Μια κριτική θεώρηση βάθους και ουσίας
Δήμητρα Σμυρνή
Η κριτική του Θανάση Μαρκόπουλου είναι κριτική “που μοιράζεται με το δημιουργό τη συγκίνηση και το πάθος της τέχνης”. Κι αυτό, γιατί ο κριτικός Μαρκόπουλος ξέρει πολύ καλά το πάθος και τη συγκίνηση της δημιουργίας, αφού είναι ο ίδιος όχι μόνο γνωστός και καταξιωμένος κριτικός αλλά κι ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες ποιητές των ημερών μας.
Μετά από εφτά συλλογές ποιημάτων, τρεις μελέτες και τρεις τόμους με κείμενα κριτικής, έρχεται πριν δύο μήνες στο φως ένα καινούργιο βιβλίο του με κείμενα κριτικής, που τιτλοφορείται “Ματιές ενμέρει” (εκδόσεις Μελάνι).
Ο κριτικός αντιδιαστέλλει το παρόν βιβλίο από προηγούμενο, που εκδόθηκε το 2003, με τίτλο “Ματιές ενόλω”. Εκείνο πραγματευόταν εκτεταμένα το συνολικό έργο οχτώ μεταπολεμικών ποιητών, ενώ το “ενμέρει” αναφέρεται σε επιμέρους έργα και πάλι μεταπολεμικών δημιουργών, είκοσι ποιητών, είκοσι πεζογράφων και πέντε κριτικών, κείμενα που δημοσιεύτηκαν σε έντυπα του κέντρου και της περιφέρειας (1993-2013).
Φωτίζοντας ο Θανάσης Μαρκόπουλος τα κείμενα που φιλοξενεί στο βιβλίο του, δε χρησιμοποιεί το φως με τη μορφή σκληρού προβολέα που γυμνώνει, αλλά με κείνο το φως που αποκαλύπτει χωρίς να παραμορφώνει, που διεισδύει χωρίς να πονά, που κατανοεί αιτιολογώντας…
Τοποθετεί το δημιουργό μέσα στο χώρο και το χρόνο, συνδέοντάς τους λειτουργικά και αναδεικνύοντας εκείνες τις συνθήκες , μέσα στις οποίες γεννιέται ο δημιουργός.
Και είναι πραγματικά παρατηρήσεις όπως οι παρακάτω: “Όμως το άστυ και η πολυκατοικία στα χρόνια της δικτατορίας του ‘67 είναι σύμβολα ενός τρόπου ζωής που δρα καταλυτικά και διαλυτικά για τις παραδοσιακές αξίες της ελληνικής κοινωνίας, η οποία, καθώς από τη μια στιγμή στην άλλη βρέθηκε από την γκλίτσα του τσοπάνη στο μικρόφωνο της τηλεόρασης κι από το κιτρινισμένο δόντι του χωρικού στο κάτασπρο της Colgate, έχασε τον προσανατολισμό της, με αποτελέσαμε να συγχέει τα αυτονόητα και να οδηγείται σε καταναλωτικές ακρότητες.” ή “…αν κάποιος έχει κάτι να πει, βρίσκει τον τρόπο να το πει. Αυτό που συχνά λείπει από τα μυθιστορήματα του καιρού μας δεν είναι ο τρόπος αλλά η εμπειρία ζωής, το χώμα και το αίμα.”, παρατηρήσεις όχι μόνο εξαιρετικά ενδιαφέρουσες και ελκυστικές για τον αναγνώστη αλλά και εντυπωσιακές για την ευθύβολη στόχευσή τους.
Με μια κατακτημένη , από τη συνεχή θητεία του στην ποίηση, ικανότητα συμπύκνωσης του ουσιώδους , εντυπωσιάζει τον αναγνώστη, καθώς ξεκινά την ανάγνωση κάθε κριτικού κειμένου με τους απόλυτα αφαιρετικούς τίτλους, που εμπεριέχουν ταυτόχρονα έναν κρυφό δυναμισμό , όπως: “το διάφανο σκότος”, “ο σπασμένος καιρός”, “γονατισμένοι ουρανοί”, “βαφές θανάτου”…
Παράλληλα, έχοντας βαθειά επιστημονική γνώση της λογοτεχνίας, ανατέμνει τα κείμενα με λεπτό χειρουργικό νυστέρι, όχι μόνο χωρίς να τα πληγώνει, αλλά αναδεικνύοντας με σεβασμό και αγάπη τις φλέβες της δημιουργίας, που τα ζωντανεύουν.
Τέλος, παραθέτοντας στο κείμενό του σχετικά αποσπάσματα –περισσότερα ποιήματα λιγότερα πεζά- δίνει στον αναγνώστη την ευκαιρία να έρθει σε επαφή με το δημιουργό αλλά και στο δημιουργό να ακουστεί άμεσα η φωνή του, χωρίς τη γέφυρα του κριτικού.
Σαφώς, στο βιβλίο, οι είκοσι προσεγγίσεις των ποιητικών κειμένων υπερτερούν σε σχέση με τις εικοσιπέντε των πεζών, κι αυτό, όχι γιατί οι δεύτερες υπολείπονται σε ικανότητα προσέγγισης –η ματιά κοφτερή και σίγουρη είναι πάντα η ίδια- αλλά γιατί τα ποιητικά κείμενα από τη φύση τους έχουν τη γοητεία της πύκνωσης, και όταν προβάλλονται μόνα, χωρίς την κριτική ματιά, αλλά κι όταν προβάλλονται μέσα απ’ αυτήν. Άλλωστε ο ίδιος ο Μαρκόπουλος επισημαίνει τη διαφορά λέγοντας: «Στην ποίηση δε βλέπουμε τόσο τα πράγματα όσο τη σκιά τους , το άρωμα, το αδιόρατο ίχνος που αυτά αφήνουν στο πέρασμά τους».
Έτσι, μπορεί το πρώτο μέρος να φαίνεται πως ενδιαφέρει περισσότερο τον αναγνώστη, το υπόλοιπο όμως, το σχετικό με την πεζογραφία, είναι εκείνο που ολοκληρώνει την άποψη για το βιβλίο, τις προθέσεις του συγγραφέα αλλά και τη δικαίωση των προθέσεων.
Ένα βιβλίο χρήσιμο όχι μόνο για όσους μελετούν τη λογοτεχνία, αλλά και για κείνους που απλά την αγαπούν και τη διαβάζουν.
(Το εξώφυλλο του βιβλίου κοσμεί έργο της Γεωργίας Τριανταφυλλίδου)