Στα θεϊκά μονοπάτια του Ολύμπου. Στην Κορυφή “Κίτρος” η Ορειβατική Ομάδα Βέροιας “Τοτός”
Περιγραφή: Αλέξανδρος Γραμματικόπουλος
Φωτογραφίες: Αλέξανδρος Γραμματικόπουλος, Αθανάσιος Συργιάννης
«Βουνά όμορφα μας χάρισε ο Θεός σ’ αυτή τη Γή.
Μα τον Όλυμπο τον στόλισε με χάρη περισσή…
..Και από τα πέρατα έρχονται με δέος οι λαοί,
θεούς να ανταμώσουνε στου Ολύμπου την κορφή…»
( απόσπασμα από το «Όλυμπος» του Χαλκιαδούδη Θεόδωρου )
Εμείς, τα μέλη της ορειβατικής ομάδας Βέροιας «Τοτός», επιλέξαμε για άλλη μια φορά το βουνό που από την εποχή του Ομήρου ενέπνευσε ποιητές και συνεχίζει να εμπνέει, να μαγεύει με την ομορφιά του, τους θρύλους του, την μεγαλοπρεπή παράδοσή του ακόμη και σήμερα εκατοντάδες και πλέον σύγχρονους ποιητές, λογοτέχνες, χαράκτες, ζωγράφους, καθώς επίσης απλούς φυσιολάτρες και αμέτρητους ανώνυμους που εκφράζονται στα έργα τους, στα ποιήματά τους, στο λόγο τους για το θεϊκό και μεγαλόπρεπο ορεινό όγκο του.
Στον Όλυμπο, εκεί που η φαντασία των αρχαίων Ελλήνων τοποθέτησε στις ανεμοδαρμένες, συννεφοσκέπαστες και γεμάτες μεγαλείο κορυφές του την κατοικία των δώδεκα θεών της αρχαιότητας, καταλήξαμε να πραγματοποιήσουμε την καθιερωμένη μας κυριακάτικη ορειβατική εξόρμηση.
Στο βουνό αυτό υπάρχουν πάρα πολλές διαδρομές και η κάθε μία ξεχωριστά προκαλεί διαφορετική αίσθηση, γιατί ο ορεινός του όγκος έχει πολλά πρόσωπα να δείξει τόσο στον εκδρομέα, στον φυσιολάτρη, όσο και στον περιπατητή, στον ορειβάτη.
Το πρόγραμμα της ομάδας προέβλεπε, αυτή τη φορά, την ανάβαση στο βουνό των θεών, του μύθου και του ονείρου από τη δυτική του πλευρά, εκείνη που κοιτά προς τον κάμπο της Ελασσόνας και όχι από το κλασικό και χιλιοπερπατημένο μονοπάτι της ανατολικής πλευράς του που ξεκινά από το Λιτόχωρο και βλέπει προς τον Θερμαϊκό.
Η κορυφή της κυριακάτικής μας δραστηριότητας ήταν το «Κίτρος», μια από τις δεκάδες ψηλότερες κορυφές του Ολύμπου με υψόμετρο 2.416 μ..
Ξεκινήσαμε νωρίς το πρωϊ της Κυριακής, 05-03-2017, από τη Βέροια και αφού κάναμε οδικώς τη διαδρομή: Βέροια – Εγνατία Οδός με κατεύθυνση προς Θεσσαλονίκη – Εθνική Οδός Θεσσαλονίκης, Αθηνών – έξοδος δεξιά προς Κατερίνη. Φτάνοντας στην Κατερίνη βρισκόμασταν στην καρδιά της Πιερικής γης που εκτείνεται κάτω από τη σκιά του μυθικού Ολύμπου, του βουνού που αποτελεί το σύμβολο του σύγχρονου Ευρωπαϊκού πολιτισμού.
Από την πρωτεύουσα της Πιερίας ακολουθήσαμε την περιφερειακή οδό Κατερίνης – Αγ. Δημητρίου. Περάσαμε από διάφορα χωριά του Νομού, όπως : Σβορώνος, Νεοκαισάρεια, Μοσχοχώρι, Κάτω Μηλιά, Φωτεινά. Στην έξοδο από τα Φωτεινά, στρίψαμε αμέσως αριστερά ακολουθώντας τον ασφαλτόδρομο προς τη Πέτρα Ολύμπου, το τελευταίο ορεινό χωριό της Πιερίας .
Ο καιρός καταπληκτικός. Την ξαστεριά διαδεχόταν ο ήλιος που «ζωγράφιζε» στον καθαρό ουρανό χρησιμοποιώντας απερίγραπτα χρώματα, τα οποία άλλαζαν κάθε τόσο όσο αυτός ανέβαινε πιο ψηλά.
Φτάνοντας στη πλατεία του χωριού, που βρίσκεται σε υψόμετρο 520 μέτρων και απέχει 28 χιλιόμετρα από την Κατερίνη, στρίψαμε δεξιά ακολουθώντας την ένδειξη της πινακίδας που έγραφε: «Προς Κοκκινοπηλό – Ρέμα Ναούμ» και την είδαμε πάνω από την πέτρινη βρύση με τρεχούμενο νερό.
Βγαίνοντας από τη Πέτρα αφήσαμε τον ασφαλτόδρομο και μπήκαμε στο δασικό πλέον δρόμο. Στο σημείο εκείνο η πινακίδα έγραφε:«Προς το βουνό των θεών – Κοκκινοπηλό ». Ακολουθούσαμε τον πολύ καλό χωμάτινο δρόμο που περνούσε μέσα από δάση με πανύψηλα κωνοφόρα δένδρα. Βρισκόμασταν στους πρόποδες σχεδόν του βουνού των θεών, σε ένα σύμπλεγμα φυσικής ισορροπίας και αρμονίας.
Όσο προχωρούσαμε οι εικόνες εναλλάσσονταν η μία την άλλη. Το θέαμα ασύλληπτο τόσο σε μεγαλοπρέπεια, όσο και σε όγκο, σε μορφή. Περάσαμε από σκόρπιους οικισμούς με ελάχιστα σπίτια, που ήταν έρημα από κόσμο αυτή την εποχή. Συναντήσαμε ρέματα, χαράδρες.
Φτάνοντας σε μία τσιμεντένια κατασκευή που ήταν κτισμένη πάνω σε ένα ύψωμα και έμοιαζε με κιόσκι δεν στρίψαμε αριστερά, αλλά συνεχίσαμε ευθεία περνώντας δίπλα από μια πέτρινη βρύση «Παπαζήση». Δεν διανύσαμε παραπάνω από 13 χιλιόμετρα, από το χωριό Πέτρα και φτάσαμε στη θέση «Βρύση Τσουρέκα» εκεί που υπάρχει μια άλλη πέτρινη βρύση με τρεχούμενο νερό και διάφορες τσιμεντοκατασκευές.
Βρισκόμασταν στα 1.100 μέτρα υψόμετρο, σε ένα χώρο αναψυχής με τσιμεντένια τραπέζια, παγκάκια, υπόστεγο, εκκλησάκι. Στο χώρο εκείνο σταθμεύσαμε το αυτοκίνητό μας. Ήταν το σημείο από το οποίο θα ξεκινούσαμε την ανηφορική πορεία μας προς την κορυφή «Κίτρος». Το θερμόμετρο έδειχνε 3 βαθμούς Κελσίου.
Αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε για την κυριακάτικη ορειβατική εξόρμησή μας. Βλέποντας τη μεγάλη σε μήκος χιονισμένη ρεματιά που στο τέλος της κατέληγε σε απότομη πλαγιά, φορτώσαμε τα σακίδιά μας με τα πλέον απαραίτητα. Μπουφάν, αντιανεμικά, σκουφιά, γάντια, πιολέ, κραμπόν. Στα πόδια μας τα βαριά για χιόνι άρβυλα. Γεμίσαμε τα παγούρια με νερό από τη βρύση και ξεκινήσαμε την πορεία μας μπαίνοντας στο «Ρέμα Πόρος».
Δεν υπήρχε σήμανση. Η διαδρομή ήταν «δική» μας και εκτός μονοπατιού. Η πορεία μας ξεκίνησε από το στενό σημείο του ρέματος που είχε ελάχιστο χιονάκι. Το πέρασμά μας γινόταν ανάμεσα από θάμνους και πυκνά πυξάρια που μας δυσκόλευαν λιγάκι.
Στο κομμάτι εκείνο τα πάντα ήταν παγωμένα, κάτι που μας έκανε να ήμασταν πολύ προσεκτικοί σε κάθε μας βήμα. Όσο ανεβαίναμε το ρέμα άνοιγε, απλωνόταν σε πλάτος. Μετά τα πυξάρια μπήκαμε στο τμήμα εκείνο του ρέματος που είχε παντού πεσμένα κλαδιά και σκορπισμένους κορμούς δένδρων που είχαν μεταφερθεί εκεί από τα νερά της βροχής.
Έμοιαζε με «νεκροταφείο δένδρων», με τους κορμούς και τα κλαδιά να φέρουν σημάδια που τα «αποτύπωσε» πάνω τους ο φθοροποιός χρόνος. Στις πλαγιές και των δύο πλευρών του ρέματος βλέπαμε τα πανέμορφα δάση με πανύψηλα έλατα, ρόμπολα και άλλα κωνοφόρα.
Δεν κάναμε παραπάνω από 45 λεπτά από τη θέση «Βρύση Τσουρέκα» και πατήσαμε το πρώτο πολύ χιόνι που ήταν παγωμένο. Το πόδι δεν βούλιαζε μέσα σε αυτό. Η πορεία στο κομμάτι αυτό ευκολότερη, αλλά ήθελε προσοχή. Ένα λάθος, μια απροσεξία μπορούσε να προκαλέσει απρόβλεπτες συνέπειες.
Η κλίση όσο ανεβαίναμε μεγάλωνε. Το τοπίο γυμνό πλέον από δένδρα και θάμνους. Μόνο κάποιοι διάσπαρτοι βραχώδεις όγκοι κάνανε τη διαφορά με το σκούρο χρώμα τους στις απότομες πλαγιές και τις κορυφές τους. Στα 1.850 μέτρα υψόμετρο σταματήσαμε για να φορέσουμε τα κραμπόν. Τα «καρφιά» ήταν υποχρεωτικά για την ασφάλειά μας από το σημείο αυτό και πάνω.
Μπροστά μας το μεγαλόπρεπο βραχώδες και χιονισμένο ορεινό τείχος. Ένα επιβλητικό γεωλογικό φαινόμενο, εκεί που στεγάζεται το θεϊκό έργο της φύσης και που με τη μοναδικότητα του ανάγλυφού του σχηματίζει άγριας ομορφιάς χαράδρες και ρέματα.
Στη παραπάνω θέα άρχισαν να μας καταλαμβάνουν παράξενα συναισθήματα, ανάμικτα από δέος και θαυμασμό. Εδώ αρχίσαμε να συνειδητοποιούμε τη μηδαμινότητα και την υποτυπώδη θέση της ανθρώπινης ύπαρξης στο άπειρο του σύμπαντος.
Μετά από μια ολιγόλεπτη στάση, ξεκινήσαμε για το δυσκολούτσικο κομμάτι της διαδρομής προς την κορυφή «Κίτρος». Τα βήματα μας αργά, το κάθε μας πόδι «φορτωμένο» με βάρος 2 περίπου κιλών (άρβυλο+κραμπόν). Προχωρούσαμε προσεκτικά.
Φυσούσε δυνατός αέρας παρασύροντας το επιφανειακό χιονάκι που κτυπούσε στα πρόσωπά μας. Η μέρα ήταν ηλιόλουστη, καταπληκτική. Οι ακτίνες του ήλιου πέφτοντας πάνω στο παγωμένο χιόνι το κάνανε να γυαλίζει. Πασαλείψαμε τα πρόσωπά μας με αντιηλιακή κρέμα για προστασία. Ανηφορίζαμε σιωπηλοί, μόνο οι βαθιές ανάσες μας ακούγονταν σε κάθε μας βήμα. Αριστερά μας η κορυφή «Νάνα» (υψ. 2.284 μ).
Από κάποιο σημείο καταφέραμε και είδαμε πίσω από την κορυφή «Νάνα» τη πλάτη του «θρόνου του Δία», το «Στεφανι», καθώς και την ψηλότερη κορυφή του Ολύμπου, τον «Μύτικα». Εικόνα πανέμορφη. Μετά από 4 ώρες και 10 λεπτά ανηφορικής πορείας, από τη θέση «Βρύση Τσουρέκα», φτάσαμε επιτέλους στην κορυφή «Κίτρος» ( υψ. 2.416 μ.).
Επιφωνήματα χαράς για το κατόρθωμα και ταυτόχρονα θαυμασμού για τη θέα που αντίκριζαν τα μάτια μας από ψηλά.
Όπου και να γυρνούσαμε τα βλέμματά μας αντικρίζαμε εικόνες ξεχωριστές, η κάθε μια με τη δική της απερίγραπτη ομορφιά. Μπροστά μας, ανατολικά του Ολύμπου, βλέπαμε : το «Σκολιό» ( υψ. 2.904 μ.), το «Μύτικα» ( υψ. 2.918 μ.), το «Στεφάνι» ( υψ. 2.911 μ.), τις «Πόρτες».
Χαμηλά βλέπαμε τις χιονισμένες απότομες πλαγιές των ρεμάτων. Αριστερά μας διακρίναμε τα Πιέρια Όρη και χαμηλά κάποιες περιοχές του Νομού Πιερίας που άρχιζαν αργά-αργά να καλύπτονται από τα σύννεφα. Πίσω μας χαμηλά και όσο έφτανε το βλέμμα μας βλέπαμε να απλώνεται ο κάμπος της Ελασσόνας του Νομού Λάρισας. Ήταν η δυτική πλευρά βουνού των θεών.
Δεξιά μας διακρίναμε και τις υπόλοιπες κορυφές του Ολύμπου, όπως : το «Χριστάκη» ( υψ. 2.706 μ.), τον «Αγ. Αντώνιο» ( υψ. 2.815 μ.) κ.α. Φωτογραφίες, βιντεολήψη, χάζεμα της γύρω θέας από ψηλά. Ο ήλιο στην κορυφή μας κτυπούσε κατακούτελα. Φυσούσε δυνατός αέρας. Κατεβήκαμε λίγα μέτρα πιο κάτω, σε ένα απάνεμο σημείο, για ξεκούραση και κολατσιό.
Δεν καθίσαμε παραπάνω από 30 λεπτά και αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε για την κατάβαση. Βγήκαμε μια ομαδική φωτογραφία στο τριγωνομετρικό κολωνάκι της ΓΥΣ και πήραμε στη συνέχεια το κατηφορικό «δικό» μας με μεγάλη κλίση μονοπάτι της επιστροφής.
Κατεβήκαμε το απότομο για να κερδίσουμε χρόνο και απόσταση. Μας βοήθησε και το χιόνι που κτυπημένο από τις ακτίνες του ήλιου άρχισε να μαλακώνει. Σε κάποια σημεία το πόδια μας βυθίζονταν μέχρι και 30 πόντους μέσα στο χιόνι.
Η διαδρομή μας λίγο τροποποιημένη στο μεγαλύτερό της κομμάτι, οι εικόνες φαίνονταν γνώριμες με διαφορετική, όμως, αυτή τη φορά γωνία φωτισμού. Φτάνοντας στο σημείο με τους πεσμένους ξηρούς κορμούς και κλαδιά, εκεί που τελείωνε το χιονισμένο τοπίο, απαλλαγήκαμε από τα κραμπόν.
Μια ολιγόλεπτη σύσκεψη και αποφασίσαμε να μην κατεβούμε από το στενό ρέμα για την ασφάλειά μας. Είχε πολλά πεσμένα κλαδιά και βρεγμένους κορμούς που μπορούσαν να προκαλέσουν κάποιο τραυματισμό μετά από μια πολύωρη και κοπιαστική πορεία.
Έτσι, επιλέξαμε να ακολουθήσουμε τον δασικό δρόμο που συναντήσαμε στα αριστερά μας. Η διαδρομή ήταν εύκολη μεν, αλλά άγνωστη για μας. Περπατούσαμε μέσα στο δάσος και σε δρόμο με πολλές στροφές. Ξέραμε πως θα μας έβγαζε στο αυτοκίνητο, αλλά ήθελε πολύ δρόμο ακόμη.
Τότε ο Θανάσης και ο Αντώνη ανέλαβαν να συμβουλευτούν τα GPS τους. Προχωρούσαμε ακολουθώντας τις ενδείξεις των πλοηγών. Σε κάποιο σημείο συναντήσαμε σημάδια στα δεξιά μας. Ήταν το μονοπάτι που κατέληγε στη «Βρύση Τσουρέκα» εκεί που είχαμε σταθμεύσει το αυτοκίνητό μας. Το μονοπάτι πολύ καλό, καθαρό και με πολύ καλή σήμανση. Δεν χρειάστηκε πολύς χρόνος και φτάσαμε στη βρύση.
Από την κορυφή «Κίτρος» και κατεβαίνοντας την απότομη πλαγιά του «Ρέματος Πόρος» κάναμε 2 ώρες και 30 λεπτά μέχρι το αυτοκίνητό μας. Φτάνοντας στη «Βρύση Τσουρέκα», άλλη μια Κυριακάτικη ορειβατική μας εξόρμηση έφτανε στο τέλος της.
Στο σημείο το θερμόμετρο έδειχνε 11 βαθμούς Κελσίου.
Τα συναισθήματά μας ανάμεικτα. Για ακόμη μια φορά διαπιστώσαμε πως η ανάβαση στον Όλυμπο προσφέρει μοναδικές εμπειρίες και ανυψώνει τον ψυχικό κόσμο του ορειβάτη, καθώς αυτός προσεγγίζει άμεσα ένα υπέροχο, μαγευτικό, τραχύ και επιβλητικής ομορφιάς και μεγαλοπρέπειας τοπίο.
Αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε για την επιστροφή μας στη Βέροια. Αστειάκια, πειράγματα, αναπόληση κάποιων στιγμών που ζήσαμε στη διάρκεια της πορείας και στη συνέχεια αναχώρηση για την πρωτεύουσα της Ημαθίας με πολλές και όμορφες εικόνες «αποτυπωμένες» σε μια γωνιά του μυαλού μας.
Απολογισμός :
Διαδρομή :«Βρύση Τσουρέκα» (υψ.1.100 μ.)–«ρέμα Πόρος» ( «δικιά μας» μας διαδρομή)
– Κορυφή «Κίτρος» (υψ. 2.416 μ.) – επιστροφή
Ομάδα : 4 άνδρες
Υψομετρική διαφορά : 1.400 μ. (με τα ανεβοκατεβάσματα).
Διάρκεια : 7 ώρες και 20 λεπτά ( συνολικός χρόνος στο βουνό )
Απόσταση : 11 χιλιόμετρα
Ο καιρός καταπληκτικός, μέρα ηλιόλουστη.
Η θερμοκρασία το πρωϊ στους 3 βαθμούς Κελσίου και στην επιστροφή στους 11 βαθμούς.