Τι ειρωνεία. Μια παλιουφιρμένη, γράφει για την «Παλιουφιρμένη», για μια ερασιτεχνική θεατρική ομάδα που έγινε Σύλλογος και που μάλιστα «ρευστοποιεί» το καλλιτεχνικό της ταλέντο προσφέροντας στην κοινωνία της Νάουσας γέλιο, μα και προχωρώντας σε δωρεές όπως η πιο πρόσφατη στο Νοσοκομείο της πόλης.
Στην παράσταση «Βγάλτα κι Ερχουμι» ίσα που πρόλαβα να τρυπώσω, το θέατρο ήταν γεμάτο όπως και κάθε βραδιά παράστασης. Αξίζει να σημειωθεί ότι παρακολούθησα την προτελευταία παράσταση, και πάλι, όλες οι θέσεις ήταν κατειλημμένες από πρόσωπα γεμάτα προσμονή να γελάσουν. ήταν εμφανές πως είχαν έρθει με τη βεβαιότητα πως θα διασκεδάσουν. Κατά τη γνώμη μου, η πρεμιέρα δεν είναι αξιόπιστο βαρόμετρο για την επιτυχία μιας παράστασης, καθώς σχεδόν όλοι έρχονται με αμφιβολία και αναλαμβάνοντας το ρίσκο να μην τους γεμίζει αυτό που θα παρακολουθήσουν. Στις τελευταίες παραστάσεις όμως, είναι αλλιώς: από στόμα σε στόμα ο ένας παροτρύνει τον άλλον να σπεύσει να μη το χάσει, και εκεί έγκειται και η δυσκολία των συντελεστών, διότι οι ηθοποιοί θα πρέπει να ικανοποιήσουν αμέτρητες προσδοκίες. Στην περίπτωση της κωμωδίας καταστάσεων όμως, που υπογράφει ο Θωμάς Νόλκας, αυτό πέτυχε: Η πιο ισχυρή διαφήμιση του έργου ήταν οι πρώτοι λαλίστατοι ενθουσιώδεις θεατές του. Διαδόθηκε αστραπιαία ο καλός ο λόγος…
Προσωπικά, μία έννοια είχα μόνο: Αν από τα γέλια θα κατάφερνα να ακούσω την επόμενη ατάκα, στα ναουσαιικα, που τόσο όμορφα τα προφέρουν οι κ. Νόλκας και κ. Τσίτσης όπως και όλοι οι ηθοποιοί. Η άρθρωση, ο τόνος και η ένταση φωνής ήταν εξαιρετικοί, το γλωσσικό ιδίωμα ξεδιπλώνονταν σαν κοινός ζωντανός κώδικας, όπως το περιέγραψε στο προηγούμενο φύλλο της εφημερίδας -στη στήλη της- η κα Άννα Τσιώτσιου. Φαίνεται πως από την προηγούμενη παράσταση της «Παλιουφιρμένης» έχω σημειώσει πρόοδο, γιατί ούτε που κοίταξα το γλωσσάρι, που μοιράζει η ομάδα ως βοήθημα.
Η πλοκή είναι απλή και ευχάριστη χωρίς να είναι απλοϊκή ούτε να υποκύπτει στο γκροτέσκο, περιστρέφεται γύρω από δύο οικογένειες που συνδέονται μεταξύ τους με κουμπαριό, αλλά επειδή βέβαια σε τούτο τον κόσμο δεν είμαστε μονάχοι, υπάρχει και το γειτονικό καφενείο που λειτουργεί σαν διυλιστήριο γεγονότων, εικασιών και καταστρώσεως σχεδίων*.
Ο Θωμάς Νόλκας τόσο στο σενάριο όσο και στη σκηνοθεσία επικεντρώνεται στον άνθρωπο και τη φύση του, με τις ανησυχίες του, τα πάθη του και τα αστεία του. Σε αυτή τη συγγραφική δουλειά, θεωρώ πως ξεπέρασε τον εαυτό του παρουσιάζοντας τα χαρακτηριστικά όλων μας με όμορφο σατιρικό τρόπο, κάνοντάς μας να γελούμε με αυτά. Το «Βγάλτα κι έρχουμι» είναι μια υγιής κωμωδία λόγου, καταστάσεων και κινήσεων γραμμένη με αγάπη και έμφυτη σαρκαστική διάθεση. Ισορροπεί εξαιρετικά το σενάριο με τη σκηνοθεσία και ως θεατής, ξεχνάς ότι πού βρίσκεσαι αφού το ενδιαφέρον σου παραμένει αμείωτο και όλες οι αισθήσεις μαγνητίζονται στη σκηνή. Οι χαρακτήρες του έργου παραπέμπουν σε χαρακτήρες που όλοι γνωρίζουμε, σε ανθρώπους που κρατούμε στη ζωή μας επειδή τους αγαπάμε και τους δεχόμαστε με τα ελαττώματά τους, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν τα εντοπίζουμε. Όταν πια πέφτει η αυλαία, μένει η γλύκα μιας παλιάς ελληνικής ταινίας όπως εκείνες που όλοι έχουμε δει, κατά την οποία κανείς δεν σε έχει προσβάλει ούτε σε έχει ζορίσει. Το χιούμορ είναι λεπτό, πνευματώδες, με υπονοούμενα και γκριμάτσες, αλλά διόλου χοντροκομμένο ή βεβιασμένο. Εν ολίγοις γελάς επειδή το θες, και όχι από ευγένεια μην παρεξηγηθούν.
Μέσα από το παρόν έργο, αναγνωρίζω στον κ. Νόλκα την ετυμολογική έννοια της «ηθοποιίας», αφού μέσα από τα παθήματα των χαρακτήρων καταδεικνύει τις δικές μας αντιδράσεις ως μέλη μιας κοινωνίας. Ως παράδειγμα, θα αναφέρω ότι από την πρώτη κιόλας σκηνή του έργου, γινόμαστε μάρτυρες μιας αναποδιάς και κοροϊδίας της οποίας έπεσε θύμα ο δύσμοιρος Γόλης. Δεν τον νοιάζει όμως το πάθημά του, δεν τον καίει που είναι δαρμένος, δεν κοιτάει να το ξεπεράσει, μοιρολογεί για ένα μεγαλύτερο πρόβλημα: τον φόβο του «Μη βουίξει η Νιάουστα». Το «τι θα πει ο κόσμος», ο οποίος όπου και να βρίσκεσαι ούτως ή άλλως θα πει ό,τι θέλει, πρωταγωνιστεί. Με την ατάκα «Μη βουίξει η Νιάουστα» να διαπερνά στο έργο, ο κ. Νόλκας υπογραμμίζει κατ’ εμέ, πώς αντί να στεκόμαστε ως συνάνθρωποι στον διπλανό μας, σπεύδουμε να αποδειχθούμε υπάνθρωποι απέναντί του, μετατρέποντας την δυστυχία του, αληθινή ή φανταστική, σε λεκτικό κομπολόι προς τέρψιν της δικής μας κενής από ενδιαφέρον ζωής, χρησιμοποιώντας τη και σαν αντιπερισπασμό ώστε να ασχολούνται όλοι με αυτό για να μη κινήσουμε την περιέργειά του σε κάτι που μας αφορά.
Αποχωρώντας από το θέατρο νοιώθεις ανάλαφρος από το γέλιο και τα καμώματα που είδες, μα και προβληματισμένος από το κακό που διασπείρεις, γιατί σε ανάγκασε να αναγνωρίσεις ότι η Νιάουστα που βουίζει ή δε βουίζει, είσαι εσύ. Και ότι στο χέρι σου είναι να πάψεις να γίνεσαι η κόλαση για «τους άλλους», ακόμα κι όταν «οι άλλοι» γίνονται πρόθυμα η δική σου**.
———————————–
*Πιστεύω πως δεν επιτρέπεται να αποκαλύψω περισσότερα για την πλοκή, αφού το έργο μετά από απαίτηση του κοινού, θα ξαναανέβει τον Οκτώβριο 2017. Γκαΐρέτι!
**Εμπνευσμένο από την φράση «Η Κόλαση, είναι οι άλλοι», από το θεατρικό έργο Κεκλεισμένων των Θυρών του Ζαν-Πολ Σαρτρ.
(Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Μακεδονικά Νέα»)