(Στα προηγούμενα σημειώματά μας αναφερθήκαμε στην ιστορική αναδρομή και δομή των τσελιγκάτων και στις αρμοδιότητες του τσέλιγκα. Σήμερα θα επικεντρωθούμε στις διαφορές τσελιγκάτων Βλάχων και Σαρακατσάνων)
ΤΣΕΛΙΓΚΑΤΟ: ΕΠΙΤΥΧΗΣ ΘΕΣΜΟΣ, ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΤΣΕΛΙΓΚΑΤΩΝ ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΩΝ-ΒΛΑΧΩΝ
Σε πρόσφατη εργασία με τίτλο ‘Το τσελιγκάτο, ένας θεσμός επιτυχούς αυτοδιαχείρισης των κοινών’ των Πασχάλη Αρβανιτίδη (επίκουρος καθηγητής Οικονομικών επιστημών Πανεπιστημίου Θεσσαλίας) και Φωτεινής Νασιώκα (επιστημονικός συνεργάτης του ίδιου πανεπιστημίου) σε γενικές γραμμές συμπεραίνονται τα εξής:
«Ο ιστορικός θεσμός του τσελιγκάτου είχε δώσει λύση στη διαχείριση κοινόκτητων πόρων ή κοινών και στην αποφυγή της ‘τραγωδίας των κοινών’, που συνήθως η κρατικοποίηση και η ιδιωτικοποίηση προκαλούν. Η επιτυχία συνίσταται στην αυτοδιαχείριση ή την κοινοτικοποίηση ως δομή διακυβέρνησης στον θεσμό αυτό. Σημαντικοί παράγοντες, που κατέστησαν δυνατή την εδραίωση του τσελιγκάτου ως αποτελεσματική δομή διαχείρισης για την εποχή του, αποτέλεσαν: Η υψηλή οικονομική εξάρτηση των χρηστών από τον πόρο (στη συγκεκριμένη περίπτωση βοσκότοπος), ο ξεκάθαρος καθορισμός των μελών της ομάδας (τσελιγκάτο), τα σαφώς προσδιορισμένα όρια και βοσκοϊκανότητα του πόρου, τα χαμηλά κόστη διαχείρισής του, η συμμετοχή των χρηστών στον καθορισμό και στην επιβολή κανόνων και κυρώσεων, η δημιουργία απλών κανόνων για τη ρύθμιση της οικειοποίησης, η αξιόπιστη δέσμευση των χρηστών στους θεσμούς, η ευελιξία στη διαμόρφωση των θεσμών, οι αποτελεσματικοί μηχανισμοί αποκλεισμού μη εξουσιοδοτημένων ατόμων από την οικειοποίηση του πόρου, η κοινωνικο-πολιτισμική ομοιογένεια των χρηστών, και η ύπαρξη ισχυρού θεσμικού και κοινωνικού κεφαλαίου στην περιοχή. […] Με την εργασία αυτή γίνεται εμφανής η αξία τέτοιων παραδοσιακών δομών (τσελιγκάτο) αυτοδιαχείρισης για την μακροχρόνια διατήρηση των κοινών πόρων. Οι θεσμοί που αναπτύχθηκαν στο τσελιγκάτο ήταν μοναδικοί, εκφράζουν τις συγκεκριμένες κοινωνικές, πολιτιστικές και οικονομικές συνθήκες της εποχής και δύσκολα μπορούν αυτούσια να μεταφερθούν σε άλλες περιοχές ή να αναπαραχθούν στο χρόνο. Ωστόσο, η εμπειρία που μας κληροδοτούν μπορεί να αποτελέσει μια στέρεη βάση για συζήτηση, σχεδιασμό και υλοποίηση ανάλογων δομών διακυβέρνησης και αυτοδιαχείρισης των κοινών, που φαίνεται να ξεπερνούν σε αποτελεσματικότητα τις απλουστευτικές και στείρες πρακτικές της κρατικοποίησης και της ιδιωτικοποίησης».
Όπως ειπώθηκε στην αρχή του κεφαλαίου, θα επισημάνουμε τις διαφορές του θεσμού του τσελιγκάτου ανάμεσα στους Βλάχους και τους Σαρακατσάνους. Η πρώτη σημαντική διαφορά έγκειται στο ότι οι Σαρακατσάνοι είναι μόνο ελληνόφωνοι, ενώ οι Βλάχοι έχουν και το λατινόφωνό τους ιδίωμα στην οικογενειακή τους ζωή. Οι Σαρακατσάνοι δεν έκτιζαν σπίτια. Είχαν τη φιλοσοφία του απλού και απέρριπταν οτιδήποτε το περιττό. Ο οικισμός του τσελιγκάτου αποτελούνταν από καλύβες (κονάκια) που τις έφτιαχναν οι ίδιοι έτσι ώστε να αντέχουν στις δύσκολες καιρικές συνθήκες. Η νομαδική ζωή των Σαρακατσάνων με τις συνήθειές της φαίνεται να χάνεται στα βάθη των αιώνων. Σύμφωνα με τον συγγραφέα Αρσενίου που αναφέραμε προηγούμενα, και οι Βλάχοι είχαν την ίδια με τους Σαρακατσάνους νομαδική ζωή, αλλά όπως δείχνουν τα πράγματα ιστορικά, οι πρώτοι επί ρωμαιοκρατίας λατινοφώνησαν κατά τη συναλλαγή τους με τους Ρωμαίους (οδοφύλακες, οροφύλακες σε κεντρικές οδικές αρτηρίες και δερβένια). Έτσι, ελληνόφωνοι πριν το 150 π.Χ. έγιναν βλαχόφωνοι μέσα σε πέντε περίπου αιώνες. Άρα οι Βλάχοι ποιμένες, κατά τον Αρσενίου, το πιθανότερο είναι να προέρχονται και αυτοί από νεολιθικές πατριές (εξημέρωση προβάτου), όπως και οι Σαρακατσάνοι.
Η αρχική νομαδική και κτηνοτροφική ζωή αμφοτέρων (Σαρακατσάνων- Βλάχων) είναι κοινή με τη διαφορά ότι σταδιακά οι Βλάχοι άρχισαν να κτίζουν σπίτια και εντάχθηκαν στην κοινωνία των οικισμών, ενώ οι Σαρακατσάνοι παρέμειναν μέχρι τελευταία (αρχές 20ου αιώνα) στον καθαρό νομαδικό τρόπο ζωής (καλύβες χειμώνα-καλοκαίρι και πρωτόγονο τρόπο ζωής με τους δικούς της νόμους και χωρίς εξωτερικές επιδράσεις).
Είναι περιττό να αναφέρει κανείς τον μεγάλο αριθμό των πόλεων και χωριών που ίδρυσαν οι βλαχόφωνοι και αυτό είναι γνωστό σε όλο τον κόσμο. Πάντως, οι πόλεις και τα χωριά αυτά δημιουργήθηκαν από ενώσεις τσελιγκάτων και διάσπαρτων οικογενειακών οικισμών (ημινομάδες). Για παράδειγμα, σύμφωνα με τους Άγγλους αρχαιολόγους Wace & Thompson η Σαμαρίνα ιδρύθηκε τον 15ο αιώνα σύμφωνα με αυτόν τον τρόπο και έφθασε στο σημείο τον 18ο αιώνα να έχει 15.000 ψυχές, 18 τσελιγκάτα, τα οποία διαχείμαζαν στη Θεσσαλία και Μακεδονία. Μάλιστα έχουμε και εδραίους οικισμούς βλαχοφώνων (π.χ. χωριά ορεινής Καλαμπάκας), όπου δεν υφίσταται για πολύ καιρό ο ημινομαδικός τρόπος ζωής.
Ο συγγραφέας Α. Κουκούδης θεωρεί ότι, ναι μεν οι Βλάχοι ανέπτυξαν την κτηνοτροφία και τον νομαδισμό ή ημινομαδισμό (ιδιαίτερα στην εποχή της Τουρκοκρατίας), στη διάρκεια, όμως, όλων των αιώνων είχαν την τάση για μόνιμη εγκατάσταση και για άλλες μορφές οικονομίας, σε αντίθεση με τους Σαρακατσάνους που ήταν απόλυτα νομάδες.
Οι Σαρακατσάνοι έστηναν συνήθως θολωτές καλύβες, ενώ οι Βλάχοι συνήθως τετράπλευρες καλύβες. Οι μεγαλοτσελιγκάδες Βλάχοι δεν έμεναν στο κονάκι, όπως οι Σαρακατσάνοι αλλά σε καλαίσθητα σπίτια, είτε ήταν στα χειμαδιά, είτε στο βουνό το καλοκαίρι. Αργότερα μάλιστα όλοι οι βλαχόφωνοι που συμμετείχαν σε τσελιγκάτο διέμεναν σε σπίτια (χειμώνα-καλοκαίρι), ενώ οι Σαρακατσάνοι άργησαν πολύ να το κάνουν. Ακόμα και τώρα υπάρχουν σαρακατσάνικες οικογένειες που ξεκαλοκαιριάζουν σε καλύβες.
Για να αντιμετωπίσουν τους κινδύνους και οι δυο πληθυσμιακές ομάδες (Βλάχοι, Σαρακατσάνοι) είχαν αποκτήσει όπλα και είχαν εξασκήσει τα μέλη τους σε αυτά. Τα βλάχικα τσελιγκάτα, που ήταν τα μεγαλύτερα, διατηρούσαν περισσότερα όπλα και προκαλούσαν το δέος από όπου περνούσαν κατά τη μετακίνησή τους (αρχές 1800, Ν. Κασομούλης). Άλλωστε, οι Βλάχοι ήταν πολυπληθέστεροι από τους Σαρακατσάνους.
Μια σημαντική διαφορά στην διάπλαση της κοινωνικής ζωής ανάμεσα στους Βλάχους και Σαρακατσάνους νομαδοκτηνοτρόφους ήταν η ιδιοκτησία. Το αίσθημα της ιδιοκτησίας οι βλαχόφωνοι το είχαν εντονότερο, οριοθετούσαν τους βοσκότοπους, τους έκαμαν δικούς τους και δεν δέχονταν να κάνουν μέλη του τσελιγκάτου άλλους ποιμένες, για να μην αποκτήσουν δικαίωμα στην ιδιοκτησία του βοσκότοπου. Εάν έπαιρναν ποιμένες, τότε αυτοί αναγκάζονταν να πληρώσουν στον τσέλιγκα κάποιο ενοίκιο βοσκής. Επίσης το τσελιγκάτο, εάν είχε πολλά πρόβατα για να μη βάλει άλλους ποιμένες στη δύναμή του, προσλάμβανε ως έμμισθους τσομπάνους αγρότες, που δεν διέθεταν δικά τους πρόβατα.
Κατά αυτόν τον τρόπο το τσελιγκάτο έχασε την απλή του μορφή (παραδοσιακοί κανόνες, επάρκεια, ‘ευ ζην’) και λειτουργούσε με τους κανόνες της οικονομίας της αγοράς και της απληστίας για πλουτισμό. Έτσι με την ιδιοκτησία δυστυχώς εισήλθαν στη ζωή τους συνήθειες ξένες από τις παραδοσιακές και πανάρχαιες. Συνήθειες κακές, όπως εκμετάλλευση της εργασίας των απλών τσομπάνηδων, απάνθρωπη καταπίεση, τσακωμοί, μαχαιρώματα, κλοπές κλπ. Αυτές οι συνήθειες δεν είναι εγγενείς των βλαχοφώνων, αλλά επίκτητες και δεν σημαίνει ότι στο σύνολο τους αυτοί ήταν κακοί έναντι των υπολοίπων Ελλήνων. Δυστυχώς η ιδιοκτησία δημιουργεί τέτοιου είδους κακές συνήθειες σε όλους τους ανθρώπους.
Το τσελιγκάτο αυτού του τύπου αποτέλεσε έτσι οικονομική μονάδα με κανόνες αγοράς, όπως είπαμε, συνεπώς αυξήθηκε το μέγεθος των βλάχικων τσελιγκάτων. Αυτά τα τσελιγκάτα αναγκάστηκαν να προσφέρουν εργασία σε ανέργους των χωριών, να διατηρούν αγέλες από μουλάρια και άλογα για τις μετακινήσεις τους και να αποτελούν φυτώρια πληθώρας ειδικευμένων επαγγελμάτων Τα κυριότερα επαγγέλματα, εκτός του κτηνοτρόφου, ήταν: Χασάπηδες, εκδορείς, τυροκόμοι, ξυλέμποροι, μαραγκοί, καρεκλοποιοί, ράφτες, σαμαράδες, τσαγκάρηδες κλπ. Έτσι τα βλάχικα τσελιγκάτα αποτέλεσαν πυρήνα προσφοράς και δημιουργίας εργασίας και δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι πολλά επαγγέλματα πέρασαν στα χέρια των βλαχοφώνων (αγωγιάτες, χαντζήδες, βιοτέχνες, έμποροι, πραματευτάδες, αργυροχρυσοχόιοι, ωρολογοποιοί, ζαχαροπλάστες, μαχαιροποιοί, υφαντουργοί, και γενικά οποιοδήποτε επάγγελμα ήταν προσοδοφόρο). Είναι γνωστό το γεγονός ότι με τα επαγγέλματα αυτά (ιδιαίτερα του εμπόρου) οι Βλάχοι κατέφθασαν σε όλες τις πόλεις του τότε γνωστού κόσμου, απέκτησαν τεράστιες περιουσίες και έγιναν οι μεγάλοι ευεργέτες του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. (συνεχίζεται).
(Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Βέροιας ‘ΗΜΕΡΗΣΙΑ’ στις 19/6/2014)
( Το τέταρτο και τελευταίο μέρος θα δημοσιευθεί την ερχόμενη Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου)