Ανακοίνωση του Εκπαιδευτικού Όμιλου Αντιτετράδια της Εκπαίδευσης για το Βρετανικό δημοψήφισμα
Καμία “τάξη” δε βασιλεύει στη Γηραιά Ήπειρο
Καμία σταθερότητα δεν στηρίζεται στα ερείπια των εργατικών και λαϊκών κατακτήσεων
«...Αν, όμως, το σύνθημα των δημοκρατικών Ενωμένων Πολιτειών της Ευρώπης, σε συνδυασμό με την επαναστατική ανατροπή των τριών αντιδραστικότατων μοναρχιών της Ευρώπης, μ’ επικεφαλής τη ρωσική μοναρχία, είναι τελείως άψογο σαν πολιτικό σύνθημα, ωστόσο μένει ακόμη ένα σπουδαιότατο ζήτημα, το ζήτημα του οικονομικού περιεχομένου και της οικονομικής σημασίας αυτού του συνθήματος. Από την άποψη των οικονομικών όρων του ιμπεριαλισμού, δηλαδή της εξαγωγής κεφαλαίων και του μοιράσματος του κόσμου από τις «προηγμένες» και «πολιτισμένες» αποικιακές δυνάμεις, οι Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης μέσα σε καπιταλιστικό καθεστώς, είτε είναι απραγματοποίητες, είτε είναι αντιδραστικές...» [Βλαντιμίρ Ι. Λένιν, 23-8-1915, «Για το σύνθημα των Ενωμένων Πολιτειών τής Ευρώπης», άρθρο στην εφημερίδα «Σοτσιάλ-Ντιμοκράτ»]
- Παρά την τεράστια πίεση, τους εκβιασμούς και τις απειλές που ασκήθηκαν στο λαό της Βρετανίας από τα κυρίαρχα κόμματα των Συντηρητικών και των Εργατικών, καθώς και απ’ όλες τις μεγάλες δυτικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις για παραμονή, η πλειοψηφία ψήφισε υπέρ της εξόδου της χώρας από την ΕΕ, ρίχνοντας σε βαθιά πολιτική κρίση τη Βρετανία, την ΕΕ και το παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό σύστημα. Η υπερψήφιση του «Έξω», κυρίως από τα πληβειακά στρώματα, εκφράζει την αποδοκιμασία και καταδίκη της αντιδραστικής πολιτικής που εφαρμόζεται τόσο στην ΕΕ, όσο και στη Βρετανία. Ο λαός της Βρετανίας ταυτόχρονα αποδοκίμασε με αυτήν του την ψήφο, την κατεδάφιση όλων των μεταπολεμικών εργατικών κατακτήσεών του μετά από 30 χρόνια θατσερισμού. Την αιματηρή εξοντωτική λιτότητα με την εξαπόλυση ενός ανελέητου και διαρκούς οικονομικού πολέμου που δέχεται, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, η εργατική τάξη και οι λαοί της Ευρώπης από την πολιτική των ισχυρών ιμπεριαλιστικών χωρών της ΕΕ, προκειμένου το ευρωπαϊκό μονοπωλιακό κεφάλαιο να μεγιστοποιεί τα κέρδη του και να εξασφαλίζει καλύτερους όρους ανταγωνισμού απέναντι στα άλλα διεθνή οικονομικά κέντρα. Είναι οι ίδιοι λόγοι που ο γαλλικός λαός βρίσκεται μήνες στους δρόμους, σε μεγάλους απεργιακούς αγώνες, αποδοκιμάζοντας και καταγγέλλοντας την πολιτική της ΕΕ και της κυβέρνησης Ολάντ. Είναι, στο βάθος, οι ίδιοι λόγοι που ξεσήκωσαν και ξεσηκώνουν το λαό μας σε μεγάλους, παρατεταμένους αγώνες ενάντια στη βάρβαρη ιμπεριαλιστική πολιτική της ΕΕ και των ντόπιων κυβερνήσεων της ΝΔ, του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΡΙΖΑ.
- Από τη στιγμή που προκηρύχθηκε το δημοψήφισμα σε μια μεγάλη χώρα της Ευρώπης και είχε αυτό το αποτέλεσμα, ο σπόρος της διάσπασης, του τεμαχισμού και της αποσύνθεσης της ιμπεριαλιστικής ΕΕ έχει πέσει, ανεξάρτητα από το αν και πότε η αποχώρηση αυτή θα ολοκληρωθεί [έχει ήδη ξεσπάσει πόλεμος ανακοινώσεων για το αν, πότε και ποιος θα ζητήσει ενεργοποίηση του άρθρου 50 της Συνθήκης της Λισαβόνας]. Μπορεί οι κυρίαρχες αστικές δυνάμεις της Βρετανίας, που προετοίμασαν και πίεσαν για τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος, να είχαν βασικό στόχο τη διεκδίκηση καλύτερων θέσεων στα πλαίσια της ΕΕ, αποσπώντας ανταλλάγματα από τους βασικούς ανταγωνιστές τους, Γερμανία και Γαλλία, όμως η όλη τροπή των εξελίξεων, με την υπερψήφιση του “Έξω”, θέτει για πρώτη φορά σε τέτοια δοκιμασία την ίδια την υπόσταση του ιμπεριαλιστικού οργανισμού που ακούει στο όνομα της ΕΕ. Οι αντιθέσεις, τόσο στο εσωτερικό της Βρετανίας όσο και στους κόλπους της ΕΕ και στις σχέσεις της με τις ΗΠΑ, θα εκδηλωθούν με μεγαλύτερη σφοδρότητα, οξύνοντας πάρα πέρα τις αγιάτρευτες πληγές του παγκόσμιου καπιταλιστικού και ιμπεριαλιστικού συστήματος.
Το βρετανικό δημοψήφισμα είχε μια σημαντική διαφορά από τα άλλα που έγιναν τα προηγούμενα χρόνια για την ένταξη μιας χώρας ή για την έγκριση μιας Συνθήκης, όπως έγινε στη Γαλλία ή στη Δανία τη δεκαετία του ’90 ή για το «ευρωσύνταγμα», στη Γαλλία και την Ιρλανδία το 2005. Γι’ αυτό Βερολίνο και Παρίσι φοβούνταν και το δηλώνουν ανοιχτά με τον τρόπο τους τη μεγάλη περιπέτεια που θα προκύψει από βρετανική έξοδο, γιατί θα επιταχύνει κι άλλες αποσχιστικές τάσεις και θα μετατρέψει σε σεισμούς τους τριγμούς που συγκλονίζουν το ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Έτσι πέρα από δηλώσεις της Γερμανίδας Καγκελαρίου, η Γερμανίδα υπουργός Άμυνας, ο επικεφαλής του γερμανικού οικονομικού ινστιτούτου DIW, και ο πρόεδρος της ΕΕ, όχι μόνον τάσσονταν κατά του «Brexit», αλλά ο τελευταίος δήλωνε ότι θα χρειαστούν περίπου επτά χρόνια για να οριστικοποιηθεί το «διαζύγιο» μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ηνωμένου Βασιλείου. Είναι σαφές μέσα από την αντιπαράθεση αυτή ότι ένα τμήμα της βρετανικής αστικής τάξης που υποστηρίζει το «ΝΑΙ», σε συμμαχία με τις ΗΠΑ, εκβιάζοντας και για άλλες εξαιρέσεις, θέλει να διεκδικήσει καλύτερη θέση στον διεξαγόμενο ανταγωνισμό με τη Γερμανία. Για παράδειγμα το «Σίτι» του Λονδίνου δεν θέλει να χάσει την προνομιακή του λειτουργία και εταιρείες του να μετακομίσουν σε ευρωπαϊκές χώρες για να μη χάσουν τις δυνατότητες που τους προσφέρει η ΕΕ, μιας και η Βρετανία έχει βάλει σε προτεραιότητα τη χρηματοπιστωτική οικονομία έναντι της παραγωγικής της βάσης. Από την άλλη, ένα άλλο τμήμα της αστικής τάξης που επιλέγει το «ΟΧΙ» αισθάνεται να μειονεκτεί από την ισχυρή παρουσία της Γερμανίας [που κερδίζει την κούρσα του ανταγωνισμού σε βάρος της Βρετανίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας], να ασφυκτιά από το νομοθετικό πλαίσιο των περιορισμών της ΕΕ, θέλει να ανοιχτεί και να κερδίσει νέες αγορές στις χώρες των BRICS, της Βρετανικής Κοινοπολιτείας, αλλά και ευρύτερα, να κάνει ακόμα πιο στενή σχέση με την Κίνα, με την οποία οι συναλλαγές ξεπερνούν τα 70 δις λίρες.
- Αν οι δυνάμεις που ηγούνταν στο “Έξω” συγκροτούνταν, κατά κύριο λόγο, από αστούς εθνικιστές που εναντιώνονται στο Βερολίνο και ονειρεύονται το αυτοκρατορικό μεγαλείο της Βρετανίας, αυτό δε σημαίνει πως πρέπει να μείνουν άφωνοι και αμέτοχοι οι λαϊκοί αγωνιστές και οι αριστεροί μπροστά στην κρίσιμη κατάσταση που έχει διαμορφωθεί. Πολύ περισσότερο μάλιστα θα ήταν σοβαρό λάθος να «χαρίσουμε» τα 17 εκατομμύρια των βρετανών που ψήφισαν υπέρ του brexit στο φασισμό, τον εθνικισμό και το ρατσισμό. Όπως παλεύουμε και στη χώρα μας με κεντρικό σύνθημα “Έξω η Ελλάδα από την ΕΕ”, συνδέοντας αυτόν τον αγώνα με ριζικές εσωτερικές κοινωνικές αλλαγές ενάντια στη ντόπια αστική τάξη και τον ιμπεριαλισμό, έτσι και στη Βρετανία υποστηρίζουμε το ίδιο σύνθημα από τη σκοπιά των εργατικών και λαϊκών συμφερόντων, ενάντια στην πολιτική του βρετανικού ιμπεριαλισμού και των κάθε λογής εκπροσώπων του.
- Οι λαοί της Ευρώπης εξακολουθούν να υφίστανται τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης και της βάρβαρης πολιτικής της ΕΕ, με το πέταγμα δεκάδων εκατομμυρίων εργαζομένων στην ανεργία και την εξαθλίωση, τη ραγδαία χειροτέρευση των όρων διαβίωσης εκατοντάδων εκατομμυρίων εργαζομένων, την άγρια οικονομική εκμετάλλευση και καταπίεση, την επιβολή ενός νέου εργασιακού μεσαίωνα. Καμία “τάξη” και σταθερότητα στην Ευρώπη δεν μπορεί να στηριχθεί πάνω στα ερείπια των εργατικών και λαϊκών κατακτήσεων, πάνω στην πιο άγρια μορφή οικονομικής εκμετάλλευσης και αιματηρής λιτότητας, που προωθεί το Βερολίνο και οι αστικές τάξεις των χωρών της ΕΕ, για την εργατική τάξη και τους λαούς της Ευρώπης. Οι μεγάλες πανεργατικές απεργιακές κινητοποιήσεις που γίνονται στη Γαλλία και σ’ άλλες χώρες, αλλά και στη χώρα μας, αποτελούν προοίμιο των μεγάλων πανευρωπαϊκών λαϊκών και εργατικών κινητοποιήσεων που, αναπόφευκτα, θα ξεσπάσουν το επόμενο διάστημα.
- Το δημοψήφισμα στη Βρετανία δίχασε την αστική τάξη, όξυνε τις αντιθέσεις στο εσωτερικό της και θα οξύνει ακόμα περισσότερα τις αντιθέσεις στην ΕΕ. Μετωπικά συγκρούστηκαν τα δύο «στρατόπεδα» υπέρ και κατά της παραμονής της Βρετανίας στην ΕΕ. Η αντιπαράθεση διαπέρασε όλη τη βρετανική κοινωνία και όλα τα κόμματα (Συντηρητικό, Εργατικό κλπ.), με το πολιτικό σκηνικό της Βρετανίας να είναι πλήρως διαταραγμένο, πράγμα που δείχνει ότι οξύνονται οι ενδοαστικές αντιθέσεις και ότι το πρόβλημα για την αστική τάξη είναι μεγάλο. Όταν εδώ και δύο περίπου χρόνια, ο Κάμερον, φανατικός υπερασπιστής τώρα της παραμονής στην ΕΕ, δεσμεύτηκε να επαναδιαπραγματευτεί τη σχέση της Βρετανίας με την ΕΕ, επικυρώνοντάς την με δημοψήφισμα, για να εξασφαλίσει κι άλλες προνομιακές για το κεφάλαιο της χώρας του εξαιρέσεις [μετά την ειδική συμφωνία ΕΕ-Βρετανίας, Φλεβάρης 2016] δεν φανταζόταν τι θα επακολουθούσε. Τώρα επικεφαλής του «Bremain» με διάφορες εμπρηστικές δηλώσεις, απειλές και πιέσεις, χρησιμοποίησε σαν «όπλο» την κινδυνολογία για το μέλλον της βρετανικής οικονομίας, ισχυριζόμενος ότι σε περίπτωση «Brexit » θα ακολουθήσει «μια χαμένη δεκαετία αβεβαιότητας», κατά τη διάρκεια της οποίας το Λονδίνο θα πρέπει να επαναδιαπραγματευτεί μια εμπορική συμφωνία με την ΕΕ, κάτι που «θα εξαντλήσει την ενέργεια της κυβέρνησης και της χώρας». Ο υπουργός Οικονομικών απείλησε ότι σε περίπτωση Βrexit θα παρθούν έκτακτα μέτρα ευρύτερων περικοπών, ακόμη και στους τομείς της Υγείας και της Εκπαίδευσης. [Φυσικά κανείς επίσημος δεν θύμισε ότι π.χ μόλις πρίν 3 χρόνια αυξήθηκαν δραματικά τα δίδακτρα στα βρετανικά πανεπιστήμια!]. Στο πλευρό τους και ο Σύνδεσμος Βρετανικών Βιομηχανιών (CBI), μεγάλες εταιρείες ακινήτων, το διεθνές πρακτορείο Bloomberg, οι Goldman Sachs, JP Morgan, Morgan Stanley, Citibank κι άλλες επιχειρήσεις, με το βιομηχανικό όμιλο «Ρόλς Ρόυς» και τον βρετανικό τηλεπικοινωνιακό όμιλο «ΒΤ» να στέλνουν επιστολές στους δεκάδες χιλιάδες υπαλλήλους τους, ζητώντας τους να ψηφίσουν κατά του «Βrexit», προειδοποιώντας τους πως τυχόν αποχώρηση της Βρετανίας από την ΕΕ «θα κάνει κακό στην εταιρεία και την οικονομία…». Ακόμη και τα 10 μεγαλύτερα βρετανικά συνδικάτα (μεταξύ των οποίων τα συνδικάτα Unite και Unison, με κοινή επιστολή – έκκληση που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «The Guardian») και η Συνομοσπονδία Εργαζομένων Βρετανίας (TUC), εμφορούμενα από βαθιές ρεφορμιστικές αντιλήψεις, συντάχθηκαν με το «ΝΑΙ», καλλιεργώντας αυταπάτες για την ΕΕ, εμφανίζοντάς την προστάτη των εργατικών δικαιωμάτων, απηύθυναν έκκληση στα 6.000.000 μέλη τους να ψηφίσουν υπέρ της παραμονής με επιχείρημα ότι τα κοινωνικά και πολιτιστικά πλεονεκτήματα της παραμονής στην ΕΕ «υπερισχύουν κατά πολύ των πλεονεκτημάτων μιας εξόδου». Στο μέτωπο του «ΝΑΙ» επιστρατεύθηκαν και δύο πρώην πρωθυπουργοί, ο συντηρητικός Μέιτζορ και ο σοσιαλδημοκράτης Μπλερ, με τον πρώτο να απειλεί ότι σε περίπτωση «Brexit» θα ενταθούν οι πιέσεις για τη διεξαγωγή νέου δημοψηφίσματος για την ανεξαρτησία της Σκοτίας και το δεύτερο να προειδοποιεί ότι θα υπονομευτεί η ειρηνευτική συμφωνία του 1998, μεταξύ Καθολικών (που ήθελαν την ένωση με την Ιρλανδία) και Προτεσταντών (που επιθυμούσαν την παραμονή στο ΗΒ) στη Βόρεια Ιρλανδία. Και τα δύο είναι αλήθεια ότι προέκυψαν από την πρώτη μέρα μετά την 23η Ιουνίου, ενισχύοντας τις αποσχιστικές τάσεις στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Η Ουάσιγκτον, με τον Ομπάμα, τον Κλίντον, τον Ντέιβιντ Λίπτον, αναπληρωτή γενικό διευθυντή του ΔΝΤ, παρενέβη ανοιχτά υπέρ του «ΝΑΙ», γιατί οι ΗΠΑ δεν θέλουν να χάσουν έναν πιστό σύμμαχό τους στην ΕΕ (o Ντε Γκολ, που αποκαλούσε τη Βρετανία «Δούρειο Ίππο των ΗΠΑ εντός της Ευρώπης», πρόβαλε δύο φορές «βέτο» στην ένταξή της στην ΕΟΚ, 1961 και 1967), αντιστάθμισμα στην αύξηση της γερμανικής επιρροής και να υπάρξουν διαταραχές που θα επιδράσουν αρνητικά στην εύθραυστη διεθνή οικονομική κατάσταση και στην αμερικανική οικονομία.
Υπέρ του «ΟΧΙ» είχαν ταχθεί το μπλοκ «Επιχειρήσεις για τη Βρετανία» («Business for Britain»), στο οποίο συμμετείχαν επιχειρηματίες και διευθυντικά στελέχη, μεγάλες εταιρείες στην ιδιωτική Ασφάλιση, στις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, στις εταιρείες λογισμικού, ο πρώην δήμαρχος του Λονδίνου Μπόρις Τζόνσον, υπουργοί και βουλευτές του Συντηρητικού Κόμματος, ορισμένοι βουλευτές του Εργατικού Κόμματος, το ευρωσκεπτικιστικό-εθνικιστικό κόμμα Ukip του Φάρατζ, η βρετανική λαϊκίστικη εφημερίδα «The Sun» του συγκροτήματος Μέρντοχ, αλλά και η «Αριστερή Καμπάνια για Έξοδο από την ΕΕ» («Left Leave»), στην οποία συμμετείχαν το ΚΚ Βρετανίας, μικρά αριστερά κόμματα, συνδικάτα, π.χ. στον κλάδο των μεταφορών, στα τρόφιμα, στα αρτοποιεία κ.ά. Επίσης μικρές αριστερές οργανώσεις με αναφορές στο κομμουνιστικό κίνημα.