
(από την παρουσίαση του βιβλίου «Σταυροί στο ακροθαλάσσι» στη Νάουσα τον περασμένο Απρίλιο)
Ο Θωμάς Κοροβίνης είναι –τολμώ να πω– ένας από τους σημαντικότερους εν ζωή λογοτέχνες της Ελλάδας· παρά τον όγκο, την ποικιλία, τη σημασία και την απήχηση του έργου του, έχει κλείσει τα αυτιά στις σειρήνες της πρωτεύουσας κι εξακολουθεί πεισματικά να ζει και να δημιουργεί στη Θεσσαλονίκη. Αν εξαιρέσει κανείς τη γενέθλια γη, τη Μηχανιώνα, η Θεσσαλονίκη είναι ένας από τους δύο τόπους που διαμόρφωσαν τη φυσιογνωμία του. Διατηρεί μαζί της μία σχέση αγάπης και πάθους που τον οδηγεί συχνά να γίνεται ο αυστηρότερος επιτιμητής της.
Ο άλλος, καθοριστικός για εκείνον, τόπος είναι η Κωνσταντινούπολη, όπου έζησε για 8 χρόνια υπηρετώντας ως φιλόλογος καθηγητής στο Ζάππειο και στο Κεντρικό Παρθεναγωγείο, «απολαμβάνοντας ταυτοχρόνως», όπως γράφει ο ίδιος «τα ανεξάντλητα μπερεκέτια της και αποθησαυρίζοντας πλούσιο και σπάνιο πολιτιστικό υλικό» που μαζί με άλλα του βιώματα αποτελεί ανεξάντλητη δεξαμενή έμπνευσης.
Ο Θωμάς Κοροβίνης διαθέτει μία πολυπρισματική, εξόχως ενδιαφέρουσα και πληθωρική δημιουργική προσωπικότητα. Φλερτάρει με το θέατρο και είναι μεταξύ άλλων συγγραφέας, ποιητής, στιχουργός, συνθέτης και ερμηνευτής λαϊκών τραγουδιών. Είχε την τύχη να μαθητεύσει κοντά σε κολοσούς των ελληνικών γραμμάτων και να αποκτήσει κοντά τους στέρεη παιδεία και αισθητική και παράλληλα, από μικρό παιδί, να έρθει σε στενή επαφή με το λαϊκό τραγούδι, τους ανθρώπους και τον πολιτισμό, στοιχεία που καθόρισαν τον προσανατολισμό του στη ζωή και στην τέχνη και τον οδήγησαν να γίνει ένας πολύπλαγκτος κοσμοπολίτης και λαϊκός διανοούμενος· διεισδυτικός παρατηρητής των ανθρωπίνων παθών, διαπρύσιος απολογητής των απόκληρων και των ανθρώπων του περιθωρίου, ασυμβίβαστος αρνητής του συντηρητισμού και της ηθικολογίας, ανήσυχος ερευνητής της ιστορίας και των παραδόσεων, ακάματος τεχνίτης της γραφής και της γλώσσας, ακμαίος εραστής της περιπέτειας.
Νομίζω ότι περιγράφει και τον εαυτό του όταν βάζει στο στόμα του Κωνσταντίνου Καβάφη τα παρακάτω λόγια:
«(…) Ἡ σύλληψις τῆς ἰδέας τῆς περιπλανήσεως καὶ τῆς ἀδιαλείπτου περιπετείας εἰς ἣν δέον διὰ βίου νὰ παραδίδεται ὁ ἄνθρωπος διεμορφώθη ἐντός μου εἰς πεποίθησιν. Ἐπίστευον ὅτι δημιουργεῖ τὴν δυνατὴν ψυχικὴν πληρότητα καὶ εὐωχίαν ἡ πρόσκτησις ἀλληλουχίας γνώσεων καὶ ἐμπειριῶν. Ἂν βεβαίως ἀντικρίσῃ τις τὴν ζωήν του ὡς διηνεκῆ πορείαν πρὸς τὸ ἄγνωστον. Ὠφελεῖται δὲ ἐπιπροσθέτως πολὺ ὑπὸ τῶν ἐνδιαμέσων σκοπίμων ἢ τυχαίων στάσεων καὶ τῶν πανδοκεύσεων (…)».
Παρατηρεί κανείς ότι ο Θωμάς Κοροβίνης είναι τεχνίτης της γλωσσικής μορφολογίας του ύφους. Σ’ αυτό το βιβλίο («Σκίρτημα Ερωτικόν, Ο Κ.Π. Καβάφης εις την Πόλιν», εκδ. Άγρα 2017) συνθέτει μία αψεγάδιαστη καθαρεύουσα με καβαφική χροιά. Με την ίδια ακρίβεια που μεταχειρίζεται τη γλώσσα του Οδυσσέα Ανδρούτσου στο «Ολίγη Μπέσα ωρε Μπράτιμε» ή του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη στο «Αγγελόκρουσμα», χρησιμοποιεί και τη γλώσσα της Ευθαλίας, (της Πολίτισσας πόρνης με την ποντιακή καταγωγή στο «Φαχισέ Τσίκα») ή τα καλιαρντά της Λολώς, (του παρενδυτικού ερωμένου του Αρίστου στον «Γύρο του Θανάτου»). Αυτή η σχολαστική προσήλωση του Κοροβίνη στη μορφική επεξεργασία της γλώσσας χαρίζει στα έργα του σκηνική διάσταση και μία ενάργεια μέσα από την οποία προβάλλουν παλλόμενοι οι χαρακτήρες του.
Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της γλωσσικής μορφής του τελευταίου του βιβλίου είναι η προφορικότητα της γλώσσας και μάλιστα με τη χρήση του γλωσσικού ιδιώματος της Ανατολικής Θράκης.
Οι «Σταυροί στο Ακροθαλάσσι» (εκδ. Άγρα 2024) είναι ένα αφήγημα με διαλογικό χαρακτήρα που ξεδιπλώνεται μέσα από τις συζητήσεις του εγγονού Θωμά Κοροβίνη με τη γιαγιά του Ελπινίκη, μιας δυναμικής αλλά και τυραννισμένης γυναίκας που έζησε την προσφυγιά και τη σκληρή βιοπάλη και στιγματίστηκε από ένα τραγικό γεγονός: τον θάνατο από νάρκη του δευτερότοκου γιου της – θείου του συγγραφέα, το 1945, σε ηλικία 25 ετών.
Οι διηγήσεις της γιαγιάς Ελπινίκης είναι συχνά δραματικές και μέσα από τη λαϊκή της σοφία, την ανθρωπιά και το ήθος της εκφράζουν με θυμοσοφική διάθεση το απόσταγμα της πείρας της για τη ζωή και τον θάνατο, με αποκορύφωμα μία έξοχη Νέκυια: την κατ’ όναρ κάθοδο της γιαγιάς Ελπινίκης στον Άδη και τη συνάντησή της με τον νεκρό γιο της.
Ωστόσο, μέσα από τον καϋμό του θανάτου και της προσφυγιάς ξεπροβάλλουν πολλές χαριτωμένες διηγήσεις. Το απόσπασμα που παραθέτω, κλείνοντας αυτήν την σύντομη αναφορά, περιγράφει τη γνωριμία της γιαγιάς ως νεαρής κοπέλας με τον μελλοντικό της άνδρα τον Γρηγόρη:
«(…) Πέρασαν ὁ παππούς σου μὲ κάτ᾽ δικούς του!
– Σὲ προξένεψαν;
– Διαβάτ᾽ς ἦταν καὶ δίψασε. Μὲ εἶδε στὴν αὐλή, καθισμέν᾽ στὸ κεφαλόβρυσο, καὶ στάθηκε ν᾽ ἀποστάσ᾽! Ἕνα νεράκ᾽ θὰ μὲ κεράσεις, κοπέλα μ᾽ ἔμορφη; Πῶς σὲ λένε, ἀπὸ ποῦ εἶσαι; Περαστικοὶ εἴμαστε, λυγερή μ᾽! Μὲ κοπλιμεντάρ᾽σε, κατάλαβες;
– Ἦταν κολπαδόρος, δηλαδή!
– Ἔμ, πῶς! Μὲ τὰ ἔξυπνα τὰ κόλπα γελιέται κι ὁ λύκος! Ἦρθαν ἀπ᾽ τὴν Ἡράκλεια γιὰ προμήθειες, ἄλευρα, γιὰ τοὺς φούρνους. Σήκωσα κεφάλ᾽ ἐγώ, τόν ᾽ξέτασα. Λεβεντόπαιδο ἦταν, ἔπαιζε καὶ τὸ μάτι τ᾽! Ἐγὼ, λέει, θὰ σὲ πάρω! Ἔ, πάρε με, ἀφοῦ μὲ θές!
– Ἔτσι τοῦ ἀπάντησες;
– Ἔμ, πῶς; Νόμ᾽σα κι ἔπαιζε! Χτύπησ᾽ ὁ Γρηγόρ᾽ς τὴν πόρτα, κι ὁ πατέρας τ᾽ μαζί, βγῆκε ὁ κύρης μου ὁ Κωνσταντής, ἔ, ἔγιναν οἱ συστάσεις, στρωθῆκαν στὸ μιντέρ᾽, ἔφερε ἡ μάνα μ᾽ καλούδια στὸ σοφρά, τὰ μίλ᾽σαν, τὰ ταίριαξαν, μὲ φώναξαν μέσα, τὸν θές, καλὸς εἶναι, εἶπα, δὲν τὸ συλλογίστ᾽κα, σὲ μιὰ βδομάδα χορέψαμ᾽ τὸν Ἡσαΐα.
(…)
– Γαμήλιο ταξίδι δὲ σὲ πῆγε;
– Πῶς! Μὲ πῆγε περίπατο! Ποδαράτ᾽, οἱ δυό μας, ἀπ᾽ τὸ πατρικό μ᾽ ὣς τὴ γέφυρα!
– Ἡ γέφυρα τοῦ Λουλὲ Μπυργκάς, ἡ ξακουστή!
– Ἄ, γειά σου!
– Σὲ χάιδεψε;
– Μάνα! Δὲν εἶχε ἐκεῖνο τὸν καιρὸ σκέρτσα καὶ μέλια-ζάχαρες προτοῦ νὰ μπεῖ στεφάν᾽!
– Καλὰ πέρασες πάνω-κάτω, δὲν πέρασες;
– Δὲν τὰ πιστεύω ὁσα εἶδαν τὰ μάτια μου, καὶ καλὰ καὶ ἀχαμνὰ. Ἕνα δὲ βαστῶ, ποὺ μ᾽ἔφαγαν οἱ νάρκες τὸν καλογιό μ᾽!».
Άκις Θωμαΐδης