θεοποιούν τη δημοκρατία, τον πλουραλισμό και τον σεβασμό στο διαφορετικό, την ίδια ώρα δεν αναγνωρίζουν ότι υπάρχει διαφορετική οικονομική πολιτική. Ο ιδεολογικός ολοκληρωτισμός στο απόγειό του! Δεν αφήνει περιθώριο για άλλη άποψη. Όσοι αποκλίνουν από τη “μία και μοναδική αλήθεια” δεν ρίχνονται στην πυρά από την Ιερά Εξέταση. Πετάγονται, όμως, στο περιθώριο σαν γραφικοί, ή στην καλύτερη περίπτωση σαν αιθεροβάμονες ιδεολόγοι! Η ειρωνεία της υπόθεσης είναι ότι σ’ όλο αυτό το ρεύμα της “μίας και μοναδικής σκέψης” πρωτοστατούν και ανακυκλωμένοι αριστεροί, που ανακάλυψαν καθυστερημένα τις “νομοτέλειες” της οικονομίας» (4η Εξουσία, 17-4-1997).
Η θεσμοθέτηση αυστηρών κανόνων εποπτείας των χρηματαγορών και η επιβολή ενός φόρου στις χρηματιστικές συναλλαγές ήταν το ελάχιστο που έπρεπε να πράξουν οι κυβερνήσεις. Δεν το έκαναν, όμως, επειδή οι πολιτικές ελίτ έχουν με το ένα πόδι προσχωρήσει στην παγκοσμιοποιημένη αυτοκρατορία του χρήματος, υπονομεύοντας κατ’ αυτό τον τρόπο καίρια το δημοκρατικό πολίτευμα.
Η αποκόλληση του χρηματιστικού κεφαλαίου από το πλαίσιο των κρατών και η διαμόρφωση μιας παγκόσμιας ολιγαρχίας του χρήματος έχουν δημιουργήσει έναν νέο τύπο κεφαλαιοκράτη, ο οποίος ζει υπερβατικά σ’ ένα διεθνές δίκτυο που λειτουργεί πάνω από τις κοινωνίες. Ως εκ τούτου, ενδιαφέρεται ελάχιστα για την κατάσταση των κοινωνιών. Απ’ αυτή την άποψη, λειτουργεί πολύ διαφορετικά από τον παραδοσιακό κεφαλαιοκράτη, ο οποίος είναι οργανικά συνδεδεμένος με μια κοινωνία και κατά συνέπεια είναι υποχρεωμένος να συνυπολογίζει τις κοινωνικές δυναμικές και να επιδιώκει στοιχειωδώς κάποια ισορροπία.