Πήραν τη ζωή τους, τα ρούχα που φορούσαν, το παιδί, το φόβο στο βλέμμα, την απελπισία στην ψυχή και κάπου στο βάθος μία ελπίδα. Είναι πολλοί οι … Ηρώδες που τους κυνηγούν. Οι φάτνες του αιώνα μας δεν έχουν άστρο φωτεινό, δεν έχουν μάγους με δώρα, δεν έχουν ζεστασιά και δεν έχουν Μεσσία.
Ἐτοῦτο τὸ τοπίο εἶναι σκληρὸ σὰν τὴ σιωπή,
σφίγγει στὸν κόρφο του τὰ πυρωμένα του λιθάρια,
σφίγγει στὸ φῶς τὶς ὀρφανὲς ἐλιές του καὶ τ᾿ ἀμπέλια του,
σφίγγει τὰ δόντια. Δὲν ὑπάρχει νερό. Μονάχα φῶς.
(Ρωμιοσύνη, Γιάννης Ρίτσος)
Οι φάτνες του αιώνα μας έχουν φόβο και παγωνιά
… που να σε κρύψω, γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοί;
Σε ποιο νησί του Ωκεανού, σε ποια κορφήν ερημική
(Οι πόνοι της Παναγιάς, Κώστας Βάρναλης)
Στις φάτνες του αιώνα μας κοιμάται ο ξεριζωμός
και ένα παιδί που είχε για κρεβάτι ένα παγωμένο κύμα που το ξέβρασε στο ξένο τόπο
και εκείνο το παιδί που δεν το βρήκαν οι μάγοι με τα δώρα μα οι «κακοί» με τις λόγχες
Μα, μάγοι και προφήτες δεν υπάρχουν πια… Μόνο τα διπλανά ανθρώπινα χέρια που λίγο ελαφραίνουν τη δυστυχία. Το νου μας στο παιδί.
Αλλά, να, που στη λάσπη, στο σπίτι από χάρτινους τοίχους υπάρχει ένας βασιλικός, μία λάμπα για το μωρό και μία Παναγία που κρατάει τη ζωή στα χέρια της και χαμογελάει.
…Θέ μου πόσο ἦταν ὄμορφη
σὰν ἕνα φωτισμένο δέντρο μιὰ παλιὰ νύχτα τῶν Χριστουγέννων…
(Συμφωνία αρ. 1, Τάσος Λειβαδίτης)
Αλλά να που στη λάσπη τρέχει και γελάει η ζωή, πιασμένη από τα χέρια των παιδιών. Κι αν κρατήσουν έτσι τα χέρια τους κρατημένα σφιχτά, κι αν μάθουν την αλήθεια, εκεί είναι η ελπίδα για ένα κόσμο που να αξίζει στα παιδιά.
Ὅταν σφίγγουν τὸ χέρι, ὁ ἥλιος εἶναι βέβαιος για τον κόσμο
(Ρωμιοσύνη, Γιάννης Ρίτσος)