Απόψεις Ιστορία

Οι 872 μέρες της μαρτυρικής πολιορκίας του Λένινγκραντ μέσα από το ημερολόγιο ενός μικρού κοριτσιού

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ ΛΕΒΕΝΤΟΓΙAΝΝΗΣ

O “Δρόμος της Ζωής”

Η μικρή Τάνια Σαβίτσεβα επιτάχυνε το βήμα της. Ήθελε να βρεθεί στο σπίτι της πριν να πέσει ο ήλιος. Στους δρόμους και στις δεκάδες γέφυρες της πόλης που γεννήθηκε και έμενε δεν κυκλοφορούσε ψυχή. Ένας βοριάς σάρωνε τα πάντα. Η θερμοκρασία το βράδυ άγγιζε και τους -30. Το πλακόστρωτο γλίστραγε επικίνδυνα. Το βράδυ το χιόνι γινόταν πάγος.

Η Τάνια έστριψε αριστερά στην οδό Απράσκιν και βρέθηκε στην πλατεία Λομονόσοβα. Στην άκρη σε ένα παγκάκι μια μητέρα κρατούσε στην αγκαλιά της ένα παιδάκι. Έμοιαζε να το κοιτάζει. Δεν κουνιόντουσαν. Μικροί σταλακτίτες κρέμονταν από τη μύτη και τα μαλλιά τους. Ήταν νεκροί και οι δύο, από την πείνα και το κρύο. Δεξιά και αριστερά δεκάδες πτώματα είχαν παραμείνει άταφα ανάμεσα στα χαλάσματα, ύστερα από τους σφοδρούς βομβαρδισμούς. Είχαν παγώσει. Δεν μύριζαν, ούτε σάπιζαν…

Η Τάνια, όταν έβγαινε στους δρόμους, πάντα αρνιόταν να κοιτάξει τους νεκρούς. Όταν βράδιαζε, τους φοβόταν κιόλας. Περισσότερο και από τις βόμβες. Προσπέρασε τα πτώματα και σήκωσε τον γιακά από το πανωφόρι της, ενώ με το μικρό χεράκι της κατέβασε περισσότερο τον βαρύ σκούφο στο μέτωπό της. Πέρασε τρέχοντας τα ερείπια που κάποτε ήταν το υπέροχο κτήριο που στεγαζόταν το θέατρο Κόργκοκο και διέσχισε τη μικρή γέφυρα του καναλιού Φοντάνκα.

Ήταν χαρούμενη. Είχε καταφέρει να βρει φαγητό και μόλις θα έφτανε σπίτι θα απολάμβανε με τους συγγενείς της ένα υπέροχο δείπνο. Ζούσαν όλοι μαζί, γονείς, θείες, παππούδες, στριμωγμένοι στον δεύτερο όροφο ενός νεοκλασικού κτηρίου στην οδό Πραβόι πίσω από το αστυνομικό τμήμα. Πολλές φορές σκέφτηκαν να μετακομίσουν σε κάποιο υπόγειο καταφύγιο για να γλιτώσουν από τους βομβαρδισμούς, όμως ο παππούς Βάνιας αρνιόταν πεισματικά να εγκαταλείψει το σπίτι.

Στην εσωτερική τσέπη του βαριού παλτού της έκρυβε δυο φέτες σαπισμένο σκληρό ψωμί και έναν νεκρό, παγωμένο, αλλά διατηρημένο άριστα, αρουραίο που είχε βρει πριν από λίγη ώρα σε κάτι σκουπίδια στην άκρη ενός υπονόμου δίπλα από το Ζιμνίζ Ντβόρετς, τα καλοκαιρινά ανάκτορα των τσάρων. Επιτάχυνε το βήμα της ευχαριστημένη…

Η Τάνια ζούσε στην ομορφότερη κατά πολλούς πόλη της Ευρώπης. Ένα μείγμα Βενετίας και Παρισιού. Με άπειρα κανάλια να τη διασχίζουν και τον ποταμό Νέβα να δεσπόζει. Με τη χλιδή και τα υπέροχα κτήρια, τα περισσότερα κτισμένα σε ρυθμούς Μπαρόκ και Αρτ Νουβό, να την κοσμούν, δίνοντας μια τσαρική μεγαλοπρεπέστατη ατμόσφαιρα.

Ζούσε στην πόλη των καλλιτεχνών, των διανοουμένων και των συγγραφέων. Η Τάνια ήξερε ότι παλιά την πόλη την ονόμαζαν Αγία Πετρούπολη, αλλά τώρα είχε το όνομα του πρώτου ηγέτη της μεγάλης χώρας της. Τώρα την ονόμαζαν «Πόλη του Λένιν».

Φωλιά του Αετού, Βαυαρικές Άλπεις, λίγους μήνες νωρίτερα, Απρίλιος 1941

Ο Χάιντς Λίγκε, ο πιστός προσωπικός μπάτλερ του Αδόλφου Χίτλερ, ήταν τρομερά αγχωμένος. Έδινε συνέχεια διαταγές στο προσωπικό του πύργου προκειμένου τίποτε να μην πάει στραβά. Ο Φύρερ εδώ και τρεις ημέρες δεν είχε βγει από το γραφείο του. Δεν είχε καν αναπαυθεί έστω και για μερικές ώρες. Ήταν συνέχεια κλεισμένος με τους στενότερους επιτελείς του και σχεδίαζαν… Ο άνθρωπος που λάτρευε σαν θεό τον είχε φωνάξει τόσες φορές μέσα. Ο Λίγκε είχε καταλάβει ότι κάτι σημαντικό συνέβαινε. Είχε δει και τους τεράστιους απλωμένους χάρτες επάνω στο μεγάλο δρύινο γραφείο. Είχε ακούσει τις φωνές του όταν επέπληττε κάποιον ανώτατο αξιωματικό του.

Τώρα τον είχε φωνάξει πάλι μέσα. Ήθελε δροσερό νερό και ασπιρίνες. Πονούσε φρικτά το κεφάλι του. Σε ελάχιστα δευτερόλεπτα ένας υπηρέτης έφερε την κρυστάλλινη κανάτα με τα ποτήρια από τη Βοημία. Ο Λίγκε ίσιωσε τη στρατιωτική του στολή, έφτιαξε τα μαλλιά του, χτύπησε διακριτικά τη βαριά πόρτα και μπήκε. Περπάτησε αρκετά στο παχύ χαλί του μεγάλου γραφείου.

Δεξιά του ήταν μια τεράστια τζαμαρία με υπέροχη θέα στις Άλπεις. Αριστερά του, πορτρέτα Πρώσων αξιωματικών, τον κοίταζαν αυστηρά σαν να τον επέπλητταν. Τον έκαναν να νιώθει άβολα. Στους άλλους τοίχους ήταν κρεμασμένες σημαίες της χώρας του και στην άκρη ένα τεράστιο πορτρέτο του Φύρερ του. Στο βάθος σκυμμένοι πάνω από χάρτες συνομιλούσαν ο Χίτλερ με τους συνεργάτες του. Πίσω τους, επάνω στον τοίχο, μπορούσε να δει τον χάρτη της Σοβιετικής Ένωσης. Τρία βέλη ξεκινούσαν από τη Γερμανία και άνοιγαν σαν βεντάλια. Ένα βόρεια, ένα στο μέσον και ένα νότια…

«Οι ασπιρίνες που ζητήσατε, Φύρερ μου», είπε και στάθηκε προσοχή όταν έφτασε δίπλα στον ηγέτη του Γ’ Ράιχ. Ακίνητος, σχεδόν δεν ανέπνεε. Κανείς δεν του έδωσε σημασία και ο Λίγκε περίμενε υπομονετικά.
«Operation Nordlicht, κύριοι» είπε ο Αδόλφος Χίτλερ απευθυνόμενος στον Ρούντολφ Ες και τον Χάινριχ Χίμλερ. «Επιχείρηση Βόρειο Σέλας. Μέρος της Επιχείρησης Μπαρμπαρόσα. Με αυτό θα τσακίσουμε τους Σοβιετικούς. Ήδη, όπως καλά ξέρετε, οι τρεις στρατιές μας είναι έτοιμες. Η Ομάδα Στρατιών Βορράς, η Ομάδα Κέντρο και η Ομάδα Νότος. Μέχρι το τέλος του φθινοπώρου πρέπει να έχουμε καταλάβει το Μινσκ, το Κίεβο και το Λένινγκραντ. Μετά θα ασχοληθούμε με τη Μόσχα και με τα πετρέλαια του Καυκάσου.

Θέλω την προσοχή σας στην Επιχείρηση Βόρειο Σέλας. Θέλω να πάνε όλα όπως τα έχουμε σχεδιάσει, παρά τις αντικειμενικές δυσκολίες. Θέλω μέχρι να μπει ο χειμώνας η Αγία Πετρούπολη να έχει ισοπεδωθεί. Δεν θέλω να υπάρχει στον χάρτη πόλη με την ονομασία Λένινγκραντ. Επικεφαλής στο Βόρειο Σέλας θα είναι ο Generalfeldmarschall, ο στρατάρχης Φον Λέεμπ».

Ο Λέεμπ σηκώθηκε, χτύπησε στρατιωτικά τα τακούνια από τις μπότες του σαν παλιός Πρώσος αξιωματικός και ετοιμάστηκε να μιλήσει… Ο Χίτλερ σήκωσε το κεφάλι του, είδε τον μπάτλερ του, έφτιαξε τη χωρίστρα του, έκανε νόημα με το χέρι του στον Λέεμπ να σωπάσει και ρώτησε εκνευρισμένος: «Χάιντς, τι ζητάς εδώ;». Πριν ο Λίγκε προλάβει να απαντήσει, ο Χίτλερ συμπλήρωσε: «Ααα ναι έφερες τις ασπιρίνες. Άφησέ τες και φύγε…».

Εκείνο το απόγευμα του Απριλίου του 1941, μόλις ο Χάιντς Λίγκε βγήκε από το γραφείο, ο Χίτλερ διαφώνησε έντονα με τον στρατάρχη Λέεμπ για τον τρόπο της επίθεσης στο Λένινγκραντ. Ο Χίτλερ ζητούσε μια αστραπιαία επίθεση που θα τσάκιζε τους μισητούς Σοβιετικούς στο Λένινγκραντ. Ο Λέεμπ του απάντησε ότι κάτι τέτοιο είναι αδύνατον για τέσσερις λόγους.

Πρώτον, η ιδιομορφία και η ιδιαιτερότητα της περιοχής πέριξ της πόλης εκμηδένιζε το γερμανικό πλεονέκτημα σε υλικοτεχνική υποδομή αλλά και σε έμψυχο υλικό και καθιστούσε τον καλύτερα εξοπλισμένο Γερμανό στρατιώτη εφάμιλλο του Σοβιετικού. Μια κατά μέτωπο επίθεση θα είχε ανυπολόγιστο κόστος.

Δεύτερον, η πόλη, χτισμένη στο δέλτα του ποταμού Νέβα, περιβαλλόταν από ελώδεις εκτάσεις, όπου τα τεθωρακισμένα θα κολλούσαν και θα γίνονταν εύκολη λεία για τους Ρώσους αντιαρματιστές. Ακόμη όμως κι αν περνούσαν, οι κύριες αστικές περιοχές διασχίζονται από κανάλια και επικοινωνούν με πολύ στενές γέφυρες. Θα αναγκάζονταν, λοιπόν, να αναλωθούν σε πολύμηνες μάχες εκ του συστάδην, κτήριο προς κτήριο και γέφυρα προς γέφυρα, σε μια άγνωστη μεγαλούπολη που μπορούσε ανά πάσα στιγμή να διαθέσει εκατοντάδες χιλιάδες επιστράτους για την άμυνά της.

Τρίτον, πιθανή απόβαση από τον φινλανδικό κόλπο ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία λόγω του απροσπέλαστου της Κροστάνδης, ενός οχυρωμένου νησιού στη θαλάσσια είσοδο της πόλης που λειτουργεί ως αβύθιστο πλοίο. Επίσης ο γερμανικός στρατός δεν διέθετε εμπειρία σε τέτοιου είδους αποβατικές επιχειρήσεις μεγάλης κλίμακας. Επιπλέον εμπόδιο αποτελούσαν ο αρκετά ισχυρός Σοβιετικός Στόλος Βόρειας Θάλασσας και τα υποβρύχιά του.

Τέταρτον, η συντριπτική πλειονότητα του πληθυσμού ήταν Ρώσοι και Εβραίοι, εν αντιθέσει με τις Βαλτικές Δημοκρατίες, όπου οι κάτοικοι είχαν δει τους Γερμανούς ως απελευθερωτές. Επομένως ήταν δύσκολο να συγκροτηθούν δωσιλογικές ομάδες ή να βρεθούν ντόπιοι με καλή γνώση της πόλης, οι οποίοι θα βοηθούσαν τη Βέρμαχτ.

Ο Χίτλερ ρώτησε τότε τον αξιωματικό του τι έχει να προτείνει και εκείνος απάντησε με έναν τόνο απαισιοδοξίας: «Πολιορκία. Μόνο πολιορκία. Οι πληροφορίες μου θέλουν το Λένινγκραντ να έχει εφόδια μόνο για κάποιες ημέρες. Άλευρα και σιτηρά για 35 ημέρες, ζυμαρικά για 30 ημέρες, κρέας για 33 ημέρες, λίπη για 45 ημέρες και ζάχαρη για 60».

Ο Χίτλερ έμεινε να κοιτάζει τον χάρτη σκεπτικός. Έσπαγε το κεφάλι του να βρει κάτι, ένα ψεγάδι, για να αντικρούσει τον επιτελή του και να τον αποπέμψει. Δεν συμπαθούσε ιδιαίτερα τους Πρώσους αξιωματικούς και την έπαρσή τους. Κι όμως ο Λέεμπ είχε δίκιο. Ο ηγέτης του Γ’ Ράιχ πήρε τις δύο ασπιρίνες και, όσο έπινε το νερό του, κοίταζε στα μάτια τον αξιωματικό του.

Μετά σηκώθηκε, έφτιαξε ξανά τη χωρίστρα του και μίλησε: «Ο Φον Λέεμπ, ως συνεπής καθολικός, προτιμά να προσεύχεται παρά να πολεμά. Αλλά εδώ έχει δίκιο. Το Λένινγκραντ θα πέσει με πολιορκία. Θα κόψουμε κάθε δρόμο, κάθε δίοδο της πόλης με τον έξω κόσμο. Οποιαδήποτε πρόταση παράδοσης από το Λένινγκραντ πρέπει να απορριφθεί. Σε αυτό τον αγώνα δεν με ενδιαφέρει να κρατήσω έστω ένα μικρό ποσοστό της πόλης ζωντανό. Ισοπεδώστε το… Θέλω να σβηστεί από προσώπου γης».

Λένινγκραντ, αρχηγείο Κόκκινου Στρατού, Νοέμβριος 1941.
Εξωτερική θερμοκρασία -22

Η πόρτα του υπόγειου γραφείου άνοιξε ξαφνικά και μέσα στο γεμάτο καπνό δωμάτιο μπήκε γρήγορα ένας άνδρας. Τίναξε το χιόνι από το βαρύ χακί στρατιωτικό του παλτό, έβγαλε το καπέλο του και δάγκωσε τα γάντια του. Τα τράβηξε και ακούμπησε τα χέρια του στο μαγκάλι που έκαιγε σε μια άκρη. Μέσα στο δωμάτιο υπήρχαν δύο υψηλόβαθμοι αξιωματικοί του Κόκκινου Στρατού. Ο άνδρας που κοίταζε έναν χάρτη της πόλης κάτω από το δυνατό φως μιας λάμπας σήκωσε το δίχως μαλλιά καραφλό κεφάλι του: «Ααα, σύντροφε Κλιμέντ Βοροσίλοφ, σε περιμέναμε. Βάλε λίγο τσάι και έλα να μας εξηγήσεις την κατάσταση».

Γκεόργκι Ζούκοφ

Ο Κλιμέντ Βοροσίλοφ έγνεψε καταφατικά και κατευθύνθηκε προς το σαμοβάρι που βρισκόταν κάτω από το πορτρέτο του Στάλιν σε μια άκρη του δωματίου.

«Τα πράγματα, σύντροφοι, δεν πάνε καθόλου, μα καθόλου καλά» είπε ο καραφλός μεγαλόσωμος άνδρας. «Η πολιορκία είναι πλήρης. Η θέση μας είναι εξαιρετικά δυσχερής». Τίναξε τη στάχτη από το βαρύ ρωσικό τσιγάρο του και συνέχισε:

«Νότια της πόλης, η Βέρμαχτ και η Γαλάζια Μεραρχία των Ισπανών έχουν δημιουργήσει ένα ημικύκλιο που μας έχει αποκόψει. Από τον φινλανδικό κόλπο μέχρι τις νότιες ακτές της λίμνης Λατόγκα δεν έχουμε καμία επικοινωνία με τις άλλες πόλεις. Βόρεια, τα τσιράκια των Γερμανών, οι Φινλανδοί και Νορβηγοί εθελοντές, ελέγχουν την Άνω Λατόγκα και την Καρελία. Ενισχύσεις δεν μπορούν να έρθουν από πουθενά. Όλοι οι άξονες είναι κλειστοί. Τα τρόφιμα τελείωσαν, πετρέλαιο δεν έχουμε. Είμαστε καταδικασμένοι να πολεμήσουμε μέχρι ενός. Το θέμα είναι να κάνουμε τους ναζί να πληρώσουν ακριβά κάθε μέτρο πόλης που θα παίρνουν».

Ο άνδρας που πριν από λίγη ώρα είχε μπει στο αρχηγείο, άφησε το φλιτζάνι με το αχνιστό τσάι σε ένα γραφείο και πλησίασε τον χάρτη. «Σύντροφε Ζούκοφ, μου επιτρέπετε;». Ο φαλακρός στρατηγός στάθηκε διακριτικά στην άκρη του επίπλου δίπλα στον μεγάλο απλωμένο χάρτη. Πλάι του ήταν ένας άλλος ανώτατος αξιωματικός του Κόκκινου Στρατού, ο στρατηγός Λεονίντ Γκοβόροφ.

Σοβιετικά Α/Α με φόντο το χρυσό τρούλο του Αγίου Ισαάκ

«Σύντροφε στρατηγέ Ζούκοφ, σύντροφε στρατηγέ Γκοβόροφ, μόλις επέστρεψα από τα οχυρωματικά έργα. Όπως πολύ καλά γνωρίζετε από τον Ιούνιο, έχουμε δημιουργήσει στην ευρύτερη περιφέρεια του Λένινγκραντ ένα ισχυρό δίκτυο άμυνας. Οκτακόσια χιλιόμετρα συρματόπλεγμα και 5.000 οχυρώματα δεν είναι κάτι που οι ναζί μπορούν να αγνοήσουν».

Ο Βοροσίλοφ έσκυψε στον χάρτη και άρχισε να δείχνει: «Εδώ, εδώ και εδώ οι γερμανικές επιθέσεις αποκρούονται. Εδώ στα δυτικά, τα έλη μας βοηθούν. Τα πάντσερ κολλάνε και τα διαλύουμε. Από τα βόρεια οι δυνάμεις μας κρατάνε καλά. Νομίζω ότι τα προβλήματά μας είναι δυο. Οι άμαχοι και η έλλειψη εφοδίων. Αυτά πρέπει να επιλύσουμε, αλλά πώς…».

Σοβιετικοί στρατιώτες σε χαράκωμα στις παρυφές της πόλης

Η σειρήνα από ένα βομβαρδιστικό κάθετης εφόρμησης Junkers ju 87 «Stuka» έκοψε τα λόγια του Βοροσίλοφ στη μέση. Ο χαρακτηριστικός ήχος του πάγωνε ακόμη και τους ψυχραιμότερους πολεμιστές. Ελάχιστα δευτερόλεπτα μετά, το δωμάτιο σείστηκε δυνατά. Σοβάδες και σκόνη έπεσαν πάνω στο γραφείο με τον απλωμένο χάρτη και τα φώτα έσβησαν για λίγο. Μετά η λάμπα τρεμόπαιξε και άναψε πάλι. «Καταραμένη Λουφτβάφε», ψιθύρισε ο Ζούκοφ. Τίναξε τη σκόνη από τα διακριτικά του στον γιακά στη βάση του λαιμού του, άναψε ένα άλλο τσιγάρο και πήρε πάλι τον λόγο: «Σας μεταφέρω τα λόγια του συντρόφου Ιωσήφ Στάλιν:

Το Λένινγκραντ δεν πρέπει να πέσει. Εάν το πάρουν οι ναζί, τότε θα δημιουργήσουν μια τανάλια από Βορρά και από το κέντρο, που θα ισοπεδώσει τη Μόσχα. Η πατρίδα μας θα χαθεί και μαζί της τα οράματα του σοσιαλισμού. Το Λένινγκραντ πρέπει να κρατηθεί πάση θυσία. Ανεξαρτήτως κόστους. Οι 200.000 στρατιώτες του στρατού μας που το υπερασπίζονται μαζί με τα 4,5 εκατομμύρια των κατοίκων του, θα θυσιαστούν όλοι, εάν χρειαστεί, αλλά οι Γερμανοί δεν θα πατήσουν το πόδι τους.

Σύντροφε Βοροσίλοφ, όπως ξέρεις αναλαμβάνω την υπεράσπιση της πόλης με εντολή της Stavka, της Ανώτατης Στρατιωτικής Διοίκησης Μόσχας, του Πολιτικού Γραφείου και του συντρόφου Στάλιν προσωπικά. Καλώ εσένα και τον σύντροφο Γκοβόροφ να με βοηθήσετε στον σκοπό αυτό. Για μένα, Κλιμέντ, δεν υπάρχει η προηγούμενη αποτυχία σου στη Φινλανδία, ούτε οι ανοησίες που έκανες εδώ και που μου πήρε μέρες να τις διορθώσω».

Ο στρατηγός Λεονίντ Γκοβόροφ, που μέχρι εκείνη τη στιγμή παρακολουθούσε σιωπηλός, πήρε τον λόγο: «Σύντροφοι, κοιτάξτε εδώ στον χάρτη». Το δάχτυλό του πέρασε πάνω από τη λίμνη Λατόγκα. «Ίσως αυτή να είναι η λύση στο πρόβλημά μας. Ίσως αυτός να είναι ο δρόμος της ζωής».

Πρόχειρο στρατόπεδο Κόκκινου Στρατού, πόλη Τιχβίν, 200 χιλιόμετρα ανατολικά του Λένινγκραντ, ξημερώματα 20ής Νοεμβρίου 1941

«Πες τους ότι δεν υπάρχει καμία τέτοια περίπτωση. Δεν το κάνω και ας με στείλουν στη Σιβηρία». Ο Σάσα – Αντρέι Πιτσιπένκο από τα Ουράλια, λοχίας – οδηγός του Κόκκινου Στρατού, ήταν κατηγορηματικός: «Δεν πάω, αυτό να τους πεις».
Ο λοχαγός Βασίλι Φετίσοφ, φίλος αδελφικός του Σάσα, που γνωρίστηκαν όταν ακόμη σπούδαζαν μαζί στη σχολή αξιωματικών, έτρεχε ξωπίσω του πάνω στον λασπωμένο χωματόδρομο. Το χιόνι μαστίγωνε και τους δύο και ο αέρας δεν τους άφηνε να ακουστούν. Οι μπότες τους ήταν μέσα στη λάσπη και οι χακί στολές τους είχαν γίνει λευκές. Ο Σάσα θα έπρεπε να είναι και εκείνος λοχαγός, αλλά ο ατίθασος χαρακτήρας του δεν άρεσε στον επίτροπο – καθοδηγητή στη σχολή αξιωματικών.

 

Ο Κόκκινος Στρατός στο Τιχβίν

«Στάσου, βρε Σάσα, μισό λεπτό. Με κάνεις και σε κυνηγάω. Στάσου, άνθρωπέ μου». Ο Βασίλι τον έφτασε και του έκλεισε τον δρόμο: «Μια φορά μόνο θα πάμε και μετά τέλος. Εξάλλου είναι διαταγή». Ο Σάσα τον κοίταξε ειρωνικά και απάντησε: «Να μην σου πω πού γράφω τη διαταγή τους. Ας πάνε αυτοί να οδηγήσουν πάνω σε μια τεράστια παγωμένη λίμνη ένα φορτωμένο φορτηγό».

Ο Σάσα – Αντρέι, ευχαριστημένος που μίλησε έτσι, προσπέρασε τον αποσβολωμένο Βασίλι και κατευθύνθηκε προς τους κοιτώνες. Ήθελε όσο τίποτε άλλο να ξαπλώσει. Ο σοβιετικός στρατός είχε ανακαταλάβει το Τιχβίν πριν από λίγες ώρες και ο ίδιος είχε πολεμήσει σαν σκυλί. Τώρα ήθελε να ξεκουραστεί.

Ο Βασίλι Φετίσοφ, που είχε μάθει τα κουσούρια του χαρακτήρα του αγαπημένου του φίλου, φώναξε: «Λοχία Πιτσιπένκο, κάθε ημέρα που περνάει πεθαίνουν 20.000 άνθρωποι στην καταραμένη πόλη. Πεθαίνουν παιδιά σαν τον μικρό σου Γιούρι… Σε δύο ώρες να είσαι έτοιμος…». Ο αέρας, λες και συμμάχησε, μετέφερε δυνατά και καθαρά τα λόγια του Βασίλι στα αυτιά του Σάσα.

Ο γερμανικός κλοιός στο Τιχβίν που οδηγούσε απευθείας στα νοτιοδυτικά της Λατόγκα είχε σπάσει. Οι Σοβιετικοί με μια σφοδρή αντεπίθεση πήραν πάλι την πόλη και τώρα ετοιμάζονταν για ένα εγχείρημα που έμελλε να μείνει στην Ιστορία. Θα μετέφεραν εφόδια, τρόφιμα και φάρμακα στους πολιορκημένους του Λένινγκραντ με φορτηγά που θα περνούσαν πάνω από την παγωμένη λίμνη. Μόλις ξεφόρτωναν, θα εκκένωναν και θα απομάκρυναν από την πόλη τους αρρώστους, τους γέροντες και τα παιδιά… Ο δρόμος της ζωής…

Ο Σάσα οδηγούσε το φορτηγό του επάνω στον πάγο. Ένα σοβιετικής παραγωγής GAZ AA ενάμιση τόνου, από τα περίφημα Polutorka, κατασκευασμένο στα εργοστάσια των «εργατών και αγροτών του Κόκκινου Στρατού» RKKA. Δεν μιλούσε. Ήταν νύχτα και λόγω του χειμώνα θα αργούσε πολύ να ξημερώσει. Ο ουρανός δεν είχε σύννεφα 200 χιλιόμετρα μακριά από το Τιχβίν, που λίγες ώρες νωρίτερα το σάρωνε σφοδρή χιονοθύελλα. Ο τόπος φωτιζόταν με ένα ψυχρό γαλαζωπό φως που αντανακλούσε στον πάγο.

Νυχτερινή οδήγηση με τα polytorka, επάνω στην παγωμένη Λαντόγκα

 

Ο Σάσα έβλεπε καθαρά τα αστέρια. Ήταν μια γλυκιά νύχτα χωρίς χιόνι και κρύο. Η θερμοκρασία επάνω στη λίμνη όπου βρισκόταν με το Polutorka του θα πρέπει να άγγιζε τους -10. Έδιωξε από το μυαλό του οποιαδήποτε κακιά σκέψη για τον πάγο και πάτησε μαλακά το γκάζι. Το φορτηγό έχασε για λίγο την πρόσφυσή του και ο Σάσα χαμογέλασε. Πάντα διασκέδαζε με τέτοιου είδους παιχνίδια. Πάτησε και άλλο το γκάζι και έστριψε το τιμόνι ανάποδα για να επανέλθει.

Μπροστά του και πίσω του άλλοτε σε μια σειρά, άλλοτε σαν βεντάλια, εκατοντάδες φορτηγά GAZ αλλά και έλκηθρα λίγο πιο πίσω, μετέφεραν από τον «Δρόμο της Ζωής» της λίμνης Λατόγκα εφόδια και φάρμακα στους πολιορκημένους…

Ιστορίες θάρρους

Το Λένινγκραντ δεν έπεσε ποτέ. Οι Γερμανοί το πολιόρκησαν επί 872 ημέρες. Δεν κατάφεραν ούτε στις παρυφές της πόλης να μπουν. Το Λένινγκραντ θρήνησε εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς. Οι περισσότεροι άμαχοι, οι περισσότεροι από το κρύο και την πείνα. Τα τρόφιμα, το πετρέλαιο, τα φάρμακα εξαντλήθηκαν από τον δεύτερο μήνα.

Ο πρώτος χειμώνας του 1941 ήταν ο πιο δύσκολος. Το Λένινγκραντ θα έπεφτε εάν οι Σοβιετικοί δεν καταλάμβαναν την πόλη Τιχβίν και δεν δημιουργούσαν τον «Δρόμο της Ζωής». Όσο διήρκεσε η πολιορκία, ο «Δρόμος της Ζωής» ήταν ανοιχτός. Τον πρώτο χειμώνα τα φορτηγά Polutorka και τα έλκηθρα νύχτα – μέρα περνούσαν την παγωμένη λίμνη Λατόγκα και μετέφεραν εφόδια. Μετά επέστρεφαν γεμάτα με τραυματίες ή αρρώστους ή μικρά παιδιά και ηλικιωμένους.

polutorka διασχίζουν τη Λατόνγκα λίγο πριν λιώσουν οι πάγοι. 2 αεροπλανα τα προστατεύουν

Η γερμανική αεροπορία, όσο και εάν χτυπούσε τις εφοδιοπομπές, δεν κατάφερε ποτέ να τις σταματήσει. Μόνο ένα στα τρία φορτηγά κατάφερνε να φτάσει μέσα στην πόλη σε αυτό το δρομολόγιο του θανάτου. Το καλοκαίρι του 1942, όταν οι πάγοι έλιωσαν, τα εφόδια συνέχιζαν να στέλνονται με φορτηγίδες. Οι Γερμανοί βύθισαν εκατοντάδες από αυτές. Οι Σοβιετικοί όμως κράτησαν τον δρόμο ανοιχτό.

Τον επόμενο χειμώνα, όταν ξαναπάγωσε η λίμνη, οι Σοβιετικοί κράτησαν ανοιχτό τον δίαυλο κατασκευάζοντας μια σιδηροδρομική γραμμή πάνω στη λίμνη. Επίσης πριν παγώσει η Λατόγκα οι Σοβιετικοί είχαν καταφέρει να ποντίσουν αγωγό πετρελαίου σε βάθος 12,5 μέτρων. Έτσι κατάφεραν να ανακουφίσουν λίγο τους πολιορκημένους. Η ίδια κατάσταση συνεχίστηκε και το 1943.

Tεράστια μπαλόνια προστάτευαν τα κτίρια από τις βόμβες.Έπαιζαν το ρόλο αερόσακου

Οι κάτοικοι της πόλης προσπάθησαν να προστατεύσουν τους θησαυρούς και τα κτήριά της. Στη φάση των βομβαρδισμών είχαν καλύψει τα περισσότερα κτήρια με ένα ειδικό δίχτυ, το οποίο, όταν οι βόμβες από τα αεροπλάνα έπεφταν επάνω του, λειτουργούσε σαν… «αερόσακος» και οι περισσότερες δεν έσκαζαν. Σε πολλά κτήρια επίσης είχαν τοποθετήσει τεράστια φουσκωτά μπαλόνια πάνω στα οποία οι βόμβες έκαναν γκελ.

Με χαρτόνι, ξύλα και μπογιές είχαν δημιουργήσει τρούλους από εκκλησίες, μικρά κτήρια, ακόμη και πλατείες. Δεκάδες τέτοιες κατασκευές μπέρδευαν τους Γερμανούς πιλότους των βομβαρδιστικών, που από ψηλά δεν μπορούσαν να προσανατολιστούν και έριχναν τις βόμβες αλλού. Μια ημέρα που τα γερμανικά βομβαρδιστικά σηκώθηκαν για να ισοπεδώσουν την πόλη, οι πιλότοι τους βρέθηκαν μπροστά σε μια έκπληξη.

Είχαν ως σημείο αναφοράς και κέντρο προσανατολισμού τους τα ανάκτορα του Ερμιτάζ. Μόνο που από εκείνη την ημέρα από ψηλά έβλεπαν… δύο Ερμιτάζ. Το ένα στη βόρεια πλευρά και το άλλο στη δυτική. Δεν ήξεραν τι να χτυπήσουν, πού να χτυπήσουν.

Το πραγματικό Ερμιτάζ είχε καλυφθεί με ένα τεράστιο δίχτυ, το οποίο οι κάτοικοι είχαν «στολίσει» με χιλιάδες λουλούδια και μικρά δεντράκια. Από ψηλά έμοιαζε με ένα υπέροχο καταπράσινο αλσύλλιο, από τα εκατοντάδες που υπήρχαν στην πόλη. Ο τεράστιος χρυσός θόλος της εκκλησίας του Αγίου Ισαάκ (άλλο σημείο αναφοράς για τους Γερμανούς πιλότους) σε ένα βράδυ καλύφθηκε με τόνους από χώμα. Από ψηλά οι σαστισμένοι και απορημένοι πιλότοι έβλεπαν απλώς έναν λόφο…

Ένα πρωινό του άγριου χειμώνα του 1942 ένα σοβιετικό καταδιωκτικό αεροπλάνο έσπασε τον από αέρος αποκλεισμό των Γερμανών. Πέταξε πάνω από την πόλη και έριξε σε προκαθορισμένο σημείο έναν ελαφρύ σφραγισμένο ταχυδρομικό σάκο. Την ίδια στιγμή ανακλήθηκαν ενώ πολεμούσαν στα χαρακώματα στις παρυφές της πόλης όλοι όσοι ήταν επαγγελματίες μουσικοί.

Ντμίτρι Σοστακόβιτς,

Μέσα στον σάκο υπήρχαν οι παρτιτούρες από το συμφωνικό έργο του Ντμίτρι Σοστακόβιτς, το οποίο έγραψε (και ολοκλήρωσε στις 27 Δεκεμβρίου του 1941) για τον ηρωισμό των πολιορκημένων (Symphony No7. Opus 60 Leningrad).

Στις 9 Αυγούστου τα κανόνια των πολιορκημένων σφυροκόπησαν τις θέσεις του γερμανικού πυροβολικού, στέλνοντας περισσότερες από 3.000 οβίδες. Τα γερμανικά κανόνια σίγησαν…

Οι Γερμανοί αιφνιδιάστηκαν και, καθώς προσπαθούσαν να ερμηνεύσουν τον μαζικό αυτό βομβαρδισμό, άκουσαν από κάθε σημείο της πολιορκημένης πόλης τους ήχους κλασικής μουσικής να δονούν τον αέρα. Οι Σοβιετικοί είχαν τοποθετήσει μεγάφωνα σε κάθε δρόμο του Λένινγκραντ και όσοι κάτοικοι μπορούσαν συγκεντρώθηκαν και παρακολουθούσαν την απίστευτη αυτή συναυλία. Οι μουσικοί από τα χαρακώματα σχημάτισαν συμφωνική ορχήστρα και έπαιζαν το έργο του Σοστακόβιτς.

Με εντολή των αρχών η ζωή στην πόλη έπρεπε να συνεχιστεί κανονικά. Τα σχολεία, τα πανεπιστήμια και όλες οι υπηρεσίες δεν σταμάτησαν λεπτό να λειτουργούν. Το ίδιο και τα θέατρα και οι κινηματογράφοι.

Πολλοί άνθρωποι πέθαναν από το κρύο επειδή αρνήθηκαν να κάψουν τις βιβλιοθήκες και τα βιβλία τους για να ζεσταθούν. Άλλοι πάλι πέθαναν από την ασιτία. Όπως ο καθηγητής Βοτανολογίας του πανεπιστημίου του Λένινγκραντ, ο οποίος αρνήθηκε να φάει την τεράστια συλλογή του πανεπιστημίου που περιλάμβανε πλήθος βρώσιμων φυτών, καρπών και σπόρων (περισσότερα από 200.000 τεμάχια διαφόρων ειδών). Επίσης, όπως και στο Στάλινγκραντ, κατά τη διάρκεια της πολιορκίας παρατηρήθηκαν φαινόμενα κανιβαλισμού.

Πριν από την πολιορκία το Λένινγκραντ αριθμούσε 4,5 εκατομμύρια ψυχές. Στο τέλος της πολιορκίας είχαν μείνει μέσα στην πόλη 700.000 άνθρωποι. Για τον ηρωισμό των κατοίκων της, ήταν η μοναδική πόλη της Σοβιετικής Ένωσης που έλαβε από τους Δυτικούς τον τιμητικό τίτλο της «Ηρωικής Πόλης». Το Λένινγκραντ έγινε σύμβολο θάρρους, αυταπάρνησης, μαχητικότητας και δύναμης για ολόκληρο τον κόσμο.

1944, Λένινγκραντ

Ο Σάσα – Αντρέι Πιτσιπένκο σταμάτησε το Polutorka του ακριβώς έξω από την πλατεία Πρεοπραζνέσκαγια. Όλο το τοπίο ήταν ντυμένο στα λευκά. Χιόνι παντού. Από την καρότσα πήδησαν κάτω 10 φαντάροι του σοβιετικού στρατού και χάθηκαν αριστερά στην οδό Κορντολένκο προς το μουσείο Κβαρντίρα Νεκράσοβα. Η σφοδρή επίθεση του Κόκκινου Στρατού είχε αποδεκατίσει τη Γαλάζια Μεραρχία των Ισπανών και τώρα κυνηγούσε τα απομεινάρια της Βέρμαχτ που έτρεχαν μαζί με τους Φινλανδούς να σωθούν. Η πολιορκία είχε τελειώσει.

Ο Σάσα βγήκε έξω από το φορτηγό του κρατώντας στα χέρια του το PPSh-41 των ανδρών του σοβιετικού στρατού. Άναψε ένα τσιγάρο και το ρούφηξε αργά. Σκέφτηκε τον φίλο του. Κοίταξε ψηλά το χιόνι που έπεφτε. Ο Βασίλι είχε διαμελιστεί πριν από τρεις μήνες. Μια βόμβα χτύπησε το φορτηγό του πάνω στη λίμνη Λατόγκα. Του έλειπε…

Σφοδρός βομβαρδισμός την ώρα που το polytorka διασχίζει τη λίμνη

Σκέφτηκε τον γιο του. Χαμογέλασε. Ο Γιούρι θα είναι τώρα 7 χρόνων. Ο πόλεμος σε λίγο θα τελείωνε. Οι Γερμανοί υποχωρούσαν τρέχοντας σε όλα τα μέτωπα. Θα γύριζε πίσω στα Ουράλια. Στην οικογένειά του. Με την άκρη του ματιού του, ο Σάσα έπιασε μια κίνηση μέσα στην ολόλευκη καλυμμένη από χιόνι πλατεία. Κοίταξε καλύτερα. Κάτι υπήρχε θαμμένο κάτω από το χιόνι και κουνιόταν ελάχιστα. Στην αρχή νόμιζε ότι ήταν κανένα γατί που προσπαθούσε να κρυφτεί. Μετά σκέφτηκε λογικά. Κάτι τέτοιο θα ήταν αδύνατο. Κανένα ζώο δεν κυκλοφορούσε στο Λένινγκραντ. Είχαν φαγωθεί και εξαφανιστεί όλα.

Πλησίασε αργά το παγκάκι της πλατείας, δίπλα από κάτι κούνιες που άφηναν ένα στριγκό, μονότονο ήχο, καθώς ο αέρας, σαν αόρατο χέρι, τις κουνούσε ρυθμικά. Το χιόνι είχε σχηματίσει ένα μικρό βουναλάκι. Όμως κάτι ζωντανό ήταν από κάτω. Γονάτισε και το καθάρισε. Στην αρχή τρόμαξε με αυτό που είδε. Μετά συνειδητοποίησε ότι είναι ένα πρόσωπο, ένα όμορφο πρόσωπο από ένα μικρό κοριτσάκι. Αποστεωμένο, με ρουφηγμένα μάγουλα, χλομό. Με μεγάλα μάτια. Το σήκωσε και το πήρε στην αγκαλιά του. Το παιδί πέθαινε από το κρύο και την πείνα: «Μην πεθάνεις τώρα. Όλα τελείωσαν, οι Γερμανοί έφυγαν. Θα γίνεις καλά».

Άγαλμα του Πιτσιπένκο που μεταφέρει το κοριτσάκι νεκρό

Ένα αδύναμο χεράκι τού έπιασε το μπράτσο, το κοριτσάκι άνοιξε τα ματάκια του και τον κοίταξε. Δεν ήταν πάνω από 10 – 12 χρόνων. Φορούσε έναν σκούφο και ένα βαρύ παλτό. Ο Σάσα το σήκωσε και έτρεξε στο φορτηγό του. Στα ελάχιστα μέτρα μέχρι το Polutorka ένιωσε ένα κοφτό ξαφνικό τράνταγμα. Το μικρό κορμάκι κουνήθηκε άλλη μια φορά και μετά έμεινε άκαμπτο στην αγκαλιά του… Πέθανε.

Στο νοσοκομείο οι γιατροί τού είπαν ότι η ασιτία, η εξάντληση, το κρύο και η φυματίωση το σκότωσαν. Του έδωσαν τον σκούφο και το βρεγμένο παλτό του, που τώρα είχε γίνει βαρύτερο από το χιόνι που έλιωσε πάνω του. Μέσα στο παλτό οι γιατροί βρήκαν και ένα ημερολόγιο εννέα σελίδων γραμμένο από τα χεράκια του μικρού κοριτσιού. Του το έδωσαν και αυτό. Ο Σάσα πήγε να διαμαρτυρηθεί. Δεν γνώριζε το παιδάκι, δεν ήταν συγγενής του, τι να τα έκανε τα ρούχα του. Τελικά τα πήρε και πήγε στο Polutorka του. Σε λίγο θα έπρεπε να μεταφέρει τους φαντάρους δυτικότερα…

Στο φορτηγό δακρυσμένος, άναψε ένα τσιγάρο, ξεδίπλωσε τις εννέα προχειρογραμμένες σελίδες και διάβασε:

Σελίδα 1: Η Ξένια πέθανε στις 28 Δεκεμβρίου του 1941.
Σελίδα 2: Η γιαγιά πέθανε στις 25 Ιανουαρίου του 1942.
Σελίδα 3: Ο Λέκα πέθανε στις 17 Μαρτίου 1942.
Σελίδα 4: Ο θείος Βάσια πέθανε στις 13 Απριλίου του 1942, στις 2 μετά τα μεσάνυχτα.
Σελίδα 5: Ο θείος Λέσα πέθανε στις 10 Μαΐου.
Σελίδα 6: Η μητέρα πέθανε στις 13 Μαΐου 1942, στις 7.30 το πρωί.
Σελίδα 7: Οι Σάβιτσεφ πέθαναν.
Σελίδα 8: Όλοι πέθαναν.
Σελίδα 9: Μόνο εγώ έχω απομείνει. Με λένε Τάνια Σαβίτσεβα.

Το Ποντίκι

banner-article

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΑ