Μοίρασε «το ψωμί της συνείδησης» η ποιήτρια Δήμητρα Χριστοδούλου στην παρουσίαση του βιβλίου της
Δήμητρα Σμυρνή
Μια ιδιαίτερη ποιητική βραδιά έζησαν όσοι ήρθαν να ακούσουν την ποίηση της Δήμητρας Χριστοδούλου, όπως αναδύεται μέσα από τις σελίδες της καινούριας της ποιητικής συλλογής, με τίτλο «Το ελάχιστο ψωμί της συνείδησης», εκδόσεις «Μελάνι».
Το βιβλίο παρουσιάστηκε από τη φιλόλογο και ποιήτρια Αρετή Γκανίδου, μπροστά σε ένα μικρό κοινό ακροατών, αλλά μυημένο στην ποίηση, αφού ποιητές όπως ο Θανάσης Μαρκόπουλος, ο Ηλίας Τσέχος, ο Βασίλης Δασκαλάκης, ο Δημήτρης Καρασάββας, ο Γιάννης Ναζλίδης, ο πεζογράφος Γιώργος Σιώμος, αλλά και άλλοι εραστές της ποίησης ήταν παρόντες, χθες 2-11-2015, στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών της Βέροιας, όπου έγινε η παρουσίασή του από τις εκδόσεις «Μελάνι», τη Δημοτική Βιβλιοθήκη «Θεανώ Ζωγιοπούλου» και την υποστήριξη του βιβλιοπωλείου «Ηλιοτρόπιο».
«Ο ποιητής ήταν πάντα ένας αφοσιωμένος δημιουργός, στρατευμένος της ζωής… Η ποίηση είναι η αναζήτηση του ανεξήγητου…» είπε η διευθύντρια της Δημοτικής Βιβλιοθήκης «Θεανώ Ζωγιοπούλου» Βούλα Κοτσάλου – Πάπαρη προλογίζοντας, για να καταλήξει σε ένα μικρό πορτραίτο της ποιήτριας.
Η Δήμητρα Χριστοδούλου τοποθετείται από πολλούς μελετητές στη γενιά του ’70 και από άλλους στη γενιά του ’80. Βραβευμένη με κρατικό βραβείο ποίησης το 2008 είναι μια ποιήτρια που αφουγκράζεται την αγωνία της σύγχρονης ζωής κατέληξε η κα Κοτσάλου – Πάπαρη, δίνοντας το λόγο στην παρουσιάστρια του βιβλίου Αρετή Γκανίδου.
Μια από τις πιο αξιοπρόσεκτες ποιητικές φωνές χαρακτηρίστηκε η Δήμητρα Χριστοδούλου από την Αρετή Γκανίδου, που φώτισε το έργο της ποιήτριας μέσα από εύστοχες προηγούμενες κριτικές που παρέθεσε.
Με λόγο επιστημονικής επάρκειας και ποιητικής ευαισθησίας η Αρετή Γκανίδου είπε: «Η ποίηση της διακρίνεται γενικά για τον κοινωνικοπολιτικό της χαρακτήρα και τα υπαρξιακά της ερωτήματα.
Τώρα, με την καινούρια της συλλογή, επαναδιαπραγματεύεται τη σχέση της με τη συνείδηση. Οι στίχοι της δεν κραυγάζουν, αλλά μαγνητίζουν» είπε η κα Γκανίδου, επισημαίνοντας ως θεματικούς πυρήνες της συλλογής την εξαθλίωση της καθημερινότητας και της ιστορικής συνέχειας, τη φθορά της σάρκας και την ασθένεια, το θάνατο ως οδυνηρή απώλεια και το θάνατο ως αναπόδραστη κατάληξη.
Τα πρόσωπα του έργου της είναι συγγενείς της, πολίτες που βασανίζονται, πρόσφυγες ή νεκροί, πρόσωπα που αποτυπώνονται στον αγώνα τους να επιβιώσουν.
Η πρωτοπρόσωπη ποιητική αφήγηση, η τριτοπρόσωπη και ο διάλογος εκφέρονται με σαφήνεια και πυκνότητα, υιοθετώντας συχνά το σαρκασμό και τον αυτοσαρκασμό, ο οποίος όμως στη συγκεκριμένη συλλογή νικιέται από μια διακριτική τρυφερότητα.
Τα ποιήματα συνομιλούν μεταξύ τους, καθώς διαπνέονται από μία ευγένεια και τρυφερή αυστηρότητα, αποκαλύπτοντας την κοινή μοίρα των ανθρώπων.
«Νόμιζα» κατέληξε η Αρετή Γκανίδου «πως έδινα μάχη για την ανθρώπινη ύπαρξη μαζί με την ποιήτρια, διαβάζοντας τη συλλογή της».
Η ποιήτρια στη συνέχεια διάβασε ποιήματά της γοητεύοντας με τους τόνους και τις συναισθηματικές αποχρώσεις της φωνής της το κοινό.
Η σκληρή ζωή της πόλης μέσα στην κρίση –στην Αθήνα κάθε γειτονιά κι ένα ενεχυροδανειστήριο είπε η ποιήτρια- δόθηκε ανάγλυφα σε στίχους όπως:
Κάποιος σφιγμένος στο παλτό του
Εισέρχεται στο ενεχυροδανειστήριο
Αργότερα εισέρχεται στο αρτοποιείο
Και τέλος στο θεραπευτήριο….
(Ανθεκτικές δεισιδαιμονίες)
…Περνάνε, λέει, πάνω απ’ τα απάτητα φύλλα
Κάποιοι που πάνε για συσσίτιο
Με το μυαλό στα χαρτοκούτια της στρώμνης τους,
Μήπως κλαπούν, μήπως τα αναστατώσει
Αέρας από κρύα πανωφόρια,
Καθώς γυρνάνε σε σπίτι χρεωμένο
Να κοιμηθούνε μέσα στα κλαριά…
(Συσσίτια)
Αλλά φάνηκε και η ανάγκη της να μοιραστεί στίχους, σκέψεις και συναισθήματα
…Το ελάχιστο ψωμί της συνείδησης
Προσεύχομαι να κόβουμε στα δυο
(Αρτοκλασία)
Στη συζήτηση που ακολούθησε η φράση της «Μπορούμε να είμαστε αισιόδοξοι, όσο γράφεται ποίηση. Αυτό είναι βαθύτατα επαναστατικό» έκλεισε τη βραδιά με ένα λυτρωτικό για το κοινό συναίσθημα μέθεξης στον κόσμο της ποίησης.