Ο Νίκος Μπογιόπουλος για τον Μουσικό και… “πολιτικό” Μάνο Χατζιδάκι
Με αφορμή τα 20 χρόνια από το θάνατό του
«Αδιαφορώ… για την δόξα. Με φυλακίζει μες στα πλαίσια που καθορίζει εκείνη κι όχι εγώ.
Πιστεύω… στο τραγούδι που μας αποκαλύπτει και μας εκφράζει εκ βαθέων, κι όχι σ’ αυτό που κολακεύει τις επιπόλαιες και βιαίως αποκτηθείσες συνήθειές μας.
Περιφρονώ… αυτούς που δεν στοχεύουν στην αναθεώρηση και στην πνευματική νεότητα, τους εύκολα “επώνυμους” πολιτικούς και καλλιτέχνες, τους εφησυχασμένους συνομήλικους, τη σκοτεινή και ύποπτη δημοσιογραφία καθώς και την κάθε λογής χυδαιότητα.
Έτσι κατάφερα να ολοκληρώσω την τραυματισμένη από την παιδική μου ηλικία προσωπικότητα, καταλήγοντας να πουλώ “λαχεία στον ουρανό” και προκαλώντας τον σεβασμό των νεοτέρων μου μια και παρέμεινα ένας γνήσιος Έλληνας και Μεγάλος Ερωτικός».
Την Κυριακή συμπληρώνονται 20 χρόνια από το θάνατο του Μάνου Χατζιδάκι, στις 15 Ιουνίου του 1994.
Ο Χατζιδάκις ανήκει στις σπάνιες περιπτώσεις που δίνουν απόλυτο νόημα σε εκείνο το στίχο του Σικελιανού για τον Παλαμά: «Επάνω σε τούτο το φέρετρο ακουμπά όλη η Ελλάδα»…
Όλη; Όχι φυσικά. Γιατί Ελλάδα είναι και ο Γιακουμάτος. Είναι και ο Ντινόπουλος. Και ο Γεωργιάδης…
«Πότε θ’ ανθίσουνε τούτοι οι τόποι/ Πότε θα ρθούνε καινούργιοι ανθρώποι/ να συνοδεύσουνε τη βλακεία/ στην τελευταία της κατοικία;» ήταν ένα από τα σχόλια του Χατζιδάκι στο Τρίτο…
Ο Χατζιδάκις συμβολίζει τη φωτεινή Ελλάδα. Την Ελλάδα που δεν χωράει στην αρένα της ευτέλειας.
«Απέφυγα μετά περίσσιας βδελυγμίας ό,τι τραυμάτιζε το ερωτικό μου αίσθημα και την προσωπική μου ευαισθησία».
Συμβολίζει την Ελλάδα που δε λερώνεται από την απρέπεια, από την αμάθεια, από την ευήθεια.
Ο Χατζιδάκις είναι εκείνη η Ελλάδα που κάθε σύγκριση της εξουσίας μαζί της αποκαλύπτει πόσο «γυμνός είναι ο βασιλιάς».
Η ευαισθησία και η αισθητική του Χατζιδάκι, η αυθεντική του λαϊκότητα που βρισκόταν σε αμείλικτο πόλεμο με τον λαϊκισμό («λαϊκό – έλεγε – είναι ό,τι ασχολείται με τον άνθρωπο και προέρχεται από τον άνθρωπο»), η διαδρομή μιας ζωής κόντρα στην εμπορευματοποίηση και στον εκχυδαϊσμό της τέχνης, έβρισκαν την απόλυτη αντανάκλασή τους στην οξεία κριτική του ματιά προς τους «από πάνω» και στη διαρκή του άρνηση σε συμβιβασμούς προκρούστιους για την σκέψη του. «Ποιοι θα μας κυβερνήσουνε μελλοντικά, στην Ενωμένη Ευρώπη;» τον ρώτησαν όταν η Ελλάδα έμπαινε στην τότε ΕΟΚ. Απάντησε: «Ελπίζω για τους επερχόμενους, μια δημογεροντία του πνεύματος κι όχι η άγια κι αποστολική οικογένεια του πρίγκηπος Φρανκενστάιν»…
Ο Μάνος Χατζιδάκις υπήρξε ο δημιουργός που έβαλε τη σφραγίδα του στον πολιτισμό μας. Κορυφαίος αναμορφωτής του ελληνικού τραγουδιού, το δρομολόγησε σε νέους μουσικούς ορίζοντες. Πρωτοπόρος στην τέχνη του. Και ταυτόχρονα: Ασυμβίβαστος στη ζωή του. Ξένος απέναντι στην όποια κολακεία και στην τακτική της «αναρρίχησης». Εχθρός της σοβαροφάνειας και των παγιωμένων αντιλήψεων. Λάτρης του νέου και της συνεχούς αμφισβήτησης.
Όλα αυτά μαζί εξηγούν το γιατί όσοι διοικούν και άρχουν, είτε από τη θέση του κυβερνήτη, είτε από τη θέση του «χωροφύλακα» των ιδεών, είτε από τη θέση του «νταβατζή» – διακινητή της εικονικής τηλεπραγματικότητας, έχουν «περιποιηθεί» για τα καλά τον Χατζιδάκι όλα αυτά χρόνια. Ρίχνοντάς τον – ουσιαστικά – στη σπηλιά του σιωπητηρίου. Εκεί, δηλαδή, που θέλουν να κρατούν έγκλειστη κάθε φωνή που σηματοδοτεί την ανάταση.
Από μια άποψη, βέβαια, αυτό είναι ευτύχημα. Για δυο λόγους: Πρώτον, γιατί με τη στάση τους ομολογούν – άθελά τους – πόσο αδύναμοι είναι να λερώσουν ό,τι δεν μπορούν να καταλάβουν. Ο,τι δεν μπορούν να εννοήσουν. Ο,τι δεν μπορούν να φτάσουν. Δεύτερον, γιατί έτσι μένει ανόθευτη η φωνή του Χατζιδάκι από την προσπάθεια εκείνων των επίδοξων αμόρφωτων λεχριτών που θα αποτολμούσαν, ενδεχομένως, να την αλλοιώσουν.
«Οι βρικόλακες επιστρέφουν…»
Αν ο μουσικός Μάνος Χατζιδάκις αποτελεί κορυφαίο πολιτιστικό κειμήλιο για τον τόπο, ο «πολιτικός» Χατζιδάκις είναι ένας σκαπανέας και σηματωρός της ουσίας των προβλημάτων του καιρού μας.
Η τελευταία φορά που ο Χατζιδάκις ανέβηκε στη σκηνή ήταν στις 22 Φεβρουαρίου 1993. Και ήταν για να διευθύνει την Ορχήστρα των Χρωμάτων, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, σε μια συναυλία αφιερωμένη σε ένα… «ανεπίκαιρο» θέμα: Στον αγώνα ενάντια στον ναζισμό και τον φασισμό. Αυτό συνέβη 20 και πλέον χρόνια πριν…
Στο έντυπο πρόγραμμα της συναυλίας με τον υπότιτλο «Οι βρικόλακες επιστρέφουν» κατέθετε και τις δικές του «σκέψεις και παρατηρήσεις για το αναζωογονημένο φαινόμενο του Νεοναζισμού». Μεταξύ άλλων σημείωνε ο Μάνος Χατζιδάκις:
«Ο φασισμός στις μέρες μας φανερώνεται με δύο μορφές. ‘Η προκλητικός, με το πρόσχημα αντιδράσεως σε πολιτικά ή κοινωνικά γεγονότα, που δεν ευνοούν την περίπτωσή τους, ή παθητικός μες στον οποίο κυριαρχεί ο φόβος για ό,τι συμβαίνει γύρω μας. Ανοχή και παθητικότητα λοιπόν. Κι έτσι εδραιώνεται η πρόκληση. Με την ανοχή των πολλών. Προτιμότερος ο αργός και σιωπηλός θάνατος από την αντίδραση του ζωντανού κι ευαίσθητου οργανισμού που περιέχουμε. Το φάντασμα του κτήνους παρουσιάζεται ιδιαιτέρως έντονα στους νέους. Εκεί επιδρά και το marketing. Η επιρροή από τα ΜΜΕ ενός τρόπου ζωής που ευνοεί το εμπόριο. Κι όπως η εμπορία των ναρκωτικών ευνοεί τη διάδοσή τους στους νέους, έτσι και η μουσική, οι ιδέες, ο χορός και όσα σχετίζονται με τον τρόπο ζωής τους έχουν δημιουργήσει βιομηχανία με τεράστια και αφάνταστα οικονομικά ενδιαφέροντα. Και μη βρίσκοντας αντίσταση από μια στέρεη παιδεία όλα αυτά δημιουργούν ένα κατάλληλο έδαφος για να ανθίσει ο εγωκεντρισμός, η εγωπάθεια, η κενότητα και φυσικά κάθε κτηνώδες ένστιχτο στο εσωτερικό τους. Προσέξτε το χορό τους με τις ομοιόμορφες στρατιωτικές κινήσεις, μακριά από κάθε διάθεση επαφής και επικοινωνίας. Το τραγούδι τους με τις συνθηματικές επαναλαμβανόμενες λέξεις, η απουσία του βιβλίου και της σκέψης από την συμπεριφορά τους και ο στόχος για μια άνετη σταδιοδρομία κέρδους και εύκολης επιτυχίας. Βιώνουμε μέρα με τη μέρα περισσότερο το τμήμα του εαυτού μας – που ή φοβάται ή δεν σκέφτεται, επιδιώκοντας όσο γίνεται περισσότερα οφέλη. Ώσπου να βρεθεί ο κατάλληλος “αρχηγός” που θα ηγηθεί αυτού του κατάπτυστου περιεχομένου μας. Και τότε θα ‘ναι αργά για ν’ αντιδράσουμε».
«Όποιος δε φοβάται το πρόσωπο του τέρατος, πάει να πει ότι του μοιάζει, λέει ο Χατζιδάκις. Η πιθανή προέκταση του αξιώματος είναι, να συνηθίσουμε τη φρίκη, να μας τρομάζει η ομορφιά (…) Η υποταγή ή ο εθισμός σε μια τέτοια συνύπαρξη, ή συνδιαλλαγή, δεν προκαλεί τον κίνδυνο της αφομοίωσης ή της λήθης, του πώς πρέπει, του πώς οφείλουμε να σκεφτόμαστε, να πράττουμε και να μιλάμε; Αναμφισβήτητα αρχίσαμε να το ανεχόμαστε. Και η ανοχή πολλαπλασιάζει τα ζώα στη δημόσια ζωή, τα ισχυροποιεί και τα βοηθά να συνθέσουν με ακρίβεια τη μορφή του τέρατος που προΐσταται, ελέγχει και μας κυβερνά. Η μορφή του τέρατος είναι αποκρουστική. Όταν όμως το πρόσωπο του τέρατος πάψει να μας τρομάζει, τότε πρέπει να φοβόμαστε… γιατί αυτό σημαίνει ότι έχουμε αρχίσει να του μοιάζουμε (…)».
«Αυτό το “τέρας”! Άλλοτε καμουφλαρισμένο και άλλοτε ξεδιάντροπα προκλητικό έχει γιγαντωθεί, έχει αποκτήσει πολλές μορφές. Τα πλοκάμια του απειλούν θεούς και δαίμονες».
«Ο νεοναζισμός, ο φασισμός, ο ρατσισμός και κάθε αντικοινωνικό και αντιανθρώπινο φαινόμενο συμπεριφοράς δεν προέρχεται από ιδεολογία, δεν περιέχει ιδεολογία, δεν συνθέτει ιδεολογία. Είναι η μεγεθυμένη έκφραση -εκδήλωση του κτήνους που περιέχουμε μέσα μας χωρίς εμπόδιο στην ανάπτυξή του, όταν κοινωνικές ή πολιτικές συγκυρίες συντελούν, βοηθούν, ενισχύουν τη βάρβαρη και αντιανθρώπινη παρουσία του.
Η μόνη αντιβίωση για την καταπολέμηση του κτήνους που περιέχουμε είναι η Παιδεία. Η αληθινή παιδεία και όχι η ανεύθυνη εκπαίδευση και η πληροφορία χωρίς κρίση και χωρίς ανήσυχη αμφισβητούμενη συμπερασματολογία. Αυτή η παιδεία που δεν εφησυχάζει ούτε δημιουργεί αυταρέσκεια στον σπουδάζοντα, αλλά πολλαπλασιάζει τα ερωτήματα και την ανασφάλεια. Όμως μια τέτοια παιδεία δεν ευνοείται από τις πολιτικές παρατάξεις και από όλες τις κυβερνήσεις, διότι κατασκευάζει ελεύθερους και ανυπότακτους πολίτες μη χρήσιμους για το ευτελές παιχνίδι των κομμάτων και της πολιτικής. Κι αποτελεί πολιτική “παράδοση” η πεποίθηση πως τα κτήνη, με κατάλληλη τακτική και αντιμετώπιση, καθοδηγούνται, τιθασεύονται.(…). Κι είναι φορές που το κτήνος πολλαπλασιαζόμενο κάτω από συγκυρίες και με τη μορφή “λαϊκών αιτημάτων και διεκδικήσεων” σχηματίζει φαινόμενα λοιμώδους νόσου που προσβάλλει μεγάλες ανθρώπινες μάζες και επιβάλλει θανατηφόρες επιδημίες».
«Ο εθνικισμός είναι κι αυτός νεοναζισμός», λέει ο Χατζιδάκις.
Αξεπέραστη η παρομοίωσή του: «Ο πατριωτισμός των φασιστών έχει τόση σχέση με την πατρίδα, όση σχέση μπορεί να έχουν με τον πατριωτισμό τα άλογα επειδή συμμετέχουν στις παρελάσεις»…
«Ταξίδεψα πολύ – γράφει – και αυτό με βοήθησε ν’ αντιληφθώ πως η βλακεία δεν ήταν αποκλειστικόν του τόπου μας προϊόν, όπως περήφανα ισχυρίζονται κι αποδεικνύουν συνεχώς οι Έλληνες σοβινιστές και της εθνικοφροσύνης οι εραστές».
«Ποτέ δεν θα νικήσει η Ελευθερία, αφού τη στηρίζουν και τη μεταφέρουν άνθρωποι, που εννοούν να μεταβιβάζουν τις δικές τους ευθύνες στους άλλους. (…) Ο νεοναζισμός δεν είναι οι άλλοι. Οι μισητοί δολοφόνοι, που βρίσκουν όμως κατανόηση από τις διωκτικές αρχές λόγω μιας περίεργης αλλά όχι και ανεξήγητης συγγενικής ομοιότητος. Που τους έχουν συνηθίσει οι αρχές και οι κυβερνήσεις σαν μια πολιτική προέκτασή τους ή σαν μια επιτρεπτή αντίθεση, δίχως ιδιαίτερη σημασία που να προκαλεί ανησυχία. (…)».
«Ο νεοναζισμός δεν είναι θεωρία, σκέψη και αναρχία. Είναι μια παράσταση. Εσείς κι εμείς. Και πρωταγωνιστεί ο Θάνατος».
Πηγή: enikos.gr