“Η θυσία των επτά βλάχων γυναικών από το Σέλι στους Άγιους Πάντες” γράφει ο Τάκης Γκαλαΐτσης
“Όλβιος ος της ιστορίης έσχεν μάθησιν”: Ευτυχισμένος όποιος γνωρίζει ιστορία. Αυτή η ρήση του Ευριπίδη, επίκαιρη όσο ποτέ σήμερα , σε συνθήκες ιστορικής αμνησίας , μας ωθεί ώστε ο λόγος να ξεφύγει από την τυπική μορφή ενός συνηθισμένου πανηγυρικού λόγου και να επικεντρωθεί σε κάποιες επισημάνσεις – αλήθειες, που θα συμβάλλουν στην ανάδυση από την ιστορική αφάνεια ενός γεγονότος καθοριστικής εθνικής σημασίας και στην απόδοση ενός ελάχιστου φόρου τιμής στις επτά Βλάχες γυναίκες από το Σέλι που έπεσαν στο γκρεμό για να αποφύγουν τη σκλαβιά και την ατίμωση.
Δε θα κατανοήσουμε ποτέ αυτή τη συγκλονιστική θυσία, αν δεν την εντάξουμε στις γενικότερες συνθήκες της εποχής. Βρισκόμαστε στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα. Η Οθωμανική αυτοκρατορία, αδυνατώντας να παρακολουθήσει τις τεχνολογικές εξελίξεις στη Δύση, αποδιοργανώνεται και καταρρέει. Οι Ρώσοι επιδιώκουν να λύσουν το Ανατολικό Ζήτημα, που εισέρχεται σε μια νέα οξεία φάση του, υπέρ των σλαβικών λαών, Σέρβων και Βουλγάρων, και κηρύσσουν ένα νέο ρωσοτουρκικό πόλεμο. Η Ελλάδα, με σύνορα τότε τη γραμμή Παγασητικού – Αμβρακικού , αποδυναμωμένη από τις συνέπειες του Κριμαϊκού πολέμου και του αγγλογαλλικού αποκλεισμού, ταλανίζεται από την κυβερνητική αστάθεια και αδυνατεί να παρέμβει, τουλάχιστον αρχικά, στις εξελίξεις.
Τελικά, η Ελλάδα με τον Αλέξανδρο Κουμουνδούρο, καθυστερημένα αποφασίζει να ανάψει επαναστατικές φωτιές σε Κρήτη, Θεσσαλία, Ήπειρο και Μακεδονία και να αξιοποιήσει την ευκαιρία που δινόταν λόγω της εμπλοκής των Οθωμανών σε πόλεμο με Ρώσους, Βούλγαρους και Σέρβους. Η Κυβέρνηση αναγκάζεται να αποστείλει ένοπλα τμήματα κάτω από την πίεση ποικίλων εταιρειών που λειτουργούσαν στην Αθήνα, όπως η Αδελφότητα και η Άμυνα, αλλά και των εκκλήσεων των ντόπιων πληθυσμών, οι οποίοι είχαν περιέλθει σε άθλια κατάσταση λόγω των οικονομικών επιβαρύνσεων εξαιτίας των συχνών πολέμων, αλλά και λόγω της όξυνσης του μουσουλμανικού εθνικισμού από τις συχνές ήττες και τις συνεχείς διαρπαγές και λεηλασίες από τα ανεξέλεγκτα άτακτα στίφη των Τουρκαλβανών Γκέγκηδων.
Το ελληνικό Βασίλειο είχε σχεδιάσει τις εξεγέρσεις ως επικουρικές του ελληνικού στρατού που εισέβαλε στη Θεσσαλία, το Γενάρη του 1878, γρήγορα όμως , λόγω των διεθνών εξελίξεων ( Συνθήκη Αγίου Στεφάνου, 19/2ή 3/3/1878, που δημιουργούσε τη μεγάλη Βουλγαρία), αναγκάστηκε να αποσύρει τις δυνάμεις προς μεγάλη απογοήτευση των εξεγερμένων. Στη συνέχεια, οι εξεγέρσεις υποκινήθηκαν μυστικά, για υποβοήθηση του διπλωματικού αγώνα, που κατέληξε στη συνθήκη του Βερολίνου, 1/13/6/1878, με την οποία αναθεωρήθηκε η Συνθήκη Αγίου Στεφάνου.
Η επανάσταση ξεκίνησε από το Λιτόχωρο, όπου στάλθηκε μυστικά ο Κοσμάς Δουμπιώτης με 500 άνδρες (16 Φλεβάρη 1878), και συστάθηκε Προσωρινή Κυβέρνηση στη Μακεδονία με έδρα το Λιτόχωρο και στελέχη τον Ευάγγελο Κοροβάγκο και το γιατρό Αθανάσιο Αστερίου από το Βλαχολείβαδο. Επεκτάθηκε στην ευρύτερη περιοχή του Κολινδρού (21 Φεβρουαρίου 1878) και το τελευταίο της δράμα παίχτηκε εδώ στους Άγιους Πάντες. Ηγετικές φυσιογνωμίες στην τελευταία αυτή φάση ήταν ο επίσκοπος Κίτρους Νικόλαος και ο Παύλος Μπαντραλέξης, που μύησε τον επίσκοπο στην Εταιρεία, καθώς και πάρα πολλούς Βλάχους από την ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας, και οι λησταντάρτες Βαγγέλης Χοστέβας και Παναγιώτης Καλόγηρος.
Η οικογένεια, το φαλκάρι του Μπαντραλέξη, με πνεύμα αντίστασης από την εποχή του Αλήπασα, ίδρυσε το Σέλι, είχε ιδιόκτητα χειμαδιά από τον Κολινδρό και τον κάμπο της Κατερίνης ως την Κασσάνδρα, ήταν οικονομικά πανίσχυρη και ασκούσε επιρροή στους Βλάχους, και όχι μόνο, της Βέροιας, Νάουσας, Κατερίνης, Θεσσαλονίκης, Γιαννιτσών. Ο Παύλος και Πέτρος, τρίτη γενιά Μπαντραλεξέων, σπούδασαν στην Αθήνα, επηρεάστηκαν από το αλυτρωτικό κλίμα της εποχής, υιοθέτησαν την Μεγάλη Ιδέα και αξιοποιώντας τη μεγάλη επιρροή της οικογένειάς τους πρωτοστάτησαν στην εξέγερση του Κολινδρού. Ο Παύλος Μπαντραλέξης με τεράστιο κύρος, λόγω γνώσεων και οικογενειακής παράδοσης, είχε διαρκώς επαφές με τον πρόξενο Θεσσαλονίκης Κωνσταντίνο Βατικιώτη, και ουσιαστικά ήταν ο πολιτικός σύμβουλος του αντάρτη επίσκοπου Κίτρους και η ψυχή της εξέγερσης.
Ποια ήταν η τύχη της Επανάστασης; Όπως ειπώθηκε, η Ελλάδα ενεπλάκη καθυστερημένα. Η ρωσοτουρκική συνθήκη απελευθέρωσε τα τουρκικά στρατεύματα, τα οποία στράφηκαν κατά των επαναστατών. Τα όπλα που περίμεναν οι εξεγερμένοι δεν ήρθαν ούτε έγκαιρα ούτε όσα περίμεναν. Πεντακόσια όλα και όλα όπλα που μέσα σε μια νύχτα αρβανιτόβλαχοι κιρατζίδες τα παρέλεβαν στη σκάλα του Ελευθεροχωρίου , τα έθαψαν και περίμεναν την αξιοποίησή τους.
Η Ελλάδα απέσυρε τις δυνάμεις της για να μην εμπλακεί μόνη σε έναν πόλεμο με τους Οθωμανούς, και οι επαναστάτες βρέθηκαν εκτεθειμένοι στην απληστία, τη βιαιοπραγία, τη λεηλασία των ατάκτων. Οι εξεγερμένοι του Κολινδρού αποφάσισαν να μετατρέψουν την επανάσταση σε ανταρτοπόλεμο και γι’ αυτό αφού έκαψε ο επίσκοπος Νικόλαος την επισκοπή στον Κολινδρό, κατέφυγαν για να συνεχίσουν την αντίσταση και να σωθούν στο μοναστήρι των Αγίων Πάντων και στα γύρω δάση πάνω από 2.500 άτομα από τη ευρύτερη περιοχή , από τις πόλεις και τα τσιφλίκια. Αβοήθητοι, μια και το σώμα του Δουμπιώτη αντί να βοηθήσει υποχώρησε προς τη Θεσσαλία, άρχισαν να υποχωρούν στις 15 του Μάρτη του 1878 μπροστά στις υπέρτερες τουρκικές δυνάμεις.
Κυνηγημένες εφτά γυναίκες, Βλάχες από το Σέλι που ξεχειμώνιαζαν σε αυτές τις περιοχές από Κολινδρό μέχρι Παλατίτσια, για να αποφύγουν τη σκλαβιά και την ατίμωση, έπεσαν στο γκρεμό σαν άλλες Σουλιώτισσες στο Ζάλογγο και σαν άλλες Ναουσσαίες στην Αραπίτσα, και βρήκαν τραγικό θάνατο. Η τιμή της ονομαστικής μνημόνευσης ανήκει σε αυτές: Μαρία Μητραντώνη, Κυράτσα Γκουντουβάνου, Ελένη Τσούλη, Βαγγελία Σάντου, Σουλτάνα Μαρίτση, Μαρία Σιούλα και η Κατερίνα Νιώπα. Όταν τα άτακτα στίφη χόρτασαν την απληστία τους και η κατάσταση καταλάγιασε, βρήκαν σκοτωμένες τις επτά γυναίκες, και το μικρό Γιάννη, Νούτσια λέγαν οι Βλάχοι, Νιώπα να θηλάζει από τα νεκρή μάνα του. Ο μικρός Γιάννης επέζησε, και πέθανε γύρω στα 1930 στη Βέροια, όπου ζουν και σήμερα απόγονοί του που θυμούνται τα συνταρακτικά γεγονότα.
Θα αναρωτηθεί κάποιος: η θυσία των γυναικών είναι πραγματικότητα ή ένας μύθος που δημιουργήθηκε εκ των υστέρων και που απηχούσε τη μεγάλη σφαγή; Το ιστορικό αυτό γεγονός δεν επιδέχεται αμφισβήτηση. Το επιβεβαιώνουν πρωτογενείς πηγές της εποχής.
α. Η εφημερίδα ΩΡΑ των Αθηνών, το 1878, ενημέρωνε τους αναγνώστες της για τη θυσία στους Άγιους Πάντες και τις σφαγές που ακολούθησαν στην ευρύτερη περιοχή , αλλά και μέσα στα Παλατίτσια, στο κονάκι όπου είχαν καταφύγει και ζητούσαν τη μεσολάβηση του μεγαλοτσιφλικά Παπαγεωργίου για να σωθούν. Ο ιστορικός ερευνητής από την Αθήνα Ετεοκλής .Ι. Γρηγοριάδης έχει στην κατοχή του το σχετικό αντίγραφο αυτού του φύλλου της Εφημερίδας.
β. Οι αναμνήσεις από την ταλαιπωρημένη ζωή των Βλάχων περιφερείας Βεροίας του Γιώτη Ναούμ, που ήταν ανεψιός του Παύλου Μπαντραλέξη και τις ποίες εξέδωσε ο δικηγόρος Α. Παπαβασιλείου (1969) και στη συνέχεια και ο ιστορικός της Βέροιας Γ. Χιονίδης.
Αλλά και η προφορική παράδοση διέσωσε το γεγονός: Οι Σελιώτες Βλάχοι εκείνη τη χρονιά άργησαν να βγουν στο Σέλι , γιατί οι γυναίκες τους έπρεπε να υφάνουν τα απαραίτητα για τη θερινή διαβίωση υφαντά που τους διάρπαξαν οι Τούρκοι και οι άτακτοι που τους ακολουθούσαν, μουσουλμάνοι Αλβανοί, Τσερκέζοι ( Κιρκάσιοι ) και άλλοι. Αλλά και οι Φυτειώτες που πληροφορήθηκαν τα γεγονότα από τους διερχόμενους Βλάχους κτηνοτρόφους και σήμερα ακόμη , όταν θέλουν να μιλήσουν για μεγάλη καταστροφή λένε επιγραμματικά: τέρμενο γίνεται στα Παλατίτσια.
Σημαντικότατη πηγή για την Επανάσταση του 1878, στην τελευταία της φάση, είναι τα απομνημονεύματα του Επίσκοπου Κίτρους Νικόλαου, πρωταγωνιστή της Επανάστασης, τα οποία εξέδωκε ο επί σειρά ετών εμπειρογνώμων του ΥΠΕΞ Ε. Κωφός στο βιβλίο του: Ο αντάρτης επίσκοπος Κίτρους Νικόλαος (1892 ).
Ποια ήταν η τύχη των πρωτεργατών της εξέγερσης; Κατέφυγαν στην ελεύθερη Ελλάδα, όπου ο επίσκοπος Νικόλαος , μετά από πολλές πίκρες, πέθανε στη Λαμία, σε ηλικία 42 ετών, ενώ ο Παύλος Μπαντραλέξης έζησε, αφού ανέλαβε ο ίδιος όλες τις ευθύνες για την εξέγερση, φυγόδικος από τους Τούρκους στην Αθήνα με μικρή σύνταξη από το ελληνικό κράτος, και μετά από 18 χρόνια αμνηστεύθηκε και επέστρεψε στη Βέροια, όπου και πέθανε, το 1911. Ο εξάδελφός του και συνεργάτης του Πέτρος Μπαντραλέξης πέθανε στη Βέροια, το 1919, και ο τάφος του εγκαταλελειμμένος διατηρείται στο Νεκροταφείο της Βέροιας, για να καταδεικνύει με ποιον τρόπο ανταμείβει η πατρίδα τα παιδιά της.
Ποια ήταν η συμβολή αυτής της εξέγερσης στην ικανοποίηση των εθνικών δικαίων; Κατάλληλα προβεβλημένη στη διεθνή κοινή γνώμη από άγγλους δημοσιογράφους, για τα δικά τους βέβαια συμφέροντα, αξιοποιήθηκε στη συνθήκη του Βερολίνου, που ήταν η απαρχή της προσάρτησης στην Ελλάδα της Θεσσαλίας και της περιοχής της Άρτας, που έγινε τρία χρόνια αργότερα (1891). Χωρίς την εξέγερση αυτή ούτε που θα συζητούνταν το θέμα της Θεσσαλίας στο συνέδριο του Βερολίνου. Η ιστορία, κάτω από αυτό το πρίσμα, θα δικαιώσει το αίμα που χύθηκε στους Άγιους Πάντες.
(Το κείμενο αποτέλεσε ομιλία του Τάκη Γκαλαΐτση σε εκδήλωση του Συλλόγου Βλάχων Βέροιας προς τιμήν των Βλάχων Ηρωΐδων)