“…φιλοκαλούμεν τε γάρ μετ΄ευτελείας και φιλοσοφούμεν άνευ μαλακίας…” γράφει η Τζωρτζίνα Αθανασίου
Θουκυδίδου «Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου»*, ένα έργο που όσες φορές και να το μελετήσεις αναδύονται μηνύματα που σε προηγούμενη ανάγνωση δεν είχαν φανερωθεί γιατί η προσοχή είχε επικεντρωθεί σε διαφορετικό σημείο: στα χαρακτηριστικά των ηγετών, στη ρητορική τέχνη, στα ιστορικά γεγονότα, στις συμμαχίες, στις μάχες, στις αντιδράσεις νικητών και ηττημένων, σε αίτια, αφορμές, συνέπειες και αποφάσεις. Στο έργο αυτό του Θουκυδίδη περιλαμβάνεται και ο λόγος του εκφώνησε ο Περικλής κατά «την τελετή δημόσιας ταφής των πρώτων νεκρών του πολέμου» (430 π.Χ). Ανατρέχοντας στο κείμενο αυτό τις τελευταίες ημέρες και διαβάζοντάς το αυτούσιο και μόνο, ξεχώρισα κάποια αποσπάσματα με νόημα που διαπερνά τον χρόνο.
« (…) Δύσκολο εἶναι νὰ μιλήση κανεὶς ὅπως ταιριάζει σὲ θέμα ὅπου χρειάζεται κόπος γιὰ νὰ γίνη πιστευτὴ καὶ ἡ ἁπλή ἀλήθεια. Γιατὶ ὁ εὐνοϊκὸς ἀκροατής, ποὺ ξέρει τὰ πράγματα, θά θεωρήση τὰ ὅσα ἀκούει κατώτερα ἀπὸ ὅσα θέλει καὶ περιμένει ν’ ἀκούση, ἐνῶ ὁ ἀκροατὴς ποὺ δὲν τὰ ξέρει, θά νομίση, ἀπὸ φθόνο, πὼς λέγονται ὑπερβολές ἄν τύχη κι ἀκούση κάτι ποὺ εἶναι ἀνώτερο ἀπὸ τὶς δυνάμεις του. Τὸν ἔπαινο γιὰ τοὺς ἄλλους τὸν ἀνεχόμαστε τόσο μόνο ὅσο πιστεύομε πὼς κ’ ἐμεῖς οἱἴδιοι θά μπορούσαμε νὰ τὸν ἀξίζωμε. Καθετὶ ποὺ εἶναι ἀνώτερό μας, ὰπὸ φθόνο, δὲν τὸ πιστεύομε. (…)(Β’, 35)
Τὸ πολίτευμα ποὺ ἔχομε σὲ τίποτε δὲν ἀντιγράφει τὰ ξένα πολιτεύματα. Ἀντίθετα, εἴμαστε πολὺ περισσότερο ἐμεῖς παράδειγμα γιὰ τοὺς ἄλλους παρὰ μιμητὲς τους. Τὸ πολίτευμά μας λέγεται Δημοκρατία, ἐπειδὴ τὴν ἐξουσία δὲν τὴν ἀσκοῦν λίγοι πολίτες, ἀλλὰ ὅλος ὁ λαός (…)(Β’, 37)
Καὶ στὰ πολεμικὰ πράγματα διαφέρομε ἀπό τοὺς ἐχθρούς μας. (…) Ἄν ὁ ἐχθρὸς συνάντηση κάπου ἕνα μικρὸ μέρος τῆς δύναμής μας, καυχιέται, ἄν νικήση, πὼς κατατρόπωσε ὁλόκληρο τὸν στρατό μας. Ἄν νικηθῆ, διαδίδει πὼς βρέθηκε ἀντιμέτωπος μὲ ὅλες τὶς δυνάμεις μας. Ἀντικρύζομε τοὺς κινδύνους πρόθυμα κι ὄχι μὲ βαριὰ καρδιά. Τοὺς ἀντικρύζομε ὰπὸ ἀνδρεία περισσότερο παρὰ ὰπὸ ὑπακοὴ σὲ κάποιο νόμο καὶ τοῦτο εἶναι γιὰ μᾶς κέρδος μεγάλο, γιατὶ δέν θλιβόμαστε ὰπὸ πρὶν γιὰ τὶς συμφορὲς ποὺ ἴσως ἔρθουν, κι ὅμως, ὅταν ἔρθουν, δὲν εἴμαστε λιγότερο γενναῖοι ἀπὸ ἐκείνους ποὺ παιδεύονται ἀδιάκοπα.(…)(Β’, 39)
(…) Ἀγαποῦμε τὸ ὡραῖο, ἀλλά μένομε ἁπλοὶ καὶ φιλοσοφοῦμε χωρὶς νὰ εἴμαστε νωθροί. Τὸν πλοῦτο μας τὸν ἔχομε γιὰ νὰ τὸν χρησιμοποιοῦμε σὲ ἔργα καὶ ὄχι γιὰ νὰ τὸν καυχιόμαστε. Δὲν θεωροῦμε ντροπὴ τὴ φτώχεια. Ντροπὴ εἶναι νὰ μὴν τὴν ὰποφεύγη κανεὶς δουλεύοντας. (…) κ’ ὲνῶ ὁ καθένας μας φροντίζει τὶς δουλειές του, τοῦτο δὲν μᾶς ἐμποδίζει νὰ κατέχωμε καὶ τὰ πολιτικά. Μόνο ἐμεῖς θεωροῦμε πὼς εἶναι ὄχι μόνον ἀδιάφορος, ἀλλὰ καὶ ἄχρηστος ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἐνδιαφέρεται στὰ πολιτικά. Ἐμεῖς οἱ ἴδιοι κρίνομε κι ἀποφασίζομε γιὰ τὰ ζητήματά μας καὶ θεωροῦμε πὼς ὁ λόγος δὲν βλάφτει τὸ ἔργο. Ἀντίθετα, πιστεύομε πὼς βλαβερὸ εἶναι τὸ νὰ ἀποφασίζη κανεὶς χωρὶς νὰ ἔχει φωτιστῆ. Διαφέρομε ἀπὸ τοὺς ἄλλους καὶ σὲ τοῦτο. Εἴμαστε τολμηροί, κι ὅμως ζυγίζομε καλὰ τὴν κάθε ἐπιχείρησή μας, ἐνῶ τοὺς ἄλλους ἡ ἄγνοια τοὺς κάνει θρασεῖς κ’ ἡ γνῶση ἀναποφάσιστους. Ἐκεῖνοι πρέπει νὰ κρίνωνται γενναιότεροι, ὅσοι ξέρουν καλὰ ποιὸ εἶναι τὸ εὐχάριστο καὶ ποιὸ τὸ φοβερὸ κι ὅμως δὲν προσπαθοῦν ν’ ἀποφύγουν τὸν κίνδυνο. Καὶ στὴν διάθεση μας ἀπέναντι στοὺς ξένους διαφέρομε ἀπ’ τοὺς πολλούς, γιατὶ ἀποκτοῦμε φίλους εὐεργετώντας τους καὶ ὄχι περιμένοντας ἀπ’ αὐτοὺς κάποιο καλό. Ἡ φιλία τοῦ εύεργέτη εἶναι πιὸ σταθερή, γιατὶ προσπαθεῖ νὰ διατηρήση τὸν δεσμό του μὲ τὰν ἄλλο, ἐνῶ ἐκεῖνος ποὺ χρωστάει χάρη εἶναι λιγότερο πρόθυμος, θεωρώντας τὴν εὐγνωμοσύνη του σὰν χρέος κι ὄχι σάν αἴσθημα. Μόνοι ἐμεῖς σκορποῦμε ἁπλόχερα τὶς εὐεργεσίες μας, ὄχι ὰπὸ συμφεροντολογικούς ὑπολογισμούς, ἀλλὰἀπὸ φιλελεύθερη γενναιοδωρία.. (…)(Β’, 40)
Ἔχοντας αὐτοὺς γιὰ παράδειγμα καὶ ξέροντας πὼς εὐτυχία θὰ πῆ ἐλευθερία καὶ ὲλευθερία σημαίνει ἀνδρεία, δὲν πρέπει νὰ δειλιάζετε μπροστὰ στοὺς κινδύνους τοῦ πολέμου. Δὲν εἶναι ἀλήθεια πὼς ὅσοι δυστυχοῦν καὶ δὲν ἔχουν ἐλπίδα μιᾶς καλύτερης μοίρας θυσιάζουν πιὸ εὔκολα τὴ ζωὴ τους. Τὴν θυσιάζουν ἐκεῖνοι πού, ἄν θελήσουν νὰ τὴν σώσουν ἀποφεύγοντας τό μοιραῖο, κινδυνεύουν νὰ πάθουν τὸν μεγαλύτερο ἐξευτελισμό ἄν νικηθούν. Γιὰ τοὺς ἀνδρείους ὁ ἐξευτελισμὸς τῆς δειλίας εἶναι χειρότερος ἀπ’ τὸν γενναῖο κι ἀναπάντεχο θάνατο.(Β’, 43)
(…) Ἐκεὶ ὅπου ὁρίζονται σπουδαῖα ἔπαθλα γιὰ τὴν ἀνδρεία, ἐκεῖ καὶ ὑπάρχουν οἱ ἄριστοι πολίτες. (…) (Β’, 46)
*Θουκυδίδου «Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου», Βιβλιοπωλείο της «Εστίας», 2001 (1998)μετάφραση Άγγελου Βλάχου, Αθήνα, 163 σελ (ISBN 960-05-0801-1)