Σοβαροί κίνδυνοι για την υγεία από το τοξικό νέφος της αιθαλομίχλης
Τον μεγάλο κίνδυνο για τη δημόσια υγεία από την αιθαλομίχλη καταδεικνύει
επιστημονική έρευνα που πραγματοποίησε επιστημονική ομάδα του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και του Εθνικού Κέντρου Έρευνας και Τεχνολογικής Ανάπτυξης.
Τα νέα δεδομένα, τα οποία δημοσιεύονται στο διεθνές επιστημονικό έντυπο «Environmental Research» (137, 2015, σελ. 147-156), καταρρίπτουν τον… αστικό μύθο που λέει ότι οι ρύποι των αυτοκινήτων είναι οι πιο επικίνδυνοι για την υγεία.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, ο κίνδυνος εμφάνισης καρκίνου του πνεύμονα, εξαιτίας της εισπνοής πολυαρωματικών υδρογονανθράκων, οι οποίοι προσροφώνται στα αιωρούμενα σωματίδια (βασικό συστατικό της αιθαλομίχλης), είναι μεγαλύτερος από τον αντίστοιχο κίνδυνο που προέρχεται από τα καυσαέρια των αυτοκινήτων.
Μεγαλύτερο κίνδυνο, σύμφωνα με τον επιστημονικό υπεύθυνο της έρευνας, αναπληρωτή καθηγητή Περιβαλλοντικής Μηχανικής κ. Δημοσθένη Σαρηγιάννη, διατρέχουν ιδιαίτερα τα παιδιά έως 2 ετών, τα οποία εκτίθενται σε αυτά τα σωματίδια, 5 με 7 φορές περισσότερο από τους ενηλίκους .
Οι μετρήσεις που έγιναν στη Θεσσαλονίκη την περίοδο 2012 – 2013 έδειξαν ότι οι συγκεντρώσεις σωματιδίων που εκπέμπονται κατά την καύση βιομάζας για θέρμανση σε τζάκια και σόμπες, στη διάρκεια του χειμώνα, είναι υψηλότερες από εκείνες που προκύπτουν από την κυκλοφορία των οχημάτων. Οι ερευνητές όμως κατέληξαν και σε ένα σημαντικότερο συμπέρασμα. Από τις χημικές αναλύσεις που έγιναν για 19 καρκινογόνες ουσίες (PAH – πολυαρωματικοί υδρογονάνθρακες) βρέθηκε ότι τα σωματίδια που προέρχονται από καύση βιομάζας περιείχαν υψηλότερη περιεκτικότητα σε PAH από εκείνα που εκπέμπονται από άλλες πηγές.
Όταν ο άνθρωπος εκτίθεται σε ρύπανση από αιωρούμενα σωματίδια, τα οποία περιλαμβάνουν πολυαρωματικούς υδρογονάνθρακες, ένα μεγάλο τμήμα (πιθανώς μεγαλύτερο του 80%) των εισπνεόμενων ενώσεων αναμένεται να εναποτεθεί στο επιθήλιο, δηλαδή τη «φόδρα» που ντύνει τους πνεύμονες, και να απορροφηθεί άμεσα από το αίμα. Επιπλέον, μικρό μέρος απορροφάται και μεταβολίζεται στην τραχεία και στους βρόγχους.
Για να καταλήξουν σε αυτά τα συμπεράσματα, οι ερευνητές έλαβαν δείγματα αιωρούμενων σωματιδίων από αστικές περιοχές της Θεσσαλονίκης απαλλαγμένες από κυκλοφοριακή ρύπανση και από σημεία της Εγνατίας, τα οποία χαρακτηρίζονται από έντονη κυκλοφοριακή ροή.
Στην επιστημονική ομάδα από το Εργαστήριο Περιβαλλοντικής Μηχανικής του ΑΠΘ και το Εργαστήρι Φυσικών Πόρων και Εναλλακτικών Μορφών Ενέργειας στο Ινστιτούτου Χημικών Διεργασιών και Ενεργειακών Πόρων (ΙΔΕΠ), συμμετείχαν οι: Δημοσθένης Σαρηγιάννης, Σπύρος Καρακίτσιος, Δημήτριος Ζηκόπουλος, Σπυριδούλα Νικολάκη και Μαριάνθη Κερμενίδου.
Πηγή: http://news.in.gr