«Σε κάθε εξέγερση υπάρχει μία τέλεια, στιγμιαία εναρμόνιση του ανθρώπου μ’ ένα μέρος του εαυτού του. Αυτόματα, λοιπόν, παρεμβαίνει μία κρίση αξίας που τον εκθέτει σε χίλιους κινδύνους. Μέχρι τότε σώπαινε αφημένος στην απελπισία της παραδοχής μιας κατάστασης έστω κι αν την έκρινε άδικη»*.
Σκέφτομαι τον ιστορικό του μακρινού μέλλοντος, που θα θελήσει να κάνει μια μελέτη για τα γεγονότα εκείνου του Δεκέμβρη του 2008. Θα ψάξει στον Tύπο της εποχής και θα συναντήσει το όνομα του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου. Θα διαπιστώσει πως ήταν ένα ανήλικο παιδί όταν δέχτηκε τις σφαίρες του αστυνομικού Κορκονέα, σφαίρες που έκαναν την καρδιά του να σταματήσει να χτυπά. Έπειτα, θα βρει εκτεταμένες αναφορές στην εξέγερση των επόμενων ημερών. Θέλω να τον βοηθήσω αυτό τον ιστορικό του μακρινού μέλλοντος, να του πω ότι εκείνη η οργή που ξέσπασε το χειμώνα του 2008 στους δρόμους όλης της χώρας, από την Μυτιλήνη στα Γιάννινα κι από την Αθήνα στην Ξάνθη, ήταν η οργή μιας κοινωνίας απέναντι στο παράλογο. Ήταν η οργή μιας νεολαίας που έβλεπε τη ζωή της να τίθεται υπό καταστολή.
Δύο χρόνια πριν από τη δολοφονία του Γρηγορόπουλου, η αστυνομική βία στράφηκε εναντίον του φοιτητή, Αυγουστίνου Δημητρίου στη λεγόμενη «υπόθεση ζαρντινιέρα» με τον τότε υπουργό Δημόσιας Τάξης, Βύρωνα Πολύδωρα, να δίνει, ελαφρά τη καρδία, άφεση αμαρτιών στους ένστολους που ξυλοκόπησαν τον νεαρό άντρα, λέγοντας ότι επικράτησε «επαγγελματισμός, μεθοδικότητα και ψυχραιμία»! Σύμφωνα με τις μαρτυρίες των αστυνομικών, άλλωστε, ο νεαρός χτύπησε μόνος του, πέφτοντας πάνω σε μια…ζαρντινιέρα. Εν συνεχεία, το 2007, στο Αστυνομικό Τμήμα της Ομόνοιας, δύο μετανάστες βασανίζονται άγρια (τους είχαν υποχεώσει, μάλιστα, να χαστουκίζουν ο ένας τον άλλον), εκθέτοντας για άλλη μια φορά ανεπανόρθωτα τους «υπερασπιστές της ασφάλειας των πολιτών». Όταν, λοιπόν, το 2008 ένας αστυνομικός στρέφει το όπλο του εναντίον ενός παιδιού και το σκοτώνει, το πλήθος, ετερογενές ως προς την ηλικία, τις ιδεολογικές καταβολές, το μορφωτικό επιπέδο και τα λοιπά, κάνει φασαρία, ακούγεται, αντιδρά.
Κατεβαίνει στους δρόμους, φωνάζει συνθήματα, τα γράφει και στους τοίχους, θυμώνει, κλαίει, βρίζει, σιγεί προς τιμήν του νεκρού.
Πυρπολεί και την επίπλαστη ευτυχία, που προέρχεται και επιβάλλεται από τον καταναλωτισμό των χριστουγεννιάτικων εορτασμών. Των εορτασμών των υπερωριών για να «κινηθεί η αγορά». Από ποιους, άραγε;
«Ζήτησα από τους πολιτικούς αρχηγούς να καταδικάσουν απερίφραστα τις πράξεις αυτές. Οφείλουμε να καταδικάσουμε απερίφραστα, με καθαρό λόγο κι όχι με μισόλογα, τη βία, τη λεηλασία, τους βανδαλισμούς, τη διασάλευση της κοινωνικής ειρήνης, που επιχειρείται από τις ομάδες αυτές», δήλωνε ο τότε Πρωθυπουργός, Κωνσταντίνος Καραμανλής από το Μέγαρο Μαξίμου.
Στις 16 Ιουνίου 2013 ένα άλλο παιδί από την Τουρκία, ο Μπερκίν Ελβάν, στην ηλικία του Αλέξανδρου, δέχτηκε επίθεση από αστυνομικό με αποτέλεσμα να πεθάνει κάποιους μήνες αργότερα. Σκοτώθηκε, ενώ περνούσε από ένα δρόμο για ν’ αγοράσει ψωμί.
Εκείνο που δεν είπε στο διάγγελμά του τότε ο κύριος Καραμανλής είναι για το ποιος θα προφυλάξει τη νεολαία και εν γένει τους πολίτες από το κράτος και τα όργανά του, από τη δολοφονική αυθαιρεσία τους, από τις στοχοποιήσεις τους λόγω πολιτικών φρονημάτων, από την εργασιακή εκμετάλλευση, που επιχειρούν ορισμένοι με τους οποίους, μάλιστα, το κράτος συνδιαλέγεται και συνεργάζεται, από το έλος της απελπισίας, που δημιουργούν η ανεργία, η ευνοιοκρατία, η απουσία κοινωνικής πρόνοιας.
«Στις τράπεζες λεφτά/στη νεολαία σφαίρες,/ήρθε η ώρα για τις δικές μας μέρες». Ήρθε;
———————————————————————————-
*Αλμπέρ Καμύ, Ο επαναστατημένος άνθρωπος
Ο πίνακας, αφιερωμένος στον Αλέξη Γρηγορόπουλο, είναι του ζωγράφου Στέλιου Ζαχαρούδη
Οι φωτογραφίες του κειμένου είναι του Ιάσονα Στούμπου