Βέροια Γράμματα & Τέχνες

Μια τολμηρή μουσική ανάγνωση του “Ερωτόκριτου” από τον Δημήτρη Μαραμή

Δήμητρα Σμυρνή

Έξω από το Μουσείο των Αιγών ο «Ερωτόκριτος» του Βιτσέντζου Κορνάρου ακούστηκε μετά από τέσσερις αιώνες σε μια άλλη μουσική εκδοχή που ξάφνιασε και που ο ίδιος ο δημιουργός της την αποκαλεί πρωτοποριακή και αιρετική.

Στα πλαίσια της «Εύηχης Πόλης», και με την υποστήριξη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Ημαθίας, η Εναλλακτική Σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής έφερε και στη Βέροια, μετά από ένα μεγάλο κύκλο περιοδειών, το δικό της «Ερωτόκριτο», έμπνευση και δημιουργία του Δημήτρη Μαραμή.

Ο «Ερωτόκριτος», το τρίτο μεγάλο και σημαντικό έπος μετά τα ομηρικά, έχει συνδεθεί με την Κρήτη όσο τίποτα άλλο και αποτελεί γι αυτήν μέρος της ταυτότητάς της, για να μην πει κανείς τον…  εθνικό της ύμνο.

Οι γέροντες με τα κεφαλομάντηλά τους αλλά και οι νέοι της ακόμη στα γλέντια  τους συχνά προστρέχουν στον «Ερωτόκριτό» τους, παίρνοντας  δύναμη από τους στίχους του και τη γνωστή μελωδική γραμμή του.

Μέχρι τώρα ο Νίκος Μαμαγκάκης, ο Χριστόδουλος Χάλαρης και ο Γιάννης Μαρκόπουλος,  έδωσαν τη δική τους μουσική εκδοχή για το κείμενο, πιο κοντά στην παράδοση ο Μαμαγκάκης και ο Χάλαρης πολύ πριν, λιγότερο κοντά αλλά με πολύ βαθιές ρίζες σ’ εκείνην, πιο πρόσφατα ο Γιάννης Μαρκόπουλος.

Ο Δημήτρης Μαραμής, ένας συνθέτης με μεγάλο εύρος σπουδών και αναμφισβήτητο ταλέντο, έρχεται να καταθέσει τη δική του εκδοχή ή καλύτερα τη δική του μουσική ανάγνωση του «Ερωτόκριτου» -γιατί τι άλλο είναι μια μελοποίηση πέρα από τη σε βάθος ανάγνωση και επικοινωνία με το κείμενο  που θα μελοποιηθεί; –  δίνοντας τη μορφή του μιούζικαλ στους στίχους του έπους.

Αναμφισβήτητα οι εποχές άλλαξαν και οι πειραματισμοί είναι κάτι που εκφράζει την εποχή μας που δε μένει στατική, αλλά πρωτοπορεί σ’ όλους τους τομείς και ιδιαίτερα στην Τέχνη. Άλλωστε, κάτι τέτοιο έχει φανεί εδώ και πολλά χρόνια στις θεατρικές μεταφορές της Αρχαίας Τραγωδίας, άσχετα αν συμφωνεί ή διαφωνεί κανείς μ’ αυτό.

Ο «Ερωτόκριτος» του Μαραμή για τέσσερις εξαιρετικές φωνές και μια εντυπωσιακή ορχήστρα είχε τη σφραγίδα του συνθέτη του, που θέλησε να τον μεταφέρει στο σήμερα σαν ένα αιώνιο σύμβολο του έρωτα, σπάζοντας τα φράγματα του χρόνου του τόπου και δίνοντάς του μια μορφή στίλβουσα, όπως η βιτρίνα της εποχής μας.

Το πορτρέτο του Ερωτόκριτου πειστικό, αλλά χωρίς την ηρωική του διάσταση που ενυπάρχει στο έπος –ίσως γιατί ο συνθέτης θέλησε να τον εντάξει στη δική μας άκρως αντιηρωική εποχή- στηρίχτηκε πέρα από τη μορφή της Αρετούσας, αντικείμενο του πιο αγνού έρωτα, και στις μορφές του Πολύδωρου, προσωποποίηση της φιλίας, και της Νένας, προσωποποίηση της αφοσίωσης και της μητρικής έγνοιας.

Ο συνθέτης μελέτησε σε βάθος το κείμενο και το αγάπησε. Φάνηκε άλλωστε από τον τρόπο που παρουσίασε ο ίδιος τα αφηγηματικά μέρη πλάι στα μουσικά, αλλά και από τον τρόπο που συνδύασε το χθες με το σήμερα, καταθέτοντας με τόλμη την άποψή του.

Αν η παράσταση απευθυνόταν σ’ ένα καθαρά νεολαιίστικο κοινό, με αδιαμφισβήτητους δεσμούς με τη τζαζ και τα μπλουζ, ή, ανεξάρτητα από ηλικία, σε λάτρεις αυτών των δύο μουσικών ειδών, τότε ο Μαραμής πέτυχε το στόχο του πέρα για πέρα.

Επειδή όμως μοιραία μια μουσική παράσταση απευθύνεται σ’ ένα πλατύτερο κοινό, αλλά και σε ανθρώπους που έχουν διαβάσει σε βάθος τον Ερωτόκριτο και τον έχουν δει μέσα από την παραδοσιακή του μουσική ταυτότητα, η εκδοχή Μαραμή ξάφνιασε. Αυτό δε σημαίνει πως η Τέχνη πρέπει να μένει στατική. Κάθε άλλο. Άλλωστε, έτσι τα πράγματα προχωρούν.

Απλά, στη συγκεκριμένη περίπτωση, επειδή και το μέτρο της στιχουργικής του «Ερωτόκριτου» είναι πολύ έντονο στη δομή του, οι μελωδίες που θύμιζαν με τους ήχους του σαξόφωνου και το τραγούδι έντονα την αμερικάνικη τζαζ, δεν έδεσαν με το ύφος του έργου, έστω κι αν χαρακτηρίστηκε μιούζικαλ.

Αντίθετα, στα κομμάτια –και αυτά ήταν αρκετά- που ο Μαραμής χρησιμοποίησε περισσότερο παραδοσιακές μουσικές φόρμες, όπου συχνά αναγνώριζες να περνούν υπόγεια και μελωδικές γραμμές από Χατζιδάκι ή Μαρκόπουλο, η μουσική προσέγγιση γινόταν πιο οικεία και για το έργο και για το κοινό. Εδώ βασιλιάς ήταν το βιολί και το πάθος του, και σε πολλά σημεία τα κρουστά, υπογραμμίζοντας την έντονη εσωτερική και εξωτερική δράση.

Οι φωνές των χαρισματικών Θοδωρή Βουτσικάκη, Ελένης Δημοπούλου, Ιωάννας Φόρτη και Γκωτιέ Βελισσάρη, στους ρόλους των Ερωτόκριτου, Αρετούσας, Νένας και Πολύδωρου αντίστοιχα, υποστηρίχτηκαν από την ανάλογη θεατρική κίνηση, άψογη πραγματικά, μετά τη σκηνοθετική παρέμβαση του Κωνσταντίνου Ρήγου.

Ο ίδιος ο Δημήτρης Μαραμής, άλλοτε ως αφηγητής της υπόθεσης του έπους, κι άλλοτε επικοινωνώντας με μια απόλυτη φυσικότητα με το κοινό, έπαιξε στο πιάνο του στηρίζοντας την παράστασή του όχι μόνο με το ταλέντο του αλλά και με την εκρηκτική φυσική παρουσία του.

Μια παράσταση που αποκάλυψε στο πλατύ κοινό έναν πρωτοποριακό σημαντικό συνθέτη, την οπτική του και την τολμηρή πραγματικά προσωπική του άποψη, έστω κι αν δε συμφωνεί κανείς εξ ολοκλήρου  με  την άποψη αυτή.

Σίγουρα όμως ή διαφορετική αυτή κατάθεση του «Ερωτόκριτου» ήταν μια εμπειρία για τους θεατές, που σε καμιά περίπτωση δεν τους άφησε αδιάφορους.

Φωτογραφίες: faretra.info

banner-article

Δημοφιλή άρθρα

  • Εβδομάδας