Παύλος Παρασκευαΐδης – “Μουσείο κέρινων ποιημάτων” / γράφει η Δήμητρα Σμυρνή
Άλλοτε τρυφερός, άλλοτε σκληρός – σκληρός με την εποχή όσο και με τον εαυτό του – ο Βεροιώτης ποιητής Παύλος Παρασκευαΐδης διαπιστώνει πως:
“Ήρθε μια εποχή που δεν γεννιόντουσαν πια ποιητές.
Κι ο κόσμος θαύμαζε τη χαμένη τέχνη
στο Μουσείο με τα κέρινα ποιήματα.”
Έτσι μπάζει κρυφά τον αναγνώστη του στις δικές του αίθουσες, του δικού του μουσείου, όπου όμως τα ποιήματα δεν είναι «κέρινα», γιατί δεν είναι αντίγραφα, αλλά ζωντανά σώματα της ποιητικής του.
Πίκρα και αυτοσαρκασμός, χαμένα όνειρα και διάψευση καθρεφτίζονται στους στίχους του, αντανακλώντας έναν ποιητή στοχαστικό, πάσχοντα, φορέα μιας αγωνίας που θα έπρεπε να διακατέχει ίσως όλους, είναι όμως «προνόμιο» μόνο των ποιητών, που μπορούν να βλέπουν πίσω από το κέλυφος των πραγμάτων την ουσία, απαλλαγμένοι από τον εφησυχασμό της άγνοιας. Των ποιητών που προχωρούν ξέροντας πως η ποίηση είναι μια ανοιχτή πληγή, μια «ανίατη νόσος», που θέλουν όμως να τη δείξουν, να τη μοιραστούν με τους αναγνώστες. Αιώνιο το πάθος της αναζήτησης του αποδέκτη.
Ο ποιητής
“Κάθε φορά που τον ρωτούσαν τι ακριβώς τον ωθούσε να γράψει άνοιγε το παλτό του
(ένας περήφανος επιδειξίας κι αυτός της εποχής του) και μας αποκάλυπτε τις τραυματικές εμπειρίες
που κάθε τόσο ξεθάβανε οι ιατροδικαστές για να βρούνε τη μέρα και την ώρα που εκδηλώθηκε η ανίατη νόσος της ποίησης”
Ο λόγος του Παρασκευαΐδη είναι λόγος πυκνός αλλά ταυτόχρονα «ευανάγνωστος», φαινομενικά πεζός αλλά βαθύτερα μουσικός, παραβολικός, όπως ο λόγος των παραμυθιών, αλλά και αιχμηρός, όπως οι πολιτικές αναλύσεις.
Ποιος δεν αναγνωρίζει τον εαυτό του, τη διάψευση των νεανικών ονείρων για ιδανικές επαναστάσεις και αγώνες στο «Περί επανάστασης»;
“Τίποτα. Ούτε καν μια δροσοσταλιά στα ξεραμένα φύλλα της ανάμνησης δεν απέμεινε από κείνες τις φοιτητικές συζητήσεις στα παγερά διαμερίσματα να καίγεται το σύμπαν. Οι τοίχοι θυμούνται με νοσταλγία εκείνες τις κοκκινωπές εξομολογήσεις: Να ξέρεις πως εμείς θα τον αλλάξουμε τον κόσμο τούτο διότι. Τίποτα που λες δεν έγινε τελικά. Δεν πάει πολύς καιρός που την είδανε ρακένδυτη την επανάσταση με λίγα ψίχουλα σύνταξη στις τσέπες να βγαίνει απ’ τα γραφεία ενός ασφαλιστικού οργανισμού βιαστική να κατευθύνεται στο φτωχόσπιτο όπου γεννήθηκε και τώρα απομένουν μονάχα οι τίτλοι τέλους να σφραγίσουν την πολυτάραχη ζωή αυτού του μονάκριβου τέκνου της ουτοπίας.”
Ποιος δε θέλησε να ταξιδέψει στο δρόμο του έρωτα, όπως ο ποιητής, με το «Λεωφορείον ο Πόθος»;
“Όπως κατεβαίνεις το δρόμο θα στρίψεις αριστερά. Στα διακόσια μέτρα είναι η στάση Έρωτας. Θα πάρεις το Λεωφορείον ο Πόθος. Αφού κόψεις εισιτήριο θα παρατηρήσεις τις διάφορες εκδοχές του εαυτού μου να θέλουν να σε αγγίξουν. Μην τρομάξεις. Είναι στη φύση της αγάπης μου να σε περιεργάζομαι σαν ένα έργο τέχνης. Μόλις οι πολλοί γίνουν ένας θα κρυφτείς κάτω απ’ την καμπαρντίνα μου. Από κει και πέρα θα αποφασίσει η μοίρα πού θα μας κατεβάσει.”
Ο Παρασκευαΐδης προσθέτει στο σύνολο της εξαιρετικής συλλογής του ένα ακόμη «χαρτί», αυτό του εξωφύλλου. Το εξώφυλλο φιλοτεχνήθηκε από τον ίδιο. Ο ποιητής είναι και ζωγράφος. Και για τον προσεκτικό αναγνώστη το εξώφυλλο σηματοδοτεί ίσως και το περιεχόμενο του βιβλίου. «Ένα κερί αρκεί. Το φως του το αμυδρό/αρμόζει πιο καλά/…για να’ρθουν της Αγάπης… για να’ρθουν οι Σκιές» (Καβάφης)
Ο Παρασκευαΐδης ανήκει μαζί με το Βασίλη Δασκαλάκη, το Δημήτρη Παπαστεργίου και τον Ιγνάτη Χουβαρδά στα ιδρυτικά μέλη του «Ποιητικού Πυρήνα» της Βέροιας.
Εργάζεται στη Μέση Εκπαίδευση, ως οικονομολόγος, στη Χίο.
Το βιβλίο του, που εκδόθηκε το 2014 από τις εκδόσεις «Ενδυμίων», διατίθεται στη Βέροια από το βιβλιοπωλείο «Όμικρον».