Λιγότερη ύλη, λιγότερες εξετάσεις: “και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους;” γράφει η Μαριάνθη Τουτουντζίδου
Λιγότερες εξετάσεις και εξορθολογισμός της διδακτέας ύλης μαζί με τη μείωσή της είναι δυο κατευθύνσεις του σημερινού Υπουργείου Παιδείας . Αφορούν βέβαια τη γενικότερη μεταρρύθμιση στο χώρο της εκπαίδευσης στο μέλλον, εντούτοις και από φέτος εν μέρει εφαρμόστηκαν σε Δημοτικό και Γυμνάσιο κυρίως και σε μικρότερο βαθμό στο Λύκειο λόγω της σύνδεσής του με το σύστημα των πανελλαδικών.
Αλλά και η μείωση των πανελλαδικά εξεταζόμενων μαθημάτων που ίσχυσε ήδη στις φετινές πανελλήνιες βρίσκεται στην ίδια κατεύθυνση.
Θα ήθελα όμως να σταθώ στη σημασία που έχει αυτό το μέτρο για το Λύκειο , παρόλο που το αφορά λιγότερο προς το παρόν τουλάχιστον, όπως προανέφερα.
Αυτό το οποίο βιώνουμε εκπαιδευτικοί και μαθητές δεκαετίες ολόκληρες είναι να κυνηγάμε μια ύλη ιδιαίτερα δύσκολη και μεγάλη κι αυτό το κυνήγι να ξεκινά κυρίως από τη Β΄ Λυκείου για να γίνει σαφάρι στη Γ΄. Σ ’ αυτό το κυνήγι του παραλόγου τα λογικά και αυτονόητα τα αφήνουμε όλοι πίσω , γιατί ο στόχος όλων μας είναι αποκλειστικά οι Πανελλαδικές. Και αν βέβαια τύχει να ψελλίζει ή να νομίζει κανείς ότι μπορεί να είναι και κάποιος άλλος ο στόχος, τότε αυτός και το μάθημά του εξοβελίζονται και επιβιώνει μόνο με την προσαρμογή «στην πραγματικότητα» του σχολείου.
Αυτό το τελευταίο αφορά χρόνια τώρα τα μαθήματα που δεν σχετίζονται με τις πανελλήνιες εξετάσεις κυρίως στη Γ΄λυκείου.
Θα αφήσω το πόσο αντιπαιδαγωγικό ήταν να λειτουργεί το λύκειο αποκλειστικά ως προθάλαμος για την Ανώτατη Εκπαίδευση για δεκαετίες και θα μείνω στη δυσκολία και το μέγεθος της διδακτέας και εξεταστέας ύλης.
Ως εκπαιδευτικός με τριαντάχρονη θητεία στο Λύκειο καμιά εξήγηση άλλη δεν μπορούσα να βρω επί πολλά χρόνια για να αιτιολογήσω το παραπάνω φαινόμενο, παρά μόνο το να συντηρείται η παραπαιδεία για όποιους δεν τα καταφέρνουν ή για όποιους θα ήθελαν να τα καταφέρουν. Και η αλήθεια είναι ότι πολλά παιδιά πολύ νωρίς παραιτούνταν της προσπάθειας , την ίδια στιγμή που κάποια άλλα θυσίαζαν τα πάντα για να πετύχουν σχολές με παράλογα υψηλές βάσεις ή και με χαμηλότερες ακόμη.
Με τέτοιους ρυθμούς στο λύκειο όχι μόνο δεν υπήρχε σχεδόν κανένα περιθώριο για την επίτευξη κάποιου άλλου παιδαγωγικού στόχου αλλά ούτε και γι αυτά τα ίδια τα αντικείμενα των εξετάσεων δεν δίνονταν ο επαρκής χρόνος ώστε να διδαχτούν σωστά.
Και πώς είναι δυνατό να μην προβλέπεται στον καθορισμό μιας διδακτέας ύλης ο αναγκαίος χρόνος εμβάθυνσής της ή αφομοίωσής της από το μαθητή και να βομβαρδίζεται διαρκώς με το «παρακάτω»;
Και ύστερα να ακολουθούν εξετάσεις που σε πανελλαδικό επίπεδο φανερά στόχευαν στην ανταπόκριση των λίγων , ενώ τα θέματα απείχαν ως απαιτήσεις κατά πολύ από αυτό που το σχολείο για διάφορους λόγους μπορούσε να προσφέρει και το φροντιστήριο όμως επίσης, αν κρίνουμε στο σύνολο τις βαθμολογίες των μαθητών στις πανελλήνιες.
Οι εξετάσεις έτσι, όχι μόνο οι πανελλαδικές αλλά και οι ενδοσχολικές , έγιναν το βασικό κίνητρο και το φόβητρο των παιδιών για να προσέχουν στο μάθημα και να διαβάζουν.
Και τώρα ακούω έντρομους κάποιους γονείς και εκπαιδευτικούς να αναρωτιούνται ποιο θα είναι πλέον το κίνητρο για μάθηση και πως θα κατέβη το επίπεδο των μαθητών μας αν εκλείψει το «τέρας» των εξετάσεων.
Αλλά για ποιο επίπεδο μιλάμε και πόσους αφορούσε ή αφορά;
Και ο ελεύθερος χρόνος; Η ανάγκη για παιχνίδι στους μικρότερους ή οι ανάγκες μιας εφηβείας πόσους «σοφούς» των εκπαιδευτικών προγραμμάτων απασχόλησε ποτέ;
Άκουσα τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης να μιλά για σχολείο «φυτώριο αρίστων» και να χειροκροτείται και τον πρωθυπουργό από την άλλη για σχολείο «ποιότητας και ισότητας». Κι εδώ πρέπει πράγματι να αναρρωτηθεί κανείς αν ονειρεύεται ένα σχολείο όπου η μάθηση επιτυγχάνεται χωρίς εκβιασμούς, άγχος , αφόρητη πίεση ή ένα σχολείο όπου η γνώση προσφέρεται σε όλους χωρίς όρους και προϋποθέσεις και αγαπιέται αβίαστα από τα παιδιά. Αν επιθυμεί ένα σχολείο που προσαρμόζεται στους κανόνες των αγορών ή επιμένει στις αξίες του ανθρωπισμού. Που δεν εξοβελίζει την τέχνη και τον πολιτισμό στη λογική της χρησιμοθηρίας αλλά μαθαίνει στα παιδιά να εκτιμούν και να αξιοποιούν τον πολιτιστικό πλούτο.
Και άλλα πολλά θα μπορούσε να προσθέσει κανείς , χαμένα στη δίνη των εξετάσεων και του όγκου μιας ύλης που χρόνια τώρα καλά γνωρίζουμε ότι κυρίως αποστηθίζεται και λιγότερο εμπεδώνεται …
Όσοι λοιπόν εναγωνίως αναρωτιούνται: «και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους;»
η απάντηση είναι: «ας ελπίσουμε να απολαύσουμε επιτέλους το ταξίδι για την Ιθάκη»…