Πώς θα αντιμετώπιζαν οι αρχές των ΗΠΑ το αίτημα ασύλου της ΄Αννας Φρανκ και της οικογένειάς της. Το ερώτημα δεν είναι ρητορικό. Η αίτηση απορρίφθηκε, όπως συμβαίνει σήμερα με χιλιάδες πρόσφυγες από τη Συρία και το Ιράκ.
Ζω σε μια παρανοϊκή εποχή
΄Αννα Φρανκ
«Προς τον καπετάνιο του St. Louis. Προσοχή. Παραβιάζετε τα χωρικά ύδατα των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Μην επιχειρήσετε να προσεγγίσετε περισσότερο. Μην επιχειρήσετε ελλιμενισμό. Δεν θα σας επιτραπεί να δέσετε σε λιμάνι των ΗΠΑ. Επιβεβαιώστε ότι το μήνυμα ελήφθη και έγινε κατανοητό».
Το μήνυμα ελήφθη και έγινε κατανοητό.
Η παραπάνω στιχομυθία είναι βγαλμένη από την κινηματογραφική υπερπαραγωγή της δεκαετίας του ’70 «Το ταξίδι των καταραμένων», με τους Μαξ Φον Σίντοφ, ΄Οσκαρ Βέρνερ και ΄Ορσον Γουέλς. Ενα πλοίο που μεταφέρει 937 Εβραίους πρόσφυγες από τη ναζιστική Γερμανία καταφεύγει στις ΗΠΑ, αφού πρώτα του έχει απαγορευτεί να προσεγγίσει τις ακτές της Κούβας.
Η σημερινή Αμερική θα ήθελε να πιστεύει ότι το πλοίο έγινε τελικά δεκτό σε κάποιο αμερικανικό λιμάνι και οι επιβάτες του διασώθηκαν από το Ολοκαύτωμα. Η πραγματικότητα όμως είναι ότι εκατοντάδες από τους Εβραίους πρόσφυγες κατέληξαν στα στρατόπεδα εξόντωσης του Χίτλερ, ενώ αρκετοί πήδηξαν απελπισμένοι στη θάλασσα και πνίγηκαν.
Η ταινία, η οποία βασίζεται στην πραγματική ιστορία των επιβατών του γερμανικού υπερωκεάνιου MS St. Louis, προχωρά ένα βήμα περισσότερο, υποστηρίζοντας ότι το ταξίδι ήταν εξαρχής ένα προπαγανδιστικό τέχνασμα του Χίτλερ που ήθελε να αποδείξει ότι οι Εβραίοι ήταν ανεπιθύμητοι σε όλο τον κόσμο. Και αυτή τη φορά ο ναζιστής ηγέτης είχε απόλυτο δίκιο.
Το 1939 το αμερικανικό περιοδικό Fortune πραγματοποίησε δημοσκόπηση, μεταξύ των αναγνωστών του, με το ερώτημα: «Πρέπει η αμερικανική κυβέρνηση να επιτρέψει σε 10.000 παιδιά προσφύγων εβραϊκής, ως επί το πλείστον, καταγωγής να έρθουν από τη Γερμανία;». Το 61% των ερωτηθέντων απάντησε αρνητικά αντικατοπτρίζοντας και το κλίμα που επικρατούσε εκείνη την εποχή στην κοινωνία των ΗΠΑ.
Η ιστορία του MS St. Louis αλλά και η δημοσκόπηση του Fortune επανήλθαν τις τελευταίες εβδομάδες στην επικαιρότητα, όταν η Βουλή των Αντιπροσώπων ενέκρινε σχέδιο των Ρεπουμπλικάνων, το οποίο ουσιαστικά κλείνει τα αμερικανικά σύνορα σε πρόσφυγες από τη Συρία και το Ιράκ.
Συγκεκριμένα κάθε σχετικό αίτημα θα πρέπει να εξετάζεται ξεχωριστά από ανώτατους αξιωματούχους της αμερικανικής κυβέρνησης. Ο Ομπάμα προειδοποίησε ότι θα ασκήσει βέτο στην απόφαση, αλλά βρήκε απέναντί του κυβερνήτες από τουλάχιστον 31 Πολιτείες που ανακοίνωσαν ότι δεν θα δεχτούν πρόσφυγες στο έδαφός τους.
Οι ιστορικοί και οι δημοσιογράφοι που έφεραν στο προσκήνιο την ιστορία του MS St. Louis και τη δημοσκόπηση του Fοrtune αποφεύγουν προσεκτικά οποιαδήποτε ιστορική σύγκριση των Εβραίων προσφύγων, που επιχειρούσαν να διαφύγουν από τον Αδόλφο Χίτλερ, με τους Σύρους πρόσφυγες που εγκαταλείπουν τη Συρία για να γλιτώσουν από το καθεστώς του ‘Ασαντ ή από τις δυνάμεις των τζιχαντιστών.
Τέτοιου είδους συγκρίσεις είναι εξαιρετικά επικίνδυνες και θα μπορούσαν εύκολα να προσβάλουν την ιστορική μνήμη, οδηγώντας σε λανθασμένες αναλύσεις για τη σημερινή πραγματικότητα. Ο τρόπος όμως με τον οποίο οι δυτικές κοινωνίες, τα ΜΜΕ και οι πολιτικοί αντιμετωπίζουν τις ροές προσφύγων προσφέρεται για την εξαγωγή πολύτιμων συμπερασμάτων.
‘Οπως εξηγούσε ο συντάκτης του περιοδικού ΤΙΜΕ, Ισαάν Θάρορ, μιλώντας στο Democracy Now, τότε, όπως και τώρα, υπήρχαν θεωρίες ότι ανάμεσα στους πρόσφυγες κρύβονται ναζιστές κατάσκοποι, οι οποίοι θα επιχειρούσαν να καταλάβουν τις ΗΠΑ.
Το γεγονός ότι τότε οι ΗΠΑ και αρκετές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις συνεργάζονταν και συχνά χρηματοδοτούσαν τον Χίτλερ –όπως έκαναν πρόσφατα και με τις δυνάμεις των τζιχαντιστών– δεν φαινόταν να απασχολεί και ιδιαίτερα την κοινή γνώμη.
Απειλή δεν ήταν οι κυβερνήσεις που συνέβαλαν στην άνοδο του ναζισμού (και σήμερα του λεγόμενου ισλαμοφασισμού) αλλά οι πρόσφυγες, που θα λειτουργούσαν σαν δούρειος ίππος για την είσοδο ναζιστών στις ΗΠΑ ή στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης.
Αυτό, βέβαια, που κανένας δεν θέλει να θυμάται σήμερα είναι ότι το μίσος εναντίον των Εβραίων προσφύγων στη δεκαετία του ’30 ήταν αυτό που οδήγησε ανθρώπους όπως η ΄Αννα Φρανκ στον θάνατο. Συγκεκριμένα ο πατέρας της, ΄Οτο Φρανκ, προσπαθούσε από το 1938 έως το 1941 να εξασφαλίσει βίζα για τον ίδιο και την οικογένειά του, ώστε να ταξιδέψουν αρχικά στην Κούβα και στη συνέχεια στις ΗΠΑ.
Οι αρχές των δύο χωρών όμως λειτουργούσαν από τότε με τον τρόπο που προτείνουν σήμερα οι Ρεπουμπλικάνοι πολιτικοί στις ΗΠΑ: εξετάζοντας κάθε αίτηση ξεχωριστά έδωσαν βίζα μόνο στον Ότο Φρανκ και σε κανένα άλλο μέλος της οικογένειάς του.
Αν και παραμένει άγνωστο εάν ο πατέρας της ΄Αννας Φρανκ έφτασε ποτέ στην Κούβα, το βέβαιο είναι ότι και αυτή ακόμη η βίζα ακυρώθηκε όταν η ναζιστική Γερμανία και η φασιστική Ιταλία κήρυξαν τον πόλεμο στις ΗΠΑ – ακριβώς δηλαδή τη στιγμή που την είχε μεγαλύτερη ανάγκη από ποτέ.