Σχόλια

«Ξύπνα λαέ του Θεού, πριν να είναι αργά»

«Ξύπνα λαέ του Θεού, πριν να είναι αργά»

Επειδή πολύς ντόρος γίνεται τα τελευταία χρόνια περί διακριτότητας ρόλων μεταξύ των πολιτικών και των εκκλησιαστικών ανθρώπων (σε κάθε βαθμίδα διοικητικής ή άλλης διάρθρωσης) στις σχέσεις Κράτους – Εκκλησίας αλλά πρωτίστως στο πρωτογενές επίπεδο των σχέσεων Πολιτικής και Ποιμαντικής, οφείλουμε να επισημάνουμε ότι οι ανθρώπινες ανάγκες δε διαχωρίζονται, όπως και η ψυχοσωματική οντότητα του όλου ανθρώπου.

Όταν διώκεται το δικαίωμα στο μεροκάματο, που και αυτό είναι δυστυχώς της πείνας – τότε διώκεται η αξιοπρέπεια, τότε εξοντώνεται και η ψυχοπνευματική υγεία, τότε ο πολιτικός προβληματισμός οφείλει να είναι αμιγώς ποιμαντικός και αντίστροφα.

Τότε οι ποιμένες έχουν υποχρέωση να διατρανώνουν την Αλήθεια και να γίνονται φωτεινοί οδοδείκτες ανατροπών για την αληθινή ποιότητα ζωής όλων των ανθρώπων.

ΔΙΑΔΥΚΤΙΑΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ TOY ΓΡΑΜΜΑΤΕΑ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ
Σ’ αυτό το μήκος κύματος κινείται και ο Γραμματέας του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας Βασίλειος Βαρβέλης, δια της «πύρινης» παρεμβάσεως του στο διαδίκτυο, για τα πρόσφατα γεγονότα με τον ξυλοδαρμό των καθαριστριών του ΥΠΟΙΚ:
«Η μάνα μου καθαρίστρια, εγώ παιδί κι ανίψι καθαριστριών. Ελαμπαν τα σπίτια που δούλευε 6 μέρες την εβδομάδα και την έβδομη, την Κυριακή, (στην “αργία” της), να καθαρίσει και το δικό μας το σπίτι κι εμάς, να μαγειρέψει ένα πιάτο ζεστό φαγητό, να πλύνει, να απλώσει, να σιδερώσει, να μας αγκαλιάσει και να ξεκουραστεί.

Αυτή η μάνα μου! Αυτές οι Περιστεριώτισσες, οι μανάδες των φίλων μας, που ξεκινούσαν χαράματα νηστικιές, αφήνοντας τα παιδιά στους δρόμους, για να φτάσουν στην Εκάλη, στη Φιλοθέη, στο Ψυχικό, με κρύο, με βροχή, με χιόνι, με ζέστη και να γίνουν “παραδουλεύτρες”, όπως τις έλεγαν οι “Κυρίες”, για να μας μεγαλώσουν, με το μεροκάματό τους, να μας μορφώσουν, να γίνουμε άνθρωποι. Και οι περισσότε«Ξύπνα λαέ του Θεού, πριν να είναι αργά»ροι γίναμε! Κι όταν επέστρεφε η μάνα απ΄ τη δουλεία, έχοντας μέσα στην τσάντα της τη βρεγμένη της ρόμπα που φορούσε όταν σφουγγάριζε με τα γόνατα τα πατώματα, μικρός εγώ, πολύ μικρός, τη ρώταγα με αγωνία: – Μαμά, τι μου έφερες; – “Κούραση, παιδί μου”, η απάντησή της. “Κούραση”.Μεγαλώσαμε με τα ρούχα που έδιναν οι “Κυρίες” στη μάνα μας για ψυχικό.

Δικό μας ρούχο δεν είχαμε. Αποφόρια. Μ’ αυτά ντυνόμασταν. Μανάδες ηρωίδες! Σ’ αυτές τις μανάδες σήκωσε το χέρι του ο Φασισμός. Αυτές τις μανάδες χτύπησαν οι “μπράβοι” των 500 ευρώ. Αντί να φιλήσουν το χέρι τους, τις έστειλαν στα νοσοκομεία. Αυτοί που σκότωσαν τον “αδελφό” μας και το “παιδί” μας, τον Γρηγορόπουλο, αυτοί που προσφέρουν ασυλία στους ναζιστές, σάρκα από τη σάρκα τους, αυτοί που πουλάνε πρέζα στις πιάτσες, για να μην ξυπνήσει ποτέ ο λαός, αυτοί που εκδίδουν πόρνες, για να μαζεύουν τα ποσοστά, αυτοί που φέρονται απάνθρωπα στους μετανάστες, αυτοί που εκβιάζουν καταστηματάρχες, αυτοί που πάντα υπηρετούν την εκάστοτε εξουσία πιστά. Οι ταγματαλήτες στην κατοχή, οι ασφαλίτες στη χούντα, για να λάβουν ως ανταπόδοση το “μέρισμά τους” τόλμησαν και σήκωσαν το βέβηλο χέρι τους, στις μανάδες μας.

Σ’ όλα αυτά τα ανθρωπάρια, με τους γυμνασμένους μυς και το ελάχιστο μυαλό, που με τη στάση και τη συμπεριφορά τους έφτυσαν τις ίδιες τις μανάδες τους, γυρίζω την πλάτη. Σκληραίνω την καρδιά μου. Δεν τους ευλογώ πια. Δεν μου βγαίνει. Δεν έχω ευχή για αυτούς. Όλοι αυτοί, θα με βρουν μπροστά τους, στον αγώνα. Φωνάζω δυνατά: Ξυπνήστε όλοι, ξύπνα επιτέλους, λαέ του Θεού, πριν να είναι αργά»…

 

banner-article

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΑ