Απόψεις

“Επιστημονική Ημερίδα του ΥΠ ΕΞ για την Συμφωνία των Πρεσπών (Ιστορικοί)” του Γιώργου Ουρσουζίδη

Γιώργος Ουρσουζίδης

Το Υπουργείο Εξωτερικών στις 19/7/2018 διοργάνωσε ημερίδα με θέμα τις νομικές πτυχές της Συμφωνίας των Πρεσπών.

Κλήθηκαν επιστήμονες με διαφορετικές προσεγγίσεις στο ζήτημα να καταθέσουν ισότιμα τις απόψεις τους, προκειμένου να καταστούν κατανοητά τόσο το περιεχόμενο της Συμφωνίας όσο και οι συνέπειες που θα προκύψουν για τις δύο γείτονες χώρες και όχι μόνο.

Για να κατανοηθεί το θέμα σε βάθος, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η γνώση τού ιστορικού υπόβαθρου του «Μακεδονικού ζητήματος». Για το λόγο αυτό προτίθεμαι να παρουσιάσω τις θέσεις διακεκριμένων καθηγητών ιστορίας, όπως του κ. Σφέτα (Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης) και του κ. Χατζηβασιλείου (Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών).

Ο λόγος που με οδήγησε σ΄ αυτό το εγχείρημα, είναι η αδιαμφισβήτητη και κατηγορηματική αναγκαιότητα να συμβάλλω στην άρση πολλών παρεξηγήσεων στο ζωτικότατο αυτό θέμα εξωτερικής πολιτικής που βασανίζει αρκετές δεκαετίες την χώρα μας, με πολυποίκιλες διχογνωμίες, κυρίως όμως – όπως καθημερινά περιέχεται στην αντίληψή μας – επειδή ο δημόσιος διάλογος πάνω στο ζήτημα της Συμφωνίας, βρίθει από ανακρίβειες, πολιτικές σκοπιμότητες, λαϊκισμούς και παραδοξολογίες.

Πολιτικά κόμματα και πολιτευτές – και όχι μόνο – με τους απαραίτητους «πρόθυμους» χειροκροτητές, προσπαθούν να εκμεταλλευτούν τα αυθόρμητα πατριωτικά αισθήματα των πολιτών, παραμερίζοντας το προφανές κοινό συμφέρον των δύο λαών, την πραγματικότητα και την αλήθεια.

Η αποστροφή του τ. υπουργού εξωτερικών κ. Κοτζιά, εν προκειμένω, υπήρξε ιδιαίτερα ευκρινής και αποφαντική:

«Η Ελλάδα ασφαλώς και δεν τα κέρδισε όλα. Μπορώ να σας περιγράψω πολύ καλύτερες συμφωνίες απ’ ό,τι τα κόμματα της αντιπολίτευσης ή τα επιστημονικά τους ινστιτούτα. Συμφωνίες που να ξυπνάω το πρωί και να λέω «όλα τα πήραμε, όλα τα κάναμε».

 Αλλά αυτές είναι ωραίες συμφωνίες με τον εαυτό μας.

Αυτές είναι ωραίες συμφωνίες με το κόμμα μας.

Δεν κάνουν για διακρατικές συμφωνίες τέτοιου είδους αντιλήψεις, διότι όταν κάνεις διακρατικές συμφωνίες, κάτι παίρνεις και κάτι δίνεις».

Εκείνο όμως που με ανησυχεί ιδιαίτερα, είναι, ότι στην ονοματολογία και ονοματοδοσία της πΓΔΜ, σε ό,τι  αφορά την Παγκόσμια καθημερινότητα – με την αδιαλλαξία και τις εμμονές – ελλοχεύει χρόνια τώρα ο κίνδυνος ν΄ αποβεί οριστικά εις βάρος μας.

Αποφεύγω  τον πειρασμό να διατυπώσω χαρακτηριστικά συμπεράσματα των εισηγήσεων, ωστόσο, τονίζω εκείνα που θεωρώ πολύ σημαντικά .

Θα ακολουθήσουν απόψεις νομικών, διεθνολόγων, Ευρωπαϊκών, Βαλκανικών, Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών, των οποίων θα προσπαθήσω να μεταφέρω το πνεύμα των εισηγήσεων αποδίδοντας τα λεγόμενά τους, σε πολλά σημεία όμως, μεταφέρω ακριβώς ό,τι ειπώθηκε. Υπάρχουν άλλωστε τα πρακτικά των εισηγήσεων, έχουν αναρτηθεί από το Υπουργείο Εξωτερικών, όπως και τα σχετικά οπτικοακουστικά links.

Μετά από αυτόν τον σύντομο πρόλογο περνάω στους ιστορικούς.

ΣΦΕΤΑΣ ΣΠΥΡΟΣ – ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ & ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΑΠΘ https://www.youtube.com/watch?v=jet-3tUMyJE (Το 1983 αποφοίτησε από το Ιστορικό Τμήμα του Α.Π.Θ. Με υποτροφία αρχικά του Ι.Κ.Υ. και αργότερα του γερμανικού κράτους πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές στην ιστορία της Ανατολικής και της Νοτιοανατολικής Ευρώπης και στη Σλαβολογία στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου (1985-1991). Το 1991 ανακηρύχθηκε διδάκτωρ του Πανεπιστημίου του Μονάχου με διατριβή σχετικά με το Μακεδονικό. Το 1993 διορίστηκε επιστημονικός συνεργάτης στο Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου (ΙΜΧΑ). Το 1999 εκλέχτηκε Λέκτορας Νεώτερης και Σύγχρονης Βαλκανικής Ιστορίας στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ, το 2004 εξελίχθηκε στη θέση του Επίκουρου Καθηγητή και το 2009 στη θέση του Αναπληρωτή Καθηγητή. Γνωρίζει Αγγλικά, Γαλλικά, Γερμανικά, Ρωσικά και τις βαλκανικές γλώσσες).

Με μεγάλη ευχαρίστηση αποδέχτηκα την πρόσκληση, να είμαι πρώτος ομιλητής στην ημερίδα για τη διαφώτιση της κοινής γνώμης σχετικά με τη Συμφωνία των Πρεσπών, όπως ακριβώς και πριν 9 χρόνια, με την τότε υπουργό εξωτερικών κ. Μπακογιάννη είχαμε διοργανώσει μια παρόμοια συνάντηση, όταν είχαμε εκδώσει τα Βουλγαρικά αρχεία για το Μακεδονικό – σε συνεργασία με τους Βουλγάρους ιστορικούς – προκαλώντας τις αντιδράσεις των Βορείων γειτόνων(πΓΔΜ) περί «Ελληνοβουλγαρικής» συνομωσίας.

Με αυτό θέλω να πω ότι η παρουσία μας εδώ δεν έχει κομματικό χαρακτήρα, στα εθνικά θέματα είμαστε υπεράνω κομμάτων, άσχετα από το  τι μπορεί να πει ο καθένας.

Μετά από  28 χρόνια μεταπτώσεων, αλλαγών και παλινωδιών   καταλήξαμε σε μια Συμφωνία  για την  οποία ο καθένας μπορεί να έχει τις απόψεις του,  αλλά εγώ, που παρακολουθώ το θέμα αυτά τα 28 χρόνια και γνωρίζω τις δυσκολίες της διαπραγμάτευσης στο παρελθόν και την αδιαλλαξία της άλλης πλευράς, πιστεύω ότι:

  • η  Συμφωνία  είναι η  καλύτερη  που μπορούσε να επιτευχτεί,
  • τα αρνητικά της Συμφωνίας δεν είναι τόσο επώδυνα, που να εγκυμονούν εθνικούς κινδύνους, ενώ καλύφθηκαν οι βασικές γραμμές που είχαμε στο θέμα αυτό.

Ο πληθυσμός χρησιμοποιεί την τοπική ταυτότητα “Μακεδών” για να απαλλαγεί από τον Σερβοβουλγαρικό ανταγωνισμό, αλλά μετά το 1944 υπάρχει μια νέα γενιά που δεν έχει βιώσει αυτό τον ανταγωνισμό.

Στις 7 Απριλίου 1974, ο Ευάγγελος Αβέρωφ-Τοσίτσας, σε βαρυσήμαντη επιστολή προς τον Καραμανλή, μεταξύ άλλων αναφέρει: «Όταν λοιπόν θα λείψει ο Τίτο, δια να προφυλαχθούν από την Βουλγαρία – τον πιστότερο δορυφόρο της Μόσχας – εν εκ των δύο πραγμάτων πρέπει να κάμουν. Ή να στηριχθούν εις τη Δύσιν ή να πλειοδοτήσουν εις φιλοσοβιετισμόν».

Η δική μας πλευρά φοβάται την «Σκοπιανή» προπαγάνδα στο δικό μας σλαβόφωνο πληθυσμό – κατανοητό στις συνθήκες του «ψυχρού πολέμου» – σήμερα όμως ξέρουμε, ότι τίποτα από αυτά που φοβόμασταν δεν συνέβη, η Σοβιετική Ένωση διαλύθηκε, η Γιουγκοσλαβία διαλύθηκε και κομμουνισμός κατέρρευσε.

Ουσιαστικά για εμάς έμπαινε το ζήτημα ασφάλειας, ότι οι  δικοί μας σλαβόφωνοι υφίστανται συστηματική προπαγάνδα – αυτός ήταν ο μοχλός και αυτό φοβάται ο Αβέρωφ.  Αυτό ήταν και το βασικό ζήτημα.

Οι Βούλγαροι τους αντιμετωπίζουν σαν αδέλφια και δεν έχουν πρόβλημα με τους όρους Μακεδονία και Μακεδόνες, διότι θεωρούν ότι είναι «μη απελευθερωμένοι» Βούλγαροι, «βλέπουν τους ‘’Μακεδόνες’’ ως αλλοτριωμένους   Βούλγαρους»,  άλλωστε στο Σύμφωνο φιλίας που σύναψαν πέρσι, δεν κάνουν αναφορά σε τέτοια ζητήματα – δεν είναι τυχαίο ότι είναι η πρώτη χώρα που τους αναγνώρισε με το συνταγματικό τους όνομα (Δημοκρατία της Μακεδονίας).

Αντίθετα, εμείς λόγω της αρχαιότητας θέλουμε το ξεκαθάρισμα και για αυτό επιμένουμε τόσο πολύ.

Επειδή για μας ο όρος Μακεδών, λόγω της αρχαιότητας,  είναι συνυφασμένος με τον Ελληνισμό, θέλουμε οριοθέτηση των ταυτοτήτων Ελληνισμού και Σλαβισμού,  και για αυτό επιμένουμε  τόσο πολύ στο να αποσαφηνιστούν τα ζητήματα ταυτοτήτων, χωρίς να αναγνωρίζουμε  “μακεδονικό έθνος’’ με τους όρους της άλλης πλευράς.

  • Αυτή  η οριοθέτηση είναι  το πνεύμα  που  διαχέεται  σε όλη  τη  Συμφωνία. 

Ποιοί ήταν όμως αυτοί το 1923; Εδώ τώρα μπαίνουμε στην καρδιά του προβλήματος, κάτι που μας αφορά.  Γιατί βλέπω ότι τα αλυτρωτικά καλύφθηκαν,  γενικά οι  κόκκινες γραμμές μας (σύνθετη ονομασία erga omnes,  εξάλειψη αλυτρωτισμού, αναθεώρηση του συντάγματος κ.λπ.), αλλά αναμοχλεύονται    ζητήματα ταυτότητας, γλώσσας, εθνότητας κ.λπ., σε λίγο και εμπορικών  σημάτων, δεν ξέρω  και εγώ τι άλλο θα ανακαλύψουμε.

Εννοείται ότι βιώνει η Γιουγκοσλαβία έναν έντονο ανταγωνισμό με την Βουλγαρία, για το τμήμα αυτό που επιδικάστηκε  το  1913  στη  Σερβία  – τη  Σερβική  Μακεδονία – πρόκειται για τη Vardaska Makedonija, που το 1929 συμπεριλήφθηκε  στην Vardaska Banovina.  Οι όροι Pirinska Makadonija, Vardarska Makedonija,  Egejska Makedonija,  εισήχθησαν  το 1913 από την ηττημένη Βουλγαρία για να  καταδείξουν  τη «διάσπαση της Μακεδονίας ως  ενότητας και βουλγαρικής περιοχής» με την επισήμανση ότι μόνο το  μικρό βουλγαρικό τμήμα, η Pirinska  Makedonija,  ήταν το ελεύθερο τμήμα, ενώ το ελληνικό (Egejska) και το σερβικό τμήμα (Vardaska) αλύτρωτες περιοχές.

Τι κληρονόμησαν οι Σέρβοι; Κληρονόμησαν έναν πληθυσμό ό οποίος έχει έντονα φιλοβουλγαρικά αισθήματα, άλλοι ακραιφνείς Βούλγαροι, λιγότεροι έχουν μια ρευστή συνείδηση – οι χωρικοί κυρίως – τους οποίους η Σερβία προσπαθεί να κερδίσει (εκΣερβίσει) και η Βουλγαρία αντιδρά, προσπαθεί να αποτρέψει τον εκσερβισμό.

Κοντά στο  άγαλμα του Μεγάλου  Αλεξάνδρου που είναι σήμερα στα Σκόπια, στο πλαίσιο του αρχαϊκού – κιτς πατριωτισμού – του Γκρούεφσκι, στον Μεσοπόλεμο δέσποζε το άγαλμα του Αλεξάνδρου Καραγιώργη (Σερβίας), προφανής ο σκοπός να εκσερβιστεί ο πληθυσμός.

  Η ευρύτερη  περιοχή  της  πόλης των Σκοπίων  ήταν για μας και για τους Σέρβους τμήμα της Παλαιάς Σερβίας. Οι Σέρβοι  τον 19ο αιώνα διέκριναν τους όρους Stara Srbija ( Παλαιά Σερβία) και Makedonija.  Αλλά για την ευρωπαϊκή  διπλωματία και για τη Βουλγαρία ο όρος  της μείζονος Μακεδονίας ήταν πολύ  ευρύτερος.  Συμπεριλαμβανόταν στα  τρία οθωμανικά βιλαέτια, του Κοσσόβου (με πρωτεύουσα  τα Σκόπια), του Μοναστηρίου και της Θεσσαλονίκης. Έτσι, υπήρχε και η συμβατική χρήση του όρου Μακεδονία.

Η περιοχή είναι πλέον εστία έντασης, μεταξύ Βουλγάρων κομιτατζήδων, δηλαδή ενόπλων ομάδων που από τη Βουλγαρία εισβάλουν στα Σκόπια και κάνουν ανταρτοπόλεμο εναντίων των Σέρβων. Οι μεν λένε στον πληθυσμό είστε Βούλγαροι, οι δε, είστε Σέρβοι, και ο πληθυσμός βρίσκεται μεταξύ «σφύρας και άκμονος»!

Θύμα του σερβοβουλγαρικού ανταγωνισμού στη σερβική Μακεδονία απέβη τελικά ο ίδιος ο  τοπικός  πληθυσμός. Από τη μια πλευρά εξαναγκαζόταν από τη VMRO να προσφέρει άσυλο στους Βούλγαρους κομιτατζήδες και να αυτοπροσδιορίζεται όχι ως σερβικός, αλλά ως βουλγαρικός, από την άλλη καταδιωκόταν από τις σερβικές αρχές, αν στήριζε τη VMRO   και  δηλωνόταν  ως βουλγαρικός και όχι  ως σερβικός, βρισκόταν  μεταξύ σφύρας και άκμονος.

Αν εκφραζόταν  ως «μακεδονικός», θα εξισορροπούσε τον Σερβοβουλγαρικό ανταγωνισμό και πίστευε  ότι  θα απεμπλεκόταν από τη σερβοβουλγαρική διένεξη.  Και  εδώ είναι το πρόβλημα  ακαταληψίας  και  δυσπεψίας για εμάς τους Έλληνες.

Υπήρχε η δυνατότητα (αναρωτιέται ο κ. Σφέτας) ένας σλαβόφωνος χωρικός να χρησιμοποιεί τον όρο Μακεδών και να ονομάζει το ιδίωμα που μιλούσε μακεδονική διάλεκτο;;;  Εδώ είναι το πρόβλημα, κάτι το οποίο δεν μπορεί να καταλάβει ο μέσος Έλληνας – όχι μόνο ο μέσος Έλληνα –  αλλά και οι διπλωμάτες της εποχής του Μακεδονικού Αγώνα.

  • Άλλο η Αρχαία Μακεδονία – εννοείται ότι όλα συνδέονται με τον Ελληνισμό – και  άλλο  ο  19ος / 20ός   αιώνας.

Οι όροι  Μακεδονία και Μακεδόνες άλλαζαν συχνά περιεχόμενο ανά τους αιώνες.  Ο όρος «Μακεδών» χρησιμοποιούνταν    από τις  σλαβικές κοινότητες ως  ένδειξη τοπικής ταυτότητας και οι  σλαβικές διάλεκτοι αποκαλούνταν ως «μακεδονικές», συγγενείς αλλού περισσότερο με τη βουλγαρική, αλλού με τη σερβική.   Αυτό οι δικοί μας Μακεδονομάχοι το παρατηρούσαν. Για παράδειγμα,  ποια ήταν η μακεδονική διάλεκτος στην οποία μιλούσε ο Καπετάν Κώτας στους  χωρικούς  και ο Πύρζας μετέφραζε στα ελληνικά,  διότι ο Παύλος Μελάς δεν την καταλάβαινε;

Σίγουρα ήταν σλαβικό ιδίωμα, «βουλγαρομακεδονικό ιδίωμα» το αποκαλεί ο ίδιος ο Μελάς σε άλλη του επιστολή,  άσχετα  αν στην  περιρρέουσα ατμόσφαιρα  αποκαλείται μόνο  μακεδονική διάλεκτος. Τι εννοούσε  ο  Κώτας  με  τον όρο  «εμείς οι Μακεδόνες»; Αυτό οι δικοί μας διπλωμάτες το βλέπανε, και ο Ίων Δραγούμης και οι άλλοι!  Αλλά, τι λέγανε;  Ότι αυτοί είναι πληθυσμοί Ελληνικοί – γιατί το «Έλλην» πάντα πήγαινε με το «Μακεδών» –  που στην πορεία των αιώνων δέχθηκαν σλαβικές επιδράσεις κ.λ.π. Έτσι παρέκαμπτες τον σκόπελο, δημιουργώντας έναν εθνικό μύθο!

Όπως και για την γλώσσα, ο Ίων Δραγούμης ασχολείται με την «Μακεδονική» γλώσσα – ας το πούμε έτσι – ναι είναι Ελληνική κατά βάσει, γιατί υπήρχαν και λέξεις μέσα, αλλά δέχθηκε επιδράσεις από Σλάβους, Αλβανούς, Βούλγαρους, Τούρκους κ.λ.π., έγινε κατά κάποιο τρόπο ένα «ανακάτεμα», έτσι και οι «Μακεδόνες» είναι ένα ανακάτεμα και πίσω από αυτούς να βλέπουμε Έλληνες!  Έτσι παρέκαμπτες τον σκόπελο – δεν ήταν μόνο Ελληνική ιδιαιτερότητα – και οι Σέρβοι στο Κόσσοβο λέγανε ότι οι Αλβανοί ήτανε «εξισλαμισμένοι Σέρβοι» – εξΑλβανίστηκαν!  Το ίδιο λένε και οι Τούρκοι για τους Κούρδους, ότι οι Κούρδοι είναι ορεινοί Τούρκοι που λόγω γειτνίασης με την Περσία δέχθηκαν την επίδραση της Περσικής γλώσσας!

Πρόσφατα, στην Βουλγαρία, όταν είχαμε το «vazroditelen protses» (διαδικασία αναγέννησης), τι έλεγε τότε η κομμουνιστική Βουλγαρία; Ότι οι μουσουλμάνοι (της Βουλγαρίας) είναι Βουλγαρικοί πληθυσμοί που στην πορεία των αιώνων έχουν εξισλαμιστεί και έτσι εκτουρκίστηκαν! Άλλαξαν μάλιστα και τα ονόματα, δηλαδή ο Achmet Erdogan, ονομάστηκε Menti Doganov! Η πολιτική αυτή δεν πέτυχε, δεν πέρασε, πάντα χρησιμοποιούσαν (μεταξύ τους) τα δικά τους ονόματα.

  • Τουτέστιν, και… «δια των όπλων» να καταλάβεις τα Σκόπια, ΔΕΝ μπορείς να επιβάλλεις αυτό που θέλεις στην πράξη !

Το όνομα «Μακεδόνας» χρησιμοποιούνταν αρχικά από όλους τους μακεδόνες Σλάβους – εννοείται ότι ΔΕΝ αναφέρεται στην αρχαία Ελλάδα – ως γεωγραφικός όρος για την ένδειξη της καταγωγής τους και πλέον το ζήτημα της εθνότητας ανάγεται σε πολιτικό ζήτημα (Kirsten Misirkov – έχει προκαταλάβει κατά πολύ την εποχή του)!

Το 1912 – 1913 η Σερβία πήρε μεγαλύτερο κομμάτι (από το Βουλγαρικό), έτσι αποκτήσαμε κοινά σύνορα με τη Σερβία – το όραμα του 19ου αιώνα – ο Ελ. Βενιζέλος πάντα μιλούσε για άξονα Αθηνών –Βελιγραδίου.

Η Βουλγαρία είναι η ηττημένη, (δεν μπορούσε  να επιτελέσει τον εθνικό της στόχο,  δηλαδή να ενσωματώσει τη Μακεδονία στη Βουλγαρία 25 χρόνια  μετά το σοκ  του Συνεδρίου του   Βερολίνου (13.7.1878) που αναθεώρησε  την προκαταρκτική  συνθήκη  του Αγίου  Στεφάνου (3. 3. 1878 ),  με την  οποία   η μείζων Μακεδονία (πλην Χαλκιδικής και Θεσσαλονίκης) ενσωματωνόταν στη Βουλγαρία.

Τι γίνεται μετά, δεν αποδέχεται το «status quo», στον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο πηγαίνει με τις κεντρικές δυνάμεις. Όταν μπαίνουν μέσα οι Σέρβοι το 1912-1913, κάνουν επιστράτευση, λέγανε στον πληθυσμό πως είναι Σέρβοι, ενώ ξέρανε ότι έχει φιλοβουλγαρικά αισθήματα σε ένα μεγάλο μέρος, αλλού υπήρχανε και ακραιφνείς Βούλγαροι, και άλλοι με ρευστή συνείδηση. Μετά μπαίνει στον πόλεμο η Βουλγαρία, ακολουθεί νέα επιστράτευση! Έτσι, υπήρχαν οικογένειες που ο ένας γιος είχε επιστρατευθεί από τον Σέρβικο στρατό και ο άλλος γιος από τον Βουλγάρικο!

Έτσι κατανοεί κανείς του Στρατή Μυριβήλη τη ρήση:« Μολοταύτα δε θέλουν νάναι μήτε Μπουλγκάρ, μήτε Σρρπ, μήτε  Γκρρτς. Μοναχά  Μακεντόν ορτοντόξ».   

Κάτι που προκάλεσε αλλεργικό σύνδρομο στην Ελλάδα και εξοβελίστηκε από τις μεταγενέστερες εκδόσεις το βιβλίου του… «Η Ζωή εν Τάφω». Απόσπασμα του βιβλίου:

 «Τους πρώτους τους μισούνε, γιατί τους πιλατεύουν και τους μεταχειρίζονται για Βουλγάρους. Και τους Βουλγάρους τους μισούνε, γιατί πήραν τα παιδιά τους στον πόλεμο. Εμάς τους Ρωμιούς μας δέχονται με κάποια συμπαθητική περιέργεια, μόνο και μόνο γιατί είμαστε οι γνήσιοι πνευματικοί υποταχτικοί του Πατρίκ, δηλαδή του Οικουμενικού Πατριάρχη.

Η ιδέα του Πατριαρχείου απλώνεται ακόμα, τυλιγμένη σε μια μυστικοπάθεια πολύ παράξενη,  πάνω σε τούτο τον απλοϊκό χριστιανικό κόσμο… Μολοταύτα η γοητεία από το ελληνικό Βυζάντιο βαστάει. Ύστερα είναι και οι τάφοι των προεστών και των παπάδων τους πούναι  σκαλισμένοι με τα ιερά και μυστηριώδικα  ελληνικά γράμματα. Τα ίδια γράμματα είναι  γραμμένα στα παλαιά σκεβρωμένα κονίσματά τους,  γύρω από τ΄ασκητικά κεφάλια των αγίων του Βυζαντίου και μέσα  στα κιτρινισμένα Βαγγέλια.

Όλα αυτά μας κάνουν προνομιούχους αντίκρυ στα μάτια τους.  Μολοταύτα δε θέλουν νάναι μήτε Μπουλγκάρ, μήτε Σρρπ, μήτε  Γκρρτς. Μοναχά  Μακεντόν ορτοντόξ».   

  • Έτσι γίνεται κατανοητό γιατί ο σλαβικός πληθυσμός της Μακεδονίας χρησιμοποιεί την ταυτότητα «Macedon orthodox», για να απεμπλακεί από την ΣΕΡΒΟ – ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΗ χρόνια διένεξη!

Στον μεσοπόλεμο, ο σοφός Βενιζέλος, προτίθεται να φτιάξει σχολεία για τον σλαβόφωνο πληθυσμό της Μακεδονίας, εφόσον το ζητήσουν οι ίδιοι οι κάτοικοι!

Έλεγε ο  Βενιζέλος τον Ιούνιο του 1930 στον υπουργό Εξωτερικών  της Γιουγκοσλαβίας Vojslav Marinković :

 «Θα ήμην διατεθειμένος, αν κατά τον εσωτερικόν νόμον ο απαιτούμενος αριθμός μας ζητήση το άνοιγμα σχολείων από αυτούς τους Σλαβόφωνους, νάνοίξω με την μόνην διαφοράν, ότι θα τα ήνοιγα  ως  μακεδονοσλαβικά,  και  δεν θα επέτρεπα καμμίαν επαφήν με  κυβερνήσεις  άλλων κρατών».

Τους θέλαμε τότε Σλαβομακεδόνες γιατί τότε εχθρός ήταν η Βουλγαρία!

Μετά το 1944, στα πλαίσια της ομόσπονδης Γιουγκοσλαβίας, σε συνθήκες ειρήνης, υπήρχε η δυνατότητα να παγιώσεις στη νέα γενιά μια νέα κατάσταση, να διαμορφώσεις νέα ταυτότητα. Δεν υπάρχει αμφιβολία – αυτό που λέει ο Ευάγγελος Αβέρωφ – ότι οι νέες γενιές διαμόρφωσαν αυτή τη νέα ταυτότητα.

Για το ζήτημα της «Μακεδονικής» γλώσσας, αρμόδιος για να μιλήσει για το θέμα αυτό είναι Σλαβολόγος, ούτε νεοελληνιστής, ούτε κλασικός φιλόλογος. Τον 19ο αιώνα η λεγόμενη Βουλγαρική, λένε ότι έχει διαλέκτους, της Άνω Βουλγαρίας και  αυτής  που ομιλείται μεταξύ Μακεδονίας και Θράκης.

Όταν πάμε κωδικοποιήσουμε μία Νέο – Βουλγαρική γλώσσα πρέπει να οριστεί αν θα είναι πολυδιαλεκτική ή μονοδιαλεκτική, θα συμπεριλαμβάνει και ιδιώματα του ευρύτερου Μακεδονικού χώρου; Και όταν λένε Μακεδονία εννοούν περίπου τα τρία βιλαέτια – ΟΧΙ την ΙΣΤΟΡΙΚΗ Μακεδονία – και εδώ υπάρχει πρόβλημα κατανόησης του όρου «Μακεδονία» – δεν είναι η ιστορική Μακεδονία, είναι τα τρία βιλαέτια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.

Όσον αφορά στη γλώσσα, επιλέγουν τη διάλεκτο του Βελίκο Τέρνεβο (Veliko Ternevo), έτσι η Βουλγαρική του 19ου αιώνα στηρίζεται στη διάλεκτο εκείνη που είναι προηγμένη, τα ιδιώματα του ευρύτερου Μακεδονικού χώρου δεν «καλλιεργούνται» είναι φτωχά, δεν έχουν γραπτή γλώσσα. Όταν όμως δημιουργείται κράτος το 1944 (Γιουγκοσλαβία) παίρνουν μια διάλεκτο μεταξύ Μοναστηρίου και Πρίλετ, και πάνε να την κάνουν λόγιο γλώσσα, να την κωδικοποιήσουν, οπότε διαμορφώνεται μια ταυτότητα – μας αρέσει, δεν μας αρέσει – αυτή είναι η πραγματικότητα. Επίσημα  στην  επιστήμη  της Σλαβολογίας  χαρακτηρίζεται  «μακεδονική» και είναι αυτονόητο ότι  είναι σλαβική.

  •    Για το λόγο αυτό υπάρχει στη Συμφωνία  η διευκρίνιση ότι ανήκει στην οικογένεια  των  νοτιοσλαβικών  γλωσσών  –  δεν έχει σχέση με τη γλώσσα των  Αρχαίων  Μακεδόνων.

Θα ήταν πολύ μεγάλη υπεραπλούστευση να πιστέψουμε ότι αυτοί θα αλλάξουν την ταυτότητά τους – εξάλλου δεν ζητάμε αλλαγή ταυτότητας / εξάλειψη –  αλλά  οριοθέτηση,  μεταξύ  Ελληνισμού  και  Σλαβισμού.

  • Νομίζω ότι αυτό είναι το πνεύμα που στη Συμφωνία των Πρεσπών αναφέρεται – η διάκριση του ενός, από το άλλο – ο σαφής διαχωρισμός του ελληνικού, ιστορικού τμήματος της Μακεδονίας από την ΠΓΔΜ .
  • Οριοθέτηση εδαφική και οριοθέτηση ταυτοτήτων – δεν αναγνωρίζουμε εθνότητα – οριοθετούμε τη  σλαβική τους ταυτότητα από το Ελληνισμό.

Για μας δεν αλλάζει τίποτα, Μακεδόνες (ως Έλληνες) θα συνεχίσουμε να αυτοαποκαλούμαστε, ούτε το Αεροδρόμιο Μακεδονίας, ούτε το Πανεπιστήμιο Μακεδονίας θα αλλάξει όνομα.

Τέλος όσον αφορά στον όρο ιθαγένεια, οι ίδιοι, στην μετάφραση της Συμφωνίας των Πρεσπών, στη δική τους γλώσσα, την αποδίδουν ξεκάθαρα με τη λέξη Grazhdastvo(Makedonija / Grazhdanin na Republika Severna Makedonija) που στα Ελληνικά αποδίδεται με τη λέξη «υπηκοότητα», ενώ στα αγγλικά “citizenship”.

  • Έτσι διαχωρίζεται ο ελληνισμός από τον Σλαβισμό. Αν δεν ξέρεις τα ιστορικά δεν μπορείς να καταλάβεις, και ιδιαίτερα τα ζητήματα ταυτότητας δεν εξαλείφονται – οριοθετούνται.

Το αφήγημα  της αντιπολίτευσης, ότι μπορεί να επιφέρει βελτιώσεις στη Συμφωνία ως μελλοντική κυβέρνηση, είναι το ίδιο με αυτό του VMRO στα Σκόπια: «Ο Ζάεφ συνθηκολόγησε,  έκανε μυστική διπλωματία χωρίς  να ενημερώνει την αντιπολίτευση, δεν εκμεταλλεύτηκε την καταδικαστική για την Ελλάδα απόφαση της Χάγης,  επιτέλεσε εθνική προδοσία, όταν έρθουμε στην εξουσία,  θα  διαπραγματευτούμε καλύτερη για μας  Συμφωνία με την Ελλάδα, άρα  χειρότερη  για  την  Ελλάδα  μπορεί  να  συμπεράνει  κανείς»!

 

  • Η συμφωνία είναι ισορροπημένη, οριοθετούνται τα ζητήματα ταυτότητας και  δεν  υπάρχουν  εθνικοί  κίνδυνοι.

ΕΥΑΝΘΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ – ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ & ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΕΚΠΑ(Πρόεδρος της Επιστ. Επιτρ. της Βουλής για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία από τον Φεβρουάριο του 2013 έως τον Ιανουάριο του 2016 – Μέλος της Επιστ. Επιτρ. Ινστιτούτου Δημοκρατίας «Κωνσταντίνος Καραμανλής» από το 2005 – Μέλος του Επιστημονικού Συμβουλίου του Ινστιτούτου Δημοκρατίας «Κωνσταντίνος Καραμανλής» από το 2010 – Πρόεδρος της Επιτροπής του άρθρου 18 παρ. 5 Ν. 2503/1997, του Υπουργείου Εσωτερικών από το 2012 – Υπεύθυνος της ιστορικής σελίδας της κυριακάτικης Καθημερινής από το 2014).

Ο κ. Χατζηβασιλείου θεωρεί  ιδιαίτερα θετική τη συγκυρία στα Βαλκάνια, στις μέρες μας.

Η συγκυρία του 2017-18 στα Βαλκάνια ήταν ιδιαίτερα θετική, επειδή ακριβώς ανέκυψε η ευκαιρία να γίνει κάτι που δεν είχε υπάρξει από το 1878.

  • Μια συμφωνία των εμπλεκομένων κρατών στο Μακεδονικό, όπου καθένα από τα τρία, κατέχει ένα  μόνο  τμήμα   της ευρύτερης περιοχής, και ότι ο λαός του, είναι  ένας  μόνον από τους  λαούς  που κατοικούν ισότιμα σε  αυτή.

Βέβαια, μια διακρατική συμφωνία (μια νομική πράξη), από μόνη της, δεν θα είναι το τέλος της πορείας. Αυτό θα απαιτήσει, επιπρόσθετα, την ανάπτυξη κλίματος αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ και των ηγεσιών και των λαών της περιοχής. Επομένως, η νομική πράξη είναι αναγκαία, αλλά όχι επαρκής προϋπόθεση. Ωστόσο, είναι η απαραίτητη αρχή και η εδραία βάση για να κινηθούμε  σταδιακά  προς  την  κατεύθυνση αυτή.

Επιπλέον, η προοπτική αυτή του 2017-18 συνέπλεε με την μόνιμη επιδίωξη της Ελλάδας να αποφύγει τη μονοπώληση όρων, ταυτοτήτων και εδαφών στον χώρο της Μακεδονίας. Η Ελλάδα, ιστορικά, δεν προσπάθησε να μονοπωλήσει την ευρύτερη περιοχή. Προσπαθούσε όμως πάντοτε να μην τη μονοπωλήσει άλλος.

  •  Αυτή η ελληνική πολιτική εξειδικεύτηκε και εντάθηκε μετά τη διανομή των εδαφών της γεωγραφικής Μακεδονίας το 1912-13, καθώς και μετά την προβολή – για πρώτη φορά ενός κατ’ εξοχήν μονοπωλιακού εθνικού «μακεδονισμού», ιδίως μετά το 1944 από την τότε Γιουγκοσλαβία.

Τέλος, η Ελλάδα, σταθερά προσπάθησε να αποφύγει την αναγνώριση εθνικής μειονότητας στο μακεδονικό έδαφός της (θυμίζω την περίπτωση του πρωτοκόλλου Πολίτη-Καλφώφ το 1924), κυρίως δε να αποφύγει αναγνώριση εθνικής «μακεδονικής» μειονότητας μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Ι.    Η συμφωνία των Πρεσπών είναι μια πολύ ιδιότυπη περίπτωση στην ιστορία του Μακεδονικού ζητήματος.

       Πρώτα από όλα, με αυτήν η Ελλάδα επιτυγχάνει την αλλαγή του κρατικού ονόματος της ΠΓΔΜ. Πρόκειται για μια από τις ελάχιστες φορές στην παγκόσμια ιστορία των διεθνών σχέσεων που γίνεται κάτι τέτοιο (δεν είναι όμως η πρώτη, όπως λανθασμένα λέγεται ή γράφεται). Σε κάθε περίπτωση, ως προς την αλλαγή του ονόματος του κράτους, η συμφωνία μπορεί να θεωρηθεί επιτυχής. Το ίδιο το όνομα δεν χρειάζεται να τεθεί σε συζήτηση. Είναι σαφές ότι διαφορετικοί αναλυτές μπορεί να έχουν διαφορετικές προτιμήσεις για το εάν θα ήταν «Άνω», «Νέα», «Βόρεια» ή «του Βαρδάρη».

  • Ωστόσο, ο συμφωνηθείς είναι γεωγραφικός προσδιορισμός, που παραπέμπει σε  μέρος  του  όλου   όπως  ακριβώς  έπρεπε  να  γίνει.

Δεν είναι όμως αυτή όλη η εικόνα. Επιδιώκαμε την αλλαγή του ονόματος του κράτους, όχι από κάποιο καπρίτσιο, αλλά ακριβώς επειδή, βάσει της παγκόσμιας πρακτικής, αυτό θα συμπαρέσυρε σε αλλαγή και το όνομα του λαού του, θέτοντας τέλος στις απόπειρες μονοπώλησης της ευρύτερης περιοχής. Αλλά, περιέργως, αυτό με τη συμφωνία των Πρεσπών δεν γίνεται.

Δεν πρόκειται μόνον για το γνωστό ζήτημα της nationality/citizenship η οποία ορίζεται ως Macedonian/citizen of the Republic of North Macedonia.       Πολύ περισσότερο, δεν υπάρχει στη συμφωνία των Πρεσπών αναφορά στον λαό του κράτους αυτού ως «βορειομακεδονικό». Μάλιστα, το άρθρο 7 λέγει ακριβώς το αντίθετο: ότι οι πολίτες του κράτους της Βόρειας Μακεδονίας θα συνεχίσουν να χρησιμοποιούν τον όρο «Μακεδόνες» σκέτο. Επιπλέον, ενώ, κατ’ ελληνική απαίτηση, αλλάζει η ορολογία του Συντάγματος της ΠΓΔΜ όπου αναφέρεται το κράτος «Μακεδονία», δεν αλλάζει αντίστοιχα η ορολογία για τον λαό του κράτους αυτού: δεν προβλέπεται η αλλαγή των φράσεων του Συντάγματος περί του «Μακεδονικού» λαού σε «Βορειομακεδονικό» λαό.  Αυτό, εξ άλλου, συνδυάζεται και με τις προβλέψεις της συμφωνίας για την «μακεδονική γλώσσα».

Τέλος, επειδή λέγεται από διάφορες πλευρές ότι η συμφωνία δεν αφορά την εθνότητα, αλλά μόνον την ιθαγένεια, ας παρατεθεί ένα τμήμα της, και συγκεκριμένα το άρθρο 7, παράγραφος 3:  When reference is made to the Second Party [δηλαδή την ΠΓΔΜ], these terms denote its territory, language, people and their attributes, with their own history, culture, and heritage […]

Το ερώτημα εδώ (και αφορά πρωτίστως τους νομικούς που είναι κατ’ εξοχήν αρμόδιοι) είναι απλό: αυτό το παράθεμα είναι ορισμός της «ιθαγένειας»; Ή μήπως ένας κλασικός ορισμός της εθνότητας; Και αν δεν είναι αυτό εθνότητα, τότε τι είναι; Και ποιοι είναι οι «όροι» (terms) που θα χρησιμοποιούνται από το Δεύτερο Μέρος, δηλαδή την ΠΓΔΜ, ως προς την ιστορία, τον πολιτισμό και την πολιτιστική της κληρονομιά; Αυτό ορίζεται στην πρώτη παράγραφο του ίδιου άρθρου: «Macedonia» και «Macedonian». Σκέτο. Δεν χρειάζεται να μπούμε σε μια ατέρμονη συζήτηση περί του τι είναι έθνος. Πάντως, το παράθεμα αυτό δεν ομιλεί για ιθαγένεια.

Στο επίπεδο αυτό, όμως, εγείρονται κάποια σημαντικά και επώδυνα ζητήματα:

Η Ελλάδα αποδέχεται τη θέσπιση μιας ιεραρχικά ανώτερης ταυτότητας στον χώρο της γεωγραφικής Μακεδονίας, που δεν είναι η δική της. Είναι φανερό ότι εφόσον σε μια πολυεθνική Μακεδονία, που μοιράζεται σε τρία κράτη, ένας από τους λαούς θα είναι οι Μακεδόνες, τότε οι άλλοι – Έλληνες, Βούλγαροι, Αλβανοί – θα είναι πιο «κάτω» από αυτόν.

  •       Με άλλα λόγια, ενώ πήραμε αυτό που έπρεπε στο επίπεδο του ονόματος του κράτους, όχι απλώς επιτρέπουμε τη συνέχιση της μονοπώλησης της ταυτότητας αλλά πλέον, στην πράξη, την αποδεχόμαστε.

Στο επίπεδο αυτό, όμως, εγείρονται κάποια σημαντικά και επώδυνα ζητήματα:

  1. Η Ελλάδα αποδέχεται τη θέσπιση μιας ιεραρχικά ανώτερης ταυτότητας στον χώρο της γεωγραφικής Μακεδονίας, που δεν είναι η δική της. Είναι φανερό ότι εφόσον σε μια πολυεθνική Μακεδονία, που μοιράζεται σε τρία κράτη, ένας από τους λαούς θα είναι οι Μακεδόνες, τότε οι άλλοι – Έλληνες, Βούλγαροι, Αλβανοί – θα είναι πιο «κάτω» από αυτόν. Δεν μπορεί να είναι «ισότιμοι», στη Μακεδονία, οι Μακεδόνες και οι άλλοι. Και το αστείο είναι ότι αυτή η ιεραρχικά ανώτερη ταυτότητα αποδίδεται σε έναν λαό ενάμισι εκατομμυρίου ανθρώπων, ενώ οι Έλληνες Μακεδόνες είναι τρία εκατομμύρια (μαζί με όσους ζουν στην υπόλοιπη Ελλάδα). Και αυτό το δέχτηκε η Ελλάδα.
  2. Γεννάται σοβαρό πρόβλημα αυτοπροσδιορισμού των Ελλήνων Μακεδόνων. Στο θέμα αυτό θα επανέλθω.
  3. Με τη συμφωνία των Πρεσπών η στρατηγική της Ελλάδας – να μην επιτρέπει μονοπώληση ταυτοτήτων στην ευρύτερη περιοχή της γεωγραφικής Μακεδονίας – εγκαταλείπεται. Πρόκειται για εγκατάλειψη μιας θεμελιώδους εθνικής στρατηγικής 150 ετών, από το 1878 (και όχι 27 ετών από το 1991). Και δεν είναι σαφές τι μπαίνει στη θέση της.
  4. Είναι δύσκολο να γίνει αντιληπτό από τον καλόπιστο αναλυτή γιατί έπρεπε να παρεμβληθούμε και να πάρουμε θέση σε μια μακρά διαμάχη περί έθνους και γλώσσας μεταξύ Σόφιας και Σκοπίων. Δεν είναι σαφές ποιο εθνικό ή βαλκανικό συμφέρον εξυπηρετούμε, προσβάλλοντας ή ενοχλώντας τον βουλγαρικό εθνικισμό, μια από τις πιο ισχυρές δυνάμεις των Βαλκανίων. Ασφαλώς, έχει πρόσφατα συνομολογηθεί μια συμφωνία Σόφιας-Σκοπίων. Αλλά ας μην λησμονούμε ότι σε αυτή τη σχέση τα διακυβεύματα είναι διαφορετικά. Δεν έχουν την ίδια έννοια – και την ίδια δυναμική – οι όροι και οι ονομασίες.

ΙΙ.  Παράλληλα, η συμφωνία των Πρεσπών, από την ώρα της επικύρωσής της, θα δημιουργήσει νέα δεδομένα και στο εσωτερικό της χώρας. Και στο πεδίο αυτό τίθενται, κατά τη γνώμη μου, κάποια ερωτήματα που αφορούν τη νέα νομική πραγματικότητα που δημιουργεί η συμφωνία των Πρεσπών.

  • Είναι σαφές ότι με τη συμφωνία των Πρεσπών απαγορεύεται αποτελεσματικά, πράγματι απαγορεύεται αποτελεσματικά, στα Σκόπια να θέσουν θέμα δικής τους μειονότητας στην Ελλάδα.

Αξίζει όμως να εξεταστεί εάν η συμφωνία αυτή στην πράξη υποχρεώνει την Ελλάδα να αναγνωρίσει εθνική «μακεδονική» μειονότητα.

Ο εισηγητής στο σημείο αυτό, έκανε αναφορά σε ζητήματα νομικής φύσεως, που θα μπορούσαν να προκύψουν από πολίτες που δεν συμμερίζονται το πνεύμα της συμφωνίας και θα μπορούσαν να εκμεταλλευτούν παρερμηνείες ή ασάφειες δημιουργώντας σοβαρά προβλήματα στα δύο κράτη.

Τέλος, διατείνεται  ότι ανακύπτει το μείζον πρόβλημα ότι οι Έλληνες Μακεδόνες αισθάνονται – ήδη αισθάνονται – ότι το ίδιο το κράτος τους δεν μεριμνά για την ταυτότητά τους, κάτι το πραγματικά δηλητηριώδες σε μια κοινωνία. Και πρέπει να επισημανθεί ότι αυτά τα προβλήματα δεν θα ανέκυπταν εάν ο λαός της γειτονικής χώρας είχε οριστεί ως Βορειομακεδόνες, όπως θα επέβαλλε η νέα ονομασία του κράτους τους.

Δεν αναφέρομαι εδώ σε όσους θα ήθελαν να μην υπάρχει καθόλου ο όρος Μακεδονία στην ονομασία του γειτονικού κράτους. Αναφέρομαι σε όσους αποδέχονταν τον γεωγραφικό προσδιορισμό, πιστεύοντας ότι θα ακολουθείτο η παγκόσμια πρακτική, και ότι η ονομασία του κράτους θα συμπαρέσυρε την ονομασία του λαού του. Ενώ στην περίπτωση μας, αυτή η παγκόσμια πρακτική δεν ακολουθήθηκε.

III.  Ως επιστήμονας που μελετά τα ζητήματα αυτά επί 30 ήδη χρόνια, θα ήθελα συμπερασματικά να επισημάνω κάποιες ανάγκες που, κατά τη γνώμη μου, ανακύπτουν μετά τη σύναψη της συμφωνίας των Πρεσπών. Λαμβάνω ως δεδομένο ότι θα επέλθει η κύρωση και η επικύρωση της συμφωνίας και στα Σκόπια και από τη σημερινή ελληνική Βουλή – μάλιστα, συμφωνώ με την ανάλυση του κ. Υπουργού, του κ. Ν. Κοτζιά, ότι στη σημερινή ελληνική Βουλή υπάρχουν οι κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες, είτε απόλυτες είτε σχετικές, που μπορούν να εξασφαλίσουν την κύρωσή της. Οι ανάγκες που ανακύπτουν μετά τη σύναψη της συμφωνίας, είναι οι εξής:

Πρώτον, στο επίπεδο της ελληνικής στρατηγικής στα Βαλκάνια. Φοβούμαι ότι, παρά το γεγονός ότι, σε πρώτη οπτική, υπάρχει πράγματι μια μείζων επιτυχία – η αλλαγή του ονόματος του γειτονικού κράτους – η Ελλάδα έχει εγκαταλείψει μια από τις θεμελιώδεις περιφερειακές της στρατηγικές, την οποία ακολουθούσε με συνέπεια (και επιτυχημένα) επί 150 χρόνια. Έχει δηλαδή εγκαταλειφθεί ο στόχος να μην επιτρέπεται η μονοπώληση ταυτοτήτων στον χώρο της γεωγραφικής Μακεδονίας και της νότιας Βαλκανικής. Είναι επομένως αναγκαίο η Ελλάδα να διαμορφώσει μια νέα στρατηγική.

Δεύτερον, για τις ίδιες προβλέψεις της, η συμφωνία των Πρεσπών εγείρει τον κίνδυνο εμφάνισης, στο εσωτερικό της χώρας μας, ενός νέου τύπου (αλλά κολοσσιαίας κλίμακας) δημοκρατικού ελλείμματος, που δεν θα αναφέρεται στη λειτουργία των θεσμών, αλλά στην πεποίθηση – σωστή ή όχι, αδιάφορο τελικά – τριών εκατομμυρίων Ελλήνων Μακεδόνων ότι το κράτος τους δεν προστάτεψε την ταυτότητά τους, εθνική και τοπική.

Το ελληνικό κράτος πρέπει να σκεφτεί τι μπορεί να κάνει για να δείξει ότι σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα και το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού των Ελλήνων. Διαφορετικά, φοβούμαι ότι η συμφωνία των Πρεσπών θα προκαλέσει μια τρομακτική έκρηξη εθνικισμού – ακραίου εθνικισμού – μέσα στην Ελλάδα, και όχι μόνον μεταξύ των Ελλήνων Μακεδόνων.

Βέροια 8/11/18

Ουρσουζίδης Ν. Γιώργος

Βουλευτής Ημαθίας του ΣΥΡΙΖΑ

*  Στη συνέχεια θα παρουσιαστούν εισηγήσεις του Διεθνολόγου κ. Ζάϊκου (ΠΑΜΑΚ) και του Ιστορικού  Μιχαηλίδη (ΑΠΘ).

banner-article

Δημοφιλή άρθρα

  • Εβδομάδας