Life

Κυριακή ανηφορίζοντας για το χιονισμένο Δεσποτικό

Περιγραφή:  Αλέξανδρος  Γραμματικόπουλος

Φωτογραφίες: Αλέξανδρος Γραμματικόπουλος,  Αθανασίος Συργιάννης, Γεώργιος Γαλάνης

« Είναι ωραίο να ζει κανείς στον ναό της Φύσης, που έχει δάπεδό του τη Γή και κινούμενη στέγη τον ουρανό.»  ( Αμαλία Ράπτη-Τρύφωνα )

Για άλλη μια Κυριακή αποφασίσαμε να αφήσουμε πίσω μας την άχαρη καθημερινότητα και να αποδράσουμε στο βουνό, να βρεθούμε κοντά στη φύση. Ο άστατος, όμως, καιρός του τελευταίου Σαββατοκύριακου του μήνα Φλεβάρη και οι βροχές που προέβλεπε το διήμερο αυτό η Μετεωρολογική Υπηρεσία σε ολόκληρη την Ελλάδα, στάθηκαν αφορμή να περιοριστεί κατά πολύ ο αριθμός των επιλογών της περιοχής για την Κυριακάτικη ορειβατική μας δραστηριότητα.

Μετά το ιντερνετικό ψάξιμο, μέσα από το freemeteo.gr, των καιρικών συνθηκών που θα επικρατούσαν στις διάφορες περιοχές της Βόρειας Ελλάδας, διαπιστώσαμε με ανακούφιση πως σε μια από αυτές, τη μοναδική, η μέρα θα ήταν συννεφιασμένη μεν αλλά όχι βροχερή. Έτσι, εμείς τα μέλη της ορειβατικής ομάδας Βέροιας «Τοτός», μη έχοντας άλλη επιλογή αποφασίσαμε να πραγματοποιήσουμε την ορειβατική μας εξόρμηση στη μοναδική αυτή περιοχή.

Καταλήξαμε, αναγκαστικά, στο ακριτικό βουνό Βαρνούντα ή Περιστέρι (Πελιστέρ στα σέρβικα), έναν τεράστιο ορεινό όγκο που απλώνεται  στα βορειοδυτικά του Ν. Φλώρινας και αποτελεί το φυσικό τείχος που χωρίζει την Ελλάδα από την ΠΓΔΜ  (Σκόπια). Ήταν το σημείο που οι μετεωρολογικές προβλέψεις έδειχναν μόνο συννεφιά. Το γεγονός αυτό μας ανακούφισε όλους, γιατί βρέθηκε τελικά μια και μοναδική περιοχή να πραγματοποιούσαμε την Κυριακάτικη απόδρασή μας στο βουνό.

Την ανακούφισή μας αυτή, συμπλήρωνε και η χαρά μας πως θα βρισκόμασταν για άλλη μια φορά στο Νομό με τη πλούσια εναλλαγή τοπίων, με τους υδάτινους καθρέπτες των λιμνών του, τα κατάλευκα αυτή την εποχή ψηλά βουνά του, με τα πυκνά του δάση οξυάς και βελανιδιάς, καθώς και εκείνο το μοναδικό σε ολόκληρη την Ευρώπη δάσος του με τα υπεραιωνόβια ψευδοκυπάρισσα.

Έτσι, την Κυριακή 26-02-2017, φύγαμε νωρίς το πρωϊ από τη Βέροια με προορισμό τη πόλη της Φλώρινας. Η οδική μας διαδρομή: Βέροια – Εγνατία Οδός με κατεύθυνση προς Κοζάνη. Στην έξοδο προς «Πτολεμαϊδα – Φλώρινα» βγήκαμε από την Εγνατία ακολουθώντας τις ενδείξεις των πινακίδων. Σε όλη τη διαδρομή ο καιρός ήταν μουντός, συννεφιασμένος. Σε κάποια σημεία της έβρεχε.

Πριν τις 08.00 π.μ. φτάσαμε στη Φλώρινα, τη πόλη που έχει μια εξαιρετική γοητεία η οποία όμως αναδύεται σιγά-σιγά. Η πόλη, σύμφωνα τις διάφορες πηγές, εμφανίζεται αρχικά με το όνομα Χλερηνά, ονομασία που είχε συσχετισθεί με τη πλούσια γύρω βλάστησή της.

Γεγονός εύλογο που τη κάνει να αποκτήσει μία τοπωνυμία σχετική με τη Flora, τη θεά της βλάστησης των αρχαίων Ρωμαίων, που σήμερα μεταφράζεται σε «χλωρίδα». Επειδή σε πολλά μέρη της περιοχής το «χ» προφέρεται «φ», το όνομα προέρχεται μάλλον από παραφθορά.

Μπαίνοντας στην κεντρική πλατεία της Φλώρινας δεν ακολουθήσαμε την κυκλική πορεία, αλλά στρίψαμε αμέσως δεξιά παίρνοντας τον δρόμο με κατεύθυνση προς «Κλαδορράχη – Κλεινές ». Στα 4 χλμ μετά τη διασταύρωση για το χωριό Κ. Κλεινές και πριν φτάσουμε στα σύνορα Ελλάδος-Σκοπίων στρίψαμε αριστερά ακολουθώντας την ένδειξη της πινακίδας : «Εθνικό – Κρατερό».

Στην είσοδο του Κρατερού μας «υποδέχτηκαν» εκατοντάδες αγελάδες ελεύθερης βοσκής με τα μικρά τους.

Η παρουσία μας, η μοναδική εκείνη τη στιγμή στην περιοχή, τις άφηνε αδιάφορες. Συνέχιζαν, άλλες ξαπλωμένες πάνω στα άχυρα που είχε σκορπίσει από την προηγούμενη ο κτηνοτρόφος και άλλες όρθιες να μασουλούν.   Φτάνοντας στο ακριτικό χωριουδάκι, που βρίσκεται στους πρόποδες του ορεινού όγκου του Βαρνούντα και σε υψόμετρο 980 μέτρων, δεν συναντήσαμε ούτε έναν κάτοικο.

Το Κρατερό βρίσκεται σε μια πανέμορφη τοποθεσία με τα δάση να το καλύπτουν από όλες τις μεριές του και τα νερά να τρέχουν από τις πηγές που υπάρχουν σχεδόν παντού στη γύρω περιοχή. Αυτός ήταν και ο λόγος που οι πρώτοι αρβανίτες κάτοικοί του το ονόμασαν αρχικά «Ράκοβο» που σήμαινε χωριό με τις πολλές καραβίδες (Ράκοι στη τοπική διάλεκτο σημαίνει καραβίδες). Το 1926 από «Ράκοβο» μετονομάστηκε σε «Κρατερό» προς τιμήν του στρατηγού του Μεγ. Αλεξάνδρου, του Κρατερού.

Μπήκαμε στο ορεινό χωριό και αφού περάσαμε με τα αυτοκίνητά μας μέσα από τα στενά δρομάκια του φτάσαμε στη δυτική άκρη του, εκεί που άρχιζε ο δασικός δρόμο που συνέδεε συγκοινωνιακά την περιοχή του Κρατερού με τα χωριά που βρίσκονται κοντά στις λίμνες των Πρεσπών.

Στο ακριτικό χωριό, με τα πολλά τρεχούμενα νερά, τα σπίτια διατηρούν τον παραδοσιακό χαρακτήρα τους, με τα περισσότερα από αυτά να μαρτυρούν την τεχνική των ντόπιων μαστόρων-συνεργείων που ήταν ξακουστοί σε ολόκληρη τη Βαλκανική. Περάσαμε ανάμεσα από σπίτια αναστηλωμένα, ανακαινισμένα, εκείνα με τις δουλεμένες στο χέρι και με βελονάκι κουρτίνες στα παράθυρά τους να μαρτυρούν το μεράκι της κάθε νοικοκυράς.

Υπήρχαν όμως και τα άλλα, τα περισσότερα σπίτια, που έχουν αφεθεί στη τύχη τους περιμένοντας να τα αποτελειώσει ο φθοροποιός χρόνος. Βγαίνοντας από το Κρατερό ακολουθήσαμε τον δασικό δρόμο και φτάνοντας στα 1.184 μέτρα υψόμετρο, λίγο πιο πάνω από το χωριό, σταθμεύσαμε τα αυτοκίνητά μας.

Ήταν το σημείο από το οποίο αποφασίσαμε να ξεκινήσουμε την ανηφορική πορεία μας για την ψηλότερη κορυφή του Βαρνούντα, το «Δεσποτικό» ή «Κίτσεβο».

Βρισκόμασταν στους πρόποδες σχεδόν του βουνού Βαρνούς, όπως ονομαζότανε παλαιότερα, που είναι τμήμα της νότιας κατάληξης του μεγάλου ορεινού συγκροτήματος «Περιστέρι» (Πέλιστερ ή Μπάμπα στα σλάβικα), ο κύριος όγκος του οποίου απλώνεται μέσα στη γειτονική χώρα των Σκοπίων.

Αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε, 2 γυναίκες και 4 άνδρες, για την πολύωρη δύσκολη πορεία μας. Βλέποντας τον καιρό συννεφιασμένο, μουντό και πιο πάνω το μεγαλύτερο τμήμα του βουνού κατάλευκο, φορτώσαμε τα σακίδιά μας με τα πιο απαραίτητα για τις επικρατούσες συνθήκες.

Αφού ετοιμαστήκαμε, ξεκινήσαμε μπαίνοντας σε ένα παλιό και κατεστραμμένο από την αχρηστία και την πολυκαιρία χωματόδρομο. Δεν διανύσαμε μεγάλη απόσταση και μπήκαμε σε ένα παράπλευρο δασικό δρόμο. Η πορεία από την αρχή της κιόλας ανηφορική.

Απο ένα σημείο και μετά εγκαταλείψαμε τον δασικό αυτό δρόμο και μπήκαμε στο μονοπάτι ακολουθώντας τα  κόκκινα σημάδια της σήμανσης. Το μονοπάτι αυτό περνούσε μέσα από ένα μεικτό δάσος δρυός-οξυάς και πάνω σε αχρησιμοποίητο χωματόδρομο με πολλές νεροφαγιές και πάμπολλα πεσμένα βράχια. Μετά από μία ώρα ανηφορικής πορείας, στα 1.500 μέτρα υψόμετρο, πατήσαμε το πρώτο χιονάκι.

Ο καιρός εξακολουθούσε να είναι συννεφιασμένος με κάποιες αναλαμπές καλυτέρευσης. Συνεχίσαμε, και φτάνοντας στο σημείο με τη μεγάλη κλίση, εκεί που το μονοπάτι περνούσε μέσα από πυκνό δάσος οξυάς, υποχρεωθήκαμε να φορέσουμε τις γκέτες μας.

Κάναμε ήδη μία ώρα και 30 λεπτά πορείας, από τα αυτοκίνητά μας, για να βρεθούμε σε ένα τοπίο χιονισμένο, κατάλευκο. Από δώ και πέρα άρχιζαν τα δύσκολα. Περάσαμε από σημεία με πολύ χιόνι. Τα πόδια μας βούλιαζαν μέσα μέχρι το γόνατο. Τα βήματά μας πλέον γίνονταν αργά και οι ανάσες μας βαριές.

Δεν κάναμε παραπάνω από 30 λεπτά μέσα στο πυκνό δάσος οξυάς με το πολύ χιόνι και βγήκαμε επιτέλους σε ένα ξέφωτο. Βρισκόμασταν στα 1.750 μέτρα υψόμετρο. Εδώ ο καιρός άρχισε να μας κάνει παιχνιδάκια. Η ομίχλη πύκνωνε και ο δυνατός αέρας μας ανάγκασε να καλυφτούμε πίσω από ένα ογκώδες βράχο προκειμένου να φορέσουμε τα μπουφάν και τα σκουφιά μας.

Η θέα από ψηλά ανύπαρκτη. Όλα τα είχε καλύψει η ομίχλη η οποία όλο και πλησίαζε προς τη μεριά μας. Φωτογραφίες ελάχιστες. Αφού ντυθήκαμε κατάλληλα, πήραμε μια βαθιά ανάσα και ξεκινήσαμε για το υπόλοιπο κομμάτι της διαδρομής. Φτάσαμε στο απότομο δύσκολο πέρασμα που περνούσε ανάμεσα από τα βράχια.

Η πορεία μας στο σημείο γινόταν με μεγάλη προσοχή. Μία απροσεξία, λίγο χαλάρωμα, ένα γλίστρημα, μπορούσε να είχε απρόβλεπτες συνέπειες. 20 λεπτά κάναμε για να περάσουμε το κομμάτι εκείνο και να βγούμε, επιτέλους, στην αλπική ζώνη. Βρισκόμασταν πλέον στην κορυφογραμμή.

Ο αέρας δυνάμωνε. Τα κορίτσια της ομάδας, η Μαρία και η Φωτεινή, σκαρφίστηκαν έναν πρωτότυπο τρόπο να «ζεστάνουν» κάπως την ατμόσφαιρα. Σκέφτηκαν, τραγουδώντας διάφορα παραδοσιακά αποκριάτικα τραγούδια, να «μεταφέρουν» το κλίμα της Αποκριάς και του κεφιού στα υπόλοιπα μέλη της ομάδας.

Το κατάφεραν και μάλιστα με πολύ μεγάλη επιτυχία. Αρχίσαμε να τραγουδάμε όλοι μας, ξεχνώντας προς στιγμήν όλα εκείνα τα δύσκολα σημεία της διαδρομής. Πρωτοτυπήσαμε, στην αλπική ζώνη του Βαρνούντα, στα 1.900 και πλέον μέτρα υψόμετρο.     Η ομίχλη πυκνή, η ορατότητα περιορισμένη. Δεν βλέπαμε πέρα από τα 20 μέτρα. Μόνο τα πολύχρωμα μπουφάν μας κάνανε τη διαφορά στο ομιχλώδες περιβάλλον.

Το τοπίο γυμνό, ολόλευκο. Παντού έδειχνε το ίδιο, πανομοιότυπο. Αιτίες που πολύ εύκολα αποπροσανατολίζουν κάποιον που βρεθεί σε παρόμοιες καταστάσεις και τον κάνουν να χαθεί χωρίς να το καταλάβει.

Ήρθε, λοιπόν, η ώρα των GPS. Έφτασε η στιγμή του Θανάση και του Γιώργου να χρησιμοποιήσουν τους πλοηγούς τους και ακολουθώντας τις ενδείξεις να κατευθύνουν και τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας προς τη σωστή κατεύθυνση.

Όλο το σκηνικό πρωτόγνωρο. Μπροστά οι «πλοηγοί», κάπου στη μέση η «χορωδία» και τελευταίος ο «φωτογράφος» που αποθανάτιζε με τη φωτογραφική του μηχανή όλες αυτές τις απερίγραπτες σκηνές.

Κάποια στιγμή η ομίχλη αραίωσε για λίγα λεπτά της ώρας. Κάτι που μας επέτρεψε μετά από 3 ώρες και 30 λεπτά πορείας, από το σημείο που είχαμε αφήσει τα αυτοκίνητά μας, να διακρίνουμε από απόσταση το τριγωνομετρικό κολωνάκι της πρώτης κορυφή του ορεινού όγκου.

Φτάναμε στην «Γκόρτσε Τούμπα» (υψ. 2.090 μ.).

Επιφωνήματα χαράς, ενθουσιασμού. Στο σημείο εκείνο πετύχαμε το πρώτο στόχο της προγραμματισμένης κυριακάτικης ορειβατικής μας δραστηριότητας. Γρήγορες φωτογραφίες στο κολωνάκι της κορυφής, πριν προλάβει η ομίχλη να ξανακαλύψει ολόκληρη την περιοχή.

Ολιγόλεπτη ξεκούραση. Μπισκότα, μπάρες δημητριακών, πολλά υγρά, ξηροί καρποί, ήταν ό,τι χρειαζόμασταν εκείνη τη στιγμή. Η ομίχλη άρχισε να πυκνώνει. Ο αέρας δυνάμωνε.

Όλα έδειχναν πως θα αναγκαζόμασταν να εφαρμόσουμε την ίδια ακριβώς διαδικασία για τη συνέχειά μας προς την ψηλότερη κορυφή, το «Δεσποτικό» ή «Κίτσεβο» ( υψ. 2.334 μ.). Θα χρειαζόμασταν δηλαδή και πάλι τη βοήθεια των GPS για τον προσανατολισμό μας, μια διαδικασία που θα μας καθυστερούσε αρκετά.

Υπολογίζαμε πως με τις καλύτερες συνθήκες θα θέλαμε άλλη 1 ώρα και 30 λεπτά, το λιγότερο, για να φτάσουμε στα 2.334 μ. Ολιγόλεπτη σύσκεψη. Βλέποντας τις επικρατούσες καιρικές συνθήκες και εκτιμώντας την ποιότητα του χιονιού αποφασίσαμε να επιστρέψουμε πίσω γιατί: πρώτον, δεν θα βλέπαμε μπροστά μας και ούτε θα μπορούσαμε να θαυμάσουμε από ψηλά τη γύρω θέα και δεύτερο, θα χρειαζόμασταν πολύ χρόνο για την κορυφή και πολύ περισσότερο για την επιστροφή.

Δεν μείναμε στην κορυφή «Γκόρτσε Τούμπα» παραπάνω από μισή ώρα και αφού κολατσίσαμε πήραμε το μονοπάτι της επιστροφής. Περπατούσαμε μέσα στην ομίχλη. Σε κάποιο σημείο της διαδρομής η ομίχλη μας έκανε τη χάρη, αραίωσε. Έτσι, μπορέσαμε να διακρίνουμε από μακριά και για κάποια λίγα λεπτά το «Δεσποτικό».

Οι φωτογραφικές βγήκαν από τις θήκες τους, τα φλάς άναψαν. Όλα κράτησαν για πολύ λίγο, μέχρι να την ξανασκεπάσει το λευκό πέπλο. Συνεχίσαμε την κατηφορική πορεία μας αλλάζοντας διαδρομή. Αποφασίσαμε να κατεβούμε την πλαγιά με τη μεγάλη κλίση για να κερδίσουμε απόσταση και χρόνο μαζί.

Μας βοήθησε τόσο η ποιότητα, όσο και η ποσότητα του χιονιού. Πράγματι, πολύ γρήγορα φτάσαμε στα 1.600 μ. υψόμετρο, εκεί που ανηφορίζοντας αναγκαστήκαμε να φορέσουμε τις γκέτες μας. Όλα από δω και πέρα μας ήταν γνώριμα.

Ίδια περάσματα, ίδιες εικόνες με διαφορετικό όμως αυτή τη φορά φωτισμό.  Απογευματάκι φτάσαμε στα αυτοκίνητά μας. Στο σημείο εκείνο αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε για την επιστροφή μας στη Βέροια. Ήταν η στιγμή που είχαμε ολοκληρώσει το μεγαλύτερο κομμάτι της προγραμματισμένης μας κυριακάτικης δραστηριότητας στο βουνό Βαρνούντα του Νομού Φλώρινας.

Δεν μπορούσαμε να τα βάλουμε με τις επικρατούσες δυσμενείς καιρικές συνθήκες. Προείχε η ασφάλειά μας και η σωματική μας ακεραιότητα. Σκοπός μας δεν ήταν να ανεβαίναμε απλά και μόνο στην κορυφή, αλλά να είχαμε και τη δυνατότητα να βλέπαμε από ψηλά την πανέμορφη θέα των γύρω περιοχών.

Εάν οι συνθήκες το επέτρεπαν θα βλέπαμε στα βόρεια τη συνέχεια του Βαρνούντα, το υπόλοιπο δηλαδή και μεγαλύτερο τμήμα του ορεινού συγκροτήματος του Πέλιστερ, που απλώνεται στη γειτονική χώρα των Σκοπίων. Στα ανατολικά, τις περιοχές και τις πεδιάδες του Ν. Φλώρινας. Στα δυτικά του βουνού θα βλέπαμε τις πανέμορφες λίμνες των Πρεσπών και τα γύρω από αυτές χωριά. Και τέλος στα νότια, τα βουνά Βέρνο και Τρικλάριο.

Επιστρέφοντας στη Βέροια άλλη μια κυριακάτικη ορειβατική μας δραστηριότητα έφτανε στο τέλος της.

Απολογισμός :

Διαδρομή : Λίγο πιο πάνω από το χωριό Κρατερό (υψ. 1.184 μ.)–μονοπάτι με

                 κόκκινη σήμανση-κορυφή «Γκόρτσε Τούμπα» (υψ. 2.090 μ.)-

                 επιστροφή.

Υψομετρική  διαφορά: 1.050 μ. (με τα ανεβοκατεβάσματα).

Απόσταση :  12 χλμ.

Χρόνος :       6 ώρες και 30 λεπτά ( συνολικός χρόνος )

banner-article

Ροη ειδήσεων