“Μας έλεγαν θα νικήσετε όταν υποταχτείτε.
Υποταχτήκαμε και βρήκαμε τη στάχτη.”
Γιώργος Σεφέρης
Στον κατά κόσμο Μάρκο και Μιχάλη στον αντιδικτατορικό αγώνα στις αξέχαστες μέρες στο συγκλονιστικό “Τρίγωνο των Βερμούδων”: Χαϊδελβέργη, Παρίσι, Ελλάδα (η Ελλάδα ήταν μια κινούμενη κορυφή του τριγώνου, άλλοτε στη Θεσσαλονίκη και άλλοτε στην Αθήνα), μιας εποχής που για τον καθένα μας ο Βάρναλης πέρασε τη νοσταλγική τύψη – αναστεναγμό:
“Ἄχ, ποὖσαι νιότη, ποὔδειχνες πῶς θὰ γινόμουν ἄλλος!”
Τρία χρόνια από τον ενεργητικό θάνατο του Μάρκου.
Ο θάνατος, συνήθως, είναι μια παθητική συνέπεια, αποτέλεσμα ενός βιολογικού ή ανθρώπινου λάθους, αλλά ορισμένες φορές ενεργητική πράξη αυτογνωσίας και αυτοθυσίας.
Πριν λίγες μέρες επισκέφτηκα το Μάρκο στην τελευταία του κατοικία, όπου αναπαύεται, ξεφεύγοντας από τον κύκλο και χαμογελώντας μέσα σε μια παράξενη ησυχία*, χωρίς θρησκευτικά σύμβολα, χωρίς άμφια και ΕΝΦΙΑ, χωρίς τοκοχρεωλυτικές δόσεις δανείων, χωρίς δάκρυ, χωρίς δέος, πένης, γυμνός και κατάμονος** και αισθάνθηκα συγκίνηση, που εκτός από παιδικός του φίλος και ιδεολογικός του σύντροφος, είχα την τιμή να χοροστατήσω ως “Αρχιεπίσκοπος” στην πολιτική τελετή της ταφής του.
“οἱ παλαιοὶ νεκροὶ ξεφύγαν ἀπ᾿ τὸν κύκλο καὶ ἀναστήθηκαν
καὶ χαμογελᾶνε μέσα σὲ μία παράξενη ἡσυχία”.
** Ρίτσος:
“Δέν ἔχω δάκρυ πιά.
Δέν ἔχω δέος.
Δέν ἔχω τίποτ’ ἄλλο νὰ μοῦ πάρουν.
Πένης, γυμνός καὶ κατάμονος
– ἰδού τὰ πλούτη μου, ποὺ κανείς δέ μπορεῖ νὰ μοῦ πάρῃ”.
Έχουν περάσει πάνω από τέσσερα χρόνια, που ο Μάρκος με κάλεσε στο σπίτι του, ένα χρόνο πριν τον ενεργητικό του θάνατο, για να μου αποκαλύψει τη λεηλασία του από το χρηματοπιστωτικό σύστημα εξουσίας και τον βρήκα, ανάμεσα σε δεκάδες σωρούς βιβλίων στο δάπεδο, γιατί τα έπιπλα ήταν τεκμήριο πολυτελούς διαβίωσης και δεν είχε τέτοια ευρωπαϊκά κεκτημένα παρά το νεανικό κοσμοπολιτισμό του, να διαβάζει μπροστά σε μια στοίβα του περιοδικού πολιτιστικού και ιδεολογικού στοχασμού της δεκαετίας του 1960 “Εποχές”, που είχε ως διευθυντή τον Άγγελο Τερζάκη και συμβούλους τους Σεφέρη, (Κ. Θ.) Δημαρά, Θεοτοκά, Σκαλιόρα, κλπ.
Ξεφυλλίζοντας μπροστά του το πρώτο τεύχος του Μαΐου, αν θυμάμαι καλά, του 1963 ζωντάνεψε στη μνήμη μου από το σημείωμα της πρώτης έκδοσης η παρακάτω παράγραφος: “Εκείνο που λιγότερο απ’ όλα χρειάζεται η ελληνική ζωή, είναι οι προγραμματικές δηλώσεις. Αντίθετα, κοινή είναι σήμερα η αξίωση για πραγματοποιήσεις χωρίς επαγγελίες”.
Η γνωριμία μου με το περιοδικό “Εποχές” έγινε στα πρώτα γυμνασιακά μου χρόνια στο γυμνάσιο της Κασσάνδρας, πριν γίνω πνευματικός μετανάστης στη Θεσσαλονίκη, και κόστισε τη θρησκευτική καταδίκη μου από το φονταμενταλιστή θεολόγο γυμνασιάρχη, ο οποίος κάθε φορά που ερχόταν το περιοδικό στην αλληλογραφία του σχολείου (τότε, όπως και σήμερα, το απόρρητο της αλληλογραφίας ήταν συνταγματική ευχή, χωρίς πρακτική χρησιμότητα, γιατί τότε κινδύνευε η πατρίς εθνικώς και σήμερα η χώρα οικονομικώς*) με κλειδαμπάρωνε στο γραφείο του και με επέβαλε να διαβάζω και να απομνημονεύω ένα Χριστιανικό περιοδικό με τίτλο, αν θυμάμαι καλά, “Προς τη Νίκη”, την οποία νίκη, ειρήσθω εν παρόδω, παρά το ότι την κράτησα δια της βίας στα χέρια μου τότε, δεν την ξαναείδα μπροστά μου ποτέ.
Ήταν και αυτός ο Σεφέρης, που είχα γνωρίσει την ίδια εποχή, που φώναζε με την αγέρωχη Δωρική του αυστηρότητα:
“Μας έλεγαν θα νικήσετε όταν υποταχτείτε.
Υποταχτήκαμε και βρήκαμε τη στάχτη.
Μας έλεγαν θα νικήσετε όταν αγαπήσετε.
Αγαπήσαμε και βρήκαμε τη στάχτη.
Μας έλεγαν θα νικήσετε όταν εγκαταλείψετε τη ζωή σας.
Εγκαταλείψαμε τη ζωή μας και βρήκαμε τη στάχτη…”
Γραφική φιγούρα σ’ αυτή την κάθε μήνα ημερήσια απομόνωσή μου στο θρησκευτικό πειθαρχείο ήταν ο αξέχαστος και αγαπητός καθηγητής μου, συγγραφέας και ποιητής Γιώργος Ιωάννου, ο οποίος με τον πρέποντα σαρκασμό, που τον χαρακτήριζε, διέκοπτε την απομόνωσή μου και μ’ εκλιπαρούσε να απομνημονεύσω γρήγορα το περιοδικό “Προς τη Νίκη”, ώστε να μου δώσει ο γυμνασιάρχης τις “Εποχές”, για να μπορέσει και αυτός να τις διαβάσει.
Εκεί που έγινε η μεγάλη έκρηξη ήταν όταν παρέλαβα το τεύχος των “Εποχών” με κύριο θέμα “Ο Μαρξ χωρίς μύθο” και μάλιστα με αύξηση της κυκλοφορίας του περιοδικού κατά 100% στο σχολείο, αφού και ένας δεύτερος μαθητής, ο πρόωρα χαμένος συμμαθητής μου, φιλολογικό φαινόμενο για την ηλικία μας, Α.Α, έγινε συνδρομητής.
Μας έκλεισε και τους δυο στο θρησκευτικό πειθαρχείο, αυξάνοντας κατά 100% και την αναγνωσιμότητα του περιοδικού “Προς τη Νίκη”, διαθέτοντάς μας, πλέον, δυο τεύχη προς σωφρονισμό, αφού πρώτα δοκίμασε τη συνηθισμένη εκείνη την εποχή δια της χειροδικίας μέθοδο.
Ευτυχώς, η παρέμβαση δύο πρώην βαθμοφόρων του κόκκινου στρατού, της γιαγιάς μου και ενός συμπολεμιστή της, που απείλησαν το γυμνασιάρχη, πως αν με ξαναενοχλήσει θα τον πετάξουν έξω από την εκκλησία, στην οποία κάθε Κυριακή ναρκισσευόταν ως ιεροκήρυκας, είχε διπλό αποτέλεσμα. Εγώ απαλλάχτηκα από το μηνιαίο πειθαρχείο και το εκκλησίασμα από τον ιεροκήρυκα.
“Και ο Άγιος χρειάζεται φοβέρα”.
Όλο αυτό το εισαγωγικό ρομαντικό αφήγημα ήταν πολύ μακροσκελές για να δικαιολογήσω τον τίτλο του σημερινού σημειώματος “Ο Μαρξ χωρίς μύθο”, όμως είμαστε λαός που αντέξαμε και αφομοιώσαμε ως μηρυκαστικά θηλαστικά ακόμα και τα παραμύθια της Χαλιμάς του ποιμένα και πολιτικού ιεροκήρυκα της δήθεν Αριστεράς, που ανουσιούργησε και ανοησιουργεί πάνω στα ιερά και τα όσιά της, ταυτίζοντάς τη με το συμβιβασμό, την υποτέλεια και τον καιροσκοπισμό.
Παρακολουθείστε, λοιπόν, παρακάτω μια συγκλονιστική προφητεία από τον πρώτο τόμο του “Κεφαλαίου” του Μαρξ, όπου ο “Μαρξ χωρίς μύθο” προλέγει με ακρίβεια Ελβετού ωρολογοποιού τα μελλούμενα του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού.
Σήμερα, που ζούμε το μέλλον του Μαρξ, μπορούμε να δικαιώσουμε το παρελθόν του, για τις απόψεις που διατυπώνει στο “Κεφάλαιο”, που επιγραμματικά αναφέρονται στα παρακάτω:
- Ο εθνικός πλούτος ανήκει στην ολιγαρχία, ενώ ο πλούτος του χρέους είναι το μόνο κοινωνικό αγαθό, που ανήκει σε όλους.
- Το χρέος προικίζει το μη παραγωγικό πλούτο, αυτό που συχνά έχω αποκαλέσει παρασιτικό χρηματοπιστωτικό καπιταλισμό.
- Οι δανειστές δανείζουν υποσχετικές, τις οποίες ανταλλάσσουν με χρεώγραφα, κρατώντας τον πλούτο τους και κατά τη λαϊκή θυμοσοφία “έχουν και την πίτα ολόκληρη και το σκύλο χορτάτο”.
- Οι τράπεζες είναι σαν τα δικέφαλα φίδια. Δημιουργήθηκαν ως δανειστές του κράτους και άρπαξαν από αυτό το προνόμιο της παραγωγής χρήματος για δανεισμό στους πολίτες. Είναι οι ιδανικοί νταβατζήδες του χρηματοπιστωτικού μπουρδέλου, που παράγουν πλούτο χωρίς αλυσίδα παραγωγής και χωρίς τους κινδύνους της, λαδώνοντας τα γρανάζια τους με τα χρήματα των πολιτών, αυτό το ραφηναρισμένο λάδι της εκμετάλλευσης, που όταν η τράπεζα είναι κερδοφόρα κάνει τον καταθέτη πελάτη, μοιράζοντας τα πλούτη στους μετόχους της και όταν η τράπεζα γίνεται προβληματική ανάγει τον καταθέτη σε αναγκαστικό μέτοχο, που σηκώνει το σταυρό του μαρτυρίου της χρεοκοπίας της.
- Φαντάζομαι θα σας θυμίζει πολλά η άποψη του Μαρξ, πως η απειλή κατά της χρηματοπιστωτικής εκμετάλλευσης ανάγεται σε υπέρτατο έγκλημα, ευτελίζοντας την ηθική και νομική υπόσταση του εγκλήματος, όταν στην Αγγλία, κατά το Μαρξ, από το κάψιμο των μαγισσών πέρασαν στο κρέμασμα των παραχαρακτών των τραπεζογραμματίων, όπως και στην Ελλάδα σήμερα, η φοροδιαφυγή θεωρείται επαχθέστερη του φόνου, οδηγώντας στην παγίωση μιας επικίνδυνης κοινωνικής αντίληψης, πως είναι προτιμότερο να σκοτώσεις παρά να φοροδιαφύγεις, κι αυτό γιατί η φορολογία είναι ένας ακόμα μηχανισμός ανατροφοδότησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος, μέσω της εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους.
- Το δημόσιο χρέος καί η φορολογία έχουν συμπληρωματικούς ρόλους στην κεφαλαιοποίηση του πλούτου καί την αθλιότητα των λαών.
Αυτό που δεν μπορεί να αρπάξει το κεφάλαιο με την εκμετάλλευση της εργασίας, το αρπάζει για λογαριασμό του κεφαλαίου το κράτος με την εκμετάλλευση της φορολογίας.
* Πάντως, δεν χρειάσθηκε ούτε μισό αιώνα η πατρίδα να γίνει μια χώρα, η εθνική συνείδηση να γίνει μια ευρωπαϊκή ρωσική σαλάτα, η Αμερικανική εξάρτηση να γίνει Ευρωπαϊκή, το σχέδιο Μάρσαλ να γίνει πρόγραμμα χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και η εθνικοφροσύνη να γίνει οικονομοφροσύνη.
Παντα, “Ἐπὶ Ἀσπαλάθων…”, όπως στο τελευταίο ποίημα του Σεφέρη, που γράφτηκε στις 31 Μαρτίου του 1971 και δημοσιεύτηκε στις 23 Σεπτεμβρίου της ίδιας χρονιάς, τρεις μέρες μετά το θάνατό του, στην εφημερίδα “Το Βήμα”:
“… Τ᾿ ὄνομα τοῦ κίτρινου θάμνου
δὲν ἄλλαξε ἀπὸ κείνους τοὺς καιρούς.
Τὸ βράδυ βρῆκα τὴν περικοπή:
«τὸν ἔδεσαν χειροπόδαρα» μᾶς λέει
«τὸν ἔριξαν χάμω καὶ τὸν ἔγδαραν
τὸν ἔσυραν παράμερα τὸν καταξέσκισαν
ἀπάνω στοὺς ἀγκαθεροὺς ἀσπάλαθους
καὶ πῆγαν καὶ τὸν πέταξαν στὸν Τάρταρο κουρέλι».
Ἔτσι στὸν κάτω κόσμο πλέρωνε τὰ κρίματά του
Ὁ Παμφύλιος ὁ Ἀρδιαῖος ὁ πανάθλιος Τύραννος”.
Μάρκο
Απόλαυσε στην ευτυχία του άλλου κόσμου την τιμωρία του Αρδιαίου και των άλλων τυράννων, αυτών που βρήκες εκεί και αυτών που θα φτάσουν μετά από σένα, όπως την περιγράφει ο Πλάτωνας στην “Πολιτεία” του:
[616a] σαντες χεῖράς τε καὶ πόδας καὶ κεφαλήν, καταβαλόντες καὶ
ἐκδείραντες, εἷλκον παρὰ τὴν ὁδὸν ἐκτὸς ἐπ’ ἀσπαλάθων
κνάμπτοντες, καὶ τοῖς ἀεὶ παριοῦσι σημαίνοντες ὧν ἕνεκά
τε καὶ ὅτι εἰς τὸν Τάρταρον ἐμπεσούμενοι ἄγοιντο». ἔνθα
δὴ φόβων, ἔφη, πολλῶν καὶ παντοδαπῶν σφίσι γεγονότων,
τοῦτον ὑπερβάλλειν, μὴ γένοιτο ἑκάστῳ τὸ φθέγμα ὅτε
ἀναβαίνοι, καὶ ἁσμενέστατα ἕκαστον σιγήσαντος ἀναβῆναι.
καὶ τὰς μὲν δὴ δίκας τε καὶ τιμωρίας τοιαύτας τινὰς
Επειδή πολλοί σύγχρονοι τύραννοι της χώρας μας δεν θα κατανοήσουν τη γλώσσα της “Πολιτείας” του Πλάτωνα, αφού δεν έμαθαν ποτέ Ελληνικά στις ΧαϊβανοΧαρβαντιάδες**, και δεν θα κατανοήσουν και την επερχόμενη τιμωρία τους, μεταφέρω μια μετάφραση του Πλατωνικού κειμένου, από τη στιγμή, που για τους τυράννους ολοκληρωνόταν η τιμωρία των αδίκων και ετοιμάζονταν να βγουν στο φως, το στόμιο του Άδη δεν τους δεχόταν και έβγαζε ένα άγριο μουγκρητό.
“Τὴν ἴδια ὥρα ἄντρες ἄγριοι καὶ ὅλο φωτιὰ ποὺ βρισκόταν ἐκεῖ καὶ ἤξεραν τί σημαίνει αὐτὸ τὸ μουγκρητό, τὸν Ἀρδιαῖο καὶ μερικοὺς ἄλλους ἀφοῦ τοὺς ἔδεσαν τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια καὶ τὸ κεφάλι, ἀφοῦ τοὺς ἔριξαν κάτω καὶ τοὺς ἔγδαραν, ἄρχισαν νὰ τοὺς σέρνουν ἔξω ἀπὸ τὸ δρόμο καὶ νὰ τοὺς ξεσκίζουν ἐπάνω στ᾿ ἀσπαλάθια καὶ σὲ ὅλους ὅσοι περνοῦσαν ἀπὸ ἐκεῖ ἐξηγοῦσαν τὶς αἰτίες ποὺ τὰ παθαίνουν αὐτὰ καὶ ἔλεγαν πὼς τοὺς πηγαίνουν νὰ τοὺς ρίξουν στὰ Τάρταρα”.
** Χαϊβάνι στη χωρική μου διάλεκτο, τη διάλεκτο μιας αποικίας των Ερετριέων, είναι ο ηλίθιος και είναι λέξη ουδετέρου γένους, ως μεγαλοπρεπώς υποτιμητική.
Σημείωση Φαρέτρας: Ο Δημήτρης Αθανασιάδης είναι γιατρός – νευροχειρουργός, μουσικός και συγγραφέας πολλών βιβλίων ευρέος φάσματος της μουσικής εκπαίδευσης, που διδάσκονται σε ωδεία της χώρας και κοσμούν βιβλιοθήκες της Ελλάδας και του Εξωτερικού. Διετέλεσε Διευθυντής του Μακεδονικού Ωδείου Θεσσαλονίκης και για είκοσι πέντε χρόνια του Δημοτικού Ωδείου Βέροιας.