Γιώργος Βλαχογιάννης. Ταυτίζοντας τη ζωή του με το ΣΤΑΡ, τον τελευταίο κινηματογράφο της Βέροιας / συνέντευξη στη Δήμητρα Σμυρνή
Έχει ταυτίσει τη ζωή του με το ΣΤΑΡ, τον τελευταίο κινηματογράφο της Βέροιας, που παραμένει στην πόλη ζωντανός εδώ και εξήντα τρία χρόνια, καθώς αντιστέκεται φέρνοντας το άρωμα μιας άλλης εποχής, τότε που η συλλογικότητα σ’ όλα ήταν τρόπος ζωής και έκφραση του χαρακτήρα του Έλληνα.
Ο Γιώργος Βλαχογιάννης, Πρόεδρος της Κινηματογραφικής Ένωσης Βορείου Ελλάδος, βραβευμένος πρόσφατα για την προσφορά του στον πολιτισμό, μιλά στη faretra με το δικό του τρόπο – που τον χαρακτηρίζει η ειλικρίνεια και η απλότητα- για το ΣΤΑΡ και την παρουσία του στην πόλη, αλλά και με νοσταλγία για ένα παρελθόν χαμένο για πάντα, που όμως όλοι έχουμε κρατήσει στη μνήμη μας.
Ήταν τότε, που για όλους μας ο κινηματογράφος ήταν ένας κόσμος μαγικός και για τον καθένα μας ξεχωριστά το «Σινεμά ο Παράδεισος» της παιδικής μας ηλικίας…
…………………….
Δεν μπορούμε να ξεχάσουμε τη γοητεία που ασκούσε πάνω μας ο κινηματογράφος, όταν ήμασταν παιδιά, και ειδικά το ΣΤΑΡ, με την κληματαριά του στις θερινές προβολές. Ήταν το δικό μας «Σινεμά ο Παράδεισος»! Πότε ξεκινά η λειτουργία του ΣΤΑΡ και με ποιο στόχο;
Ξεκίνησε το 1953. Ο πατέρας μου είχε σ’ αυτήν την ίδια θέση, που βρίσκεται ο κινηματογράφος, εργοστάσιο αλλαντικών και χοιροστάσιο. Έβλεπε ότι ο κινηματογράφος ήταν μια επιχείρηση με μέλλον και, επειδή τέτοιες μονάδες τις διώχναν από το κέντρο της πόλης, έκλεισε το χοιροστάσιο και το εργοστάσιο, με το οποίο προμηθεύαμε όλη τη Μακεδονία, ξεκινώντας αποφασιστικά τον κινηματογράφο, μιας και υπήρχε ένα τόσο αξιοποιήσιμο οικόπεδο.
Όσο για την κληματαριά, στην οποία αναφερθήκατε, μας δίνει ακόμα το τσίπουρο της χρονιάς, το οποίο δεν είναι πολύ, μας δίνει όμως τη χαρά να το απολαμβάνουμε με τους φίλους μας.
Το 1953 λειτούργησε απλά σαν θερινός κινηματογράφος και το ’56 σαν θερινός και χειμερινός. Για την εποχή του ήταν ένα θαύμα αρχιτεκτονικής και τεχνικής, γιατί ήταν το πρώτο μεγάλο κτίριο που έγινε στη Βέροια.
Βέβαια, πριν από μας υπήρχαν άλλοι δύο κινηματογράφοι, το ΠΑΝΘΕΟΝ και το ΖΑΠΠΕΙΟΝ, που έχουν κλείσει εδώ και πολλά χρόνια. Και δεν ήταν μόνο αυτοί. Υπήρξαν αργότερα και το ΠΑΛΛΑΣ, το ΟΛΥΜΠΙΟΝ, το ΚΑΠΡΙΝΗΣ, το ΡΕΞ. Κλείσανε, γιατί από τη μια οι ιδιοκτήτες ασκούσαν και άλλο επάγγελμα, αλλά με την πάροδο του χρόνου έπαψαν να είναι και κερδοφόροι, με το ακριβό εισιτήριο και τη φορολογία. Πολλή δουλειά με λίγα κέρδη.
Ήσασταν δέκα χρονών, όταν ξεκινά ο κινηματογράφος. Επομένως έχετε μνήμες. Ποια ήταν η οικονομική και η πνευματική ζωή της Βέροιας εκείνη την εποχή;
Η Βέροια τότε ήταν ένα χωριό, ένα παράρτημα της Θεσσαλονίκης. Να φανταστείτε ότι Αγίου Δημητρίου η Βέροια είχε αργία, γιατί ήταν επαρχία της Θεσσαλονίκης. Οι κινηματογράφοι, ο δικός μας και οι υπόλοιποι, κράτησαν την παράδοση. Αν δεν υπήρχαν, πολλά πράγματα, παραδόσεις, χοροί, θα είχαν χαθεί. Θεωρώ ότι μέσα απ’ αυτές τις δικές μας αίθουσες σώθηκαν πολλά. Κάναμε ένα σωρό εκδηλώσεις στις αίθουσές μας, με μεγάλη συμμετοχή του κόσμου.
Οι στόχοι, λοιπόν, όταν ξεκινά ο κινηματογράφος, ήταν αποκλειστικά οικονομικοί;
Φυσικά, δε θα μπορούσε τότε να είναι διαφορετικά. Και μάλιστα ξεκίνησε ο κινηματογράφος να γίνεται και με δανεικά λεφτά. Αναγκάστηκε ο πατέρας μου να πουλήσει κι ένα πολύ όμορφο κτήμα μεγάλης αξίας, για να τον φτιάξει.
Υπήρχε ανταγωνισμός ανάμεσα στον δικό σας και στους υπόλοιπους κινηματογράφους της πόλης;
‘Όχι ανταγωνισμός, έχθρα! Τρωγόμασταν σαν τα… πολιτικά κόμματα! Αλλά το πολύ ωραίο είναι πως, όταν έκλεινε ένας κινηματογράφος, γινόμασταν όλοι φίλοι με κείνον που έκλεινε!
Ασχοληθήκατε αποκλειστικά με το ΣΤΑΡ, όταν το αναλάβατε μαζί με τον αδελφό σας το Γρηγόρη. Σχεδόν ταυτιστήκατε με τον κινηματογράφο, μολονότι θα μπορούσατε να κάνετε κι άλλα πράγματα, ίσως περισσότερο προσοδοφόρα. Τι σας κράτησε στο ΣΤΑΡ με τόση επιμονή;
Ο κινηματογράφος έχει ένα καλό. Σε γεμίζει ζωή, γιατί κάθε καινούρια ταινία που φέρνεις έχει τη δική της προοπτική. Δεν πήγε καλά η προηγούμενη; Ίσως πάει καλά η επόμενη. Είσαι σε μία κινητικότητα και ελπίζεις στο καλύτερο. Σήμερα είχες μια ταινία με δέκα εισιτήρια, αύριο ίσως έχεις διακόσια, οπότε νιώθεις πως πας καλύτερα. Αυτή η κινητικότητα είναι πολύ σημαντική.
Όμως, εξίσου σημαντική είναι και η αίσθηση ότι προσφέρεις στον τομέα του πολιτισμού αλλά και, κακά τα ψέματα, σημαντική είναι και η δημόσια αίγλη που απολαμβάνεις! Δηλαδή το κτίριο προσφέρεται για ένα σωρό εκδηλώσεις και επαφές με σημαντικά πρόσωπα της δημόσιας ζωής. Όπως και να το κάνουμε, άλλο επίπεδο έχει μια τέτοια αίθουσα κινηματογράφου και άλλο το να την είχα μετατρέψει σε … ψησταριά! Βέβαια, (γελώντας), δεν έχω τίποτα με τις ψησταριές τις οποίες εκτιμώ και τιμώ δεόντως!
Πολλές φορές παραχωρήσατε την αίθουσα με ελάχιστα χρήματα, απ’ ότι ξέρω, ή και τελείως δωρεάν. Επομένως υπάρχει και κοινωνική προσφορά;
Ναι, και ευτυχώς αναγνωρίζεται από τους περισσότερους. Πάντα φυσικά υπάρχουν οι κακοήθεις. Αυτό με γεμίζει ικανοποίηση, γιατί στην εποχή μας ακόμη και ένα «ευχαριστώ» είναι πολύτιμο.
Από το ΣΤΑΡ, που έχει διανύσει πάνω από μισό αιώνα ζωής, πέρασαν οι σημαντικότερες ταινίες, ελληνικές και ξένες, αλλά και πολλοί θίασοι. Ποιες θεωρείτε σημαντικότερες στιγμές, έτσι όπως τις έχετε καταγράψει στις αναμνήσεις σας;
Θυμάμαι σαν χθες το σπάσιμο των τζαμιών την Κυριακή, για να μπει ο κόσμος στον κινηματογράφο! Κάθε Κυριακή το χειμώνα είχαμε ένα δύο τζάμια σπασμένα και τη Δευτέρα τα αντικαθιστούσαμε. Πολλές φορές έκλεινε η Μητροπόλεως, γιατί ο κόσμος περίμενε στην ουρά, για να δει την ταινία. Η Χωροφυλακή δεν επέτρεπε ορθίους για λόγους ασφαλείας κι έτσι ο κόσμος σχημάτιζε ουρές περιμένοντας την επόμενη προβολή.
Και φυσικά θυμάμαι μεγάλους πρωταγωνιστές που πέρασαν με τους θιάσους τους από δω και με τους οποίους δημιουργήθηκε μια ζεστή επικοινωνία. Θυμάμαι πάντα τον εκπληκτικό χαρακτήρα του Διονύση Παπαγιανόπουλου, όχι μόνο τον ηθοποιό αλλά και τον άνθρωπο. Όσο για την Αλίκη Βουγιουκλάκη την οποία φιλοξένησε το ΣΤΑΡ, όταν κατέβηκα στην Αθήνα, μού έκανε το τραπέζι στο ΙΝΤΕΑΛ, με τον γνωστό αυθορμητισμό που διέκρινε το χαρακτήρα της.
Από τις ξένες ταινίες, θυμάμαι κυριολεκτικά χαμός έγινε στο «Γη ποτισμένη με ιδρώτα» -τότε ήταν πολύ στη μόδα οι ινδικές ταινίες με την Ναργκίς και ο κόσμος ήθελε να κλαίει με τα ξένα βάσανα, ξεχνώντας τα δικά του- αλλά και στο τούρκικο «Ωραία μου Κεσμάν» με τη Χούλια Κότσκιγιτ! Και βέβαια τα ταμεία έσπασε αργότερα ο γνωστός «Τιτανικός».
Στις ελληνικές ταινίες ρεκόρ εισιτηρίων έκανε ο «Παύλος Μελάς», η «Γερακίνα», η «Αστέρω», και αργότερα το ’65, « Το πιο λαμπρό αστέρι» με τη Βουγιουκλάκη, που έκανε την Κυριακή του Πάσχα 4.500 εισιτήρια ! Από τις νεότερες, εκείνη που ξεχώρισε εισπρακτικά ήταν το save sex.
Ποια ήταν η καλύτερη εποχή για το ΣΤΑΡ και ποια η χειρότερη;
Η χειρότερη ήταν, όταν άρχισε η βασιλεία του dvd, στη δεκαετία του ’80 και η καλύτερη οι δεκαετίες ’60 και ’70.
Πηγαίναμε πολύ καλά τότε, γιατί δεν υπήρχε η τηλεόραση, δεν υπήρχε το video, δεν υπήρχε το… μεγαλείο της μοναξιάς!
Βέβαια στη ζωή μας σήμερα υπάρχει πολλή μοναξιά γενικά, έχουν αλλάξει οι ανθρώπινες σχέσεις, αλλά παίζει πολύ μεγάλο ρόλο και η οικονομική κρίση. Δεν μπορεί να βγει κανείς εύκολα έξω.
Το εισιτήριο του κινηματογράφου κατά την άποψή μου είναι ακριβό. Τα γραφεία που μας προμηθεύουν τις ταινίες επιβάλλουν το εισιτήριο. «Πρέπει να βάλεις αυτό το εισιτήριο» λένε, «αν δε θέλεις, πλήρωσε σε μας το ποσό fix και βάλε το εισιτήριο που θέλεις εσύ».
Μια οικογένεια τριών ατόμων θέλει 25 ευρώ, κι αν έχει μικρό παιδί, φτάνει με το bar στα 30. Το ποσό ξεπερνά το μεροκάματο. Πώς, λοιπόν, να ‘ρθει μια οικογένεια; Και σε προσφορές που κάνουμε έχουμε πρόβλημα με τα γραφεία. Δυστυχώς δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι καλύτερο για τον κόσμο.
Στη Θεσσαλονίκη είναι καλύτερα τα πράγματα, γιατί ένας κινηματογράφος μπορεί να κόψει σε μια βδομάδα 15.000 εισιτήρια και να τα καταφέρει. Εδώ στη Βέροια;
Όσο για τη μοναξιά, καλή η μπριζόλα στο σπίτι αλλά καλύτερη… στην ταβέρνα! Αν δεν μπορούμε να πάμε όμως στην ταβέρνα…
Διατηρείτε, απ’ ότι μου είπατε με καμάρι παλιότερα, όλους τους τόμους της Ιστορίας του Κινηματογράφου. Τι σημαίνει για σας αυτή η συλλογή;
Ανοίγω έναν τόμο και θυμάμαι όλην την εποχή, που εγώ την έζησα, την ταύτισα με τη ζωή μου. Υπάρχουν τα πάντα μέσα σ’ αυτήν για ό,τι έχει σχέση με τον Ελληνικό Κινηματογράφο! Είναι το μεράκι μου αυτή η συλλογή…
Επίσης διατηρώ και μια δεύτερη συλλογή βιβλίων, που αναφέρονται αποκλειστικά στη Βέροια. Ό,τι έχει γραφεί γι αυτήν. Ανατρέχω, λοιπόν, συχνά σ΄ αυτές τις δύο αγάπες μου, τον κινηματογράφο και την πόλη μου.
Οι υπόλοιποι κινηματογράφοι της Βέροιας έκλεισαν και κάποιοι έγιναν super market, ακολουθώντας το ρεύμα της εποχής. Το ΣΤΑΡ αντιστέκεται ακόμα. Γιατί;
Γιατί η δουλειά αυτή μ’ αρέσει. Δε μπορώ να φανταστώ τη ζωή μου χωρίς αυτήν. Φεύγοντας απ αυτήν νομίζω πως θα εγκαταλείψω την ίδια τη ζωή.
Δεν σας κρύβω πως έχω προτάσεις καθόλου ευκαταφρόνητες. Δεν υποχωρώ όμως. Ευτυχώς την ίδια άποψη έχουν και τα παιδιά μου, ο Θωμάς και η Ιφιγένεια.
Μας προτείνουν το ποσό των 10.000 ευρώ το μήνα –μεγάλη εταιρεία, σίγουρα λεφτά- για να το νοικιάσουν. Και λοιπόν; Τα λεφτά έρχονται και φεύγουν. Θα γίνουμε μαλθακοί χωρίς αυτήν την πηγή ζωής, που είναι για μας ο κινηματογράφος μας.
Τις προάλλες με τίμησαν στο Βασιλικό Θέατρο, στη Θεσσαλονίκη, για την προσφορά μου στον πολιτισμό. Όσα ενοίκια και να πάρω δεν τα αλλάζω μ’ αυτήν τη χαρά!
Πιστεύετε πως αυτό το τόσο όμορφο όνειρο, που το κρατήσατε ζωντανό, δηλαδή ο τελευταίος κινηματογράφος μέσα στην πόλη, θα μπορέσει να συνεχιστεί;
Εγώ και τα παιδιά μου το θέλουμε και το αποδείξαμε με τη στάση μας μέχρι σήμερα. Είναι στο χέρι του κοινού να το κρατήσει. Πρέπει το κοινό να νιώσει την αξία ενός κινηματογράφου στην πόλη.
Το να κλείσει είναι το πιο απλό πράγμα και χωρίς οικονομικό κόστος για μας. Κέρδος θα έχουμε και όχι ζημία. Μετρούν όμως άλλα πράγματα για μας. Μ’ αρέσει το «παίδεμα», που έχει αυτή η δουλειά, να παιδεύεσαι όλη μέρα, να γυρνάς, να έχεις την αγωνία αν θα πας καλά ή την ικανοποίηση ότι πήγες, να έρχεσαι σε επικοινωνία με τον κόσμο, να κάνεις δημόσιες σχέσεις, να είσαι τέλος πάντων μέσα στον παλμό της πόλης. Η ηθική ικανοποίηση μετράει, τα λεφτά έρχονται και φεύγουν…
Αναφερθήκατε πριν από λίγο στη βράβευσή σας στη Θεσσαλονίκη, για την προσφορά σας στον πολιτισμό και την πνευματική ζωή της χώρας, εκπροσωπώντας και την Κινηματογραφική Ένωση της Βορείου Ελλάδος, της οποίας είστε Πρόεδρος, και Αντιπρόεδρος της Ένωσης σ’ όλη την Ελλάδα. Νιώσατε δικαιωμένος εκείνη τη στιγμή γι αυτήν την πολύχρονη πορεία σας στο χώρο;
Δε σας κρύβω ότι συγκινήθηκα. Είναι σίγουρα δικαίωση. Είναι ανθρώπινο να θέλουμε τον έπαινο. Ανάλογη τιμή βράβευσης είχαμε με τον αδελφό μου Γρηγόρη κι από το Δήμο της Βέροιας, πριν από χρόνια. Θυμάμαι τιμηθήκαμε τρία άτομα τότε από τον Δήμαρχο, τον κ. Σκουμπόπουλο, στο Χώρο Τεχνών.
Είναι σημαντικές οι βραβεύσεις, ίσως όμως θα έπρεπε να περιοριστούν σε αριθμό ατόμων και να βραβεύονται κάθε χρόνο εκπρόσωποι των φορέων που τους εκπροσωπούν. Έτσι θα φαίνεται περισσότερο και η αξία των βραβευμένων, χωρίς να χάνεται μέσα στο πλήθος.
Εδώ όμως να μου επιτρέψετε να εκφράσω και ένα παράπονό μου, μιας και αναφέρθηκα στο Χώρο Τεχνών πριν από λίγο. Δεν είμαστε ανταγωνιστές με τους ανθρώπους που έχουν στα χέρια τους τον πολιτισμό του Δήμου Βέροιας. Βαδίζουμε σε κοινή πορεία και θέλω να μας βλέπουν σαν συναγωνιστές και όχι σαν ανταγωνιστές, όπως φάνηκε σε κάποιες περιπτώσεις.
Και κλείνοντας, αν σας ρωτούσε κανείς, μετά από τόσα χρόνια αφιερωμένα στον κινηματογράφο, τι είναι για σας, πώς θα ορίζατε τη σχέση σας μαζί του, μέσα σε λίγες λέξεις;
Με δυο λόγια είναι ο έρωτας ενός νέου για μια όμορφη νέα κοπέλα… Είμαι ερωτευμένος με τον κινηματογράφο. Έτσι έζησα αυτήν τη σχέση…