Η ισχνή πλειοψηφία που κέρδισε στις εκλογές της Πορτογαλίας το δεξιό «Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα» του πρώην πρωθυπουργού Κοέλιο δεν του επέτρεψε να σχηματίσει κυβέρνηση που να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης, ενώ έδωσε τη δυνατότητα στο Σοσιαλιστικό Κόμμα που ήρθε δεύτερο, να συνεργαστεί με το ριζοσπαστικό αριστερό κόμμα «Μπλόκο της Αριστεράς» και τη συμμαχία του Κομμουνιστικού Κόμματος Πορτογαλίας με τους Πράσινους και να σχηματίσει μια πλειοψηφική συμμαχία της κεντροαριστεράς. Παρά τις αρχικές επιφυλάξεις και τα εμπόδια που έθεσε ο εκλεγμένος εκεί και προερχόμενος από τη δεξιά Πρόεδρος Σίλβα, ο αρχηγός του Σοσιαλιστικού Κόμματος, Κόστα, έλαβε τελικά εντολή σχηματισμού κυβέρνησης έχοντας τη στήριξη των άλλων δύο κομμάτων της Αριστεράς και των Οικολόγων στη βάση μιας μίνιμουμ προγραμματικής συμφωνίας που συνδυάζει τη διασφάλιση της παραμονής της χώρας στο ευρώ, την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ, με τον περιορισμό της λιτότητας, την προστασία των αδύναμων κοινωνικών στρωμάτων και τη σταδιακή μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων με την ενίσχυση των χαμηλών εισοδημάτων, κυρίως στον ιδιωτικό τομέα.
Τη στιγμή που συμβαίνουν αυτές οι εξελίξεις στην Πορτογαλία και ένα παράδειγμα προοδευτικής διακυβέρνησης κάνει την εμφάνισή του στην Ευρωπαϊκή Ένωση με στόχο να αμφισβητήσει τις περιοριστικές πολιτικές και να προτάξει το αίτημα της ανάπτυξης και της ισότητας, στην Ελλάδα της επικοινωνιακής διαχείρισης της πραγματικότητας το μήνυμα που έστειλαν οι Πορτογάλοι γίνεται αντικείμενο επικοινωνιακής εκμετάλλευσης αντί να εκληφθεί σοβαρά υπόψη και να αναλυθεί με στόχο την προοδευτική διακυβέρνηση στη χώρα μας. Το ναυάγιο στη σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών αποτέλεσε αφορμή για τον ΣΥΡΙΖΑ ν’ αξιοποιεί έκτοτε το παράδειγμα της Πορτογαλίας σε βάρος της Δημοκρατικής Συμπαράταξης. Πέρα από τη συγκεκριμένη περίπτωση όμως, οι πολιτικές εξελίξεις στην Πορτογαλία απασχόλησαν έντονα τα εγχώρια ΜΜΕ και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και χαιρετίστηκαν από κόμματα και πολιτικούς, με ιδιαίτερη θέρμη βέβαια από τους φίλα προσκείμενους στην κυβέρνηση, οι οποίοι βλέπουν μια επανάληψη των εξελίξεων που συμβαίνουν στην Ελλάδα από τον Ιανουάριο του 2015. Μία άλλη ενδιαφέρουσα πλευρά της υπόθεσης είναι και οι προσπάθειες τμημάτων της ευρωσκεπτικιστικής αριστεράς να εκμεταλλευθούν τις αρχικές επιφυλάξεις και τα εμπόδια που έθεσε ο Πορτογάλος Πρόεδρος για να ασκήσουν τη γνωστή τυφλή τους κριτική στην Ευρωπαϊκή Ένωση δημιουργώντας ένα νέο φάντασμα πραξικοπήματος, σαν εκείνο περίπου που φαντάστηκαν το καλοκαίρι, όταν δηλαδή ο κ. Τσίπρας υπέγραφε ανακουφισμένος το τρίτο μνημόνιο.
Όπως και να το κάνουμε, τα πράγματα στην Ελλάδα είναι διαφορετικά. Από τον Ιανουάριο του 2015 η χώρα κυβερνιέται από μία συμμαχία ενός κόμματος της ριζοσπαστικής αριστεράς γεμάτου αντιφάσεις με ένα κόμμα της εθνικιστικής και λαϊκίστικης δεξιάς, που όχι μόνο δεν παρουσίασε ρεαλιστική φιλολαϊκή πρόταση για την υπέρβαση της κρίσης, όχι μόνο δεν διασφάλισε την παραμονή της χώρας μας στο ευρώ και την Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά αντιθέτως, διακινδύνευσε μία από τις κορυφαίες κατακτήσεις της μεταπολίτευσης, το άνοιγμα δηλαδή μιας επί πολλές δεκαετίες κλειστής κοινωνίας, για να υιοθετήσει εν τέλει πλήρως -ελλείψει αντιπροτάσεων, χρόνου και χρήματος- τη γραμμή που χαράσσουν επί πέντε χρόνια οι συντηρητικοί συσχετισμοί στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η πρώτη εκδοχή της συγκεκριμένης συμμαχίας, τον Ιανουάριο του 2015 στήθηκε στη βάση της αντιμνημονιακής πολιτικής, ενώ η δεύτερη εκδοχή της, τον περασμένο Σεπτέμβριο όταν το νέο μνημόνιο ήταν πραγματικότητα, στη βάση της ρήξης με το παλιό πολιτικό σύστημα. Αντίθετα, στην Πορτογαλία οι όροι της συνεργασίας είναι διαφορετικοί, αφού βάση της είναι μια προοδευτική – αριστερή πολιτική με κορμό το αποδεδειγμένα φιλοευρωπαϊκό Σοσιαλιστικό Κόμμα. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα κόμματα της πορτογαλικής αριστεράς επέλεξαν να στηρίξουν τους σοσιαλιστές οι οποίοι έφεραν το μνημόνιο στην Πορτογαλία και μάλιστα στελέχη τους -ανάμεσα τους και ο πρώην πρόεδρός τους, Σώκρατες- ελέγχονται για υποθέσεις διαφθοράς.
Γιατί όμως είναι διαφορετικά τα πράγματα στην Ελλάδα; Κατά την άποψή μου, μια μονόπλευρη πρόσληψη, από μεγάλο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας, του χαρακτήρα που διέπει τη ελληνική ιστορία ως αντιστασιακού, οδηγεί σε προσπάθειες περιφρούρησης του «χώρου μας» μπροστά σε προκλήσεις ή/και κρίσεις της παγκοσμιοποίησης που κάθε φορά εμφανίζονται, έναντι μιας δημιουργικής πολιτικής απάντησης σε αυτές, με θετικό πρόσημο. Από τις πλατείες του Μακεδονικού έως τις διαμαρτυρίες για τη συνθήκη του Σένγκεν κι από τις συγκεντρώσεις για την αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες έως τους συμβολικούς πολέμους της ιστορίας, η συγκεκριμένη ψυχολογία, σε διάφορες εκδοχές, διαπερνά οριζόντια το πολιτικό σύστημα. Το κίνημα των αγανακτισμένων δεν υπήρξε ένα κίνημα κατά της λιτότητας, ούτε ένα κίνημα για την υπέρβαση των αιτιών που μας οδήγησαν στην κρίση, αλλά ένας χώρος όπου συναντήθηκαν η αντινεοφιλελεύθερη με την αντιδυτική, ανορθολογική και σε μερικές περιπτώσεις αντικοινοβουλευτική εκδοχή αυτής της λογικής σε μια υπέρβαση της διαχωριστικής γραμμής αριστεράς – δεξιάς. Έτσι εξηγούνται πολλά: η συνεργασία του ΣΥΡΙΖΑ με τους ΑΝΕΛ και η ανοχή που επιδεικνύουν αριστεροί πολιτικοί -πολλοί από αυτούς αγωνιστές της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων- στην εθνικιστική ρητορική, σε υπερσυντηρητικές θέσεις, σε ρατσιστές και ομοφοβικούς βουλευτές και υπουργούς, η διχαστική ρητορική, η προβολή για μεγάλο διάστημα συντηρητικών έως ακροδεξιών προτύπων τύπου Φάρατζ, Ορμπάν αλλά και Πούτιν από πολιτικούς και ενημερωτικούς χώρους τμημάτων της ελληνικής αριστεράς λόγω της αντιευρωπαϊκής και «πατριωτικής» πολιτικής τους, η υποχώρηση σε ζητήματα – διεκδικήσεις της αριστεράς όπως η κατάργηση των μαθητικών παρελάσεων και ο διαχωρισμός εκκλησίας – κράτους. Το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου αναδείχθηκε σε κορυφαία στιγμή γι’ αυτό το διαπαραταξιακό κίνημα, καθώς πρώτη φορά έλαβε χαρακτηριστικά ενιαίας παράταξης που διεκδίκησε και κέρδισε θριαμβευτικά μια εκλογική μάχη, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι με τη μεριά του «ΟΧΙ» δε συντάχθηκαν και προοδευτικοί πολίτες που θέλησαν έτσι να αμφισβητήσουν την πολιτική λιτότητας ή ότι με τη μεριά του «ΝΑΙ» δε συντάχθηκαν και συντηρητικές δυνάμεις που καμία σχέση δεν έχουν με τις ευρωπαϊκές ιδέες. Κατά την προσωπική μου όμως εκτίμηση, ο αντιδυτικός, συντηρητικός εθνικολαϊκισμός είναι τελικά που υπερισχύει της αριστερής κριτικής στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές και στη δομή της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης καθ’ όλη τη διάρκεια αυτής της ζύμωσης.
Πέρα από το ιδεολογικό ζήτημα όμως, η εθνικολαϊκιστική συμμαχία αποτελεί προέκταση της οικονομικής και κοινωνικής πραγματικότητας στην Ελλάδα. Μιας πραγματικότητας που έχει να κάνει με μια οικονομία κυρίως του τριτογενούς τομέα, εξαρτημένης από τον υπερδανεισμό του κράτους, παρασιτικής και αδύναμης να σταθεί σε ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον και με μια κοινωνία αδικίας και ανισοτήτων όπου ομάδες συμφερόντων με ισχυρή επιρροή στο πολιτικό σύστημα απολαμβάνουν προνόμια σε βάρος του συνόλου της κοινωνίας. Αυτό το σύστημα, με ισχυρή επιρροή στο δημόσιο διάλογο διαμόρφωσε μια αντίληψη σύμφωνα με την οποία η πολιτική των ελλειμμάτων είναι πατριωτική επιλογή, ενώ η τήρηση κανόνων – το νοικοκύρεμα απώλεια της εθνικής κυριαρχίας, η συντήρηση των κατεστημένων δομών είναι αντίσταση, ενώ η ανανέωση και οι εκσυγχρονισμοί υποχώρηση στο νεοφιλελευθερισμό και στις επιταγές των ξένων που θέλουν να καταστήσουν τη χώρα αποικία. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ δεν αποτελεί απλά μια εθνικολαϊκιστική συμμαχία αλλά κυρίως μία συμμαχία της Ελλάδας των ελλειμμάτων, της Ελλάδας που χρεοκόπησε, αρνείται να το παραδεχτεί και φαντάζεται εχθρούς προκειμένου να μην κάνει ούτε ένα βήμα προς την αναγκαία αλλαγή παραδείγματος. Με βάση αυτό, δεν είναι δύσκολο να εξηγήσουμε και την καλή σχέση της σημερινής κυβέρνησης με την Καραμανλική Νέα Δημοκρατία.
Δεν είμαι γνώστης της κατάστασης στην Πορτογαλία, των δομικών προβλημάτων που τυχόν υπάρχουν, των αγκυλώσεων και των αδυναμιών του δικού της πολιτικού συστήματος και ειδικά της αριστεράς που μας ενδιαφέρει. Δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι τα κόμματα της αριστεράς θα συμβιβαστούν με επώδυνες λύσεις και ότι η κυβέρνηση θα μακροημερεύσει. Σε μια εποχή όπου το πεδίο της πολιτικής έχει περιοριστεί αισθητά από αυτό της οικονομίας, μόνο δύσκολο είναι το έργο για την αριστερά. Σε κάθε περίπτωση όμως, οι εξελίξεις στην Πορτογαλία είναι σημαντικές για το αίτημα της ανάπτυξης και της ισότητας. Στο σημείο αυτό θα ακολουθήσω τη ρητορική του αντικαγκελαρίου της Γερμανίας, Γκάμπριελ, στο πρόσφατο συνέδριο του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Γερμανίας σύμφωνα με τον οποίο «όποιος κλείνει τα μάτια του στο κοινωνικό ζήτημα γίνεται νεκροθάφτης της Ευρωπαϊκής Ένωσης». Τη στιγμή που γράφεται αυτό το κείμενο δεν γνωρίζουμε ακόμα τα αποτελέσματα των εκλογών της Ισπανίας. Αναμφίβολα, θα είχε μεγάλο ενδιαφέρον μία συνολική στροφή της Ιβηρικής προς τα αριστερά. Όσον αφορά την Ελλάδα, το έτος 2015 διέψευσε όσους πέρσι τέτοιο καιρό πιστεύαμε ότι η ανατροπή της κυβέρνησης Σαμαρά θα άνοιγε το δρόμο για την προοδευτική διακυβέρνηση του τόπου. Υποτιμήσαμε τις αντιφάσεις και τις ανεπάρκειες του ΣΥΡΙΖΑ – ασυγχώρητο λάθος για ανθρώπους που προέρχονται από το χώρο του- αλλά κυρίως υποτιμήσαμε την ισχύ των δυνάμεων της συντήρησης για ό, τι έχει απομείνει από ένα σύστημα που χρεοκόπησε έναντι των δυνάμεων της ανανέωσης. Τρέφουμε λοιπόν αυταπάτες αν νομίζουμε ότι αρκεί μια αλλαγή των συσχετισμών δύναμης στην Ευρώπη προς αριστερή κατεύθυνση και μια νέα αναπτυξιακή ατζέντα για να βγούμε από τη δική μας κρίση. Όχι πως δεν είναι σημαντικά αλλά χρειάζονται μεγάλες υπερβάσεις, ευρύτερες, ειλικρινείς και προγραμματικές συναινέσεις για την αναγκαία αλλαγή παραδείγματος, από ένα πολιτικό σύστημα που δεν έχει δείξει μέχρι σήμερα τέτοια δείγματα γραφής.
Στέργιος Καλπάκης