Μουσική Περισσότερο διαβασμένα Πολιτισμός Συνεντευξεις

Χρήστος Νικολόπουλος. Συνεχιστής και διάδοχος των µεγάλων λαϊκών συνθετών / συνέντευξη στον Κωστή Χαλάτση

Γεννηµένος και µεγαλωµένος στην καρδιά του κάµπου της Ηµαθίας, ο Χρήστος Νικολόπουλος, σαν άλλο… «δέντρο» εξαιρετικής ποικιλίας, άπλωσε γρήγορα τα καρποφόρα κλαδιά του στο χώρο του αθάνατου λαϊκού τραγουδιού, προσφέροντας πλούσιους χυµούς χιλιάδων τραγουδιών, που έθρεψαν και µεγάλωσαν γενιές Ελλήνων, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στο εξωτερικό.

Άξιος συνεχιστής και διάδοχος των µεγάλων λαϊκών συνθετών, Τσιτσάνη, Χιώτη, Καλδάρα, ανέβηκε γρήγορα κι αθόρυβα, µε σκάλα το ανεξάντλητο πεντάγραµµό του σε ύψη αστείρευτης έµπνευσης, έχοντας όµως παράλληλα σταθερά το βλέµµα στραµµένο στη γη, όπως αρµόζει σε κάθε σεµνό και ταπεινό δηµιουργό, που τον αποκαλύπτει η ίδια η Ιστορία.

Για περισσότερο από 40 χρόνια, συνεργαζόµενος µε τους µεγαλύτερους πρωταγωνιστές της ερµηνείας και του στίχου, όπως το Στέλιο Καζαντζίδη, το Στράτο Διονυσίου, το Γιώργο Νταλάρα, τη Χαρούλα Αλεξίου, την Ελένη Βιτάλη, τον Πυθαγόρα, το Λευτέρη Παπαδόπουλο, το Μάνο Ελευθερίου κ.α., πρόσφερε και προσφέρει… «Άνθη ευλαβείας» στων …«Αγγέλων τα µπουζούκια».

Ωστόσο δεν µπορεί να κρύψει την πίκρα του για την απαξίωση που βιώνει τα τελευταία χρόνια σύσσωµο το καλό ελληνικό τραγούδι από τους σύγχρονους παράγοντες διαµόρφωσης συνειδήσεων της κοινής γνώµης. Αυτά και άλλα πολλά συζητήσαµε µε το συνθέτη το απόγευµα του Σαββάτου, µε αφορµή την επίσκεψή του στη Βέροια, για µουσική εµφάνιση µε τη Γλυκερία το ίδιο βράδυ.

………………………….

 

Εµφανίζεστε απόψε στη Βέροια, την πρωτεύουσα της Ηµαθίας, της ιδιαίτερης πατρίδας σας. Τι σηµατοδοτεί για εσας κάθε επιστροφή στην πατρίδα και ειδικά στο χωριό σας το Καψοχώρι Αλεξάνδρειας;

Είµαι από το Καψοχώρι της Αλεξάνδρειας. Τα περισσότερα βιώµατά µου, από τα παιδικά χρόνια είναι εκεί γύρω, και στα πέριξ χωριά και τις κοντινότερες πόλεις, που µια από αυτές ήταν και η Βέροια. Ξεκίνησα από τα πανηγυράκια των χωριών, τους γάµους και µετά, κάποια στιγµή, έπαιξα και στο πρώτο κέντρο, το «Ρίο», που ήταν στην Πλατεία Ωρολογίου. Αυτά το χειµώνα του 1962. Έκτοτε πήγα και στην Κοζάνη και τη Φλώρινα, κάποια διαστήµατα, και έφυγα στη συνέχεια στην Αθήνα, για να βρω την «τύχη» µου.

Έκανα αυτόν τον πρόλογο, γιατί δεν νιώθω απόλυτα Βεροιώτης, για να είµαι ειλικρινής. Νοιώθω Ρουµλουκιώτης και µάλιστα µεγάλη περηφάνια για την καταγωγή µου και συγκίνηση, όποτε έρχοµαι. Έρχοµαι πολύ συχνά, µου αρέσει να ξαναβλέπω τα µέρη µου, να διαβάζω βιβλία για την περιοχή µου, από τα χρόνια του Βυζαντίου ακόµα, προσπαθώ να µάθω λεπτοµέρειες και ιστορικά στοιχεία γι’ αυτόν τον τόπο και τον αγαπάω πολύ.

Είναι για σας ένα συναισθηµατικό κέντρο αναφοράς ο κάµπος της Αλεξάνδρειας; Σε κάποιες δύσκολες στιγµές σας στην Αθήνα, ή όπου αλλού βρίσκεστε, ανατρέχετε στις αναµνήσεις, ανακαλείτε µνήµες και βιώµατα;

Νοµίζω πως στη φύση του ανθρώπου είναι όσο µεγαλώνει να σκέφτεται τα παιδικά του χρόνια. Πράγµατι το ίδιο συµβαίνει και σε µένα. Δυστυχώς περνάν τα χρόνια, φεύγουν οι άνθρωποι. Εδώ και δυο χρόνια έχασα πολύ σηµαντικούς µου ανθρώπους. Τα δυο αδέλφια µου, τη µητέρα µου… και νιώθω µεν νοσταλγία να έρθω, αλλά, όταν τελικά έρχοµαι, µου λείπουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι και φεύγω µε µια γλυκιά πίκρα. Η γλύκα από τη µια που επισκέφτηκα την πατρίδα, η πίκρα από την άλλη που δεν αντάµωσα µε όλους όσους αγαπώ.

Είστε ένας καταξιωµένος λαϊκός συνθέτης, που έχει σπάσει πλέον τα κλειστά όρια της πανελλαδικής εµβέλειας, έχετε εµφανιστεί πολλές φορές στο εξωτερικό, στη µεγάλη… «οικογένεια» της οµογένειας και το όνοµά σας λειτουργεί αυτονόητα ως σύµβολο ταυτότητας του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού. Πώς συνδέετε τελικά την Πατρίδα µε τη µουσική;

Όσον αφορά τους οµογενείς, επειδή έχω παίξει στο εξωτερικό πολλές φορές, και σε πολλές συναυλίες, (έχω κάνει πολλά ταξίδια στην Αµερική, Αυστραλία, Ευρώπη και σε πολλές χώρες), έχω καταλάβει ότι οι οµογενείς Έλληνες αγαπούν περισσότερο την καλή µουσική και την παράδοση της χώρας µας από όσο οι δικοί µας, οι εγχώριοι.

Εν πάση περιπτώσει είναι ένας κρίκος σύνδεσης η µουσική της πατρίδας µε τους Έλληνες µετανάστες και βεβαίως τα τραγούδια µας που είναι τεράστιο κοµµάτι της πολιτιστικής µας ταυτότητας, πράγµα που δεν έχει γίνει αντιληπτό από κάποιους που χειρίζονται τις καταστάσεις, για να το στηρίξουν, όσο πρέπει. Το τραγούδι πάντως που υπηρετώ είναι, νοµίζω, πλέον ένα µεγάλο κοµµάτι της ελληνικής παράδοσης.

Άλλωστε έχετε σπάσει το «φράγµα» των 1000 τραγουδιών! Έχετε γράψει γύρω στα 1500 τραγούδια! Τα περισσότερα είναι και µεγάλες επιτυχίες, διατηρώντας παράλληλα µε αυστηρότητα τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της έµπνευσης!

Τα περιεχόµενα των τραγουδιών σας, όπως κάθε λαϊκού τραγουδιού, εµπεριέχουν πολλά χαρακτηριστικά και εικόνες από την καθηµερινότητα των απλών ανθρώπων… αγωνίες, έρωτες, φτώχεια, ξενιτιά, όλο το φάσµα της λαϊκής ζωής. Πιστεύετε ότι η σηµερινή γενιά, µπορεί να εκφραστεί µέσα από τα δικά σας τραγούδια; Τι µηνύµατα έχετε ως προς αυτό;

Το λαϊκό τραγούδι, τουλάχιστον αυτό που βίωσα εγώ, ήταν το τραγούδι της µεταβατικής περιόδου ανάµεσα στο ρεµπέτικο και το αµιγώς λαϊκό. Τότε το λαϊκό τραγούδι είχε δηµιουργήσει τη δική του φόρµα, µε βασικούς παράγοντες κάποιους ανθρώπους εκείνης της εποχής, τις δεκαετίες, 50′, 60′, 70′, µεταξύ αυτών ο Τσιτσάνης, ο Καλδάρας, ο Χιώτης, ο Θεοδωράκης, ο Χατζιδάκις κ.α. Από αυτό το τραγούδι πήρα και εγώ τα πρώτα µουσικά µου ερεθίσµατα και βάσει της φόρµας αυτών άρχισα και εγώ να γράφω τα δικά µου. Ειδικά ο Χιώτης ήταν για µένα ο εξέχων,  τον οποίο µελέτησα και πάρα πολύ, λόγω της δεξιοτεχνίας του στο µπουζούκι. Άλλωστε έπαιξα και µια ολόκληρη σαιζόν µαζί του.

Τώρα, όσον αφορά την ερώτηση κατά πόσο η σηµερινή γενιά εκφράζεται µέσα από τα τραγούδια µου, θα έλεγα µάλλον όχι. Νοµίζω πως θεωρούµαι λίγο παλιός, αλλά µου αρέσει αυτό. Η σηµερινή πραγµατικότητα δυστυχώς χαρακτηρίζεται από µια παρακµή του είδους που δυστυχώς την έχουν ονοµάσει σήµερα… «λαϊκό τραγούδι»! Και πρόκειται για µια παρακµή σε όλο της το µεγαλείο, από το στίχο, την ερµηνεία, τη µουσική… πράγµατα για τα οποία προσωπικά αισθάνοµαι µεγάλη ντροπή και δε θέλω να συµµετέχω σ’ αυτήν την ατµόσφαιρα, ούτε και θα έγραφα ποτέ τέτοιου είδους τραγούδια. Δυστυχώς, αυτό το είδος, άνευ ταυτότητας και περιεχοµένου, σήµερα επικρατεί και κυριαρχεί.

Πώς ορίζεται για σας το καλό λαϊκό τραγούδι σήµερα και ποιους – έστω και από τους ελάχιστους, εναποµείναντες – απαριθµείτε;

Ασφαλώς και υπάρχουν σήµερα φωτεινές εξαιρέσεις στο χώρο. Ακούµε πολλά καλά τραγούδια, ονοµαστών κιόλας συνθετών, µεταξύ αυτών ο Βαγγέλης Κορακάκης, ο Θοδωρής Παπαδόπουλος, ο Δηµήτρης Παπαδηµητρίου, ο Αντώνης Βαρδής, ο Ζήκας, όπως και πολύ καλοί στιχουργοί, πρωταγωνιστούν στο χώρο. Δυστυχώς όµως όποιος βγάλει από αυτούς έναν δίσκο, σηµειώνει φοβερή αποτυχία και µεταξύ αυτών είμαι και εγώ, βέβαια. Αυτό σηµαίνει ότι το καλό τραγούδι που όλοι εµείς γράφουµε – ή έτσι νοµίζω τουλάχιστον – δεν ανταποκρίνεται στις… «απαιτήσεις» των καιρών. Εκεί έχω κατασταλάξει και ένας σοβαρός λόγος είναι ότι δε χαίρει της απαραίτητης υποστήριξης και προβολής από τα ΜΜΕ. Ό,τι δεν παίζεται, δε φτάνει και στον κόσµο.

Αν µιλήσουµε για πολλές κλασικές σας επιτυχίες, και δεν αναφέροµαι αποκλειστικά στην πρώτη περίοδο Καζαντζίδη, 60′-70′, πολλοί νεολαίοι κιόλας, σήµερα τραγουδούν µε πολλή αγάπη αυτά τα τραγούδια, απλά δεν ξέρουν ότι είναι δικά σας. Πως σχολιάζετε το γεγονός ότι η νέα γενιά δεν γνωρίζει και δεν αναγνωρίζει πλέον σήµερα τους δηµιουργούς;

Αυτά τα παλιότερα τραγούδια ανακυκλώνονται και συνεχίζουν, ως διαχρονικά. Από τη στιγµή που δε µας παίζουν τα ραδιόφωνα, πώς είναι δυνατόν να µας µάθουν. Οι νέοι σήµερα ξέρουν από έξω αυτά τα… «σαχλοτράγουδα», τα «σκουπίδια», µε τα οποία µεγαλώνουν και προφανώς νοµίζουν ότι αυτά, στο σύνολό τους, είναι και η ελληνική µουσική. Λες και υπάρχει ένα συνωµοτικό σύστηµα όλων αυτών που έχουν τα Μέσα στα χέρια τους εναντίον της ποιότητας. Εξάλλου τώρα υπάρχει και ο κόσµος του διαδικτύου, πρόσφορος για κάθε πειρατή και επιτήδειο.

Πιστεύετε ότι έχει ελπίδες σήµερα ένας νέος συνθέτης να βιοποριστεί µέσα από την έµπνευση, την παραγωγή και τη δισκογραφία;

Με τίποτα. Διότι δεν υπάρχει και νοµοθεσία να προστατέψει στην πράξη τα δικαιώµατα, τα οποία ανήκουν στους δηµιουργούς. Πέρα από το λειτούργηµα που ασκείται µέσα από το τραγούδι, το τραγούδι δεν παύει να είναι και επάγγελµα.

Αν ένας δίσκος δεν πουλάει, ο δηµιουργός δεν µπορεί να βιοποριστεί. Αν πειρατεύεται και δεν προστατεύεται από το Κράτος, η κατάσταση χειροτερεύει. Δεν είναι ένα δωρεάν υλικό η έµπνευση, που ανήκει αυτονόητα και δικαιωµατικά σε όλους, χωρίς το παραµικρό κόστος. Μιλάµε δηλαδή για ανεπάρκεια προστασίας της ίδιας της εργασίας µας. Μόνο οι συνθέτες που δουλεύουν σε πίστες – ζωντανές εµφανίσεις έχουν κάποιες απολαβές. Γέµισε κατά τα άλλα ο τόπος παράτυπα κυκλώµατα και παράγοντες παντού. Δεν υπάρχουν παραγωγοί. Υπάρχει το playlist. Όποιος πληρώνει ένα ραδιόφωνο ακούγεται.

Έχετε µια ισχυρή και πλούσια συναυλιακή παρουσία για δεκαετίες και ουσιαστικά από εκεί πιο πολύ σας αγάπησε και το κοινό των ζωντανών εµφανίσεων. Μέσα σε αυτή τη σχέση µε το κοινό σας είχατε σηµαντική αποδοχή και αναγνώριση σε όλη την Ελλάδα και το εξωτερικό. Στην ιδιαίτερη πατρίδα σας, την Αλεξάνδρεια, ή ακόµη αν θέλετε και τη Βέροια, τη Νάουσα, είχατε ανάλογη αποδοχή; Γιατί, ίσως δεν είναι τυχαία η ρήση «Ουδείς Προφήτης στον τόπο του».

Δεν νοµίζω ότι είχα την αποδοχή που θα µε ευχαριστούσε.Δε νιώθω όµως και δυσφορία γι’ αυτό, γιατί, όπως και αν ακουστεί, δεν αισθάνοµαι και κανένας σπουδαίος. Είµαι και εγώ ένας απλός άνθρωπος που έγραψα µουσική, µέσα από την οποία εκφράστηκε ο κόσµος. Τι θα’ πρεπε, να µε κάνουν ήρωα; Δεν είχα λοιπόν στον τόπο µου ίσως τη δέουσα αναγνώριση. Παρόλα αυτά το γήπεδο της Αλεξάνδρειας, τελευταία φορά που παίξαµε ήταν γεµάτο. Από τη στιγµή που µε αγαπάει όλη η Ελλάδα, δεν έχω κανένα πρόβληµα.

Χωρίς να προσβάλλουµε τη µνήµη του Στέλιου Καζαντζίδη, θα θέλαµε να µας πείτε δυο λόγια για εκείνη την πολύκροτη υπόθεση που σας έφερε στα δικαστήρια και σε οριστική ρήξη. Κι αυτό γιατί ο κόσµος που αγαπάει και παρακολουθεί το καλό ελληνικό τραγούδι, «µούδιασε» εκείνη την περίοδο και ίσως υπήρξαν και παρανοήσεις, λόγω του μένους µε το οποίο καταφέρθηκε εναντίον σας τότε ο Καζαντζίδης. Πώς τα σχολιάζετε όλα αυτά;

Ο Στέλιος Καζαντζίδης ήταν ένας άνθρωπος µε πολλές εµµονές. Ήταν πολύ δύσκολος χαρακτήρας. Τον καταδίωκαν οι ίδιες του οι εµµονές. Μια από τις εµµονές αυτές είχε να κάνει µε τις σχέσεις του µε τις δισκογραφικές εταιρίες. Μπορούσε κάλλιστα να τραγουδήσει τα τραγούδια που χρώσταγε και να είναι ελεύθερος, όπως ήταν και µετά από 20 χρόνια αποχής. Του τα έλεγα όλα αυτά. Του έλεγα, µε θάρρος και αγάπη, ότι δεν έχει δίκιο. «Πόσα τραγούδια χρωστάς στο Μάτσα»; 27 χρώσταγε θυµάµαι, ένα διάστηµα. «Μπες µέσα και τραγούδα τα και είσαι ελεύθερος. Ποιος σε κρατάει;». Κάποιες φορές που του µίλαγα ελεύθερα, εκείνος στράφηκε εναντίον µου και άρχισε να µε βρίζει ανεξήγητα κάποιες φορές, πολύ άσχηµα. Τον πατέρα µου, την οικογένεια µου… Τότε λοιπόν τον παρακάλεσα να σταµατήσει, γιατί θα αναγκαστώ να προσφύγω στη δικαιοσύνη. Όπως και έγινε. Ζήτησα απλώς από τη δικαιοσύνη να τον υποχρεώσει να σταµατήσει το υβρεολόγιο.

Και βέβαια αναγνωρίζω την τεράστια αξία του ως καλλιτέχνη και δεν έπαψα να τον αγαπάω στιγµή. Είχαµε µια σχέση πατέρα και γιου µέχρι ένα διάστηµα. Πιστεύω ότι ίσως τον επηρέασε και ένας πολύ άσχηµος κύκλος που τον περιστοίχιζε. Αυτοί οι «αυλικοί» και οι κόλακες, που δεν τον άφηναν να δει τα λάθη του και του έλεγαν ποιος είναι ο Νικολόπουλος, που θα σου πει να µη µιλάς, για το ένα ή το άλλο.

Τέθηκε βέβαια και το θέµα της «πατρότητας» κάποιων τραγουδιών. Ωστόσο είναι κοινός τόπος ότι το µουσικό “DNA” κάθε τραγουδιού… «φωτογραφίζει» και τον πραγµατικό δηµιουργό του. Αναγνώρισε εντέλει ο Στέλιος Καζαντζίδης ότι τα υπό αµφισβήτηση τραγούδια ήταν δικά σας;

Στο τέλος µόνος του πήγε στο συµβολαιογραφείο και υπέγραψε δυο πράξεις µε τις οποίες αναγνώριζε ότι όλα αυτά τα τραγούδια – 32 στον αριθµό – είναι αποκλειστικά δικά µου, και δεν έχει ο ίδιος καµιά συνθετική σχέση. Και µάλιστα µου ζήτησε συγγνώµη και προσωπικά, για όλα όσα έγιναν. Αναγνώρισε εντέλει το άδικο από την πλευρά του.

Οι  κοινές εµφανίσεις σας µε τη Γλυκερία, τα σχέδια σας; Και σε ποια φάση βρισκόσαστε σε επίπεδο δισκογραφίας.

Δουλέψαµε µαζί όλο το χειµώνα, στο Πλατώ, στην Αθήνα και παρόλη την κρίση, είχαµε αρκετά µεγάλη επιτυχία. Τελειώνοντας ο χειµώνας, τελειώνουν και κάποιες δουλειές. Είναι να πάµε στην Κύπρο µεθαύριο, στην Αλεξανδρούπολη και µετά τελείωσε η σαιζόν. Για του χρόνου θα δούµε. Όσον αφορά τη δισκογραφία, µόλις πριν δυο µήνες περίπου κυκλοφόρησε ένας δίσκος µε το Μανώλη Λιδάκη, µε τίτλο «Όλα δικά µας κι όλα ξένα». Ο δίσκος παρ’ όλη την κρίση πάει καλά. Ωστόσο ένας δηµιουργός σήµερα δεν πρέπει να έχει αποκλειστικό στόχο να βγάλει δίσκο. Απλώς ένα “παρών” δίνουµε, γιατί αγαπούµε τη δηµιουργία… γι αυτό και ακόµα γράφουµε.

Έχετε έµπνευση αυτόν τον καιρό;

Έχω πάρα πολλή έµπνευση και µελετάω ακατάπαυστα. Νοµίζω, σε επίπεδο έµπνευσης ειδικότερα, ότι διανύω την πιο δηµιουργική µου φάση. Μόνο που δεν υπάρχει χώρος πια να δώσω τα τραγούδια. Οι εταιρίες δεν παράγουν πια. Άρχισαν και βγάζουν σιγκλάκια µε ένα – δυο τραγούδια. Εποµένως η έµπνευση, µοιραία θα καταλήξει σε κάποιες δικές µου παραγωγές που θα φυλάξω, ώστε να τις βρει µετά από χρόνια ο εγγονός µου…

………………….

banner-article

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΑ