Απόψεις Κοινωνία Πολιτική

“Το σπασμένο φτερό” γράφει ο Στάθης

 

«Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα» – απ’ ό,τι φαίνεται, ο ΔΟΛ μπαίνει στην τελική ευθεία, στην οποία μπήκε πριν λίγα χρόνια η «Ελευθεροτυπία» και στην οποίαν υπάρχει ο κίνδυνος να μπουν κι άλλες εφημερίδες. Η στήλη εύχεται ολόψυχα οι εφημερίδες του ΔΟΛ να αποφύγουν την αναστολή έκδοσης ή το κλείσιμο, καθώς και να σωθούν όλες οι θέσεις εργασίας στο κλυδωνιζόμενο «Συγκρότημα». Θήτευσε και η ταπεινότης μου εκεί επί δεκαετίαν και θα ήθελα οι συνάδελφοι στον ΔΟΛ να μην περάσουν τα σαράντα μαύρα κύματα που πέρασε η «Ελευθεροτυπία», ώσπου η ίδια της η εκδότρια να τη στραγγαλίσει. Η εκδότρια βεβαίως ήταν μόνον το πρόσωπο, οι αιτίες όμως και το αποτέλεσμα εκείνου του θανάτου είχαν να κάνουν με την κρίση στην οποίαν περιήρχετο τότε και περιδινίζεται σήμερα η χώρα. Κρίση η οποία δεν θα μπορούσε να στηθεί, αν ο Τύπος δεν είχε συμμετάσχει στο έγκλημα – το μεγαλύτερο μέρος του. Εκδότες και δημοσιογράφοι. Ας αφήσουμε, για σήμερα,

στην άκρη τις εξαιρέσεις, η πραγματικότητα είναι ότι ο Τύπος έβγαλε τα μάτια της χώρας και ταυτοχρόνως αυτοχειριάσθηκε και ο ίδιος. Εχω κατά καιρούς γράψει αρκετά για τους έντιμους εργάτες του Τύπου, και για τις θετικές δομές του (ότι, εν τέλει, η αλήθεια όταν κάπου πνίγεται, κάπου αλλού γράφεται), αλλά σήμερα στο επίκεντρό μας βρίσκεται η παθολογία του. Ζούμε στο τέλος μιας εποχής. Που τελειώνει αργόσυρτα εδώ και πολύ καιρό. Σε αυτήν τη μακρόσυρτη περίοδο, όπου οι εφημερίδες έχαναν ολοταχώς την αξιοπιστία τους, μειώνονταν οι κυκλοφορίες, μειωνόταν η δημοσιογραφική προσπάθεια και αυξάνονταν οι προσφορές. Αυξανόταν επίσης και η εξάρτηση των εφημερίδων, από κυβερνήσεις, κόμματα και εταιρείες. Εκείνος που περίσσευε ήταν ο αναγνώστης – και έτσι ο αναγνώστης μάς «χώρισε», απέστρεψε το πρόσωπό και γύρισε την πλάτη του σε αυτό που κάποτε ήταν η αγάπη του.

Τη δεκαετία του ’50 και του ’60, ο κόσμος δεν περίμενε πολλά από τις εφημερίδες – γνώριζε τις εξαρτήσεις τους. Ομως επειδή ακόμα δεν υπήρχε ειδησεογραφικό ραδιόφωνο και η τηλεόραση ήταν στα σπάργανα, οι εφημερίδες έπιαναν κυκλοφορίες. Μάλιστα, οπαδικές κυκλοφορίες – υπήρχαν οι εφημερίδες της ΕΡΕ, των παραλλαγών του Κέντρου και της Αριστεράς, εφημερίδες με επιρροή ευθέως ανάλογη των αντίστοιχων κομματικών επιδόσεων.

Από τη μεταπολίτευση και μετά οι εφημερίδες έγιναν περισσότερο πλουραλιστικές και λιγότερο δηλωτικές των κομματικών τους προτιμήσεων. Ο παραμετρικός λόγος και οι διιστάμενες απόψεις άρχισαν να ενδημούν στις σελίδες τους. Μέσες-άκρες ανταποκρίνονταν στις προσδοκίες μιας κοινής γνώμης με μεγαλύτερες απαιτήσεις, πιο πολιτικοποιημένης, πιο μορφωμένης, πιο σκεπτόμενης. Ωσπου άρχισε

να φουντώνει το φαινόμενο της Διαπλοκής. Κόμματα πάσαραν φίλιους δημοσιογράφους στις εφημερίδες, δημοσιογράφοι έπιαναν άκρες με εταιρείες, η δημοσιογραφική ύλη άρχισε να παίρνει υπόψιν τη διαφημιστική ύλη και γενικώς άρχισε να γίνεται των Γραφείων Τύπου -εις ό,τι αφορά τους δημοσιογράφους- και του Χρηματιστηρίου για τους εκδότες.

Η περίοδος του «εκσυγχρονισμού» υπήρξε καταστροφική για τον Τύπο. Περίσσεψαν ο κυνισμός, ο αμοραλισμός και ο αριβισμός. Νεόπλουτοι δημοσιογράφοι ακκίζονταν με την εξουσία, ντελίβερυ μπόυς και παπαγαλάκια χειραγωγούσαν την επαφή των εφημερίδων με τους αναγνώστες. Το κακό άρχισε να παίρνει τη μορφή πανούκλας με την «ελεύθερη ραδιοφωνία και τηλεόραση», ενώ τα δημόσια μέσα ενημέρωσης γίνονταν όλο και πιο κομματικά, όλο και πιο κυβερνητικά – δεν μιλάμε, είπαμε, σήμερα για τις εξαιρέσεις (αυτές πάντα υπήρχαν και πάντα έκαναν τη διαφορά), μιλάμε για το κυρίαρχο ρεύμα. Το ρεύμα προς τον βούρκο. Που σήμερα πνίγει τη χώρα. Μαζί και τον Τύπο.

Η ευκολία με την οποίαν στο Mega, για παράδειγμα, κανιβάλιζαν τους πολίτες είναι ενδεικτική της απόστασης από τους ανθρώπους στην οποίαν είχε οδηγηθεί ο Τύπος, δείχνοντας αλαζονεία προς τον λαό και δουλικότητα προς τους Δυνατούς. Το σύνθημα «αλήτες, ρουφιάνοι δημοσιογράφοι» μπορεί να ήταν μια φασίζουσα γενίκευση, αλλά ταυτοχρόνως έδειχνε κάτω απ’ τον καπνό τη φωτιά που σιγότρωγε και σιγοτρώει την ίδια την (αστική έστω) δημοκρατία.

Ο άνθρωπος όχι μόνον δεν ήταν πλέον στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος του Τύπου, αλλά γινόταν, όσον οι ημέρες, όλο και πιο πολύ κρέας για τον λάκκο των λεόντων. Ο λαός γύρισε την πλάτη του σε αυτόν τον Τύπο. Και καλά έκανε. Μας έμειναν ορισμένοι μερακλήδες, που ακόμα έβρισκαν στις εφημερίδες μερικούς φίλους. Μας έμειναν όσοι ήθελαν να διαβάσουν τα πολιτιστικά, ένα άρθρο, μια ανάλυση, ένα σκίτσο, πάντα καχύποπτοι με τους μισούς από μας και πάντα προδομένοι από τους μισούς από μας. Πρόκειται για μια φθίνουσα σχέση που δεν πρόκειται να αναταχθεί, αν δεν υπάρξουν εφημερίδες που θα προγράψουν, πρώτα απ’ όλα στο εσωτερικό τους, την αμορφωσιά, την ανηθικότητα, τα κολλητηλίκια και ό,τι άλλο κάνει τις εφημερίδες, αντί να είναι «προσευχή του πολίτη», να γίνονται τα ψιλά γράμματα του Διαβόλου.

Η δημοσιογραφία των «στοών» των δημοσιογράφων με το «εναρμονισμένο γράψιμο», οριζόντια σε όλα τα μέσα ενημέρωσης, έχει λειτουργήσει ως πέμπτη φάλαγγα για την αποδόμηση του έθνους, την εκμετάλλευση των εργαζομένων και την αποβλάκωση του πολιτισμού. Τώρα το θανατικό πέφτει και πάνω στους εκπεσόντες αγγέλους του θανάτου των άλλων. Πώς θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά;

Τώρα ο ΔΟΛ καταρρέει μέσα στον πάταγο των αμαρτιών του, συμπαρασύροντας στον χαμό μαζί με τα τσατσόνια όλους τους τίμιους εργάτες που απέμεναν να εργάζονται εκεί – διότι η Νέμεσις δεν κάνει διακρίσεις. Λίγο πριν να κλείσει τα εκατό του χρόνια το ιστορικό «Συγκρότημα», κινδυνεύει να κλείσει το ίδιο. Η εντύπωση, επί χρόνια, ότι ο ΔΟΛ «ανέβαζε και κατέβαζε κυβερνήσεις» είχε μια δόση υπερβολής, αλλά δεν απείχε ιδιαίτερα απ’ την αλήθεια σε ορισμένες κρίσιμες στιγμές της νεότερης πολιτικής ιστορίας. Και είναι μαύρη ειρωνεία το γεγονός ότι ο Χρήστος Λαμπράκης κληροδότησε τον ΔΟΛ στον κ. Ψυχάρη, νομίζοντας ότι αυτός θα ήταν ο πιο κατάλληλος να κρατήσει το «Συγκρότημα» ζωντανό και ισχυρό.

Δεν συνέβη, διότι ήταν αδύνατον να συμβεί. Καθ’ ότι στην πραγματικότητα οι εφημερίδες του ΔΟΛ (όπως και η «Ελευθεροτυπία», το «Εθνος», η «Καθημερινή» και άλλες) ασκούσαν μονίμως ιδεολογική τρομοκρατία υπέρ των Δυνατών και κατά του λαού. Μάλιστα όσον πιο φιλολαϊκές εμφανίζονταν ορισμένες απ’ αυτές, τόσον πιο αποτελεσματικές ήταν σ’ αυτόν τον ρόλο. Το χειρότερο

είναι ότι, ενώ ο Τύπος που σκότωνε τη χώρα πεθαίνει κι αυτός πνιγμένος μέσα στην απαξίωση, τίποτα καλύτερο δεν φαίνεται ακόμα στον ορίζοντα. Οι νέοι εκδότες που τελευταίως μπαίνουν στον χώρο, τον αποδομούν ακόμα περισσότερο, δημιουργούν εργασιακές γαλέρες, συνδεδεμένες ακόμα περισσότερο με τα κόμματα εξουσίας και τους συνήθεις Δυνατούς. Οι εκδότες αυτοί, ή αν θέλετε «εκδότες», είναι πιόνια κομμάτων ή αντιμετωπίζουν τα κόμματα ως πιόνια. Οσο για τους δημοσιογράφους, αδύναμοι πια, έντρομοι, τρέχουν σαν κυνηγημένα αγρίμια να βρουν κάπου μια θέση για ένα ξεροκόμματο, την ίδια ώρα που άλλοι συνάδελφοί μας αναπαράγουν την παθολογία μας βολεμένοι σε κρατικές και εταιρικές θέσεις, σε αργομισθίες, πρώτοι και καλύτεροι στις πελατειακές συμπεριφορές – αυτόν τον καρκίνο.

Και για όλα αυτά και άλλα πολλά, η ΕΣΗΕΑ μια σκιά.

Η κυβέρνηση Τσίπρα, αν ήταν κυβέρνηση της Αριστεράς, θα είχε συμβάλει στην αποκατάσταση μιας κάποιας ευρυθμίας στον Τύπο, θα ψαλίδιζε κάπως τη διαπλοκή, αν καθιστούσε την προσωπική περιουσία των εκδοτών υπόλογη για την πορεία της εταιρείας τους. Αντί αυτού, η κυβέρνηση αυτή προσπάθησε να στήσει τη δική της διαπλοκή, και το προσπαθεί ακόμα, μάλλον με κωμικές περιπτώσεις ανθρώπων, και

πάντως προσπάθειες εφάμιλλες των ανοησιών Παππά για τις τηλεοπτικές άδειες. Μετά τον ΣΥΡΙΖΑ η κατάσταση στον Τύπο θα χειροτερέψει ακόμα περισσότερο, διότι ο «κίνδυνος» επί ΣΥΡΙΖΑ τα πράγματα να βελτιωθούν αποσοβήθηκε.

Τώρα ο κ. Ψυχάρης τζούνιορ την έχει κάνει φραγκάτος για τα Λονδίνα, οι απλήρωτοι εργαζόμενοι πάνε για μαύρα Χριστούγεννα, αλλά τίποτα στον Τύπο δεν έχει διορθωθεί, τίποτα δεν διορθώνουν οι τραγωδίες. Ισως οι συνέπειές τους, αλλά ποτέ οι ίδιες. Δεν είναι ευρέως γνωστό, αλλά η κρίση χτύπησε τους δημοσιογράφους λιγότερο μόνον από όσον χτύπησε τους σερβιτόρους. Ανεργοι κατά χιλιάδες, απλήρωτοι κατά εκατοντάδες, όσοι δημοσιογράφοι εργάζονται έχουν πλέον μέσο ετήσιο εισόδημα 6.000 ευρώ. Με τις κυβερνήσεις της Δεξιοπασοκιάς να τους έχουν ληστέψει το Ταμείο (όπως όλα τα Ταμεία) και τον Τσίπρα να αποτελειώνει τη δουλειά. Και τον κλάδο. Οχι τα κατά Πολάκη βοθροκάναλα, όχι τους Δυνατούς, αλλά τους δημοσιογράφους – δίκαιους και άδικους στον ίδιο ντορβά.

Ομως, παρά την κιτρινίλα, παρά την αναξιοπιστία, παρά την εξάρτηση, παρά τη διαπλοκή, ο Τύπος παραμένει ένας προμαχώνας της εν κινδύνω εκφασισμού δημοκρατίας. Παρά τα φερέφωνα, τους αργυρώνητους, τους αμοραλιστές και κυνικούς δημοσιογράφους, σε όλες τις εφημερίδες, σε όλα τα ραδιόφωνα (αφήστε στην άκρη τις τηλεοράσεις) και, εν πολλοίς, στο διαδίκτυο, υπάρχουν εκείνοι που τηρούν τη δημοσιογραφική δεοντολογία και τις συνταγματικές τους υποχρεώσεις, που ακολουθούν τις αρχές τους, καλλιεργούν την ηθική τους, συνεχίζουν να μορφώνονται και να δηλώνουν την ιδεολογία τους.

Οσα ξερά γύρω τους κι αν καούν, αυτοί οι δημοσιογράφοι παραμένουν άκαυτοι και ακέραιοι. Συνεπώς η αλήθεια θα έχει πάντα χαρτί να γράφεται. Το στοίχημα όμως για να φθάνει αυτή η αλήθεια (διά της αποδείξεώς της) σε όλο και πιο πολλούς πολίτες μπορεί να κερδηθεί μόνον από έναν συνδυασμό παραγόντων μέσα σε μια κοινωνία σε πολύ καλύτερη κατάσταση από τη σημερινή. Οταν ο πολίτης δεν έχει να φάει, δεν παίρνει εφημερίδα. Οταν η εφημερίδα είναι αναξιόπιστη και εξαρτημένη, εντυπωσιοθηρική και απολίτιστη, γίνεται εχθρός του λαού.

Οι εφημερίδες δεν είναι κόμματα για να βγάλουν τις κοινωνίες απ’ τον βάλτο, πάνω τους όμως αποτυπώνεται η ταξική πάλη που τις οδηγεί μέσα ή έξω απ’ αυτόν τον βάλτο.

Επιτρέψτε μου να πω ότι μου είναι δύσκολο (κι επώδυνο) να φαντασθώ την Ελλάδα χωρίς τα «Νέα» και το «Βήμα», όπως και χωρίς ναυπηγεία, λιμάνια, αεροδρόμια, εθνικό σύστημα υγείας, εθνική Ασυλία και γενικώς κυριαρχία τε και αυτεξούσιο. Οσο κι αν συχνά οι δύο αυτές εφημερίδες λειτούργησαν εναντίον των ως άνω, άλλες τόσες τα υπερασπίσθηκαν. Αντιφατικό, άλλα έτσι είναι τα πράγματα, μια σύνθεση αντιθέσεων. Και λύση στις αντιθέσεις ούτε ο θάνατος δίνει ούτε η σιωπή. Ελπίζω κι εύχομαι βαθιά οι δυο αυτές εφημερίδες

να κυκλοφορήσουν ξανά. Μα ακόμα πιο πολύ εύχομαι (και κατά βάθος ελπίζω) τα πράγματα στον Τύπο να ανακρούσουν πρύμναν, να αλλάξουν πορεία σπρώχνοντας το εκκρεμές πιο κοντά στον πολίτη, πιο κοντά στον λαό. Γίνεται, έχει ξαναγίνει, θα ξαναγίνει. Ο Τύπος επηρεάζει την κοινωνία, αλλά επηρεάζεται απ’ αυτήν επίσης. Οι πολιτικές εξελίξεις βρίσκονται πάντα σε μια διαλεκτική με τον δημόσιο διάλογο – κυρίως μέσω του Τύπου.

Μαζί πορεύονται, είτε προς τον Αδη είτε προς το φως…

enikos.gr

banner-article

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΑ