Απόψεις Ιστορία

100 χρόνια από την πυρκαγιά που συγκλόνισε τη Θεσσαλονίκη

Το μέγεθος της καταστροφής, η αναγέννηση από τις στάχτες και το προσωπικό στοίχημα του Ελευθερίου Βενιζέλου μέσα από μαρτυρίες, συναρπαστικά φωτογραφικά καρέ κι ένα σπάνιο φιλμ του 1917. To News247 διερευνά την πυρκαγιά – ορόσημο στην ιστορία της Θεσσαλονίκης, καθώς φέτος συμπληρώνεται ένας αιώνας από την παράδοση της πόλης στις φλόγες

«Η 18η Αυγούστου 1917 ήταν μια τυπικά ζεστή και ηλιόλουστη καλοκαιρινή μέρα. Εκείνο το απόγευμα φυσούσε στην πόλη για Τρίτη συνεχή μέρα και χωρίς διακοπή ένας δυνατός βοριάς. Ο Χένρι Κόλινσο Όουεν, ένας δημοσιογράφος που υπηρετούσε μαζί με τις βρετανικές δυνάμεις, είχε κάτσει να πιεί το τσάι του, όταν η Ελληνίδα υπηρέτριά του τον πληροφόρησε ότι ένα σύννεφο καπνού φούντωνε πάνω απ’ τα σπίτια του τουρκομαχαλά. Οι πυρκαγιές ήταν κοινός τόπος στη Θεσσαλονίκη, από περιέργεια μάλλον παρά από ανησυχία, ανέβηκε στη σκεπή, απ’όπου φαινόταν όλη η πόλη. Παρατήρησε με τα κιάλια ότι στη βορειοδυτική γωνία της Πάνω Πόλης, στο λόφο πάνω απ’το λιμάνι, η φωτιά έκαιγε μια σημαντική έκταση και κατέβαινε προς αυτόν, σπρωγμένη από τον άνεμο». (1)

Η «σημαντική έκταση» που παρατήρησε ο Όουεν, όπως παρουσιάζεται στο βιβλίο του Mark Mazower «Θεσσαλονίκη: πόλη των φαντασμάτων», έχει υπολογιστεί πλέον στα 1.000.000 τ.μ., ανάμεσα στους δρόμους Αγ. Δημητρίου, Αγ. Σοφίας, Εγνατία, Εθν. Αμύνης, λεωφόρο Νίκης και βορειοδυτικά της Λ. Σοφού. Κάνοντας εδώ μια παύση, και πριν εξετάσουμε τα αίτια, την έκταση και τις συνέπειες της πυρκαγιάς που έχει χαρακτηριστεί ως η «μεγαλύτερη του αιώνα», ας επιχειρήσουμε πρώτα μια εικονική περιήγηση στην πόλη που αποτελούσε μήλον της έριδος ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις και βρισκόταν στο επίκεντρο των πολιτικών εξελίξεων μέχρι και την απελευθέρωσή της.

Εναέρια φωτογραφία της Θεσσαλονίκης κατά τη διάρκεια της φωτιάς. Διακρίνεται το λιμάνι με τη Βρετανική αποβάθρα.

Καταρχάς, η απογραφή του 1913, μας δίνει μια αποτύπωση της εθνολογικής σύνθεσης της Θεσσαλονίκης. Ο συνολικός πληθυσμός υπολογίζεται σε 157.889 κατοίκους με κυρίαρχο στοιχείο το εβραϊκό (61.439) που υπερτερούσε των Τούρκων (45.867) και των Ελλήνων (39.956) κατοίκων. Αν και δεν μπορούμε να θεωρήσουμε τις απογραφές αυτές ως απόλυτα έγκυρες, ο συνολικός αριθμός των κατοίκων το 1917 έχει εκτοξευτεί στους 278.000. Παράλληλα, ήδη από τον Σεπτέμβριο 1915, αγγλογαλλικά στρατεύματα άρχισαν να αποβιβάζονται και να εγκαθίστανται  στην Θεσσαλονίκη,  μετά από πρόσκληση του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου, κίνηση που εντασσόταν στην πολιτική  του Βενιζέλου για συμμετοχή της Ελλάδας στον Πόλεμο στο πλευρό της Entente (Αντάντ), ενάντια στις Κεντρικές Δυνάμεις. Πλέον, το 1917 η Θεσσαλονίκη και τα περίχωρα είχαν  μετατραπεί σε ένα τεράστιο πολυεθνικό στρατόπεδο με χιλιάδες άνδρες που η παρουσία τους ήταν καταλυτική  στην οικονομική, πολιτική, κοινωνική και πολιτιστική ζωή  της πόλης. Η Θεσσαλονίκη λοιπόν είχε σαφώς κοσμοπολίτικο χαρακτήρα, ένα συνδυασμό ανατολίτικο και ευρωπαϊκό, όπου οι μιναρέδες και οι συναγωγές εναλλάσσονταν με τα βυζαντινά και ρωμαϊκά της μνημεία.

Η Θεσσαλονίκη είχε σαφώς κοσμοπολίτικο χαρακτήρα, ένα συνδυασμό ανατολίτικο και ευρωπαϊκό, όπου οι μιναρέδες και οι συναγωγές εναλλάσσονταν με τα βυζαντινά και ρωμαϊκά της μνημεία.
Περισσότερα από τα δύο τρίτα των κατοίκων ζούσαν από μέσα απ’ τα παλιά τείχη, ενώ λίγες ήταν οι γειτονιές που ανήκαν αποκλειστικά στη μια ή στην άλλη θρησκεία, με την τάση ομοιογενούς κατοίκησης να ήταν πιο έντονη στους Μουσουλμάνους που κατοικούσαν κυρίως στην Πάνω Πόλη. Ωστόσο, μεγάλο τμήμα της κάτω πόλης που ήταν πιο κοντά στη θάλασσα ήταν εβραϊκό, ενώ οι Έλληνες ζούσαν κυρίως στον ανατολικό και δυτικό τομέα. Είχε ήδη προηγηθεί η πυρκαγιά του 1890, που είχε προξενήσει φοβερές ζημιές στο κέντρο της πόλης, ιδίως κοντά στην χριστιανική συνοικία γύρω από τον Ιππόδρομο. Όλα αυτά όμως δεν ήταν τίποτα μπροστά στις συνέπειες της πυρκαγιάς του 1917, η οποία κατέστρεψε ουσιαστικά όλη την οθωμανική πόλη καθώς και τον εβραϊκό της πυρήνα.

Ο,τι έχει απομείνει από κτίρια την επομένη της μεγάλης πυρκαγιάς

Δρόμος όπου βρισκόταν στρατιωτική βάση.

Οι σπινθήρες από το τηγάνι της νοικοκυράς, που έκαψαν το 1/3 της Θεσσαλονίκης
«Είδα να καίγονται τα δύο τρίτα σχεδόν της παλιάς Θεσσαλονίκης (…) Όπως πλησίαζα, βλέπω μια σειρά από σπίτια ν’ αρπάζουν φωτιά με απελπιστική ταχύτητα. Ο κόσμος μετακινείται πυρετωδώς, παίρνοντας μαζί του ό,τι βρει μπροστά του, σκεπάσματα, έπιπλα, μέσα σε μια χαώδη κατάσταση. Μερικοί ξεκρεμούν τα παντζούρια και τα πετούν στον δρόμο, στην τύχη, μαζί με ότι να γλυτώσουν. Θέαμα δυστυχίας, αξιοθρήνητη και σπαρακτική έξοδος των φτωχών σε λίγο και των πλούσιων, άνδρες, γυναίκες, παιδιά, γέροι που τρέχουν μέσα στον συνωστισμό σε δρομάκια γεμάτα, αντικείμενα μαζεμένα αλλοπρόσαλλα, ενώ αρχίζει κιόλας η λεηλασία. Καμία περιφρούρηση, καθόλου νερό ή αντλίες, καμία παρουσία της εξουσίας». (2)(Από τη δημοσιευμένη αλληλογραφία του R. Dufour de la Thuillerie, Ναυτικού επιθεωρητή του Γαλλικού Στόλου (1921:31-35)Η φωτιά ξέσπασε στην τούρκικη συνοικία της πάνω πόλης στις 18 Αυγούστου (σ.σ. 5 Αυγούστου σύμφωνα με το παλιό ημερολόγιο) και η αιτία της φαίνεται να ήταν τόσο εντυπωσιακή όσο και το αποτέλεσμά της. Για να γίνουμε πιο σαφείς, όταν μία Ελληνίδα νοικοκυρά, ένοικος ενός σπιτιού της οδού Ολυμπιάδος, αποφάσισε να μαγειρέψει μελιτζάνες (ένα διαχρονικά καλοκαιρινό φαγητό όπως φαίνεται), μάλλον δεν μπορούσε να φανταστεί πως θα έτσι θα κέρδιζε τη δική της θέση στην ιστορία, καθώς σύμφωνα με την ανάκριση που θα διεξήχθη εκεί οφείλεται η πυροδότηση. Αργότερα απαλλάχθηκε από την κατηγορία και η πυρκαγιά αποδόθηκε σε τυχαίο γεγονός, ενώ χαρακτηριστικό της πολυεθνικής, αλλά και ειρηνικής συνύπαρξης των κατοίκων είναι πως η απαλλαγή της στηρίχθηκε στις καταθέσεις τριών γειτόνων, ενός χριστιανού, ενός Εβραίου και ενός μουσουλμάνου.

Ας δούμε όμως ένα απόσπασμα της επιστολής του Α.Α. Πάλλη, Προϊσταμένου της Διευθύνσεως Θυμάτων Πυρκαγιάς: «Η φοβερά πυρκαϊά, (…), εξεδηλώθη (…) εντός μικράς οικίας επί της οδού Ολυμπιάδος [υπ’ αριθ. 3] ήτις κατωκείτο υπό προσφύγων. Ολίγοι σπινθήρες εκ της πυράς του μαγειρείου πεσόντες, ως φαίνεται, επί σωρού χόρτου ευρισκομένου εντός του εγγύς υπογείου ήναψον το πυρ το οποίον εντός ολίγου μετεδόθη εις ολόκληρον την οικίαν. Τόσον ό σφοδρώς πνέων Βαρδάρης όσον και η έλλειψις επαρκών πυροσβεστικών μέσων, επέτρεψαν εις τας φλόγας να προχωρήσουν μεθ’ αλματώδους ταχύτητος…» (3)Στα αίτια που αναφέρει ο Πάλλης, πέρα από τον Βαρδάρη και την ανεπάρκεια των πυροσβεστικών μέσων πρέπει να προσθέσουμε ότι τα σπίτια του βορειοδυτικού τμήματος της πόλης ήταν ξύλινα, οι δρόμοι στενοί καθώς και το ότι υπήρχε έλλειψη νερού, καθώς η και η κατανάλωσή του στην περιοχή του δυτικού υδραγωγείου είχε αυξηθεί με τα εκεί συμμαχικά στρατεύματα στο Ζέϊτενλικ, το Χαρμάνκιοϊ, και το Λεμπέτ, ενώ παράλληλα τα αποθέματα του λόγω καιρού (είχε να βρέξει από τις 29 Ιουνίου) είχαν μειωθεί. Επιπλέον, οι φωτιές ήταν ένα αρκετά σύνηθες φαινόμενο, οπότε και οι ίδιοι οι κάτοικοι δεν κινητοποιήθηκαν εγκαίρως.

Βρετανικές πυροσβεστικές αντλίες και πυροσβέστες μετά από τρείς μέρες προσπάθειας για την κατάσβεση της πυρκαγιάς.

Η φωτιά που έκαιγε όπως λέγεται για 32 ώρες, έφτασε μέχρι και την παραλία –όπου κατέφευγαν για να σωθούν οι κάτοικοι – καίγοντας στο πέρασμά της τα τρία τέταρτα της παλιάς πόλης –μαζί και το ιστορικό κέντρο της εβραϊκής κοινότητας – και αφήνοντας άστεγους το ένα τρίτο του πληθυσμού, περί τους 73.000 κατοίκους. Από το παλιό κέντρο της Θεσσαλονίκης – εννοούμε όπως ήταν κτισμένη η πόλη πριν από την καταστροφική φωτιά του 1917 – δεν σώζεται πλέον τίποτα. 9.500 κτίρια καταστράφηκαν και πάνω από 70.000 άνθρωποι έχασαν τα σπίτια τους, χωρίς όμως να σημειωθούν παρά ελάχιστες απώλειες ανθρώπινων ζωών καθώς, όπως σημειώνουν οι μελετητές, η πορεία της πυρκαγιάς ήταν μεν καταστροφική, αλλά η εξάπλωσή της έγινε με ρυθμό που έδωσε στους κατοίκους τον απαραίτητο χρόνο για να προβούν σε εκκένωση. Οι περισσότεροι πληγέντες στεγάστηκαν προσωρινά σε καταλύματα και σε στρατώνες.

Οι αποβάθρες της Θεσσαλονίκης, από τη θάλασσα, τη μέρα της 19ης Αυγούστου.

Γενική άποψη ενός από τα τμήματα της πόλης, καθώς η φωτιά περνούσε από κτήριο σε κτήριο.

Τα «καμένα» και η αναγέννηση μιας πόλης από τις στάχτες της

«Εκεί όπου άλλοτε απλώνονταν οι λαβύρινθοι των εβραϊκών συνοικιών, υπήρχαν τώρα μονάχα πέτρες και πυρωμένη στάχτη. Στην άλλη περιοχή, όπου υψώνονταν τα μεγάλα καταστήματα και τα ξενοδοχεία, τραγικά ερείπια θύμιζαν την παλιά τους δόξα. Κι όλα τούτα τα θλιβερά κατάλοιπα μιας πλούσιας μεγάλης πολιτείας, ήσαν τυλιγμένα σε βαριά σύννεφα καπνού. Στα βαθιά τους υπόγεια η χόβολη είχε συντηρηθεί για πολλούς μήνες μετά την φωτιά, και, καθώς διαπιστώθηκε αργότερα, τόση ήταν η δύναμη τούτης της φωτιάς, ώστε όλα τα γυάλινα είδη είχαν λιώσει και μέσα στα χαλάσματα των ζαχαροπλαστείων μπορούσε κανείς να διακρίνει τα βάζα με τις καραμέλες, που χανε μεταβληθεί σε μια μάζα από καμένη ζάχαρη και γυαλί». (4)

Με το 32% της συνολικής έκτασης της Θεσσαλονίκης να έχει καεί (για τους κατοίκους για χρόνια η περιοχή που κάηκε ήταν γνωστή ως «τα καμένα»), η κυβέρνηση Βενιζέλου είχε την τέλεια ευκαιρία να δημιουργήσει μια νέα πόλη, αναθέτοντας σε Έλληνες και ξένους τεχνικούς την χωροταξική μελέτη, ενώ ταυτόχρονα πέρασε νόμο που προέβλεπε την πλήρη κατεδάφιση της πυρίκαυστης ζώνης, απαγόρευσε την ανοικοδόμηση χωρίς κυβερνητική άδεια, και συνέστησε επιτροπή σχεδιασμού του νέου πολεοδομικού σχεδίου. Αυτή η κίνηση αποτέλεσε μια τομή στην ιστορία της πόλης που είχε πλέον ευρωπαϊκό προσανατολισμό, ενώ παράλληλα πυροδότησε και μία σειρά από εικασίες, που ποτέ όμως δεν αποδείχτηκαν, καθώς η πυρκαγιά θεωρήθηκε εξαιρετικά «βολική» για να είναι τυχαία, ενώ εντυπωσιακή είναι και η ταχύτητα με την οποία πάρθηκαν οι σχετικές αποφάσεις. Ενδεικτικές είναι και οι παρατηρήσεις του αρχιτέκτονα Thomas Mawson (5):

Στο Παρίσι, en route, συναντήσαμε τον κ. Βενιζέλο. Ήταν ενθουσιασμένος με την προοπτική της Νέας Θεσσαλονίκης, σχεδόν θεωρούσε την πυρκαγιά σταλμένη από τη θεία πρόνοια, καθώς έδινε την ευκαιρία να σχεδιασθεί μια πόλη αντάξια μιας θαυμάσιας τοποθεσίας, ενός ευημερούντος λιμανιού και της έδρας την διοίκησης της Μακεδονίας
Τα προβλήματα της πόλης πριν την πυρκαγιά, όπως υπογραμμίζει η Αλέκα Καραδήμου – Γερόλυμπου, επεκτείνονταν σε απαιτήσεις υγιεινής, λειτουργικότητας ή αποδοτικότητας και η κυβέρνηση των Φιλελευθέρων γνώριζε πολύ καλά πως οποιαδήποτε απόφαση επανασχεδιασμού θα πυροδοτούσε πολύ γενικότερα ερωτήματα ως προς τους σκοπούς που θα εξυπηρετούσε: Να σβήσει τα τουρκικά ίχνη του παρελθόντος και την εβραϊκή οικονομική κυριαρχία; Να προσαρμόσει τον χώρο της πόλης σε κάποιον ρόλο που της προέβλεπε ως «ελληνοποιημένου» οικονομικού και διοικητικού κέντρου μιας ευρύτερης ενδοχώρας; Ή να συνδεθεί με ένα έργο φιλόδοξο και μεγαλεπήβολο σημαδεύοντας την παρουσία της πάνω σε μια μεγάλη και ιστορική πόλη; (6)

Η πλατεία Ελευθερίας μετά την πυρκαγιά.

Καμένα κτήρια στην παραλιακή λεωφόρο.

Θεόσταλτη ή όχι, η πυρκαγιά του 1917 –σε συνδυασμό με του 1890 που είχε προηγηθεί- διέλυσαν οριστικά τις παλιές γειτονιές και εξάλειψαν τους παλιούς δρόμους από τον χάρτη τόσο ριζικά, ώστε, όπως παρατηρεί o Mazower, «ούτε καν την χάραξή τους δεν μπορεί να διακρίνει κανείς μέσα στις χλιδάτες δεντροφυτευμένες εμπορικές λεωφόρους που τις αντικατέστησαν». Παράλληλα, τα οθωμανικό στοιχεία της πόλης εξαλείφθηκαν: τα περισσότερα τζαμιά καταστράφηκαν και οι μιναρέδες που σώθηκαν γκρεμίστηκαν λίγο αργότερα. Ωστόσο, οι μεγαλύτεροι πληγέντες ήταν Εβραίοι που σύντομα συνειδητοποίησαν πως με τη νέα πολεοδόμηση της πόλης δεν θα επέστρεφαν στα σπίτια τους. Οι ηγέτες της ισραηλιτικής κοινότητας θεώρησαν πως ένας από τους στόχους του σχεδίου ήταν να φύγουν οι Εβραίοι από το κέντρο της πόλης, ισχυρισμό τον οποίο η κυβέρνηση αρνήθηκε. Αν και πράγματι το κέντρο άλλαξε χαρακτήρα και οι εβραϊκές συνοικίες μετατοπίστηκαν, η κυβέρνηση ως ένα σημείο έλεγε την αλήθεια, καθώς όπως θα αποδεικνυόταν, η πόλη είχε αρχίσει να χωρίζεται πλέον με ταξικά κριτήρια, και όχι με εθνολογικά. Έτσι λοιπόν δόθηκε η δυνατότητα στους πλουσιότερους Εβραίους να αγοράσουν νέα οικόπεδα στην καρδιά της πόλης, ενώ οι εργάτες και η μεσαία τάξη εγκαταστάθηκαν ανατολικά και δυτικά της πόλης.

Έναν αιώνα αργότερα, και ενώ μεταξύ άλλων μεσολάβησε και ο ξεριζωμός εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων, αλλάζοντας ριζικά τη σύσταση της πόλης, ελάχιστες είναι οι γωνιές που έχουν διασωθεί και που να μας παραπέμπουν σε κάτι από εκείνη την αυγουστιάτικη ημέρα, -λίγες στιγμές προτού η συνεπής νοικοκυρά μονολογήσει μέσα στο προσφυγικό φτωχόσπιτό της πως «είναι μια υπέροχη μέρα για να φάει κανείς τηγανιτές μελιτζάνες, ε;».

Το πρωτοσέλιδο της εφημερίδας Το Φως στις 14 Αυγούστου 1917, είναι το πρώτο φύλλο που κυκλοφόρησε μετά την ημέρα της πυρκαγιάς (5 Αυγούστου σύμφωνα με το παλιό ημερολόγιο).

Το σχέδιο ανοικοδόμησης της πόλης όπως παρουσιάστηκε στην εφημερίδα Το Φως. 

https://youtu.be/F6v-LfeOL0w  (Το σπάνιο φιλμ του 1917 από τη φωτιά της Θεσσαλονίκης)

*Ευχαριστούμε θερμά το Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης για την παραχώρηση των ψηφιοποιημένων φωτογραφιών, από τη συλλογή Γιάννη Μέγα.

Πηγές:

(1) Mazower, M. (2006) Θεσσαλονίκη: πόλη των φαντασμάτων: Χριστιανοί, Μουσουλμάνοι και Εβραίοι 1430 – 1950. Αθήνα: Αλεξάνδρεια

(2) Καραδήμου – Γερόλυμπου, Α. (1995) Η ανοικοδόμηση της Θεσσαλονίκης μετά την πυρκαγιά του 1917: Ένα ορόσημο στην ιστορία της πόλης και στην ανάπτυξη της ελληνικής πολεοδομίας. Θεσσαλονίκη: University Studio Press

(3) Παπαστάθης, Χ. (1978). Ένα υπόμνημα για την πυρκαγιά της Θεσσαλονίκης στα 1917 και την περίθαλψη των θυμάτων. Μακεδονικά, 18, 143-171.

(4) Βαφόπουλος Θ. Γ. (1988). Σελίδες Αυτοβιογραφίας. Αθήνα: Παρατηρητής.

(5) Καραδήμου – Γερόλυμπου, ό.π.

(6) Καραδήμου – Γερόλυμπου, ό.π.

 news247.gr

banner-article

Δημοφιλή άρθρα

  • Εβδομάδας