- ΓΕΝΙΚΑ-ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΦΟΡΑ-ΔΟΜΗ ΤΟΥ ΤΣΕΛΙΓΚΑΤΟΥ
Ο αναγνώστης θα μπορούσε να θέσει το εξής ερώτημα: Τι μας ενδιαφέρει τώρα να μάθουμε για τα τσελιγκάτα και ποια ήταν αυτά, μιας και το θέμα αυτό ανήκει πλέον στο παρελθόν. Παρόλα αυτά, θεωρούμε ότι αξίζει τον κόπο να αναφερθούν και αυτό θα διαπιστωθεί με τα παρακάτω γραφόμενα.
Οι συντεχνίες, ενώσεις δηλαδή που προστατεύουν ένα επάγγελμα, αποτέλεσαν ένα σημαντικό φαινόμενο στην βυζαντινή εποχή και ιδιαίτερα στον ελληνικό πολιτισμικό χώρο της Τουρκοκρατίας. Τέτοιες ‘συνεταιρικές’ ενώσεις ήταν οι τεκτονικές ενώσεις (χτίστες-μαραγκοί), τα καραβάνια (αγωγιάτες), οι ενώσεις ψαράδων, ορυχείων, ναυτικών κλπ (καθολικό φαινόμενο στην περίοδο της τουρκοκρατίας).
Ειδικότερα, οι κτηνοτρόφοι δημιούργησαν από παλιά ένα είδος άτυπου κτηνοτροφικού ορεινού συνεταιρισμού, το τσελιγκάτο, όπως επικράτησε να λέγεται, οργάνωση που διακρίθηκε για το δυναμισμό και την αντοχή της σχεδόν μέχρι την εποχή μας. Στη γέννηση του τσελιγκάτου συνέβαλε, μεταξύ άλλων, η αύξηση της νομαδικής κτηνοτροφίας, η ανάγκη των ποιμένων για κοινή χρήση μεγάλων εκτάσεων βοσκοτόπων, η ανασφάλεια που επικρατούσε στην ύπαιθρο, αλλά και η ανυπαρξία πιστωτικών οργανισμών για την εξυπηρέτηση του μεμονωμένου κτηνοτρόφου. Η έρευνα για να μάθει κανείς για τα τσελιγκάτα διευκολύνθηκε γιατί αυτά διατηρήθηκαν μέχρι τον 20ο αιώνα, επομένως οι ερευνητές βρήκαν άφθονο υλικό από αφηγήσεις τσελιγκάδων και βοσκών, αλλά και από επιτόπιά τους επίσκεψη και έρευνα.
Ο συγγραφέας Ν. Κατσαρός στο βιβλίο του ‘Τα Σαρακατσιάνικα Τσελιγκάτα του Βερμίου’, 2009, έκδοση συλλόγου Σαρακατσαναίων Ν. Ημαθίας ‘Οι Σταυραετοί’ στη σελ.32-33, κάνοντας μια ιστορική αναφορά, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ‘οι ομάδες των βοσκών-κτηνοτρόφων των Μακεδονικών βουνών προ του Φιλίππου του Β΄, αλλά και ύστερα από αυτόν (Ρωμαιοκρατία- Βυζάντιο), είχαν την ίδια μορφή και οργάνωση με τα τσελιγκάτα των τελευταίων αιώνων. Και αυτό συνέβαινε στον ευρύτερο ελληνικό χώρο (π.χ. Θεσσαλία), στον οποίο οι ομάδες αυτές μετακινούνταν (νομαδική ζωή) λόγω καιρικών και άλλων συνθηκών (βουνά-κάμποι), όπως ακριβώς και μέχρι τα τέλη του 19ου μ.Χ. αιώνα. Πράγματι, εάν διαβάσει κανείς τους αρχαίους συγγραφείς, θα συναντήσει πλείστα παραδείγματα ημινομαδικής, τουλάχιστον, κτηνοτροφικής ζωής των αρχαίων Ελλήνων από την ομηρική εποχή ακόμα.
Ο συγγραφέας Λ. Αρσενίου (‘Τα τσελιγκάτα Σαρακατσάνων και Βλάχων’, εκδόσεις ‘έλλα’, Λάρισα, 2005) ανάγει την αρχή της ποιμενικής ζωής στους νεολιθικούς χρόνους. Η νομαδική κτηνοτροφική ζωή είναι άγνωστο πότε δημιουργήθηκε, θεωρείται όμως βέβαιο ότι διήρκησε αιώνες. Πάντως η αύξηση προβάτων και ποιμνίων και η αναζήτηση διαβίωσης τους σε δροσερό κλίμα επέφερε τον νομαδικό τρόπο ζωής των κτηνοτρόφων (μισό χρόνο στους κάμπους και μισό χρόνο στα βουνά). Το φαινόμενο αυτό παρατηρήθηκε ιδιαίτερα στον ελληνικό χώρο, ο οποίος ποικίλει σε όρη και πεδιάδες κατά μεγάλο ποσοστό. Παρατηρήθηκε επίσης και κοινή ποιμενική ζωή (πολλά κοπάδια μαζί), όμως, δεν γνωρίζουμε ποια ήταν η ονομασία αυτού του κοινού ποιμνίου. Οι αρχαίοι Έλληνες τους μετακινούμενους κτηνοτρόφους τους ονόμαζαν ‘ποιμένες’ (‘τορπαλιζόμενους ή τροπαλιζόμενους) και η εξελληνισμένη λέξη ‘τσελιγκάτο’ επικράτησε στη πολυεθνική Βυζαντινή αυτοκρατορία. Η λέξη τσέλιγκας είναι πιθανόν σλαβικής προέλευσης (Α. Κεραμόπουλλος, G Weigand) και σημαίνει τον ηγέτη της πατριάς (φυλής, γένους).
Κατά τον ειδικό κοινωνιολόγο και αγροτικό οικονομολόγο Κ.Δ. Καραβίδα το σύστημα της νομαδικής κτηνοτροφίας υπήρχε στα Βαλκάνια πριν την έλευση των Σλάβων (6ος μ.Χ. αιώνας). Σύμφωνα με τους ερευνητές, η νομαδική κτηνοτροφία αναπτύχθηκε από τους Έλληνες πολύ πριν το 600 μ.Χ. και απλώθηκε κατόπιν στα Βαλκάνια.
Κατά τη διάρκεια της Βυζαντινής αυτοκρατορίας η νομαδική κτηνοτροφία (Βλάχων και Σαρακατσάνων) αποτελούσε βασικό τροφοδότη της τότε κοινωνίας και η αυτοκρατορία έλαβε μέτρα για την προστασία της με το περίφημο νόμο περί νομής (ρύθμιση βοσκοτόπων προς αποφυγή διαφωνιών ανάμεσα στα τσελιγκάτα). Κατόπιν η Οθωμανική αυτοκρατορία, εκτιμώντας-και αυτή-την μεγάλη οικονομική σημασία των τσελιγκάτων, συνέχισε την ίδια σχεδόν πολιτική.
Το τσελιγκάτο αποτελούσε την βάση της παραδοσιακής ζωής των νομάδων και ημινομάδων κτηνοτρόφων και ήταν μια άτυπη κοινωνική και οικονομική μονάδα- επιχείρηση, με το ζωικό της κεφάλαιο, το ανθρώπινο δυναμικό και τις πρόχειρες ή μόνιμες εγκαταστάσεις του. Ήταν μικρές κοινωνίες αποτελούμενες από 20-50 οικογένειες, βασισμένες στη δομή της πατριαρχικής οικογένειας, όπου ο πατέρας ήταν η κεφαλή. Το τσελιγκάτο θα μπορούσε επίσης να χαρακτηριστεί σαν ένας οικονομικός αυτάρκης συνεταιρισμός, όπου η τυροκομία και η κτηνοτροφία αποτελούσαν βασική πηγή εσόδων και όπου ιδιαίτερο γνώρισμά του ήταν η συγγένεια, η οποία όριζε σε μεγάλο βαθμό την οργάνωση των ανθρώπων σε γένη και όχι η εντοπιότητα, όπως συνέβαινε στο μεγαλύτερο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας.
Το τσελιγκάτο διαρκούσε όσο χρόνο καθόριζαν τα μέλη του και διαλύονταν επίσης όταν αυτά το αποφάσιζαν. Δεν υπήρχε εποπτεύουσα ή άλλη αρχή που να διατάζει τη σύσταση αυτού του συνεταιρισμού ή να ορίζει τους κανόνες λειτουργίας του. Ήταν μια μονάδα άτυπη γιατί διέπονταν από προφορικούς εθιμικούς κανόνες, οι οποίοι, ωστόσο, ήταν πολύ ισχυροί (καμιά φορά δυνατότεροι από τους γραπτούς κανόνες). Οι κανόνες αποφασίζονταν μεταξύ των ποιμένων, ήταν παραδοσιακοί, μεταδίδονταν από γενιά σε γενιά και διατηρούνταν αναλλοίωτοι επί αιώνες.
Ο κοινωνικοοικονομικός αυτός θεσμός ίσχυε κυρίως στην παλιά νομαδική και μετακινούμενη κτηνοτροφία (6 μήνες στα χειμαδιά και 6 μήνες στα ξεκαλοκαιριά). Κάθε κτηνοτροφική οικογένεια που μετείχε στο τσελιγκάτο, διατηρούσε όλα τα δικαιώματα ιδιοκτησίας στα ζώα της, τα οποία τα ξεχώριζε από τα άλλα και τα «σημάδευε».
Το όνομα του τσελιγκάτου έφερε το επώνυμο της οικογένειας του αρχιτσέλιγκα και επειδή η διαδοχή του γίνονταν συνήθως από τα παιδιά του, υπήρχαν τσελιγκάτα ηλικίας 200 και πλέον ετών που είχαν το ίδιο όνομα. Κοινό ήταν το όνομα του τσελιγκάτου με το όνομα της στάνης
Ο αριθμός και η σύνθεση του τσελιγκάτου εξαρτάται από τον αριθμό των μελών της ευρύτερης οικογένειας του τσέλιγκα, την βοσκοϊκανότητα του λιβαδιού και από τον ίδιο τον τσέλιγκα. Πρέπει να σημειωθεί ότι, όταν τα τσελιγκάτα ήταν στην άνθησή τους (πριν τον 20ο αιώνα), υπήρχε στενότητα λιβαδιών και μεγάλος συναγωνισμός (ιδιαίτερα ανάμεσα στους βλαχόφωνους και στους Σαρακατσάνους) στο μίσθωμα των λιβαδιών με αποτέλεσμα αυτό να εξακοντίζεται στα ύψη. Έτσι το τσελιγκάτο, για να είναι δυνατό, αναγκαζόταν να συνεργαστεί περιστασιακά και με μεμονωμένους κτηνοτρόφους ή βοσκούς με δικά τους πρόβατα. Με αυτόν τον τρόπο προστατεύονταν και οι φτωχοί κτηνοτρόφοι, οι οποίοι μάλιστα, εάν δεν είχαν χρήματα, χρηματοδοτούνταν από το τσελιγκάτο χωρίς τόκο και μπορούσαν να επιβιώσουν.
Το τσελιγκάτο έπαιρνε μια μορφή ομαδικής ζωής που εξασφάλιζε την αυτάρκεια, την συνεργασία και την υπεράσπιση με πνεύμα αλληλεγγύης, κοινού συμφέροντος, οικονομίας και εθελοντικής προσφοράς υπηρεσιών από τα μέλη χωρίς αμοιβή (εκτός των μισθωτών βέβαια). Σημαντικό ήταν ότι στο τσελιγκάτο δίνονταν μεγάλη σημασία στις ηθικές αξίες που απέρρεαν από τη αυστηρά διατηρημένη παράδοση των αρχαίων ελληνικών ηθών και εθίμων (και κατόπιν των χριστιανικών). Η νομαδική ζωή στο τσελιγκάτο υπερείχε ηθικοπλαστικά από την αστική ζωή (οικισμοί, πόλεις) και παρέμεινε με τη μορφή που πρωτοπλάστηκε, την πρωτόγονη. (συνεχίζεται)
(Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “Ημερήσια” της Βέροιας στις 4-6-2014)
(Το δεύτερο από τα τέσσερα μέρη θα δημοσιευθεί την ερχόμενη Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου)