“Χριστούγεννα Βλάχων στη Βέροια και σεβασμός στο λαϊκό μας πολιτισμό” γράφει ο Γιάννης Τσιαμήτρος
Τα Χριστούγεννα (Κ.ρτσούν) είναι μια από τις μεγαλύτερες γιορτές της Χριστιανοσύνης. Η νηστεία αυτής της Σαρακοστής ξεκινάει από τη γιορτή του Αγίου Φιλίππου (14 Νοεμβρίου). Πριν τα Χριστούγεννα οι Βλάχες της Βέροιας καθάριζαν τα σπίτια τους και έφτιαχναν τα γλυκά τους (κουραμπιέδες, ρεβανί, μπακλαβά, κλπ). Σαν Χριστόψωμο έφτιαχναν το γνωστό επτάζυμο ψωμί (φταζμίτκου π.΄νι), το οποίο ήταν ένα ποιοτικό, αφράτο και μυρωδάτο ψωμί φτιαγμένο με μαγιά από ρεβίθι. Η νοικοκυρά ασχολούνταν σχεδόν μια ημέρα για να το πετύχει και όταν το έφτιαχνε, δεν ήθελε κανέναν δίπλα της για να μην ‘ματιαστεί’ και δεν φουσκώσει όπως έπρεπε. Η αλήθεια ήτανε ότι η παρασκευή του ήθελε πολύ προσοχή και κατάλληλη θερμοκρασία.
Την Παραμονή των Χριστουγέννων (Πρίντου Κ.ρτσούν) τα παιδιά έλεγαν τα κάλαντα (Κόλιντι) στα σπίτια των συγγενών και φίλων τους. Με τις ματσούκες (τσουμάκ.τς) χτυπούσαν τις πόρτες και όταν τους άνοιγαν, αυτά έλεγαν:
«Κόλιντι μέλιντι, ντεν μαϊ κουλάκλου, σi μπ.νέτζι πάπλου, κ. σαφλέ Χριστόλου, του παχνί αλ μπόϊλ.ρ, ντι φρίκ. αλ Οβρέϊλορ = Κόλιντα μέλιντα, δώσε γιαγιά την κουλούρα, να ζήσει ο παππούς, γιατί γεννήθηκε ο Χριστός, στο παχνί των βοδιών, από τον φόβο των Εβραίων».
Μετά έμπαιναν στα σπίτι και τους έδιναν αλάτι, τα παιδιά το ρίχνανε στο τζάκι για να ‘παρπαρίσει’ η φωτιά και έτσι συμβολικά εύχονταν στο σπιτικό:
«σι τζουάκ. έζιι, ζμπ.νάτζ. νιέρλι, βιάστιλι σι τζινιράτς = Να χορέψουν τα κατσίκια, να ζήσουν τα αρνιά, οι νύφες και οι γαμπροί».
Στο τέλος η νοικοκυρά έδινε, ή έριχνε στο πάτωμα ξεραμένα σύκα, ξυλοκέρατα, καρύδια, στραγάλια, καραμέλες κλπ. (συμβολικά, με τον βλάχικο τρόπο, όπως τρέχουν τα πρόβατα και τα γίδια, έτσι έτρεχαν και τα παιδιά).
Την Παραμονή επίσης των Χριστουγέννων έσφαζαν το γουρούνι (τιλιέ πόρκουλου). Κάθε σπίτι είχε και ένα καλά ταϊσμένο (χ.ρνίτου) γουρούνι, προετοιμασμένο για αυτόν τον σκοπό. Το τάϊζαν περισσότερο με καλαμπόκι (κ.τσ.μάκλου = κατσαμάκι), πίτουρα, ζεστό νερό, αλάτι και έπρεπε να γίνει πάνω από 90 κιλά. Το σφάξιμο του γουρουνιού ήταν πραγματική ιεροτελεστία και ανάγεται στις θυσίες στους θεούς αποκλειστικά με χοίρους, που έκαναν οι αρχαίοι (Έλληνες και Λατίνοι) στις 17-25 Δεκεμβρίου. Για το σφάξιμο του γουρουνιού χρειάζονταν 3 και παραπάνω άντρες και ο σφάχτης έπρεπε να ήταν έμπειρος. Μετά το σφάξιμο και πριν το γδάρσιμο του, το σταυρώνανε για να φύγουν τα κακά πνεύματα. Η νοικοκυρά με ένα φτυάρι με λίγο κάρβουνο και ‘θυμιάμα’ το θυμιάτιζε, έβαζε ένα κρεμμύδι (τσιάπρ.) στο στόμα του ζώου, το σταύρωνε και μετά το γυρνούσε σε όλους τους παρευρισκομένους, οι οποίοι έσκυβαν με ευλάβεια 3 φορές κι έλεγαν: «Αϊντε να ίντι, μα μάρι = Του χρόνου μεγαλύτερο». Τα παιδιά περίμεναν να βγάλουν τη φούσκα, δηλαδή την ουρήθρα (κισιτούρα) γιατί ήθελαν να την χρησιμοποιήσουν ως μπάλα, για να παίξουν. Από τα εντόσθια (ιχικάτιλι) του ζώου την Παραμονή, εκεί επί τόπου, τηγάνιζαν μεζέδες και όλη η παρευρισκόμενη παρέα έπινε ρακί. Τεμαχίζανε το γουρούνι, τα κομμάτια τα ξεχωρίζανε (λ. μπ.ρτσ΄.) και τα κρεμούσαν.
Την άλλη ημέρα το επεξεργάζονταν από το πρωί γιατί τότε κόβονταν πιο καλά (ήταν κρύο) και συνέχιζαν το φαγοπότι.. Σημαντικό βέβαια φαγητό ήταν και οι βλάχικοι σαρμάδες (σ.ρμάτζ) [λαχανοντολμάδες – συμβολισμός του τυλίγματος του νεογέννητου Χριστού με τα πανιά]. Οι σαρμάδες γίνονταν πιο νόστιμοι με τα κομμάτια από λίπος του γουρουνιού. Ξεχώριζαν όλα τα μέρη του γουρουνιού: λίπος (παστόλου), ψαχνό (ψαχνόλου), κόκαλα με κρέας (ουόσιλι κου κάρνι), πλευρά (πλιβρέτς), κεφάλι (κάπλου), πόδια (τσουάρλι) γιατί όλα έπρεπε να χρησιμοποιηθούν. Τίποτε δεν πήγαινε χαμένο ακόμα και το τομάρι, που το έγδερναν (μπιλιέστι) με προσοχή , το χρησιμοποιούσαν για να φτιάξουν γουρουνοτσάρουχα.
Το κρύο (αράτσι) παστό το έκοβαν κομματάκια, τα έβαζαν σε καζάνια με φωτιά και το έλιωναν (τουκίν) για να βγάλουν την ‘λίγδα’ = λίπος, την οποία χρησιμοποιούσαν σαν λάδι για το φαγητό όλη τη χρονιά και την διατηρούσαν σε ‘γκαζίνες’ (τενεκέδες). Ότι έμενε από το λιωμένο παστό ήταν οι ‘τσιγαρίδες’ (υπέροχος μεζές).
Οι Βλάχοι δεν χρησιμοποιούσαν ελαιόλαδο (όπως και όλοι οι ορεισίβιοι) αλλά και γενικά όλος ο τότε κόσμος, γιατί το ελαιόλαδο ήταν ακριβό. Το κρέας το ‘πάστωναν’ και το διατηρούσαν σε κρύο μέρος σε κομμάτια (δεν υπήρχαν ψυγεία). Τα πλευρά και τα κόκαλα με κρέας τα διατηρούσαν για να φτιάξουν κεμπάπ και κοντοσούβλια για το μέλλον, το κεφάλι και τα πόδια για πατσά. Το ψαχνό το είχαν για μαγειρευτό φαγητό και βέβαια με αυτό έφτιαχναν τα πεντανόστιμα σπιτικά λουκάνικα, τεμαχίζοντάς το σε λεπτά κομμάτια κρέας (σαν κιμά), με μπαχαρικά και κομμάτια λίπος, όλα βαλμένα μέσα στα έντερα του γουρουνιού (μάτσ.λι ντι πόρκου).
(Πληροφοριοδότες: Τσιαμήτρος Κώστας (Ψωμάς), Τσιαμήτρου Βασιλική, Τσιαμήτρος Ηλία Γιάννης (Ψωμάς), Χοντραντώνης Κώστας, Κουκουτέγος Γιάννης, Κουυκουτέγος Γιώργος, Τσιαμήτρος Αντώνης (Γιάντσος) και Χαζημασούρας Γιώργος) (Μερικοί από αυτούς είναι τώρα μακαρίτες).
Τελειώνοντας το παρόν σημείωμα, αισθάνομαι την ανάγκη να εκφράσω δημόσια την εξής απορία και ερώτημα με μια ταυτόχρονη αίσθηση παραπόνου: Γιατί οι υπεύθυνοι της πόλης (Δήμος, Σύλλογοι κλπ) δεν διοργανώνουν από κοινού εκδηλώσεις παραδοσιακού και λατρευτικού περιεχομένου σχετικά με το Δωδεκαήμερο; Είναι τόσα πολλά τα έθιμα (παραδοσιακά κάλαντα, χριστουγεννιάτικα, πρωτοχρονιάτικα & των Φώτων, ρουγκάτσια, λιγουτσάρηδες, φωτιές, παραδοσιακά φαγητά κλπ), τόσες πολλές οι πληθυσμιακές ομάδες της Βέροιας [ντόπιοι βεργιωτάδες, μικρασιάτες, βλάχοι, πόντιοι, θρακιώτες, κρητικοί, ηπειρώτες, θεσσαλοί, πελοποννήσιοι, κοζανίτες, γρεβενιώτες, πίερες (Ριζώματα, Δάσκιο, Πολυδέντρι κλπ), ρουμλουκιώτες κ.ά.], που είμαι σίγουρος ότι θα ικανοποιούσαν το/τη λατρευτικό/ή, κοινωνικό/ή και ψυχαγωγικό/ή αίσθημα και ανάγκη των δημοτών μας. Τα παραδοσιακά έθιμα έχουν βαθιές και διαχρονικές ρίζες, που καθορίζουν τη πολιτισμική ταυτότητα μας, ρίζες που δεν πρέπει να κοπούν ή να νεκρωθούν, γιατί όπως λέει – μιλώντας για τη παράδοση – ο βραβευμένος με το Νόμπελ λογοτεχνίας Έλληνας ποιητής, Γιώργος Σεφέρης, , ‘ο άνθρωπος έχει ρίζες, κι όταν τις κόψουν πονεί, βιολογικά, όπως όταν τον ακρωτηριάσουν’.
Οφείλουμε να δώσουμε τη πρέπουσα σημασία στο λαϊκό μας πολιτισμό γιατί αυτός είναι ο καθρέπτης και η ταυτότητα ενός λαού. Ένας λόγος επίσης παραπάνω είναι ότι εμείς οι Έλληνες έχουμε την τύχη να έχουμε μεγάλη ιστορία, πλουσιότατο λαϊκό πολιτισμό, παραδόσεις κλπ και είναι κρίμα να ενδίδουμε σε ξενόφερτες, ‘παγκοσμιοποιημένες’ συνήθειες, που στην ουσία μας ‘μεταλλάσσουν’ και μας οδηγούν, σε περίεργους και καταστροφικούς, κατά τη γνώμη μου, ατραπούς.
Εν κατακλείδι νοιώθω την υποχρέωση να τονίσω ότι παράδοση και λαϊκός πολιτισμός δεν είναι οπισθοδρόμηση. Γύρισμα προς τα πίσω σε κάτι το νεκρό. Παράδοση, παρόλα τα ελαττώματα της, είναι και πρόοδος, είναι πηγή γνώσεων και αξιών από το παρελθόν, για μια σωστή πορεία στο μέλλον. Αξίες όπως η απλότητα, το μέτρο, η αρμονία, απλότητα, η υπερηφάνεια, το μεγαλείο και η καθαρότητα της ψυχής, η τιμιότητα, η ομορφιά, η ευπρέπεια, η ειλικρίνεια, η αξιοπρέπεια, η φιλοξενία, η διάθεση για προσφορά κλπ, πράγματα που τα βλέπει κανείς ακόμα στους παραδοσιακούς ανθρώπους, είναι πάντοτε επίκαιρα και διαχρονικά.
Δημοσιεύθηκε στις 24-12-2016 στην εφημερίδα «Ημερήσια».
Σημείωση Φαρέτρας: (Το πέμπτο από τα έξη μέρη της εργασίας του Γιάννη Τσιαμήτρου “ΒΕΡΜΙΟ ΟΡΟΣ – Γεωλογία – χλωρίδα – πανίδα” θα δημοσιευθεί -εκτάκτως- την Τετάρτη 28 Δεκεμβρίου)