Ιστορία

Βασίλης Πατρίκας. Ο δασκιώτης λαϊκός αγωνιστής και τα “μακρυγιαννικά” του απομνημονεύματα (9)

Επιμέλεια  Δημήτρης Βύζας*

«Εγώ θα γράψω τη δική μου ιστορία. Όλοι οι άνθρωποι στη ζωή έχουν την ιστορία τους. Ο καθένας  ξέρει τους δικούς του πόνους, τις δικές του χαρές, λύπες και βάσανα και όταν πεθάνει, πεθαίνουν όλα. Μα εγώ είτε είμαι χαζός, είτε έξυπνος, θα γράψω τον πόνο του χωριού μου, την ιστορία που μου έλεγαν οι παππούδες. Πού θα ξέρουν, αυτοί που γεννιούνται τώρα, πώς ήταν τότε.»  Βασίλης Πατρίκας  (1912-2002)

Βασίλης Πατρίκας

Πριν από αρκετά χρόνια, μετά τον θάνατο του μπάρμπα Βασίλη Πατρίκα του Νικολάου, έφτασαν στα χέρια μου τα απομνημονεύματα του, (προσωπικά δεν ονοματίζει και ούτε χαρακτηρίζει τα γραπτά του), που αποτελούνται από 194 σελίδες.[…]

Από εκτίμηση που είχα στο πρόσωπο και σεβασμό στη μνήμη του Βασίλη Πατρίκα, διάβασα με ευχαρίστηση τα γραπτά τουλάχιστον δύο φορές. Από τις 194 σελίδες, πέρασα σε ηλεκτρονική μορφή τις πρώτες 58 που κοινοποιώ. Αυτές έγιναν αναγνώσιμες ή καλύτερα ευανάγνωστες. Στην αρχή άφησα τα κείμενα όπως είναι γραμμένα, χωρίς καμιά ορθογραφική διόρθωση. Προχωρώντας έκανα μεγαλύτερη σε βάθος διόρθωση λαθών, όχι όμως εκφραστικών. Αυτό σίγουρα θα το καταλάβει ο αναγνώστης.

Δεν είναι πρόθεση μου να δημοσιεύσω ολόκληρο το έργο του Βασίλη Πατρίκα παρά να κεντρίσω το ενδιαφέρον εκείνων που εκτιμούν τις προσπάθειες συνανθρώπων τους που αγαπούν την Τοπική Ιστορία.[…] (Απόσπασμα από τον πρόλογο του Δημήτρη Βύζα)

Βασίλης Πατρίκας  (ανάγνωση και αντιγραφή Δημήτρης Βύζας)

Μέρος 9ο

Εκεί, προτού από 60 χρόνια, ο κόσμος δεν  είχε το σημερινό άγχος. Δεν έβλεπε (δεν νοιάζονταν) για τίποτε άλλο παρά για γλέντι, χορό και τραγούδι. Όχι σαν τη σημερινή μόδα. Οι γυναίκες κυκλοφορούσαν με τα γουρουνοτσάρουχα και ντυμένες σεμνά. Δεν έβλεπες έξω (γυμνό). Το στήθος το σκέπαζε η τραχλιά, (τραχηλιά). Όχι σαν σήμερα που ντρεπόμαστε να βλέπουμε τα εγγόνια μας και αν πούμε κάτι μας λένε αυτή είναι η μόδα παππού. Τι στον διάβολο μόδα είναι αυτή; Να βγάζεις τον κώλο (έξω).

Το χωριό το έκαψαν οι χωροφύλακες (στον Εμφύλιο).  Τότε έβαλαν φωτιά και στην Αγία Τριάδα που είναι νέα (εκκλησία). Άρχισε να κτίζεται το έτος 1910 και τελείωσε το 1912. Ο κόσμος τότε ήταν λίγος.

Τον Λόχο που είχε έδρα στα Ριζώματα και που έστηνε ενέδρα στο Ποτάμι (τον Αλιάκμονα), χτύπησαν οι Αντάρτες. Για εκδίκηση οι χωροφύλακες έκαψαν το χωριό που είχε εκκενωθεί από κατοίκους. Τον κόσμο τον σήκωσαν (η Εξουσία) και τον πήγαν έξω από τη Βέροια στις Βαρβάρες. Τους κατοίκους των Ριζωμάτων και του Δασκίου τους  έβαλαν στις στρατιωτικές παράγκες, με το σχέδιο Μάρσαλ για την εξόντωση των ανταρτών. Εκεί κάθισαν 3 χρόνια. Και αφού διαλύθηκε το Αντάρτικο τα δυο χωριά ξαναγύρισαν στον τόπο τους. Αλλά το Δάσκιο ήταν καμένο. Χτίστηκαν καινούργια σπιτάκια.

Εγώ πιάστηκα αιχμάλωτος το 1951, δικάστηκα στη Θεσσαλονίκη 20 χρόνια και με μετέφεραν από τη Λάρισα στις Νέες Φυλακές. Εκεί βρήκα τον Διοικητή που ήταν στα Ριζώματα με τον Λόχο Χωροφυλακής. Είχε κάνει (δοκίμασε) μία ληστεία στον Πολύγυρο (Χαλκιδικής). Έστειλε γράμμα σε έναν κτηνοτρόφο (ζητώντας) να του στείλει 200 λίρες στο όνομα καπετάνιου ανταρτών που έδρευε στα βουνά της Χαλκιδικής.

Ο κεχαγιάς πήγε το σημείωμα στο διοικητή χωροφυλακής της (πόλης). Μόλις το είδε κατάλαβε ότι προέρχονταν από τον Κυππαρίση, τον διοικητή λόχου. Τον έφεραν φυλακή στη Θεσσαλονίκη. Και οι εφημερίδες αντί να γράψουν για τη ληστεία, αναφέρονταν στα κατορθώματα του. Πώς βασάνιζε τους κομμουνιστές και πώς πολεμούσε τους αντάρτες. Αφού τον έφεραν στη φυλακή Θεσσαλονίκης, μας είχαν χώρια τους αντάρτες από τους εθνικόφρονες. Δύο ώρες κάθε πρωί, μας άνοιγαν τους θαλάμους σε ένα προαύλιο που δε μας χωρούσε, όποιος προλάβαινε, πρόλαβε.

Εκεί βρήκα το λοχαγό Κυππαρίση. Στην αρχή μου είπε πως ήταν αντάρτης στα Πιέρια και εκεί με είχε δει. Εγώ του είπα δεν σε θυμάμαι αφού είχα κάνει συζήτηση με χωριανούς μου και με ριζωματίτες. Είχα πολλά στοιχεία, αλλά εγώ δεν τον είχα δει και του είπα δεν σε ξέρω. Τη δεύτερη μέρα, αφού ξανανταμώσαμε δεν έκρυψε τίποτε. Μόλις με αντίκρισε, μου είπε ποιος είναι. Τον ρώτησα γιατί έκαψες το χωριό μας. Μου είπε: Ορκίζομαι και μάρτυρας έρχομαι αν χρειαστεί:

Το χωριό το έκαψαν οι δικοί σας οι Σ*…….αίοι. Ο Γ* που τον είχα εθελοντή χωροφύλακα. Αυτός μου έλεγε ποιοί είναι κομμουνιστές και άρχισε να βάζει φωτιά. Μπορούσα να μην τον αφήσω αλλά τον άφησα την πρώτη μέρα. Τη δεύτερη ήρθαν και άλλοι, ο Κ.Κ* που ήταν χωροφύλακας χωρίς (άνευ) θητεία, ο Λ* ο αδερφός του Σ* και έκαψαν όλο το χωριό. Μόνον τρία σπίτια δεν κάηκαν. Τα έβαλαν φωτιά και αυτά αλλά έσβησαν μόνα τους. Και τον ρώτησα: Καλά τα σπίτια τα έκαψαν οι Σ*, την εκκλησία ποιος την έβαλε φωτιά. Μου είπε πως είχε έναν Τούρκο που σκότωνε και βασάνιζε τον κόσμο. Τον έλεγαν Γιασάρ, αλλά αυτός χωρίς δική μου εντολή δεν έκαμνε τίποτε. Του απάντησα τι σχέδιο εθνικόφρονες ήσασταν. Μου είπε ότι αυτό το κάναμε να γράψουν οι εφημερίδες πως οι κομμουνιστές καίνε τα χωριά και τις εκκλησίες. Τότε το έπαιξε πως ήταν και κομμουνιστής.

Εκεί βρήκα και δύο χωροφύλακες που είχαν έρθει από την Κόρινθο. Αυτοί μας χτυπούσαν (βασάνιζαν) και εγώ δεν τους γνώρισα (θυμήθηκα). Ο ένας μόνος του εκμυστηρεύτηκε. Όταν σε έφεραν στο Σχολείο του χωριού, εγώ είχα το όπλο που σου το βάλαμε φάλαγγα στα πόδια.  Άλλοι σε χτύπησαν και ήσουν ματωμένος. Ένας Υπασπιστής μας μάλωσε μόλις  αρχίσαμε να σε δέρνομε. Δεν σας είπα να μη χτυπάτε στο κεφάλι. Αφήστε τον.

Εκείνος που σε άρχισε (να σε δέρνει), σκοτώθηκε. Και τότε τον ρώτησα, καλά εμάς, εσάς γιατί σας έφεραν στη φυλακή. Απάντησαν: ο ίδιος ο Λοχαγός Κυππαρίσης μας έστελνε να παίρνουμε πρόβατα από τα μαντριά. Παριστάναμε τους αντάρτες. Βάζαμε (ντυνόμασταν) ρούχα μαυρισμένα (λερωμένα), ξεσχισμένα και αρπάζαμε πρόβατα. Ένας Σαρακατσάνος τσοπάνος πληροφοριοδότης μας που ερχόταν σε μας και μας έβλεπε, μας αναγνώρισε. Τώρα μας δίκασαν 12 χρόνια. Εσύ θα απολυθείς αλλά εμείς θα εκτίσουμε την ποινή μας.

Ρώτησα γιατί μας χτυπούσατε και απάντησαν. Πήγαμε στη Σχολή (Χωροφυλακής) και όταν μετά από τρεις μήνες μας έστειλαν στη Μακεδονία, από την Κόρινθο, μας συμβούλεψαν. Μόλις φτάσετε στην Μακεδονία, βαράτε. Πας Μακεδόνας προδότης κατά της Πατρίδος. Αυτοί ήταν Έλληνες και δίκαιοι και εμείς προδότες!.  Πώς να τα γράψεις αυτά, λεπτομέρειες. Μια μερίδα χωροφυλάκων που συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς έγιναν εθνικόφρονες Έλληνες. Αυτοί έγιναν κράτος και οι αντάρτες όπως και το 1821, έτσι και τώρα. Φυλακές και εξορίες.

Η οργάνωση του χωριού στο ΕΑΜ – ΕΛΑΣ

Στις 10/02/1943, ήρθαν οι πρώτοι 17 αντάρτες στο χωριό και το οργάνωσαν (στην Αντίσταση). Είχαν αρχηγό τους έναν υπάλληλο Τράπεζας της Κατερίνης. Ονομαζόταν Σαράντης Γεώργιος αλλά πήρε  το ψευδώνυμο Κικίτσας Γεώργιος και ήταν κομμουνιστής.

Στο χωριό μας δεν είχαμε κανέναν με τέτοια ιδεολογία. Είχε διαδοθεί πως ο κομμουνιστής δεν έχει οικογένεια ούτε θρησκεία. Ο κόσμος φοβόταν, γιατί λεγόταν ότι ο κομμουνισμός θα σφραγίσει τους ανθρώπους στο μέτωπο. Όποιος δεν θα έχει αυτήν τη σφραγίδα θα θανατώνεται αμέσως. Γυρνώντας από τη δουλειά στο σπίτι σου, αν εύρισκες παπούτσια έξω από την είσοδο, δεν πήγαινες μέσα. Θα πήγαινες αλλού όπου δεν εύρισκες παπούτσια. Αν μια γυναίκα αποκτούσε παιδί, της το έπαιρναν για να μην γνωρίσει το παιδί γονείς. Την ίδια στιγμή που διαδίδονταν αυτά, εμείς δεν είχαμε παπούτσια. Φορούσαμε τσαρούχια και αν τα αφήναμε έξω θα τα έτρωγαν τα σκυλιά. Ξέραμε πως τα τσαρούχια γίνονταν από γουρουνίσιο ή βοδινό δέρμα.

Οι πρώτοι αντάρτες που ήρθαν στο χωριό ήταν κομμουνιστές. Είχαμε κλητήρα, πρωτόγερο και αν γίνονταν μάζωξη, συγκέντρωση στο Μεσοχώρι, φώναζε στους μαχαλάδες (γειτονιές). Συνήθως φώναζε όλοι οι άνδρες να μαζευτούν στην πλατεία του χωριού ή στο νάρθηκα της εκκλησίας. Όμως εκείνη την ημέρα ο πρωτόγερος πήρε εντολή από τον καπετάνιο να φωνάξει: Όλο το χωριό να πάει στο Μεσοχώρι, γυναίκες και άνδρες, γέροι και γριές, όλο το χωριό. Οι αντάρτες θα γυρίσουν σε όλο το χωριό και αν βρουν άνθρωπο μέσα σε σπίτι θα τον σκοτώσουν.

Φόβος και τρόμος κυριάρχησε. Ο άνθρωποι που να κρυφτούν. Νόμισαν πως οι αντάρτες ήταν πολλοί και έχουν τυλιγμένο (ζωσμένο) το χωριό όπως έκαναν οι Γερμανοί. Υποπτευόταν ότι θα μας μάσουν (μαζέψουν) όλους στο μεσοχώρι για να μας σκοτώσουν, γιατί πρώτη φορά ακούστηκε να καλούνται γυναίκες σε συγκέντρωση. Δεν άκουγες άλλες κουβέντες από τις γυναίκες και να κλαίνε. Και καλά τους άνδρες αλλά εμάς μας μαζεύουν για σκότωμα. Και πιασμένες χέρι-χέρι έβγαιναν στο μεσοχώρι.

Εγώ ήμουν λίγο ενημερωμένος και τις έλεγα, μη φοβάστε και καλά λόγια θα ακούστε. Καλά λόγια γιεμ’ για τους άνδρες, μα εμάς τις γυναίκες, τι μας θέλουν εμάς. Δεν ξέρουμε ντιπ, καντίποτα (σημείωση του Δ.Β: κανκαντίποτα ο υπερθετικός του τίποτα, για όποιους αγαπούν το χιούμορ).

Αφού συγκεντρώθηκαν αρκετοί ο καπετάν Κικίτσας μας είπε: Είμαστε Έλληνες, είμαστε συνέχεια  της γενιάς του 1821 που η πατρίδα μας ήταν σκλαβωμένη 400 χρόνια. Πάλεψε και λευτερώθηκε. Τώρα ο γερμανικός φασισμός υποδούλωσε τη χώρα μας. Όπου περνά δεν αφήνει όρθιο τίποτε. Σκοτώνει, καίει και ρημάζει. Εμείς πήραμε τα όπλα μαζί με άλλα κράτη που τα έχουμε συμμάχους.  Μαζί με τη μεγάλη χώρα, τη Σοβιετική Ένωση.

Συγκεντρώθηκαν  οι αντάρτες με την ελληνική σημαία υψωμένη. Σημαιοφόρος ο ποιο ψηλός νεολαίος.

Και άρχισαν τα τραγούδια.

Παιδιά σηκωθείτε να βγούμε στους δρόμους

Γυναίκες και άντρες με όπλα στους ώμους

Στο κόκκινο λάβαρο πάντα πιστοί

Η σάλπιγγα κράζει και μας προσκαλεί.

Το δεύτερο τραγούδι

Σαν ατσάλινο τείχος και αλύγιστος ορμάει

Στον αγώνα ο ελληνικός λαός

Μια φωνή που αντηχεί

Στον αέρα πέρα ως πέρα

Με επανάσταση θα διώξουμε τη σκλαβιά.

Και πιάστηκαν στο χορό, μπροστά ο καπετάνιος και πίσω τους αντάρτες με το τραγούδι:

Δεν λαλείς γλυκόμ’ αηδόνι το πρωί με τη δροσιά

Να ξυπνήσεις τον ιγιόμου πούναι στα ψηλά βουνά

Ψηλά στον γέρο Όλυμπο να το πεις γλυκόμ αηδόνη

Αν δεν διώξει τους φασίστες, μάνα του δε θάμαι πια.

Και τότε ο παπάς του χωριού Παπαγιάννης έβγαλε το ράσο και πήρε τη σημαία. Τράβηξε (έσυρε) το χορό. Πιάστηκε στο χορό όλος ο κόσμος. Έγινε χαμός, γέλια και κλάματα με παλιά τραγούδια, αντάρτικα και κλέφτικα. Ο παπάς άρχισε μόνος το τραγούδι:

Παιδιάμ’ σαν θέλτε λεβεντιά, αντάρτες να σ(η)κωθείτε

Εμένα να ρωτήσετε, να σας το μολογήσω.

Ύστερα πήγε και πήρε τη σημαία μπροστά και άρχισε το τραγούδι:

Σαράντα παλικάρια από τη Λιβαδειά

Πάνε να ξεσκλαβώσουν πόλεις και χωριά

Πάνε να χτυπήσουνε την Τριπολιτσά

Που έχει καλά κορίτσια.

Ο χορός άρχισε στις τρείς το απόγευμα και τέλειωσε στις πέντε. Τότε ο καπετάνιος έβγαλε βαρυσήμαντο λόγο. Μας είπε λόγια πρωτάκουστα. Άνδρες και γυναίκες από δω και πέρα θα έχουν τα ίδια δικαιώματα.

Και οι γυναίκες θα συνεδριάζουν. Θα παίρνουν μέρος σε συνέδρια σε συγκεντρώσεις. Θα πάρουν μέρος σε συμβούλια, θα κάνουν οργανώσεις. Θα βγουν αντάρτισσες όπως το 1821 η Μπουμπουλίνα και πολλές άλλες καπετάνισσες. Από αύριο θα έρθουν γυναίκες να οργανώσουν και να καθοδηγήσουν γιατί χωρίς τις γυναίκες αγώνας δε γίνεται.  Η μάνα του αντάρτη θα πλύνει, θα ζυμώσει και προστατέψει τον τραυματία. Α ν δεν έφευγαν οι αντάρτες στις 11 το βράδυ, δεν διαλύονταν η συγκέντρωση του κόσμου. Και οι χωριανοί ξημέρωσαν στα σπίτια και στις γειτονιές λέγοντας: Τι καλοί άνθρωποι ήταν και εμείς τραβήξαμε τέτοιο φόβο. Καλά μας έλεγε ο Βασίλης.

Μη φοβάστε, ήξερε αυτός γιεμ (γιε μου)!!.

*(Σημείωση: αντικατέστησα τα ονόματα με τα αρχικά τους και *. Δ.Β)

Σημείωση Φαρέτρας:Δημήτρης Βύζας κατάγεται από τη Φυτειά, είναι Ηλεκτρονικός Μηχανικός και συγγραφέας του βιβλίου  “Τσόρνοβο – Φυτειά Ημαθίας”

Το φωτογραφικό υλικό που συνοδεύει τα κείμενα είναι από τα αρχεία των Δημήτρη Βύζα και Αντώνη Στεφανόπουλου. Αναφέρεται στον Βασίλη Πατρίκα, το χωριό και τους συγχωριανούς του.

Το  10ο και τελευταίο  μέρος του κειμένου θα δημοσιευτεί την επόμενη Κυριακή  19 Αυγούστου

 Μπορείτε να διαβάσετε: μέρος  1ο   –   2ο    –   3ο      4ο   –  5ο  –  6ο  –  7ο  –   8ο    9ο  –  10ο  (Κάντε κλικ πάνω στους αριθμούς)

banner-article

Ροη ειδήσεων